«Οι ψυχαναγκασμοί είναι έμμονες
ιδέες που πολιορκούν τη σκέψη και επιβάλλονται στο άτομο παρά τη θέλησή του.
Βιώνονται σαν κάτι το ξένο και ενοχλητικό. Αυτοί οι ψυχαναγκασμοί αποτελούν
πολλές φορές το προστάδιο των καταναγκασμών. Ικανοποιούμε από καταναγκασμό μια
ακαταμάχητη και επιτακτική ανάγκη να πούμε ή να κάνουμε κάτι για να απαλύνουμε
την κακή ψυχολογική μας διάθεση, αιτία της οποίας είναι ένας ψυχαναγκασμός. Πρόκειται
ορισμένες φορές για την παθολογική υπερβολή ενός γνωστού μηχανισμού. Ποιος, τη
στιγμή που φεύγει για διακοπές, δεν έχει άραγε αναρωτηθεί: ‘Έκλεισα καλά το
γκάζι και το γενικό διακόπτη;’ Ιδέα που μας οδηγεί στο φόβο ότι θα μπορούσαμε
να προκαλέσουμε μια καταστροφή για την οποία θα ήμασταν ένοχοι και η οποία μας
σπρώχνει σε έναν ‘καταναγκασμό ελέγχου’, ο οποίος διαλύει αμέσως το φόβο και
εξαφανίζει τη σκέψη που προκαλεί άγχος. Το ότι υπήρξατε ενδεχομένως ο
πρωταγωνιστής ενός τέτοιου σεναρίου δε σημαίνει απαραίτητα ότι πάσχετε από
ψυχαναγκαστικά καταναγκαστικά προβλήματα, εκτός κι αν ανακουφιστήκατε μόνο πολύ
προσωρινά από τον έλεγχο και, αμέσως μόλις βγήκατε από το σπίτι σας, η ίδια σκέψη
σας κυρίευσε ξανά. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη
ψυχαναγκασμού. ‘Έκανα σωστό έλεγχο; Έκλεισα καλά τους διακόπτες;’ Ερωτήσεις που
οδηγούν σε έναν καινούργιο καταναγκασμό, σε έναν καινούργιο δηλαδή έλεγχο που
αυτή τη φορά διαρκεί περισσότερο. Ακολουθεί μια νέα αμφιβολία, κ.τ.λ. Η
διαδικασία μπορεί έτσι να μην έχει τέλος» (Lamagnere, 2011, σσ. 24-25).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η
ψυχαναγκαστική ή καταναγκαστική προσωπικότητα προϋπάρχει των προβλημάτων. Η
περισσότερο ή λιγότερο απότομη επιδείνωσή τους διαμορφώνει ένα πρόσφορο έδαφος
για την εκδήλωση της προσωπικότητας αυτής. Χαρακτηρίζεται από κάποια στοιχεία
που από μόνα τους δεν είναι παθολογικά. Πρόκειται για μια διαταραχή της
φυσιολογικής λειτουργικότητας του ατόμου.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη
σχολαστικότητα του ψυχαναγκαστικού. Ένας τέτοιος φοιτητής δεν μπορεί να ανεχτεί
την παραμικρή μουντζούρα στις σημειώσεις του, θα τις αντιγράψει πολλές φορές
για να είναι άψογες αντί να τις μελετήσει ή να διαβάσει κάτι άλλο. Η
τελειοθηρία, όταν φτάνει στα άκρα, μπορεί να γίνει ιδιαίτερα δυσλειτουργική. Συχνά
υπονομεύει την εικόνα του ατόμου να διαμορφώνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των
πραγμάτων.
Τα ψυχαναγκαστικά άτομα δίνουν
έμφαση στις λεπτομέρειες και δεν μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στα σημαντικά
και τα μη σημαντικά στοιχεία. Πολλές φορές αποπροσανατολίζονται από το στόχο
τους, καθώς προσπαθούν να συμπεριλάβουν τα πάντα, ακόμη και τα λιγότερο χρήσιμα
στοιχεία. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των ψυχαναγκαστικών ατόμων είναι η
αναποφασιστικότητα. Τα άτομα αυτά είτε αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις είτε
αναβάλλουν τη λήψη αποφάσεων λόγω φόβου διάπραξης λαθών ή ατελειών. Η
αναποφασιστικότητα μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη, έχοντας ως συνέπεια την
έντονη επιφυλακτικότητα, την αναβλητικότητα και την εύλογη άρνηση λήψης
επιπόλαιων αποφάσεων.
Όταν τα ψυχαναγκαστικά
χαρακτηριστικά δεν είναι ιδιαίτερα έντονα λειτουργούν υπέρ του ατόμου,
αποτελώντας πλεονεκτήματα για το άτομο, καθώς το βοηθούν στον τρόπο
αντιμετώπισης διαφόρων καταστάσεων. Όταν όμως η ένταση των προβλημάτων είναι
αυξημένη τότε μπορεί να αποτελέσουν σοβαρά προβλήματα για το ίδιο το άτομο αλλά
και τους γύρω του. Για παράδειγμα, η επιθυμία για τάξη που συνοδεύεται από
έντονη σχολαστικότητα είναι ένα στοιχείο των ψυχαναγκαστικών ατόμων. Το άτομο
απαιτεί από τον εαυτό του και τους άλλους γύρω του σοβαρότητα, οργανωτικότητα
για να πετύχει και να φέρει εις πέρας τους στόχους του. Σε κάποιες περιπτώσεις
το ψυχαναγκαστικό άτομο μπορεί να γίνει ιδιαίτερα μη λειτουργικό. Το
ψυχαναγκαστικό άτομο μπορεί να περάσει πολλές ώρες τακτοποιώντας το γραφείο ή
το σπίτι του, περιποιώντας τον εαυτό του για να προετοιμαστεί και να βγει έξω,
ή να σκεφτεί τις προτεραιότητές του.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό κάποιων
ψυχαναγκαστικών ατόμων είναι η τάση για έντονη καθαριότητα. Ένα ψυχαναγκαστικό
άτομο μπορεί να κάνει πάνω από 5-6 φορές την ημέρα ντους, να πλένει εκατό φορές
τα χέρια του, τρίβοντάς τα με απορρυπαντικά και απολυμαντικά ή να περνά
ατέλειωτες ώρες καθαρίζοντας το σπίτι με ισχυρά απολυμαντικά. Όσο πιο έντονα
είναι αυτά τα στοιχεία τόσο πιο δυσλειτουργικό γίνεται το άτομο μέσα στην
καθημερινότητά του.
Μία από τις κύριες πλευρές της
καταναγκαστικής προσωπικότητας είναι η μανία,
η έντονη τάση του ατόμου για τάξη, τελειοθηρία, σχολαστικότητα ή υπερβολική
καθαριότητα. Ο ψυχαναγκαστικός έχει έντονη ανάγκη για εξουσία και απόλυτο έλεγχο
στον κόσμο που τον περιβάλλει. Του αρέσει να φυλάει, να συσσωρεύει και να
συλλέγει. Είναι ανίκανος να πετάξει οτιδήποτε, περιστοιχίζεται συχνά από μια
τεράστια ποσότητα πραγμάτων, η μόνη λειτουργία των οποίων είναι η διατήρησή
τους. Το άτομο βιώνει έντονο άγχος αποχωρισμού. Του αρέσει να κυριαρχεί
ασκώντας εξουσία στα πράγματα, δε συμπαθεί την αλλαγή των θέσεών τους, ενώ
συχνά αρνείται να τα δανείσει. Τον έλεγχο αυτό τον ασκεί τόσο στον εαυτό του
όσο και στον περίγυρό του. Πρώτα από όλα είναι υπερβολικά σοβαρός και αυστηρός
με τον εαυτό του. Λειτουργεί περισσότερο με βάση το καθήκον παρά με βάση την
ευχαρίστηση και επιδεικνύει μια ακραία αφοσίωση στη δουλειά και στην
παραγωγικότητα εις βάρος της διασκέδασής του και των διαπροσωπικών του σχέσεων.
Είναι αυστηρός, συντηρητικός, τυπικός, ενώ όλη του η λειτουργικότητα
κατευθύνεται από ένα άκαμπτο ήθος, από μια αδυσώπητη ηθική. Κρίνει τους άλλους
με μια απίστευτη αυστηρότητα, και είναι μάλιστα ελάχιστα ανεκτικός με τον ίδιο
του τον εαυτό.
Το ψυχαναγκαστικό άτομο γίνεται
συχνά τυραννικό και απαιτεί υπακοή στους κανόνες που το ίδιο επιβάλλει, σε
σημείο που να αγνοεί ή να μη δίνει μεγάλη σημασία στα συναισθήματα που προκαλεί
στους άλλους με τη συμπεριφορά του. Χαρακτηρίζεται από έντονο πείσμα και δε
συγχωρεί εύκολα. Επίσης, διακρίνεται από έλλειψη ψυχολογικής ευλυγισίας και η
απόλυτη στάση του εκδηλώνεται ακόμη και στη φυσική του εμφάνιση (άκαμπτος,
αλύγιστος, με αυστηρή εμφάνιση, συγκρατημένο στυλ, ψυχρή και ελάχιστα τρυφερή
συμπεριφορά). Άλλα χαρακτηριστικά των ψυχαναγκαστικών ατόμων είναι η
τσιγκουνιά, ή η έντονη παρόρμηση για σπατάλη, η ιεράρχηση των σχέσεων του με
τους άλλους, η υπερβολική ευγένεια ή και η πλήρης υπακοή. Κάποιες φορές μπορεί
να εμφανίζουν κυνικότητα ή επιθετικότητα απέναντι στους άλλους.
Οι μανίες εμφανίζουν μια
ψυχαναγκαστική διάσταση, καθώς συμβάλλουν στη μείωση της συναισθηματικής
έντασης και το άτομο που ενδίδει σε αυτά νιώθει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει.
Η επανάληψη συνηθειών και
καταστάσεων λειτουργεί για κάποιους ανθρώπους καταπραϋντικά και καθησυχαστικά. Διατηρούν
αυτές τις συνήθειες επειδή η αλλαγή τους αγχώνει ή μπορεί η αλλαγή να αγχώνει
για αυτό επιδιώκουν τη διατήρηση αυτών των συνηθειών. Η συνήθεια ως αποτέλεσμα
της επανάληψης καθησυχάζει το άτομο, χωρίς να συνδέεται βαθύτερα με το άγχος.
Οι τελετουργίες μας ακολουθούν από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ας σκεφτούμε την
τελετουργία του νανουρίσματος του παιδιού, που στοχεύει στην ανακούφιση του
φόβου σχετικά με την απώλεια φροντίδας. Από μικροί εξοικειωνόμαστε σε διάφορες
τελετουργίες. Πολλά είναι τα παιδιά που δεν μπορούν να κοιμηθούν αν η μαμά τους
δεν τα έχει χαϊδέψει ή αν ο μπαμπάς δεν τους διηγηθεί μια ιστορία. Είναι
επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που προσφέρουν ανακούφιση και ηρεμία. Είναι μη
ψυχαναγκαστικές τελετουργίες που μπορεί όμως να οδηγήσουν μελλοντικά σε
περισσότερο ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, παθολογικές ή μη. Οι μανίες, οι
συνήθειες και οι καταναγκασμοί λειτουργούν καθησυχαστικά και δεν έχουν στην
πλειοψηφία τους βλαβερές συνέπειες για το άτομο. Όλοι έχουμε μανίες και έμμονες
ιδέες και μπορούμε να συνεχίσουμε να τις έχουμε αρκεί να μην εισβάλλουν
επικίνδυνα στη ζωή μας και μειώνουν τη λειτουργικότητά μας (Lamagnere, 2011).
Οι καταναγκασμοί και οι
ψυχαναγκασμοί μπορεί να οφείλονται σε αυτόματες αρνητικές σκέψεις, που προέρχονται
από έναν παθολογικό τρόπο ανάγνωσης, ερμηνείας και σύνθεσης των πληροφοριών.
«Οι πληροφορίες αυτές αποτελούνται από βασανιστικούς ψυχαναγκασμούς. Ανήκουν σε
ένα διαμορφωμένο γνωστικό σύστημα, το οποίο βασίζεται σε πεποιθήσεις και
σκέψεις που είναι αποθηκευμένες στη μνήμη του ατόμου. Αυτές οι πεποιθήσεις
εντοπίζονται και συζητιούνται…»
Μεταξύ των σκέψεων που συναντά
κανείς συχνά στα άτομα που υποφέρουν από ψυχαναγκαστική καταναγκαστική
συμπεριφορά είναι οι εξής:
- «Σκέφτομαι αυτό που πρέπει να κάνω.
- Όταν το σκέφτομαι, το εφαρμόζω.
- Το να μην καταφέρω να αποφύγω ή να προσπαθήσω να αποφύγω κάτι το βλαβερό για μένα ή τους άλλους είναι σαν να επιδιώκω να συμβεί.
- Μια ευθύνη δεν μπορεί να εξαρτάται από την ισχνή πιθανότητα πρόκλησης ενός προβλήματος.
- Τα να μην απορρίπτω μια έμμονη ιδέα για κάτι άσχημο που μπορεί να συμβεί είναι σαν να θέλω να συμβεί.
- Μπορώ και πρέπει να ελέγχω τις σκέψεις μου.
- Είμαι ο μόνος που σέβεται την καθαριότητα».
(Lamagnere, 2011, σσ. 83-84)
«Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική
θεωρία, η ψυχαναγκαστική ιδέα και η καταναγκαστική συμπεριφορά είναι
απαραίτητες για την ισορροπία του εγώ. Η ψυχαναγκαστική νεύρωση είναι η έκφραση
μιας προσωπικότητας, που χαρακτηρίζεται κατά το ένα της μέρος από κάποιες
παρορμήσεις, κατά το άλλο από ιδιαίτερους μηχανισμούς άμυνας και τέλος από μια
συγκεκριμένη ανάλογη συμπεριφορά» (Lamagnere, 2011,
σ. 104).
«Ο ψυχαναγκαστικός κατά τη
διάρκεια της εκπαίδευσής του στην τουαλέτα εσωτερικεύει ένα ‘σκληρό υπερεγώ’,
το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τις βαθύτερες παρορμητικές τάσεις εχθρικότητας
και πρωκτικού ερωτισμού. Ο πρωκτικός χαρακτήρας που προκύπτει από αυτή τη
σύγκρουση συνδυάζει με διαφορετικό τρόπο τις παρορμητικές τάσεις του πρωκτικού
ερωτισμού (πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, διάθεση συσσώρευσης, δυσκολία αποχωρισμού
πραγμάτων, οικονομία, τσιγκουνιά, βρωμιά) και της σαδιστικής επιθετικότητας
(ύβρεις σκατολογίας, σκληρότητα προς τους αδύναμους, αντίσταση στην εξουσία)
και την αντισταθμιστική συμπτωματολογία τους, αντίθετες τάσεις που πηγάζουν από
τις απαιτήσεις αυτού του σκληρού υπερεγώ. Η αντισταθμιστική συμπτωματολογία που
εναντιώνεται στον πρωκτικό ερωτισμό εκφράζεται με την τάση προσφοράς δώρων,
υποχωρητικότητας, υποταγής, σπατάλης και υπερβολικής καθαριότητας. Εκείνη που
εναντιώνεται στη σαδιστική επιθετικότητα είναι η υπερβολική καθαριότητα, η δουλοπρέπεια, η καλοσύνη, η
προστασία των αδύναμων, το ενδιαφέρον για τη δικαιοσύνη, ο σεβασμός προς κάθε
μορφή εξουσίας» (Lamagnere, 2011, σσ. 104- 105).
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των
ψυχαναγκαστικών είναι η αμφιθυμία. Συχνά βρίσκονται μέσα σε ένα κύκλο
ατελείωτων αμφιβολιών και δισταγμών. Ο
ψυχαναγκαστικός είναι προσκολλημένος στις συνήθειές του και δεν παύει διαρκώς
να ελέγχει τον εαυτό του. Κάποιες από τις σκέψεις των ψυχαναγκαστικών μοιάζουν
με τις λαϊκές προκαταλήψεις και συνδέονται με τη μαγική σκέψη.
Η ζωή των ψυχαναγκαστικών
κινείται στα δίπολα ‘δίνω- κρατάω’ και ‘επαναστατώ- υποτάσσομαι’.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Μανίες, Φοβίες και Έμμονες Ιδέες», Franck Lamagnere, 2011 (5η έκδ., Εκδόσεις Πατάκη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου