Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Ποια είναι τα προβληματικά μέλη μιας ομάδας ψυχοθεραπείας;


Σε κάθε ομάδα μπορούμε να συναντήσουμε ορισμένους θεραπευόμενους που θα τους περιγράφαμε με τον όρο «προβληματικοί θεραπευόμενοι». Πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που οφείλεται στα ψυχοδυναμικά χαρακτηριστικά του ίδιου του θεραπευόμενου, από τα δυναμικά στοιχεία της ομάδας και τις αλληλεπιδράσεις του θεραπευόμενου με τα υπόλοιπα μέλη και με τον θεραπευτή. Όπως αναφέρει ο Γιάλομ «Δεν έχω ακόμη συναντήσει έναν θεραπευόμενο που να μην είναι ‘προβληματικός’, έναν θεραπευόμενο που να πλέει ήρεμα μέσα από τα στάδια της θεραπείας σαν πλοίο που μόλις το βάφτισαν και γλιστράει απαλά από τις ράμπες καθέλκυσης στο νερό. Το κάθε μέλος της ομάδας πρέπει να αποτελεί ένα πρόβλημα: Η επιτυχία της θεραπείας του κάθε ανθρώπου εξαρτάται από την επαφή του με τα βασικά προβλήματα της ζωής αρχικά και από την κυριάρχηση πάνω τους στη συνέχεια, στο εδώ- και- τώρα της ομάδας» (σελ. 527). 

Ποια είναι λοιπόν τα προβληματικά μέλη μιας ομάδας;

1. Ο θεραπευόμενος που μονοπωλεί: πρόκειται για το μαύρο πρόβατο, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον των υπολοίπων, ενώ φλυαρεί ακατάπαυστα. Έχει έντονο άγχος, δεν επιθυμεί να υπάρχουν στιγμές σιωπής και συχνά παίρνει τον λόγο από τους άλλους. Οι θεραπευόμενοι με συναισθηματική αστάθεια εμφανίζουν μια έντονη τάση για δράμα, παρουσιάζοντας στην ομάδα έντονα και συγκλονιστικά γεγονότα, κάνοντας όλους τους άλλους να σιωπούν.


2.  Ο σιωπηλός θεραπευόμενος: μέσα σε κάθε ομάδα μπορεί να υπάρχει ένα απόλυτα σιωπηλό άτομο, που είναι πιθανό όμως να αποκομίζει οφέλη. Τα πιο συγκρατημένα μέλη μπορεί να ωφεληθούν από την ταύτισή τους μέσα στην ομάδα με κάποια από τα πιο ενεργά μέλη που εμφανίζουν παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι όσο πιο πολύ συμμετέχουν τα μέλη στην ομάδα τόσο πιο θετικά είναι τα αποτελέσματα για τον εαυτό τους. Πιθανοί λόγοι για τη σιωπή του θεραπευόμενου μπορεί να είναι ο διάχυτος τρόμος για την αυτοαποκάλυψη, η επιθετικότητα που βιώνουν εσωτερικά, οι απειλές που νιώθουν από μέλη της ομάδας ή ο φόβος ότι οι άλλοι θα εντοπίσουν την αδυναμία, την ανία ή τον υπερβολικό συναισθηματισμό που κρύβουν. 

3. Ο ανιαρός θεραπευόμενος: κανείς δε ζητά να μπει σε θεραπεία για την ανία, όμως, κάποιοι θεραπευόμενοι εκφράζουν παράπονα ότι δε βρίσκουν τίποτα να πουν στους άλλους ή ότι στα πάρτι μένουν μόνοι σε μια άκρη. Μέσα στην ομάδα αναπαράγουν το πρόβλημά τους και οδηγούν τα άλλα μέλη της ομάδας να τους βαριούνται. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους; Πρόκειται για άτομα που δεν έχουν αυθορμητισμό, είναι μαζικά ανεσταλμένοι και δεν επιθυμούν την ανάληψη οποιουδήποτε ρίσκου. Προσπαθούν να αποφύγουν επιθετικές συμπεριφορές, συμμορφώνονται και αντιδρούν με βάση τις κοινωνικές απαιτήσεις και κυρίως λένε ότι περιμένουν οι άλλοι να ακούσουν. 


4. Ο θεραπευόμενος που ενώ παραπονιέται απορρίπτει τη βοήθεια: Μοιάζει με τον θεραπευόμενο που μονοπωλεί το ενδιαφέρον, αν και φέρει άλλα χαρακτηριστικά. Ο θεραπευόμενος ενώ κάνει έκκληση για βοήθεια εκθέτοντας αναλυτικά τα προβλήματά του, στη συνέχεια απορρίπτει την οποιαδήποτε βοήθεια του δίνεται από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Καταλήγουν να μιλούν μόνο για τα προβλήματά τους εγωκεντρικά, ενώ μιλούν μόνο για τον εαυτό τους, προσδοκώντας μια άμεση απάντηση ή συμβουλή από τον θεραπευτή.   

5. Ο δύσκολος θεραπευόμενος: ασθενής που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες ως προς τη ρύθμιση του συναισθήματος, τη διαπροσωπική δέσμευση και την αίσθηση του εαυτού. Νιώθει έντονα την εγκατάλειψη, τη στέρηση και την απογοήτευση, ενώ συχνά κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα και διαπροσωπικές αντιδράσεις, όπως οργή, ευαλωτότητα απέναντι στην εγκατάλειψη και ναρκισσιστικά τραύματα. Με δυσκολία ανακαλούν συναισθήματα, πέρα από τα τρέχοντα συναισθήματα που νιώθουν να τους κατακλύζουν και αφορούν τη στιγμή. 


6. Ο ναρκισσιστικός θεραπευόμενος: εμφανίζει αισθήσεις μεγαλείου, ενώ έχει ανάγκη να τον θαυμάζουν οι άλλοι, δεν έχει ενσυναίσθηση, ενώ χαρακτηρίζεται από ρηχή συναισθηματική ζωή, αντλώντας ελάχιστη ευχαρίστηση από τη ζωή, με εξαίρεση τις εκδηλώσεις θαυμασμού που δέχονται. Συχνά υποτιμούν τους άλλους όταν δεν μπορούν να αποκομίσουν ναρκισσιστικά οφέλη, ενώ θεωρούν ότι οι άλλοι υπάρχουν αποκλειστικά για τη δική τους ικανοποίηση και αυτοεκτίμηση, όπου η τελευταία είναι εύθραυστη και μειώνεται με το παραμικρό. 

Σε όποια κατηγορία και αν εντάσσεται ένας θεραπευόμενος, κεντρικός στόχος του θεραπευτή είναι να περιορίσει τα πρώιμα δυναμικά μέσα στην ομάδα, και ανεξάρτητα από τη διάγνωση να τους διαχειριστεί θεραπευτικά, καθώς είναι ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα μέσα στην ομάδα.

Yalom, I.D. (2017). Θεωρία και Πράξη της Ομαδικής Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Αγρά, σελ. 527-570.

Εναισθησία ή ενόραση μέσα στην ψυχοθεραπευτική ομάδα


Στο πλαίσιο της ομαδικής θεραπείας, οι θεραπευόμενοι μπορούν να αποκτήσουν εναισθησία ή ενόραση τουλάχιστον μέσα από τέσσερα διαφορετικά επίπεδα:

1. Τα  άτομα μπορούν να αποκτήσουν μια πιο αντικειμενική άποψη για τη διαπροσωπική τους παρουσία. Μπορούν για πρώτη φορά να μάθουν πως τους βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι, για παράδειγμα σφιγμένους, ζεστούς, πομπώδεις, σαγηνευτικούς, απόμακρους, κ.α. 

2. Τα άτομα μπορούν να κατακτήσουν μια κατανόηση των πιο σύνθετων διαδραστικών μοτίβων της συμπεριφοράς τους. Μπορεί να τους γίνουν σαφή διάφορα μοτίβα από ένα ευρύτατο ρεπερτόριο: ότι εκμεταλλεύονται τους άλλους, ότι επιδιώκουν τον συνεχή θαυμασμό, ότι σαγηνεύουν και έπειτα απορρίπτουν ή αποσύρονται, ότι ανταγωνίζονται αδυσώπητα, ότι εκλιπαρούν για αγάπη, ότι σχετίζονται μόνο με τον θεραπευτή, ή μόνο μ τους άνδρες ή μόνο με τις γυναίκες της ομάδας.

3. Οι θεραπευόμενοι μπορούν να μάθουν γιατί κάνουν ό,τι κάνουν στους άλλους ανθρώπους ή με άλλους ανθρώπους (εναισθησία κινήτρων).  Πιο συγκεκριμένα, να μάθουν γιατί συμπεριφέρονται με αυτόν ή τον άλλο τρόπο, θεωρώντας πως αν εκφράσουν μια διαφορετική συμπεριφορά θα οδηγηθούν σε καταστροφή. Για παράδειγμα, «οι απόμακροι, αποσυνδεδεμένοι θεραπευόμενοι μπορεί να καταλάβουν ότι αποφεύγουν την εγγύτητα, επειδή φοβούνται ότι οι άλλοι θα τους καταπιούν και ότι θα χάσουν τον εαυτό τους, οι ανταγωνιστικοί, εκδικητικοί, ελεγκτικοί θεραπευόμενοι μπορεί να καταλάβουν ότι τους τρομάζει η βαθιά, ακόρεστη λαχτάρα τους για φροντίδα, οι συνεσταλμένοι, δουλοπρεπείς άνθρωποι μπορεί να τρέμουν την έκρηξη της απωθημένης, καταστροφικής οργής τους» (σελ. 90).

4. Τέλος, η γενετική εναισθησία αφορά την προσπάθεια να κατανοήσουν οι θεραπευόμενοι πως κατάληξαν να είναι έτσι όπως είναι. Η γένεση των τωρινών μοτίβων συμπεριφοράς μπορεί να γίνει εμφανής μέσα από τα πρώιμα βιώματα του ατόμου από την οικογένεια και το περιβάλλον. 

Κάθε θεραπευτής μπορεί να συναντήσει θεραπευόμενους με διαφορετικά επίπεδα εναισθησίας ή με διαφορετικά είδη εναισθησίας. Μπορεί ο θεραπευόμενος να εμφανίσει σημαντική κλινική μεταβολή χωρίς καμία εναισθησία, για αυτό δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος της εναισθησίας στη θεραπεία. 


Με βάση τα λόγια του Fonagy, ενός γνωστού ψυχαναλυτή, «Η ανάκτηση παρελθόντων βιωμάτων μπορεί να είναι ωφέλιμη, αλλά το κλειδί για την αλλαγή είναι η κατανόηση των τωρινών τρόπων μας να συνυπάρχουμε με τον άλλον. Για τον σκοπό αυτό ίσως χρειαστεί να τροποποιηθούν και οι αναπαραστάσεις του εαυτού και των άλλων, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο εδώ και τώρα. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός που επιφέρει την αλλαγή είναι η πραγματική, λεπτό προς λεπτό, εμπειρία θεραπευόμενου και θεραπευτή μέσα στη θεραπευτική σχέση» (σελ. 91).


Yalom, I.D. (2017). Θεωρία και Πράξη της Ομαδικής Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Αγρά, σελ. 85-92.

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Είμαστε σχεσιακές οντότητες;


Πόσο ανάγκη έχουμε τις σχέσεις και τι είδους σχέσεις ονειρευόμαστε; 
Τι σημαίνει σχετίζεσθαι στις μέρες μας;

Έχουμε ανάγκη την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους… έχουμε την ανάγκη να συνάψουμε σχέσεις… να νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι δεν πρόκειται να μείνουμε μόνοι…

Ονειρευόμαστε το ρομάντζο και τελικά δεν κάνουμε τίποτα… Ονειρευόμαστε μια σεξουαλική σχέση χωρίς υποχρεώσεις και ευθύνες και χωρίς να επενδύσουμε πουθενά σ’ αυτή τη ζωή…

«Σκεφτόμουν πόσο συχνά κοιτάζουμε χωρίς να βλέπουμε, ακούμε χωρίς ποτέ να προσέχουμε, υπάρχουμε χωρίς ποτέ να νιώθουμε, θεωρούμε τις σχέσεις μας δεδομένες» (Erma Bombeck)


Μπαίνουμε σε σχέσεις χωρίς να θέλουμε να επενδύσουμε, να προσφέρουμε, να είμαστε εκεί για τον άλλο. Περιμένουμε να δούμε τι θα μας δώσει ώστε να αποφασίσουμε αν εμείς θα δώσουμε κάτι σ’ αυτή τη σχέση, αν θα δεθούμε, αν θα επενδύσουμε. Και χάνουμε τελείως την πραγματική έννοια του σχετίζεσθαι… απομακρυνόμαστε και φοβόμαστε μήπως ο άλλος καταλάβει ότι ενδιαφερόμαστε, γιατί θα πρέπει πρώτα να κατοχυρώσουμε ότι ο άλλος ενδιαφέρεται…  

Κι έτσι καταλήγουμε να παραμένουμε σε σχέσεις που δεν μπορούμε να χαρούμε τίποτα, που δεν παίρνουμε καμία ευχαρίστηση και ικανοποίηση και στις οποίες προσπαθούμε να μην καταλάβει ο άλλος τι ακριβώς νιώθουμε, μην καταλάβει ότι τον αγαπάμε ή πόσο τον θέλουμε… Καταλήγουμε, δηλαδή, να χάνουμε την επαφή με το ίδιο μας το συναίσθημα… και να μένουμε με φόβους και πιθανές υποθέσεις και σενάρια, για τα οποία δε θα πάρουμε ποτέ μια απάντηση, γιατί όλα μπορούμε μόνο στην πράξη να δούμε πώς είναι και μόνο στην πράξη να τα ζήσουμε.  


Έχουμε ανάγκη από το συναίσθημα, έχουμε ανάγκη από το να νιώθουμε ότι μας αγαπούν, ότι είμαστε σημαντικοί για κάποιον, ότι ανήκουμε κάπου και ότι κάποιος υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή για εμάς. Είμαστε σχεσιακές οντότητες… έχουμε ανάγκη να ζούμε με σχέσεις και να δομούμε τον εαυτό μας μέσα από σχέσεις, δεν αρκεί, όμως, αυτό… Οι σχέσεις, οι προσωπικές- καθοριστικές για εμάς σχέσεις, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια, από δόσιμο, από διάθεση για επένδυση, από αγνά συναισθήματα που μας δημιουργούν την επιθυμία να είμαστε δίπλα στον άλλο, να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με τον άλλο και να μην μετρούμε διαρκώς τι δώσαμε και τι πήραμε… Αρκεί όλο αυτό να είναι αμοιβαίο και να νιώθουμε ότι ο άλλος είναι ο δικός μας καθρέφτης και εμείς είμαστε καθρέφτης του άλλου, κι έτσι μπορούμε και οι δύο μέσα από αυτή τη σχέση να προχωρήσουμε, να βελτιωθούμε και να γνωρίσουμε καλύτερα τον ίδιο μας τον εαυτό. 


Η ανάγκη μας να βρισκόμαστε μέσα σε μια σχέση είναι βαθύτερη και πηγαίνει πέρα  από τις κοινωνικές σχέσεις ή τις σεξουαλικές σχέσεις, είναι μια ανάγκη που δίνει νόημα στη ζωή μας αλλά και την αίσθηση ασφάλειας, εμπιστοσύνης και σταθερότητας. 



Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Τα επτά αμαρτήματα της μνήμης



Έχει παρατηρηθεί από διάφορες έρευνες ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο οι άνθρωποι να παραποιούν τις αναμνήσεις τους, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που καθώς κάποιος αφηγείται ένα γεγονός που ποτέ δε συνέβη επαναλαμβάνοντας την ίδια αφήγηση να δημιουργεί στον εαυτό του την πεποίθηση ότι πράγματι συνέβη. Ο Schacter διατύπωσε την άποψη ότι τέτοιου είδους παραποιήσεις εκδηλώνονται με επτά συγκεκριμένους τρόπους, τους οποίους αποκάλεσε τα επτά αμαρτήματα της μνήμης. Ας δούμε, λοιπόν, ποια είναι αυτά τα αμαρτήματα:

1. Η παροδικότητα (transcience). Όταν, δηλαδή, οι αναμνήσεις μας χάνονται γρήγορα. Για παράδειγμα, θυμόμαστε ότι ένας κατάδικος απαλλάχθηκε από την κατηγορία, αλλά δε θυμόμαστε πως μάθαμε για την αθώωσή του. Μέχρι κάποια στιγμή το θυμόμασταν, όχι όμως πια. 

2. Αφηρημάδα (absent-mindedness). Πρόκειται για ένα συχνό σε όλους μας φαινόμενο. Παραδείγματος χάριν, όταν μπαίνουμε σε ένα δωμάτιο για να πάρουμε κάτι, αλλά τελικά ξεχνάμε τι είναι αυτό που αναζητάμε. 


3. Ματαίωση (blocking). Μας συμβαίνει όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι που πρέπει να κάνουμε αλλά δεν μπορούμε να θυμηθούμε τι ήταν αυτό. Επίσης, όταν αισθανόμαστε πως γνωρίζουμε μια πληροφορία, αλλά δεν μπορούμε να την ανακαλέσουμε, λ.χ. όταν συναντήσουμε τυχαία κάποιον γνωστό μας, αλλά δεν μπορούμε να θυμηθούμε το όνομά του. 

4. Η λαθεμένη απόδοση (misattribution). Συνήθως, δεν μπορούμε να θυμηθούμε από πού αντλήσαμε μια πληροφορία ή νομίζουμε ότι ήταν λογικό να είδαμε ή να ακούσαμε κάτι που, όμως, δεν υπήρξε στην πραγματικότητα.

5. Επιδεικτικότητα (suggestibility). Όταν κάποιος μας υποδεικνύει λ.χ. ότι είδαμε κάτι και εμείς πιστεύουμε ότι θυμόμαστε πως πράγματι το είδαμε. Αυτό συμβαίνει διότι οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στην υποβολή.


6. Η προκατάληψη (bias). Όταν παρουσιάζουμε κάποιου είδους προκατάληψη σε σχέση με τις αναμνήσεις μας. Λ.χ. εάν κάποιος υποφέρει από συνεχείς σωματικούς πόνους, τότε είναι πολύ πιθανό να θυμάται ότι υπέφερε από τους ίδιους πόνους και στο παρελθόν δίχως αυτό να είναι πράγματι αλήθεια. Από την άλλη, αν κάποιος δεν υποφέρει από πόνους στο παρόν, τότε είναι λιγότερο πιθανό να θυμηθεί ότι υπέφερε από οποιουδήποτε είδους πόνους στο παρελθόν ανεξαρτήτως από το αν υπέφερε ή όχι.  

7. Η επιμονή (persistence). Όταν κάποιος θυμάται ως αξιοσημείωτα γεγονότα κάποια που στην πραγματικότητα δεν είναι, βλέποντάς τα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ζωής του. Λ.χ. όταν κάποιος είχε στη ζωή του πολυάριθμες επιτυχίες και μια μεγάλη αποτυχία και δίνει έμφαση σ’ αυτή την αποτυχία ξεχνώντας ότι οι επιτυχίες του ήταν πολύ περισσότερες.

Όταν, λοιπόν, προσπαθούμε να θυμηθούμε πράγματα, δε θα πρέπει να ξεχνούμε αυτά τα επτά αμαρτήματα της μνήμης, για τα οποία δεν ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι, απλά έτσι λειτουργεί η μνήμη του ανθρώπου. Συνεπώς, δε χρειάζεται να κατηγορούμε και να ενοχοποιούμε τον εαυτό μας για τη νοημοσύνη μας, για την ηλικία μας ή για τις ικανότητές μας.



Βιβλιογραφία:                                                                                          
Sternberg, R.J. (2011). Γνωστική Ψυχολογία. Αθήνα: Διάδραση, σελ. 263-264.