Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Δεν σε εκτίμησαν…

Είναι φορές που νιώθεις πως πνίγεσαι μέσα σε σχέσεις που δεν το περίμενες κι όμως έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο… Είχες επενδύσει πολύ σε κάποιους ανθρώπους, τους υποστήριξες, θυσίασες τα θέλω σου, τις πολύ προσωπικές σου επιθυμίες, τα όνειρά σου, το όραμά σου για το μέλλον, και το ναυάγιο που επήλθε μοιάζει σαν προδοσία, ίσως και σαν αχαριστία…

 


Όχι ότι περίμενες να σου πουν ευχαριστώ για όσα έδωσες ή για όσα έκανες γι’ αυτούς, αλλά το να στραφούν κι εναντίον σου είναι κάτι που σε εξοργίζει, κάτι που σε απογοητεύει πολύ… Κι αισθάνεσαι και κορόιδο, καθώς νιώθεις ότι όλες σου οι προσπάθειες βούλιαξαν στο κενό, δεν είχαν καμία αναγνώριση, και ωφέλησες ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να σε εκτιμήσουν ως άνθρωπο, αλλά επίσης δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν κι όσα τους πρόσφερες…

Κι έτσι αισθάνεσαι σαν να σε έχουν χρησιμοποιήσει, κι όχι απλώς για μια στιγμή, αλλά για χρόνια ολόκληρα… και τότε μένεις μόνος σου κι αναρωτιέσαι: άξιζε τελικά τον κόπο όλη αυτή η προσπάθεια; Και μήπως θα έπρεπε να μην είχες συμπεριφερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί τελικά αυτός που ζημιώθηκε είσαι εσύ. Εσύ πήγες τη ζωή σου πίσω…

Όμως, αναλογίσου ότι εσύ έκανες αυτό που ένιωθες, άρα τα έχεις καλά με τη συνείδησή σου, προσπάθησες να κάνεις το σωστό, προσπάθησες να είσαι δίκαιος. Δεν ήξερες τι θα συμβεί, άρα μη γνωρίζοντας την έκβαση της σχέσης σου, πώς θα ήταν δυνατόν να αποφασίσεις για το αν αξίζει να δώσεις όλα όσα έδωσες; Κι επομένως, γιατί κατηγορείς τον εαυτό σου και νιώθεις τύψεις; Εξάλλου, σκέψου…. Ήταν η πρώτη φορά που δεν αναγνωρίστηκαν όσα έκανες; Γιατί, λοιπόν, θλίβεσαι; Γιατί μελαγχολείς; Επειδή οι άλλοι δεν είναι σαν εσένα; Αλήθεια, μπορούν να είναι ή να γίνουν οι άλλοι σαν εσένα; 


 

Αν πραγματικά κάποιος θα πρέπει να στεναχωριέται και να θλίβεται, σίγουρα δεν είσαι εσύ… Σταμάτα να στεναχωριέσαι, γιατί και η στεναχώρια είναι επένδυση με έναν αρνητικό τρόπο, γιατί εξακολουθείς να δίνεις χώρο και χρόνο σε άτομα που δεν αξίζουν. Οι σκέψεις σου απαιτούν χρόνο, κι αντί να αφιερώσεις τον πολύτιμο χρόνο σου σε κάποιο άτομο το οποίο αξίζει τις σκέψεις σου, χρησιμοποιείς το χρόνο σου για να σκεφτείς ένα άτομο που σε πλήγωσε, ένα άτομο που δεν αξίζει και που δε θα σε αναγνωρίσει ποτέ ή όταν θα αναγνωρίσει όσα του πρόσφερες, θα είναι πολύ αργά…

Κι έτσι αναλώνεσαι σε έναν φαύλο κύκλο θλίψης, αρνητικών σκέψεων και μελαγχολίας. Πλέον αυτός που κάνει το λάθος, δεν είναι το πρόσωπο που δεν σε εκτίμησε, αλλά εσύ. Βαλτώνεις σε μία κατάσταση, σε μία σχέση που ναυάγησε και δεν ήσουν εσύ η αιτία. Κι αδυνατείς να κλείσεις το κεφάλαιο  αυτό της ζωής σου και να προχωρήσεις και να γράψεις ένα νέο κεφάλαιο που αυτή τη φορά δε θα έχει τα λάθη που είχε το προηγούμενο ούτως ώστε να έχει περισσότερες πιθανότητες για ένα αίσιο τέλος.

Αναλογίσου όμως τι είναι αυτό που σε εμποδίζει να γυρίσεις σελίδα;  

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

«Μην κρατάς κάποιον που θέλει να φύγει, αλλιώς δε θα γνωρίσεις αυτόν που έρχεται…» (Γιούνγκ)

Ο Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, ο πατέρας της «Αναλυτικής Ψυχολογίας», υπήρξε ένας βαθιά φιλοσοφημένος στοχαστής κι ένας από τους σπουδαιότερους ψυχολόγους του 20ου αιώνα. Αξίζει να δώσουμε την πρέπουσα σημασία στα παραπάνω λόγια του και να επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενό τους.

 Πολλές φορές στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις και δη στις ερωτικές, συμβαίνει ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, για άλλους μικρότερο, για άλλους μεγαλύτερο, να διαπιστωθεί μια κόπωση είτε από τη μία πλευρά, είτε από την άλλη. Επέρχεται δηλαδή, μια ουσιαστική αλλαγή μέσα στη σχέση η οποία έχει αρνητικές συνέπειες και παύει να υφίσταται η πρότερη κατάσταση γαλήνης ή έστω ισορροπίας. 

 


Οι ψυχολόγοι συνηθίζουν να αποκαλούν αυτή τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται κι εδραιώνεται σιγά σιγά ως «φθορά» της σχέσης. Στο παρόν κείμενο δε θα αναλύσουμε τα βαθιά αίτια που οδηγούν συνήθως στη φθορά της σχέσης, αλλά θα επικεντρωθούμε σε αυτό ακριβώς που αναφέρει ο Γιούνγκ, δηλαδή στο γιατί δεν πρέπει να κρατάμε αυτόν που θέλει να φύγει.

Γιατί, λοιπόν, επιμένουμε στο να κρατάμε δέσμιο μέσα στη σχέση μας έναν άνθρωπο ο οποίος προφανώς ασφυκτιά και επιθυμεί να μας απαλλάξει από την παρουσία του; Ένας άνθρωπος όταν εκφράζει μια τέτοια επιθυμία δεν είναι πάντα ξεκάθαρο το «γιατί» την εκφράζει κι ακόμη κι αν το συζητήσουμε διεξοδικά, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι θα αντιληφθούμε τους πραγματικούς λόγους που κρύβονται πίσω από την επιθυμία του. Μας λέει την αλήθεια; Μας λέει την μισή αλήθεια; Δεν μπορούμε επίσης, να γνωρίζουμε τα αληθινά κίνητρα μιας τέτοιας απόφασης. Πάντως, όποια κι αν είναι τα αίτια και τα κίνητρα, εμείς οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς θα λέγαμε ότι υπάρχουν δυο βασικές πιθανότητες όσον αφορά στο αν είναι αληθής η επιθυμία του/της συντρόφου μας. 


 

Η μια πιθανότητα είναι ο/η σύντροφός μας πράγματι να θέλει να φύγει και να διαλύσει τη σχέση μας, δηλαδή να εννοεί την επιθυμία που μας εκφράζει. Η άλλη πιθανότητα όμως είναι να εκφράζει την επιθυμία να φύγει και να διαλύσει τη σχέση μας, αλλά να μην το εννοεί. Αυτή η πιθανότητα είναι πιο σοβαρή από την πρώτη, καθώς τότε ο/η σύντροφός μας συνειδητοποιώντας ότι εμείς παρακαλούμε να μην προβεί σε μια τέτοια απόφαση, ίσως εκμεταλλευτεί την αδυναμία μας και να χρησιμοποιήσει την απειλή «θα φύγω» χειριστικά, και βλέποντας ότι κερδίζει κι ωφελείται να χρησιμοποιεί την ίδια απειλή κατ’ εξακολούθηση, προκειμένου να περνάει τα δικά του/της θέλω δίχως να σέβεται τις δικές μας ανάγκες και τις δικές μας επιθυμίες. Μπροστά σε τέτοιου είδους εκβιασμούς το άτομο που είναι συναισθηματικά ευάλωτο κινδυνεύει να μετατραπεί σε μαριονέτα, σε έναν άνθρωπο που θα είναι υπό τις οδηγίες και τις διαταγές του/της συντρόφου του, χάνοντας μέρος της αυτεξάρτησής του, όντας πλέον σε μια ξεκάθαρα σχέση εξάρτησης, σε μια κακοποιητική σχέση.  


 

Συνεπώς, όταν εμείς προσπαθούμε σε μια σχέση να δώσουμε ό,τι έχουμε να δώσουμε, αλλά αντί να ακούσουμε ευχαριστώ έστω για την προσπάθειά μας, ακούμε μια συνεχόμενη κριτική απέναντί μας, παράπονα, και δυσαρέσκεια, τότε θα πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά για το μέλλον της σχέσης μας. Όταν ο/η σύντροφός μας φτάσει στο σημείο να μας πει ότι θέλει να φύγει, τότε ίσως είναι πολύ αργά να αντιστρέψουμε την κατάσταση. Όταν έχουμε προσπαθήσει μέσα στη σχέση και έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια του να προσπαθήσουμε παραπάνω, και αυτό που εισπράττουμε είναι παράπονα… τότε είναι καιρός να μην κρατάμε αυτόν/αυτήν που θέλει να φύγει, γιατί δε θα καταφέρει ποτέ να εκτιμήσει όσα προσφέραμε. Επίσης, καταδικάζουμε τον εαυτό μας να παραμείνει σε μια καταπιεστική σχέση χάνοντας την ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν άλλον άνθρωπο που να μπορέσει να εκτιμήσει όσα μπορούμε να δώσουμε και να μας σεβαστεί γι’ αυτό που είμαστε.

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

Διαβάζοντας: Ένας γάτος μια φορά…

Πρόκειται για ένα παραμύθι αρκετά διασκεδαστικό και από την αρχή έως το τέλος σε ομοιοκαταληξία, γεγονός που του δίνει μια ακόμη μεγαλύτερη χαρμόσυνη νότα κι επίσης αστεία, τόσο για τους μικρούς, όσο και για τους μεγάλους αναγνώστες. Στο οπισθόφυλλο αναγράφει τα εξής λόγια:

 «γιατί ένας ξεχωριστός γάτος δυσκολεύεται να βρει φίλους; Γιατί η γατοπαρέα δε θέλει να παίξει μαζί του; Θα καταφέρουν άραγε στο τέλος να γίνουν όλοι μια συντροφιά; Μια ιστορία για το δικαίωμα να είμαστε διαφορετικοί και για τον πλούτο που μας χαρίζουν οι διαφορές μας». 


Πράγματι είναι ένα παραμύθι το οποίο φαίνεται ανάλαφρο και διασκεδαστικό, όπως αναφέραμε προηγουμένως, αλλά θα λέγαμε ότι αγγίζει βαθύτερα νοήματα κι ευαίσθητα ζητήματα και κυρίως υπογραμμίζει το πόσο δύσκολο είναι να εντάξουμε τη διαφορετικότητα και να αγκαλιάσουμε το διαφορετικό. Συνήθως, αποκλείουμε τη διαφορετικότητα, θέλουμε να είμαστε όλοι ίδιοι και καθετί ή κάθε ένας που είναι διαφορετικός αντιμετωπίζεται ως αποδιοπομπαίος τράγος, ως κάποιος που θα μας προκαλέσει κακό ή που δεν μπορεί να ταιριάξει μαζί μας.

Όμως όλα αυτά είναι μεροληψίες, πεποιθήσεις που δεν βασίζονται στην πραγματικότητα και θα πρέπει από μικρή ηλικία να μαθαίνουμε στα παιδιά να είναι πιο δεκτικά απέναντι στην διαφορετικότητα, έτσι ώστε να αλλάξουμε νοοτροπία ως κοινωνία και να εγκαταλείψουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές και στάσεις, γιατί άθελά μας πληγώνουμε. Δημιουργούμε πρόβλημα στους άλλους με το να τους διώχνουμε, ακριβώς επειδή δεν είναι σαν εμάς, όπως όταν ένα παιδάκι είναι από άλλη χώρα, δεν μιλάει καλά τα Ελληνικά, έχει διαφορετικό χρώμα δέρματος κοκ. 


 

Ως εκ τούτου, σας προτείνουμε το εν λόγω παραμύθι να το έχετε στην βιβλιοθήκη σας και σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση!  

 


Συγγραφείς: Κώστας Μάγος & Γεωργία Γκανάτσιου, Εκδόσεις: Εν πλω.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Διαβάζοντας: «All Families Are Psychotic»

Το μυθιστόρημα με τίτλο: «All Families Are Psychotic» (όλες οι οικογένειες είναι ψυχωτικές), είναι το έβδομο σε σειρά μυθιστόρημα του Douglas Coupland, και εκδόθηκε το 2001. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς κι από τον τίτλο, το εν λόγω μυθιστόρημα αποτελεί μια φανταστική ιστορία της δυσλειτουργικής οικογένειας Drummond από το Βανκούβερ, όπου ύστερα από πολλά χρόνια απομάκρυνσης τα μέλη της οικογένειας αυτής θα συγκεντρωθούν ξανά. Ο λόγος της συγκέντρωσης είναι η τεράστια επιτυχία της κόρης Σάρα, η οποία παρά την αναπηρία της που προκλήθηκε από την χορήγηση θαλιδομίδης στην μητέρα της κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης,  εργάζεται στη NASA και επρόκειτο να «εκτοξευθεί» στο διάστημα ως κοσμοναύτης! 

 


Μια αναπηρία τόσο σοβαρή όπως στην περίπτωση της Σάρα, η οποία γεννήθηκε δίχως ένα χέρι, αντιλαμβανόμαστε ότι έχει δυσμενείς ψυχοσωματικές και συναισθηματικές επιπτώσεις για το ίδιο το άτομο, ειδικά όταν ξέρει ότι η ζωή της θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν είχε γίνει λήψη θαλιδομίδης από την μητέρα της. Η αιτία της αναπηρίας της δηλαδή είναι συγκεκριμένη, με την έννοια ότι έχει όνομα κι επίσης κάποιος είναι υπεύθυνος για την κατάστασή της. Είναι πολύ διαφορετική η ψυχολογία των ατόμων που προκάλεσαν τα ίδια την αναπηρία τους, καθώς στρέφουν τις ενοχές στον εαυτό τους και πολύ διαφορετική η περίπτωση των ατόμων όπως η Σάρα που ξέρουν ότι δεν ευθύνονται τα ίδια για την αναπηρία τους, καθώς στρέφουν την κριτική τους για την κατάστασή τους στους άλλους κι αυτό μπορεί να επηρεάσει τη σχέση τους με πολύ κοντινά και προσφιλή σε αυτά άτομα, όπως την μητέρα ή ακόμη και τον πατέρα, με πολύ αρνητικό τρόπο. Όταν μάλιστα υπάρχουν αδέρφια στην οικογένεια η σύγκριση είναι πιο άμεση και το ερώτημα που πρέπει να διαχειριστεί το άτομο που υποφέρει είναι το εξής: «γιατί σε εμένα;». Ο Coupland δημιουργεί μια ηρωίδα που παρά το πρόβλημά της, δεν το βάζει κάτω, αλλά είναι επικεντρωμένη στην επιστήμη της, κάτοχος διδακτορικού κι έτοιμη για την σπουδαιότερη στιγμή στην καριέρα της.  

 

Ο Coupland εκτός από το ευαίσθητο θέμα της αναπηρίας, θίγει κι ένα άλλο ζήτημα που κι αυτό επηρεάζει την ψυχοσωματική κατάσταση του ατόμου, κι ακόμη περισσότερο την εποχή που είχε γραφτεί το βιβλίο και η αντιμετώπιση δεν ήταν εξίσου επιτυχημένη όπως σήμερα. Παρουσιάζει τρεις χαρακτήρες να έχουν AIDS, δηλαδή η μητέρα Τζάνετ κι ο γιος της Γουέιντ, καθώς και η Νίκι, η δεύτερη σύζυγος του πατέρα Τεντ, η οποία συνευρέθηκε σεξουαλικά με τον Γουέιντ σε ένα αεροδρόμιο, δίχως να γνωρίζει ότι ήταν νόμιμα θετός γιος της. Όταν ο Τεντ ανακαλύπτει ότι υπήρξε «αιμομικτική» συνεύρεση, προκαλεί ένα μεγάλο περιστατικό. Γενικά ο Τεντ είναι μια φιγούρα κακοποιητική απέναντι στους γιους του, με τους οποίους πάντα αγανακτούσε, ενώ απέναντι στην κόρη του διατηρεί ήδη από την παιδική ηλικία μια στάση «λατρείας» και απεριόριστης συμπάθειας. Ο Τεντ είναι αλκοολικός και ως εκ τούτου τυραννικός και βίαιος, και βλέπει τη σύζυγό του Νίκι ως τρόπαιο. 

 


Θα πρέπει να μην παραλείψουμε να σημειώσουμε ότι μια ασθένεια όπως το AIDS δεν είναι εύκολα διαχειρίσημη, καθώς το άτομο παλεύει για κάποιες φορές και χρόνια μέχρι να καταφέρει να αποδεχθεί την κατάσταση στην οποία πλέον βρίσκεται κι επίσης προκύπτουν σταδιακά και ζητήματα που εκ πρώτης όψεως δεν είναι ορατά ή ευδιάκριτα όπως: «ποιος άνθρωπος θα ερωτευθεί και θα αγαπήσει ένα άτομο με AIDS;»… Ευτυχώς, για τον Γουέιντ σε μια ομάδα ψυχολογικής στήριξης ατόμων με μολυσματικές ασθένειες, γνωρίζει την Μπεθ, η οποία ως πρώην τοξικομανής πίστευε ότι είχε AIDS, γεγονός που δεν ίσχυε και που τελικά την παντρεύεται. 

 

Από την άλλη, ο Μπράιαν, είναι το «ηλίθιο» παιδί της οικογένειας, ο οποίος τα κάνει πάντα όλα θάλασσα και είναι πάντα μπλεγμένος. Ο Μπράιαν βρίσκεται σε σχέση με την Shw, της οποίας η γονείς της είχαν επιτρέψει στα 16 της να επιλέξει το όνομά της κι επειδή μισούσε τα φωνήεντα διαλέγει να την αποκαλούν έτσι. Έμεινε έγκυος από τον Μπράιαν και τώρα βρίσκεται στο δίλημμα να κάνει έκτρωση ή μήπως να πουλήσει το παιδί της; 

 


Τα πράγματα σε αυτό το μυθιστόρημα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα, ειδικά από το σημείο όπου εισάγεται στην πλοκή ο Νορμ, ο περιστασιακός εργοδότης του Γουέιντ. Ο Νορμ έχει στην κατοχή του την τελευταία επιστολή της Λαίδη Ντι κι έχει βρει έναν αγοραστή από τις Μπαχάμες, τον Φλώριαν, ο οποίος όμως είναι αδίστακτος στο να πάρει αυτό που θέλει. Ο Coupland είναι μαέστρος στο να κατασκευάζει αδίστακτους, ακαλλιέργητους και χωρίς ίχνος αγωγής χαρακτήρες, καθώς και ιστορίες που εκτυλίσσονται σε μυστηριώδεις ή περίεργες περιοχές της Αμερικής, όπως η παραλία Daytona

 

Στο μυθιστόρημα αυτό του Coupland, διαπιστώνουμε ότι οι χαρακτήρες που έχει κατασκευάσει συναντιούνται κάτω από τις πιο ασυνήθιστες συμπτώσεις, αλλά κατά βάθος όλοι αυτό που αναζητούν είναι η αλήθεια και η ευτυχία. Ο Coupland περιγράφοντας χαρακτήρες που καλύπτουν το φάσμα της ζωής δύο γενιών ενηλίκων, καταγράφει κάποιες πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για τη ζωή γενικότερα, όπου κάθε πράξη έχει τις συνέπειές της και που τίποτα δεν είναι τόσο απλό ή τόσο εύκολο. Η μεσήλικη Τζάνετ, αξιολογώντας το παρελθόν της, αναρωτιέται τι έχει καταφέρει στη ζωή της μέχρι τώρα, επιχειρώντας έστω και καθυστερημένα, αλλά όχι αργά να βγει από τον μικρόκοσμό της και να ανοίξει τα φτερά της, ενώ τα παιδιά της παρατηρούν ότι είναι δυσαρεστημένα κι έτσι βρίσκονται σε έναν διάλογο με τις ταυτότητές τους, αισθανόμενα ότι έχουν υποταχθεί στους ρόλους που τους έχει επιβάλλει η κοινωνία. Οι χαρακτήρες, λοιπόν, διαπραγματεύονται υπαρξιακά θέματα όπως την ασθένεια, το θάνατο, τον εθισμό, τις κακές ενδοοικογενειακές σχέσεις, αλλά και την πολυπλοκότητα και την κακία του κόσμου που τους περιβάλλει. 

 


Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, σίγουρα ο αναγνώστης θα ανατρέξει στη δική του οικογένεια, στο αν και κατά πόσο είναι κοντά ή μακριά από τα υπόλοιπα μέλη, αν έχει υπάρξει απόσταση κι αποξένωση σε τέτοιο βαθμό που να χρειαστεί να συμβεί κάτι φοβερό και τρομερό που θα τους φέρει πάλι κοντά. Τελικά ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί σχετικά με το τι είναι οικογένεια και πώς οι προσδοκίες του ενός μέλους για το άλλο διαμορφώνουν και σε ποιο βαθμό τις επιλογές και την πορεία του καθενός ξεχωριστά, αλλά και όλων μαζί, ως ένα σύνολο ή ένα σύστημα, όπως ακριβώς το σύστημα των συγκοινωνούντων δοχείων. Τελικά, ακόμη κι αν το κάθε μέλος έχει πάρει διαφορετική πορεία, ακόμη κι όταν η οικογένεια μοιάζει να έχει διασκορπιστεί, πάντα θα υπάρχει η σκέψη του ενός για τον άλλο για να γεμίζει τα όποια κενά. Μήπως τελικά κάπως έτσι, λιγότερο ή περισσότερο, με ή δίχως υπερβολή και η δική μας οικογένεια είναι ψυχωτική;

 

Douglas Coupland. (2001). All Families Are Psychotic. Pilgrim Reader Books.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.