Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Καταθλιπτική προσωπικότητα

Μέσα στην ίδια οικογένεια μπορούμε να συναντήσουμε περισσότερα από ένα μέλη με κατάθλιψη, χωρίς να μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα αν οι καταθλιπτικές τάσεις είναι γενετικά καθορισμένες ή οφείλονται στον τρόπο που το καταθλιπτικό μέλος συμπεριφέρεται στα άλλα μέλη της οικογένειας, δημιουργώντας το κατάλληλο υπόβαθρο για δυσθυμικές αντιδράσεις. 

Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η εμφάνιση καταθλιπτικών τάσεων συνδεόταν με μια εμπειρία πρώιμης απώλειας. Τα άτομα που έχουν βιώσει σε υπερβολικό βαθμό χάδια ή στερήσεις είναι πιο πιθανό να καθηλωθούν, να παραμείνουν δηλαδή, στο βρεφικό στάδιο, κατά τη διάρκεια που βίωσαν τη συγκεκριμένη εμπειρία. Τα καταθλιπτικά άτομα απογαλακτίστηκαν πολύ σύντομα ή πολύ απότομα ή υπέστησαν κάποια άλλη πρώιμη ματαίωση, που τα οδήγησε σε αναστολή των ικανοτήτων προσαρμογής τους στο περιβάλλον. Σε πολλές περιπτώσεις, τα καταθλιπτικά άτομα εμφανίζουν καθηλώσεις στο στοματικό στάδιο, μπορεί να είναι υπέρβαρα, να τους αρέσει να τρώνε, να καπνίζουν, να πίνουν, να μιλούν, να φιλούν και να επιδίδονται σε κάθε είδους στοματικές απολαύσεις, ενώ τείνουν να περιγράφουν τα συναισθήματά τους σε αναλογία με το φαγητό και το αίσθημα της πείνας.

Ακόμη, όπως ο Φρόυντ επισημαίνει τα άτομα με καταθλιπτικές τάσεις κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών συναισθημάτων που βιώνουν προς τον εαυτό τους και μακριά από τους άλλους, με αποτέλεσμα να μισούν τον εαυτό τους σε βαθμό που δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές αδυναμίες που φέρουν. Η κατάθλιψη έχει περιγραφή από την ψυχανάλυση ως «σαδισμός –επιθετικότητα- ενάντια στον εαυτό» ή ως «θυμός στραμμένος προς τα μέσα». 


 Επίσης, τα άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα σπάνια αισθάνονται «αυθόρμητο ή μη συγκρουσιακό θυμό», καθώς συνήθως εμφανίζουν ενοχή. Η ενοχή που νιώθουν διαφέρει από αυτή που βιώνει ένα παρανοϊκό άτομο. Η ενοχή που βιώνουν είναι μια «διάχυτη αίσθηση ενοχής η οποία είναι συνειδητή και συντονική προς το Εγώ του ατόμου». Πρόκειται για μια «αγωνιώδη επίγνωση για κάθε αμάρτημα που έχουν διαπράξει, κάθε καλοσύνη που έχουν παραλείψει να εκδηλώσουν στους άλλους και κάθε εγωιστική διάθεση που πέρασε από τη σκέψη τους» (McWilliams, 2000: 483-484).

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της καταθλιπτικής προσωπικότητας είναι η λύπη, την οποία βιώνουν συχνά. Στεναχωριούνται έντονα από την κακία και την αδικία που βιώνουν γύρω τους. Συχνά εμπνέουν συμπάθεια και θαυμασμό, κυρίως γιατί κατευθύνουν την εχθρότητα και την κριτική προς τον εαυτό τους και όχι προς τους άλλους. Συνήθως εκδηλώνουν γενναιοδωρία, ευαισθησία και συμπόνια χωρίς όρια. Δεν αμφισβητούν εύκολα τους άλλους και είναι πρόθυμα να κάνουν αρκετές υποχωρήσεις για χάρη των διαπροσωπικών τους σχέσεων.

Το άτομο με καταθλιπτική προσωπικότητα ταυτίζεται με το χαμένο αντικείμενο της αγάπης. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως ο άλλος άνθρωπος απέναντί του ήταν εχθρικός, επιθετικός ή επικριτικός. Συνδέεται με τον τρόπο που το ίδιο το άτομο βιώνει το αντικείμενο και το εσωτερικεύει. Ένα παιδί που έχει βιώσει εμπειρίες μιας τραυματικής ή πρώιμης απώλειας εξιδανικεύει το χαμένο αντικείμενο και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει τα διοχετεύει προς τον εαυτό του. Έτσι το παιδί αποκτά την αίσθηση ότι είναι κακό, ότι έδιωξε το άτομο που το χρειαζόταν και ότι τώρα θα πρέπει να προσπαθήσει ώστε η κακία που φέρει να μην προκαλέσει παρόμοιες καταστάσεις εγκατάλειψης και στο μέλλον. Επίσης, είναι πιθανό να προσπαθεί να εκφράζει μόνο θετικά συναισθήματα απέναντι στα αγαπημένα του άτομα, έτσι ώστε να μην ξαναζήσει μια τέτοιου είδους απώλεια.

 


Τα παιδιά είναι από τη φύση τους εξαρτημένα. Σε περίπτωση που τα άτομα από τα οποία εξαρτώνται είναι μη αξιόπιστα ή έχουν αρνητικές προθέσεις απέναντί τους, τότε τα παιδιά έχουν δύο επιλογές: ή να έρθουν αντιμέτωπα με την πραγματικότητα και να ζουν με τον φόβο είτε να αρνηθούν την πραγματικότητα και να πείσουν τον εαυτό τους ότι τα ίδια ευθύνονται για αυτή την κατάσταση. Η δεύτερη επιλογή τους δίνει τη δυνατότητα να βελτιώσουν τον εαυτό τους έτσι ώστε να βελτιώσουν τη ζωή τους. Συνήθως έχουμε την τάση να επιλέγουμε την πιο παράλογη ενοχή παρά να παραδεχόμαστε την ανημπόρια μας. Σε βάθος χρόνου, αυτό που νιώθει το άτομο είναι μια έντονη συναισθηματική ανασφάλεια. Επιπλέον, συχνά χρησιμοποιούν την εξιδανίκευση, θαυμάζοντας έντονα άλλους ανθρώπους ενώ έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση για τον εαυτό.    

«Το ανθρώπινο είδος δεν έχει ‘σχεδιαστεί’ για να αντέχει τον βαθμό της αστάθειας που χαρακτηρίζει τις σχέσεις στη σύγχρονη εποχή» (McWilliams, 2000: 497).


 

Και πώς περιγράφει η McWilliams τον καταθλιπτικό εαυτό;

Τα άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα θεωρούν ότι είναι κακά, «παραπονιούνται για την απληστία, τον εγωισμό, τον ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία, την υπερηφάνεια, τον θυμό, τον φθόνο και τη λαγνεία που πιστεύουν ότι τα διακρίνει. Αντιλαμβάνονται όλες αυτές τις φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας ως διεστραμμένες και επικίνδυνες. Ανησυχούν ακόμη και για το ότι διακρίνονται από έμφυτη καταστροφικότητα» (McWilliams, 2000: 497).

Ένα ακόμη θέμα που επαναλαμβάνεται συχνά στους καταθλιπτικούς ασθενείς είναι η πεποίθηση ότι: «Μου συμβαίνουν κακά πράγματα, γιατί αυτό μου αξίζει», ενώ συχνά σκέφτονται ότι «Κανένας δεν είναι τόσο κακός, όσο είμαι εγώ». Έντονη είναι και η πεποίθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τους αγαπήσει, ενώ πιστεύουν ότι θα βιώσουν τον φόβο απόρριψης και για αυτό προετοιμάζουν τον εαυτό τους, διαρκώς. Είναι πολύ ευαίσθητα στην εγκατάλειψη και δεν αντέχουν να μείνουν μόνα τους, καθώς νιώθουν δυστυχισμένα.  

 


McWilliams, N. (2000). Ψυχαναλυτική διάγνωση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 




Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Κακοποιημένα παιδιά: παραμονή στην οικογένεια ή όχι;

Ο Richard Gelles, μελετητής της Οικογενειακής Βίας, απεβίωσε στα 73 του.

Πίστευε στην επανένωση οικογενειών ακόμα και αν οι γονείς είχαν κακοποιήσει τα παιδιά τους - μέχρι που είδε πόσο συχνά αυτή η προσέγγιση απειλούσε εν τέλει την ασφάλεια των παιδιών.

 

Ο κοινωνιολόγος Richard Gelles βοήθησε στην κατοχύρωση νομοθεσίας ορόσημου που ανέφερε ότι η ασφάλεια ενός παιδιού πρέπει να είναι πάνω από τις προσπάθειες επανένωσης μιας οικογένειας.

 Ο Richard Gelles, εξέχων κοινωνιολόγος, αρχικά υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους υπερασπιστές της διατήρησης της οικογένειας, και της πρακτικής της επανένωσης των βιολογικών γονέων με τα παιδιά τους, ακόμη και αν οι γονείς τα είχαν κακοποιήσει.

Αλλά μετά από την έρευνα φρικτών θανάτων πολλών παιδιών στα χέρια των γονιών τους, συμπεριλαμβανομένου ενός 15μηνου βρέφους, του οποίου η μητέρα το είχε οδηγήσει σε ασφυξία μέχρι θανάτου, ο Δρ. Gelles άλλαξε άρδην γνώμη.

Οργισμένος μετέβη στην Ουάσινγκτον περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και βοήθησε στο να ψηφιστεί νομοθεσία που αποτέλεσε ορόσημο και που επιβεβαίωνε ότι η ασφάλεια ενός παιδιού πρέπει να υπερβαίνει τις όποιες προσπάθειες επανένωσης μιας οικογένειας, στην οποία έχουν υπάρξει περιστατικά βίας κατά το παρελθόν. Ο νέος νόμος προστάτευε τα παιδιά που έμεναν σε πλαίσια ανάδοχης φροντίδας - επειδή οι βιολογικοί τους γονείς είχαν ακόμη την επιμέλεια – ώστε να μπορέσουν να τεθούν προς υιοθεσία.

 

Ο Dr. Gelles πέθανε στις 26 Ιουνίου υπό τη φροντίδα του νοσοκομείου στο σπίτι του στη Φιλαδέλφεια. Ήταν 73 ετών. Ο γιος του David Gelles είπε ότι η αιτία θανάτου ήταν ο καρκίνος του εγκεφάλου.

Ο Dr. Gelles, ο οποίος δίδαξε στη Σχολή Κοινωνικής Πολιτικής και Πρακτικής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας, όπου ήταν επίσης κοσμήτορας για περισσότερο από μια δεκαετία, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μελετητές της οικογενειακής βίας και της ευημερίας των παιδιών στον κόσμο.

Κατά τη διάρκεια μιας καριέρας τεσσάρων δεκαετιών, έγραψε 26 βιβλία, χρησίμευσε ως ειδικός μάρτυρας σε πολλές νομικές υποθέσεις και συνέβαλε αποφασιστικά στη συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία στις ΗΠΑ. Το 1984, το περιοδικό Esquire τον κατέταξε ανάμεσα σε μια ολιγάριθμη λίστα που περιλάμβανε «άνδρες και γυναίκες κάτω από τα σαράντα που αλλάζουν την Αμερική». Ήταν 38 ετών εκείνη τη δεδομένη στιγμή και είχε ήδη γράψει εννέα βιβλία.

Μεταξύ των πιο γνωστών βιβλίων του ήταν «Το Βίαιο Σπίτι: Μια Μελέτη Φυσικής Επιθετικότητας Μεταξύ ανδρών και γυναικών συζύγων» (The Violent Home: A Study of Physical Aggression Between Husbands and Wives), (1974), που βασιζόταν στη διδακτορική του διατριβή, η οποία ήταν η πρώτη συστηματική διερεύνηση της κακοποίησης συζύγων. Σε επόμενες εκδόσεις εξέτασε την κακοποίηση ηλικιωμένων καθώς και τη βία από τους εφήβους προς τους γονείς τους.

 

Το «Behind Closed Doors» (πίσω από κλειστές πόρτες), (1980), γραμμένο μαζί με τους Murray A. Straus και Suzanne Steinmetz,  βασίστηκε σε μια επταετή μελέτη για περισσότερες από 2.000 αμερικανικές οικογένειες, και έδειξε πόση βαθιά ενδοοικογενειακή βία υφαίνεται στον ιστό της οικογενειακής ζωής.

«Λόγω του πρωτοποριακού έργου αυτών των συγγραφέων», έγραψε ο Jeff Greenfield στο The New York Times Book Review, «γνωρίζουμε ότι τα κακοποιημένα παιδιά μετατρέπονται σε βίαιους γονείς, κι επίσης, ότι οι βίαιοι εγκληματίες είναι πολύ πιθανό ότι κακοποιήθηκαν ως παιδιά και ότι οι διαστάσεις της οικογενειακής βίας είναι πολύ πιο ευρύτερες από ό, τι είχαμε φανταστεί ποτέ».

Ο Dr. Gelles υπήρξε για πολλά χρόνια ισχυρός υποστηρικτής της διατήρησης των οικογενειών, όπως υπεδείκνυε ο ομοσπονδιακός νόμος και η κοινωνική πολιτική, ακόμη και όταν οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας των παιδιών γνώριζαν ότι οι γονείς ήταν κακοποιητικοί.

Όμως, η έρευνά του καθώς και η πληθώρα συγκλονιστικών περιπτώσεων κακοποίησης παιδιών που είχαν έρθει στο φως, τον βοήθησαν στο να αντιληφθεί ότι ορισμένοι γονείς δεν ήταν κατάλληλοι για τον ρόλο τους.

Στο «Βιβλίο του David» (The Book of David), (1996), ο Dr. Gelles διηγήθηκε την ιστορία μιας μητέρας που έπνιξε τον 15χρονο γιο της.

Ο Dr. Gelles με αυτό το βιβλίο, έδειξε πώς το μοντέλο διατήρησης της οικογένειας και οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας των παιδιών απέτυχαν με τον David, του οποίου η υπόθεση προσομοίαζε με τις υποθέσεις χιλιάδων άλλων παιδιών. Μεταξύ των στατιστικών στοιχείων που ανέφερε ήταν κι αυτό: από τα 2.000 παιδιά που σκοτώνονται σε εθνικό επίπεδο κάθε χρόνο από τους γονείς ή τους φροντιστές τους στις ΗΠΑ, τα μισά από αυτά πεθαίνουν παρόλο που μια κυβερνητική υπηρεσία παρακολουθεί τις οικογένειες αυτές.

«Ο Gelles ήταν ένας απογοητευτικός κριτικός του συστήματος παιδικής πρόνοιας», δήλωσε σε συνέντευξή της η Mary M. Cavanaugh, πρύτανης της Σχολής Κοινωνικής Εργασίας του Silberman στο Hunter College στο Μανχάταν. «Πίστευε ότι λόγω της μη υποστηριζόμενης τήρησης των πολιτικών διατήρησης της οικογένειας, τα παιδιά εκτίθεντο σε κίνδυνο για περαιτέρω κακοποίηση και θάνατο».

Η ιστορία του David βοήθησε τον Dr. Gelles να αποκρυσταλλώσει την άποψή του ότι τα δικαιώματα του παιδιού πρέπει να υπερτερούν του ιδανικού της διατήρησης της οικογένειας.

Οι επικριτές του χρησιμοποίησαν σύνθετα επιχειρήματα για να αμφισβητήσουν το συμπέρασμά του. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι τα παιδιά απομακρύνθηκαν από μια οικογένεια και αφέθηκαν σε πλαίσια ανάδοχης φροντίδας, υποστήριξαν, συχνά επιφέρει τις δικές του αρνητικές συνέπειες. Η διαμάχη μαίνεται μέχρι σήμερα.

«Δεν ήταν αγαπητός», είπε η Dr. Cavanaugh. «Αλλά δεν τον πείραζε το να μην είναι δημοφιλής. Δεν φοβόταν να μιλήσει έξω από τα δόντια και να πει την αλήθεια».

Ο Dr. Gelles, ο οποίος ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ρόουντ Άιλαντ (University of Rhode Island) εκείνη την εποχή, πήρε μια άδεια εργασίας στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και πήγε στην Ουάσιγκτον για να εργαστεί ως συνεργάτης στην επιτροπή House Ways and Means, η οποία είναι ένας κυβερνητικός φορέας, επιφορτισμένος με τον έλεγχο και την υποβολή συστάσεων για κρατικούς προϋπολογισμούς. Η παρουσία του εκεί ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση του Νόμου ορόσημου, όπως προαναφέραμε για την «Υιοθέτηση και την Δράση Ασφαλών Οικογενειών του 1997» (Adoption and Safe Families Act of 1997).

«Η κριτική του Gelles για το σύστημα πρόνοιας των παιδιών όχι μόνο διαμόρφωσε ανεξίτηλα τη δημόσια πολιτική», είπε η Dr. Cavanaugh, «αλλά το έργο του προστάτευσε και έσωσε τις ζωές αμέτρητων παιδιών».

 

Ο Richard James Gelles γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1946, στο Newton, Mass, προάστιο της Βοστώνης. Παρακολούθησε το Bates College στο Maine, όπου ανέπτυξε πάθος για την κοινωνιολογία. Μετά την αποφοίτησή του το 1968, παρακολούθησε το μεταπτυχιακό του στην κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ από όπου αποφοίτησε το 1971 και επίσης εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στην κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του New Hampshire το 1973.

Στο New Hampshire σπούδασε με επιβλέπων τον Dr. Straus. Ο Dr. Straus, που θεωρείται ο πατέρας του τομέα της έρευνας της οικογενειακής βίας, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να δέχονται επίθεση από μέλη των οικογενειών τους παρά από ξένους, ένα εύρημα που άλλαξε ριζικά τις αντιλήψεις για το έγκλημα.

 

 
 

Seelye, K.Q. (2020). Richard Gelles, Scholar of Family Violence, Is Dead at 73. Retrieved in 15/8/2020 by https://www.nytimes.com/2020/07/25/us/richard-gelles-dead.html.

 

 

Ελεύθερη μετάφραση κειμένου: Κουραβάνας Νικόλαος

Επιμέλεια κειμένου: Παπαδοπούλου Ελένη


Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Γιατί παραμένουμε κολλημένοι σε επιφανειακές φιλίες;

Η ειλικρίνεια βοηθά να εμβαθύνουμε στις «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέσεις μας.

Φανταστείτε ότι καλείτε για καφέ έναν στενό σας φίλο. Για τι πράγματα μιλάτε? Μήπως για τον καιρό; Μήπως για την αγαπημένη σας διασημότητα; Μήπως για κάποιον φίλο που δε φαίνεται να έχει πάρει τη ζωή στα σοβαρά; Μήπως για το παιδί σας που αρνείται να διαβάσει τα μαθήματά του; 

Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, αρκετά συχνά, πολλές από τις σχέσεις μας βασίζονται σε μια επιφανειακή συνομιλία αμοιβαίας περιφρόνησης για τους άλλους ή άλλοτε σε μια ανήσυχη και υπερβολική εστίαση σε αυτούς που αγαπάμε. Είναι ανθρώπινο το να κρατάμε μια μικρή απόσταση μιλώντας για τον καιρό ή να «κουτσομπολεύουμε» ένα τρίτο άτομο. Αυτό το κάνουμε επειδή η σχέση δύο ατόμων είναι ουσιαστικά ασταθής. Όταν και οι δύο μισούμε ή συμπαθούμε το ίδιο άτομο, τότε η συζήτηση γύρω από αυτό το άτομο μας κάνει να νιώθουμε έστω και παροδικά λιγότερο άγχος.

Οι περισσότεροι από εμάς δε θέλουμε οι σχέσεις μας να παραμένουν «βαλτωμένες» σε συνομιλίες επιφανειακού επιπέδου. Λαχταρούμε σχέσεις όπου μπορούμε να μιλήσουμε για τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες μας, ακόμα κι αν αυτές είναι διαφορετικές. Επιθυμούμε να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με το τι κάνουμε και με το τι θέλουμε, χωρίς το άλλο άτομο να προσπαθεί με αγωνία να μας διορθώσει ή να απομακρυνθεί από εμάς. Όμως αυτό το είδος σχέσης με τους φίλους μας, πολύ λιγότερο με την οικογένειά μας, φαίνεται τρομακτικό.

Ο Δρ. Murray Bowen, ο πατέρας της οικογενειακής ψυχοθεραπείας, πίστευε ότι η ανάπτυξη αυτού που αποκαλούσε «προσωπική σχέση» με άλλους, ήταν ένας τρόπος για να γίνει ένα άτομο πιο ώριμος άνθρωπος. Αλλά το ζητούμενο είναι το πώς ξέρουμε αν έχουμε μια "πρόσωπο με πρόσωπο" σχέση με κάποιον;

Μια «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

 είστε σε θέση να μιλήσετε για τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες σας.

• δεν επικεντρώνεστε σε κουτσομπολιά ή σε ανησυχία για κάποιο τρίτο άτομο.

• δεν βασίζεστε σε απρόσωπα θέματα στις συζητήσεις σας.

 

 

Ας έχουμε υπόψη ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος στο να σχολιάζουμε για τα αθλητικά ή να συζητάμε για τον καθηγητή μας ή για τους πολιτικούς. Αλλά όταν χρησιμοποιούμε αυτά τα θέματα συνομιλίας για να διαχειριστούμε την αμηχανία που υπάρχει σε μια σχέση, τότε ίσως χάνουμε όλα εκείνα που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια πιο οικεία και πιο έμπιστη σχέση.

Πόσες από τις σχέσεις μας στερούνται το χαρακτηριστικό της «πρόσωπο με πρόσωπο» συνομιλίας; Δηλαδή, του ειλικρινούς διαλόγου, που διακρίνεται από ευθύτητα και ειλικρίνεια χωρίς περιστροφές;

Για να απαντήσετε στο ανωτέρω ερώτημα, εξετάστε τις παρακάτω ερωτήσεις:

·         Πόσες από τις οικογενειακές σας σχέσεις βασίζονται σε επιφανειακά θέματα; Δηλαδή, μιλάτε τακτικά, αλλά συζητάτε περί ανέμων και υδάτων, αντί για τα προβλήματα που πραγματικά σας απασχολούν;

·         Ανησυχείτε και ασχολείστε υπερβολικά για κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς σας; Μήπως τελικά, ασχολείστε με αυτό το μέλος της οικογένειάς σας περισσότερο κι από τον ίδιο σας τον εαυτό;

·          Πόσες φορές μέσα στις εργασιακές σας σχέσεις αναλωθήκατε σε ατελείωτες συζητήσεις και παράπονα για τον προϊστάμενό σας ή για κάποιον άλλο συνάδελφο;

·          Πόσες από τις φιλίες σας διατηρούνται πάνω στο κουτσομπολιό για παλιούς γνωστούς ή διασημότητες; Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί δε συζητάτε τίποτα άλλο πέρα από τέτοια θέματα;

·         Πόσο μεγάλο μέρος του γάμου σας εστιάζεται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στα παιδιά σας; Μήπως έχετε παραμελήσει το/την σύζυγο;

 

Η ανάπτυξη της «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέσης είναι τελικά αυτό που ορίζει τον εαυτό σας ως προς τους άλλους. Όσο περισσότερο ο «εαυτός» σας μπορείτε να γίνετε μέσα στις σχέσεις σας, τόσο πιο εύκολα θα έρθετε σε μια πιο οικεία, ουσιαστική συνομιλία, δίχως να αισθάνεστε απειλητικοί ή να γίνεστε αμυντικοί.

Οι οικογένειες μπορούν ίσως να γίνουν το πιο δύσκολο μέρος για να αναπτυχθούν τέτοιου είδους ειλικρινείς σχέσεις. Οι άνθρωποι έχουν συχνά «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση με τον έναν γονέα, αλλά όχι με τον άλλο. Πολλές σχέσεις με τα αδέλφια βασίζονται στο να «κοροϊδεύουν» ή να εκμεταλλεύονται τους γονείς ή να ανησυχούν υπέρμετρα για κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας και να ασχολούνται με αυτό, αντί με τα δικά τους πραγματικά προβλήματα. Και τα εγγόνια παρουσιάζουν συχνά μια ξεκάθαρα επιφανειακή εικόνα για τους παππούδες, σχεδόν στέλνοντάς τους στον τάφο πριν την ώρα τους.

Σκεφτείτε κάποιον στη ζωή σας με τον οποίο θέλετε να αναπτύξετε μια «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση. Πώς θα ήταν να μιλάτε για κάτι που συμβαίνει σε σας (όχι σε κάποιον φίλο σας, όχι στο παιδί σας, όχι στον καιρό); Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το να μοιράζεστε τη σκέψη σας με ένα άλλο άτομο μπορεί να σας προκαλέσει άγχος, ιδιαίτερα αν δεν έχετε συνηθίσει σε κάτι τέτοιο. Αλλά αξίζει να ενθαρρύνετε τον εαυτό σας με τη σκέψη ότι αυτό είναι το άγχος που συνδέεται με το να γίνετε πιο ώριμος άνθρωπος, καθώς μόνο έτσι θα οικοδομήσετε σχέσεις που μπορούν να αντέξουν στις διαφορές και τις διαφωνίες.

 

 

Kathleen Smith. (2020). Why We Stay Stuck in Superficial Friendships. https://www.psychologytoday.com/intl/blog/everything-isnt-terrible/202008/why-we-stay-stuck-in-superficial-friendships.

 

Ελεύθερη μετάφραση κειμένου: Κουραβάνας Νικόλαος

Επιμέλεια κειμένου: Παπαδοπούλου Ελένη