Στα
θεμέλια της ψυχής μας είναι κρυμμένες σα δυναμίτιδα κάποιες μας ιδιότητες, τόσο
φρικτές και τόσο δικές μας, που βαστούμε την αναπνοή μας όταν περνούμε από
κοντά τους μην τύχει και ξυπνήσουν και ανατινάξουν στον αέρα όλο το οικοδόμημα
της ζωής που υποκριτικά και αθόρυβα απάνω στις ψευτιές ομορφοχτίσαμε για να το
επιδείχνουμε στους άλλους και στον εαυτό μας…
(Καζαντζάκης,
«Σπασμένες ψυχές»)
Πώς θέλω να προβάλω τον εαυτό μου
προς τα έξω και τι θέλω να πιστεύουν οι άλλοι για μένα; Πόσο γνήσια και
ειλικρινής είναι η εντύπωση που δημιουργώ στους άλλους και που μεθοδικά και
άκρως επιμελημένα επιλέγω να δημιουργήσω και πότε αυτό που φανερώνω στους άλλους
και δεν με εκφράζει πραγματικά αγγίζει τα όρια της υποκρισίας; Είναι πιο
δύσκολο να παίζω ρόλους που δεν είμαι παρά να εκφράσω τον πραγματικό μου εαυτό,
όμως, είναι πιο συνηθισμένο και ίσως πιο «κοινωνικά αποδεκτό» να υιοθετείς
ρόλους που θεωρείς ότι είναι πιο αποδεκτοί ή θα σε κάνουν πιο αρεστό στους άλλους.
Ωστόσο, η υποκρισία είναι ένα θέμα που θα πρέπει να το σκεφτούμε σε σχέση με
τον εαυτό μας και όχι σε σχέση με τους άλλους γύρω μας, γιατί πριν και πρώτα απ’
όλα κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Πρώτα προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας και
μετά τους άλλους.
Όταν υποκρινόμαστε ότι είμαστε
κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε βιώνουμε μια σύγκρουση ανάμεσα στην
εξωτερική εικόνα που προβάλλουμε και στην εσωτερική εικόνα, την οποία κάποιες
φορές δεν θέλουμε ούτε εμείς οι ίδιοι να αντικρίσουμε. Τι οδηγεί όμως ένα άτομο
στην υποκρισία και ορισμένες φορές στην ανάγκη να υποκρίνεται ακόμη και στον
ίδιο του τον εαυτό; Είναι σαν να φοράμε μια μάσκα ανάλογα με την περίσταση, την
κατάσταση, τους ανθρώπους και τους τρόπους που θεωρούμε ότι πρέπει να
ανταποκριθούμε. Υπάρχουν κάποια άτομα που εμφανίζουν έντονο ενδιαφέρον και
καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια ώστε η συμπεριφορά τους να είναι κοινωνικά αποδεκτή
και να προσαρμόζονται διαρκώς στις απαιτήσεις της εκάστοτε κοινωνικής
κατάστασης (Κοκκινάκη, 2005).
Πρόκειται κυρίως για άτομα που
δίνουν μεγάλη έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση, τόσο τη δική τους όσο και των
άλλων γύρω τους. Έτσι, συνήθως προσπαθούν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους περισσότερο
ελκυστικό από στην πραγματικότητα είναι ή από ότι στην πραγματικότητα πιστεύουν
ότι είναι, επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους, τη δύναμή τους και το αθλητικό
σώμα τους όσον αφορά τους άνδρες και μέσω του ντυσίματος, του μακιγιάζ και των
κοσμημάτων οι γυναίκες (Κοκκινάκη, 2005).
Ένα άτομο που εκδηλώνει μια
συμπεριφορά που αποκλίνει αρκετά από τον πραγματικό του εαυτό ουσιαστικά το κάνει
για να αισθανθεί το ίδιο καλύτερα με τον εαυτό του. Η μάσκα που φοράει δεν
είναι μόνο προς τους άλλους, είναι μια μάσκα που αφορά κυρίως τον τρόπο που το
ίδιο βλέπει τον εαυτό του και το πώς αισθάνεται με τον εαυτό του. Συνήθως,
πρόκειται για άτομα με έντονα στοιχεία μειονεκτικότητας που προσπαθούν μέσω της
προβολής μιας διαφορετικής εικόνας και δίνοντας έμφαση σε κάποια στοιχεία να
αποκτήσουν και αυτοεκτίμηση ή αυτοπεποίθηση, δημιουργώντας ένα ψεύτικο
οικοδόμημα που κάποια στιγμή θα καταρρεύσει. Είναι άτομα που έχουν την ανάγκη
να νιώθουν ότι είναι ισχυροί, έχουν εξουσία και μπορούν να καθορίζουν τα πάντα
γύρω τους ξεκινώντας από τον εαυτό τους.
Επομένως, «υιοθετώ μια ψεύτικη
συμπεριφορά απέναντί σου, υποκρίνομαι, σου παρουσιάζω έναν πλασματικό –ιδεατό-
εαυτό όχι γιατί θέλω να νιώσεις μειονεκτικά ή γιατί στόχος μου είναι να σε
κοροϊδέψω, απλά εγώ δεν αντέχω να νιώθω μειονεκτικά για τον εαυτό μου, δεν
αποδέχομαι τον πραγματικό μου εαυτό, δεν αποδέχομαι και δεν αγαπώ τον εαυτό μου
αλλά δεν έχω και τη δύναμη να τον αλλάξω, οπότε απλά παριστάνω και προσπαθώ να
πείσω και μένα τον ίδιο ότι είμαι σημαντικός, ότι είμαι κάτι που στην
πραγματικότητα δεν είμαι». Χρησιμοποιώ ένα ψεύτικο προσωπείο το οποίο ελπίζω
ότι εμένα τον ίδιο θα με πείσει ότι είμαι κάποιος άλλος από αυτόν που
πραγματικά είμαι. Ίσως δεν έχει πολύ σημασία αν σε κάνω να πιστέψεις ότι είμαι κάποιος άλλος
από αυτόν που πραγματικά είμαι, όμως,
«Ο καθένας μας έχει τρεις χαρακτήρες: αυτόν που δείχνει, αυτόν
που έχει, και αυτόν που νομίζει ότι έχει»
Σημασία έχει που επιλέγω να δώσω
έμφαση: αναλώνομαι σε μια διαρκή προσπάθεια να σε πείσω για τον χαρακτήρα που
θέλω να δείχνω προς τα έξω, εστιάζω στον χαρακτήρα που έχω, τον γνωρίζω,
εξοικειώνομαι και βρίσκομαι σε επαφή μαζί του προσπαθώντας να βελτιώσω κάποια
στοιχεία του ή κοροϊδεύω τον ίδιο μου τον εαυτό επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον
μου στον χαρακτήρα που νομίζω ότι έχω, γιατί δεν αντέχω να αντικρίσω το
χαρακτήρα που έχω. Σίγουρα το πιο ενδιαφέρον και τελικά ίσως δούμε ότι δεν
είναι και τόσο δύσκολο όσο πιστεύουμε είναι να επικεντρωθούμε στον χαρακτήρα
που έχουμε, γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά του
στοιχεία.
Γιατί επιλέγουμε να
χρησιμοποιούμε μάσκες και να παίζουμε ρόλους μέσα σε μια σχέση παρά να
δείχνουμε τον πραγματικό μας εαυτό; Εμείς οι ίδιοι ξέρουμε ποιος είναι ο
πραγματικός μας εαυτός;
Ουσιαστικά, καλύπτουμε πρώτα μια
δική μας προσωπική ανάγκη: εξασφαλίζουμε στον εαυτό μας να νιώσει καλά, να
νιώσουμε ότι τον αποδεχόμαστε για αυτό που θεωρούμε ότι είναι και όχι για αυτό
που πραγματικά είναι. Ενδέχεται να θεωρούμε ότι είναι ένας τρόπος να θεωρήσουμε
τον εαυτό μας σημαντικό καθώς έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης. Εμείς οι ίδιοι
είμαστε αυτοί που επιλέγουμε τι μάσκα θα φορέσουμε κάθε φορά και τι είδους
συμπεριφορά θα υιοθετήσουμε. Είναι σημαντικό να το πιστεύουμε όμως γιατί
διαφορετικά θα βιώναμε γνωστική ασυμφωνία ανάμεσα στη συμπεριφορά μας και στα
πιστεύω μας. Η αντίληψη που διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας είναι περισσότερο ή
λιγότερο διαστρεβλωμένη ανάλογα με το πόσο καλά νιώθουμε μαζί του.
Σύμφωνα με τον Benjamin Franklin «είναι τόσο βολικό να είμαστε λογικά όντα, από τη στιγμή που
μπορεί κανείς να βρει ή να κατασκευάσει μια εξήγηση για οτιδήποτε έχει στο νου
του». Έτσι, και για τον εαυτό μας μπορεί να έχουμε αυταπάτες, που τις ενισχύουμε
μέσα από τα ψευδοστοιχεία που κατασκευάζουμε και τις επιλογές που κάνουμε. Αντί
να βελτιώσω τον εαυτό μου προτιμώ να καταβάλλω προσπάθεια, κόπο και ενέργεια
στο να φτιάξω ένα αρεστό, αποδεκτό και επιθυμητό κατασκεύασμα που οποιαδήποτε
στιγμή, με την παραμικρή τριβή, θα καταρρεύσει και θα απομείνω να κοιτάζω τις σπασμένες
μάσκες γύρω μου, αναζητώντας ένα τρόπο να τις συνθέσω και πάλι για να συνεχίσω
έτσι όπως από την αρχή έμαθα…
Πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε ότι
η υποκρισία δεν έχει να κάνει με τον άλλο, έχει να κάνει με τον ίδιο μας τον
εαυτό. Υποκρίνομαι σε μένα, δεν αντέχω και δεν έχω μπει στη διαδικασία να τα
βρω με τον εαυτό μου και έχω επιλέξει να φτιάχνω, να συντηρώ και να χρησιμοποιώ
μάσκες. Είναι το προσωπικό μας δημιούργημα που μας κάνει να νιώθουμε
σημαντικοί, να νιώθουμε ότι έχουμε τον έλεγχο, ότι εμείς αποφασίζουμε…
καταλήγουμε όμως να μπερδεύουμε εμείς οι ίδιοι το ψέμα με την πραγματικότητα,
χάνοντας τη μοναδική μας ευκαιρία να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και να τον
βελτιώσουμε. Καταλήγουμε να ζούμε με αυταπάτες: να βάζουμε τη μάσκα για να
μιλήσουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό, να αποδεχόμαστε ως πραγματικά και έγκυρα
στοιχεία για τον εαυτό μας που ξέρουμε ότι δεν ισχύουν.
Δεν μπορώ να είμαι ειλικρινής με τους
άλλους όταν δεν είμαι με τον ίδιο μου τον εαυτό… και στο θέμα της υποκρισίας
ίσως το πιο σημαντικό είναι οι αυταπάτες με τις οποίες ζω παρά η προσπάθειά μου
να προσποιηθώ σε σένα κάτι που δεν είμαι…
Η υποκρισία και οι αυταπάτες
είναι μια στρατηγική για να αποφύγουμε δυσάρεστα ή μειονεκτικά συναισθήματα για
τον εαυτό μας, είναι ένας τρόπος να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από τις ενοχές,
από τα μειονεκτήματά μας, από την πραγματικότητά μας, από τον πραγματικό εαυτό μας,
από την ικανοποίηση που μας παρέχουν οι επιλογές μας.
Κοκκινάκη, Φ. (2005). Κοινωνική
ψυχολογία. Εκδόσεις Τυπωθήτω.
Παπαδοπούλου
Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου