«Όπως ακριβώς το άτομο έχει έναν κύκλο ζωής, έτσι έχει και ένα ζευγάρι και μια οικογένεια. Ένα ζευγάρι και μια οικογένεια είναι μονάδες που προσαρμόζονται συνεχώς σε νέες καταστάσεις και κρίσεις τροποποιώντας τη δομή τους. Για παράδειγμα, καμιά αλλαγή δεν είναι τόσο βαθιά όσο η εμφάνιση ενός τρίτου προσώπου προερχόμενου από το ζευγάρι, και η γέννηση ενός παιδιού αλλάζει σε βάθος και μόνιμα τη φύση του ζευγαριού» (σελ. 90).
Ο θεραπευτής θα πρέπει να εστιάσει τόσο στο στάδιο της ζωής του κάθε ατόμου μέσα στη σχέση όσο και στο στάδιο ανάπτυξης της σχέσης σαν χωριστή οντότητα. Σημαντικό ρόλο παίζει η περιγραφή του Έρικσον για τα τρία στάδια της ενήλικης ζωής, όπου δίνει ένα δίπολο σε κάθε στάδιο. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει το δίπολο οικειότητα- απομόνωση: το άτομο μπορεί να αναπτύξει οικειότητα στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις ή να αποτύχει σε αυτές βιώνοντας απομόνωση. Η οικειότητα εξαρτάται από μια σταθερή αίσθηση της ταυτότητας, που αρχίζει από την πρώιμη παιδική ηλικία. Πολλοί άνθρωποι συνάπτουν σχέσεις και παντρεύονται αναζητώντας μέσα από αυτές τις σχέσεις την ταυτότητά τους. Το άτομο χάνοντας την ιδιότητα της συζύγου ή του συζύγου βιώνει μια αίσθηση απώλειας πλευρών του εαυτού. «Κατά την πορεία μιας ερωτικής σχέσης με έναν σύντροφο, ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητάς μας θα επηρεάζεται και θα διαμορφώνεται από τη διάδρασή μας με αυτό το άτομο που έχουμε επιλέξει. Καθώς η αίσθηση του εαυτού εκσυγχρονίζεται συνεχώς και συνδημιουργείται στις στενές μας σχέσεις, η διάλυση μιας συντροφικής σχέσης μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα στην αυτοαντίληψη ενός ανθρώπου» (σελ. 92).
Ποιες είναι οι φάσεις που ακολουθεί το ζευγάρι;
Η πρώτη φάση είναι η συμβιωτική φάση, όπου δύο άνθρωποι ερωτεύονται ο ένας τον άλλο (φάση ταξίδι του μέλλοντος). Αυτή η φάση παίζει σημαντικό ρόλο στην εδραίωση του συναισθηματικού δεσμού και των δεσμών τρυφερότητας. «Τα ζευγάρια ψάχνουν για ομοιότητες, δίνουν έμφαση στα σημεία που μοιάζουν και αποφεύγουν τις διαφορές μεταξύ τους. Στις περιπτώσεις που δέχονται τρυφερή φροντίδα ο ένας από τον άλλο και συμφωνούν να γίνουν ζευγάρι, μια καλή βάση πρόσδεσης τους επιτρέπει να προχωρήσουν σε μια φάση διαφοροποίησης» (σελ. 93-94). Αν το ζευγάρι παραμείνει συνδεδεμένο σε μια συμβιωτική φάση τότε εμφανίζει αλληλεμπλοκή (συγχώνευση και αποφυγή σύγκρουσης) ή εχθρότητα- εξάρτηση (θυμός και σύγκρουση). Φοβούνται να δώσουν τέλος στη σχέση και δεν είναι ώριμοι να σταματήσουν τις μάχες.
Το ζευγάρι χαρακτηρίζεται από τη στάση: «Δεν μπορώ να ζήσω μ’ εσένα και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα». «Η επιθυμία σου είναι επιθυμία μου» (σελ. 94).
Μια φυσική επόμενη φάση του ζευγαριού είναι η φάση της διαφοροποίησης των συντρόφων ως ξεχωριστών ατόμων. Μετά την εμφάνιση των διαφορών, αρχίζει να εξανεμίζεται ένα μέρος της αρχικής εξιδανίκευσης. Ο κάθε σύντροφος αναζητά χώρο και επιθυμεί να επαναφέρει τα δικά του όρια. Πρόκειται για μια οικεία διαδικασία που υποστηρίζεται από τον δυτικό τρόπο ζωής και διαβεβαιώνει ότι η εξατομίκευση είναι φυσιολογική για τα δύο μέλη του ζευγαριού. Είναι υγιές μέσα στη σχέση ο καθένας να μπορεί να εκφράσει τις δικές του ανάγκες και διαφορές κι έπειτα να προχωρήσουν σε ένα διαφορετικό τρόπο λειτουργίας της σχέσης τους, με σεβασμό απέναντι στις ανάγκες του καθενός.
Η επόμενη φάση είναι η φάση της εξερεύνησης, όπου υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση του ενός από τον άλλο. Οι σύντροφοι πλέον δεν είναι τόσο συντονισμένοι ο ένας με τον άλλο, αλλά εστιάζουν περισσότερο στην αυτονομία και την εξατομίκευση. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στο ζευγάρι και τα παιδιά ή όταν υπάρχει εξέλιξη της καριέρας, που περιλαμβάνει ταξίδια ή μακρές περιόδους στη δουλειά. Οι σύντροφοι πλέον νιώθουν λιγότερο διατεθειμένοι να περνούν χρόνο μόνοι ο ένας με τον άλλο ώστε να δυναμώσουν άλλες πτυχές της ζωής τους ή να αναπτύξουν νέα κοινά ενδιαφέροντα.
Έπειτα, ακολουθεί η φάση της επαναπροσέγγισης, με την προϋπόθεση ότι ο καθένας έχει αναπτύξει μια καλή αίσθηση της ταυτότητάς του. Οι σύντροφοι μπορούν και πάλι να γίνουν πιο ευάλωτοι συναισθηματικά ο ένας προς τον άλλο. Πρόκειται για εναλλασσόμενες εκδηλώσεις αυξημένης οικειότητας και αυξημένης ανεξαρτησίας, που δίνει την ευκαιρία στα μέλη του ζευγαριού να επιλύσουν παλαιότερα προβλήματα εγγύτητας έναντι εγκατάλειψης ή τον φόβο του καταποντισμού. Στόχος είναι να βρεθεί ένας αμοιβαίος εμπλουτισμός και ενίσχυση της σχέσης που θα συνδυάζει ασφάλεια και συγκράτηση, αλλά και θα αποτελεί ευκαιρία για προσωπική ανάπτυξη και διεύρυνση. Αν ο ένας από τους δύο συντρόφους νιώθει ότι ο άλλος τον αφήνει πίσω ή ότι μένει έξω από έναν ανεξάρτητο κύκλο φίλων, τότε χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια για επαναπροσέγγιση του ζευγαριού και αναδιαπραγμάτευση της εγγύτητας που έχουν.
Στο πλαίσιο της θεραπείας, ο θεραπευτής αξιολογεί σε ποια φάση βρίσκεται το ζευγάρι ή σε ποια φάση βρίσκεται το κάθε μέλος του ζευγαριού, ώστε να προχωρήσουν στη θεραπευτική διαδικασία.
Πηγή:
Maria Gilbert & Diana Shmukler. 2019. Βραχεία θεραπεία με ζευγάρια. Η συνθετική προσέγγιση. Εκδόσεις Π. Ασημάκης.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.