Η θεραπευτική διαδικασία
«Τα αρχικά σχόλια του θεραπευτή θα πρέπει να
αποσκοπούν στην εδραίωση της ασφάλειας, τη μετάδοση της επιθυμίας για κατανόηση,
την επεξήγηση της θεραπευτικής διαδικασίας, την αποσαφήνιση του πλαισίου και
την αναγνώριση όσων ζητημάτων δρουν ανασταλτικά στην προθυμία του ατόμου να
συνεργαστεί ή την ικανότητα του θεραπευτή να βοηθήσει. Στη συνέχεια, προτείνω
στους θεραπευτές να αφιερώσουν μια συνεδρία για να πάρουν ένα λεπτομερειακό
ιστορικό, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να καταλήξουν σε μια δυναμική
διατύπωση των προβλημάτων του ατόμου και να βρουν έναν τρόπο να την
επικοινωνήσουν στον ασθενή. Μετά από αυτό, η δραστηριότητα του θεραπευτή θα
πρέπει να προσανατολιστεί προς την ανάπτυξη της ικανότητας της πελάτισσας να
μιλά πιο ελεύθερα και με πλήρη συναισθηματική συμμετοχή. Παρεμβάσεις όπως
‘Μπορείτε να πείτε περισσότερα για αυτό;’ Ή ‘Φαίνεται να υπάρχει πολύ
συναίσθημα εδώ’ ή ‘Αυτό θα πρέπει να ήταν δύσκολο’ ή ‘Έχετε βρεθεί σε παρόμοια
κατάσταση;’ ή ‘Τι έρχεται στο νου σας, όταν σκέφτεστε αυτό;’ ή ‘Σας θυμίζει
κάτι αυτό;’ ή ‘Πώς νιώθετε, όταν μου μιλάτε για αυτό;’ αποτελούν συνηθισμένους
τρόπους για να κάνουμε κάτι τέτοιο» (σελ. 291-292).
Οι μορφές ακρόασης
Ο θεραπευτής μέσα από την αλληλεπίδραση με τον
ασθενή εντοπίζει το ύφος ακρόασης και ανταπόκρισης που είναι πιο βοηθητικό. Στο
ξεκίνημα οποιασδήποτε θεραπείας υπάρχει αρκετή φλυαρία. Στο πλαίσιο αυτής της
θεραπείας με τη βοήθεια του θεραπευτή θα πρέπει ο πελάτης να μπορέσει να
εκφραστεί ελεύθερα και να βγάλει προς τα έξω την εσωτερική του ζωή όσο το
δυνατόν περισσότερο. Ο θεραπευτής προσπαθεί να επικοινωνήσει μια συμπεριφορά,
που θεωρεί ότι θα εμποδίσει ή θα περιορίσει τα αισθήματα ντροπής και ταπείνωσης
για οτιδήποτε έχει έρθει στην επιφάνεια. «Όσο περισσότερο αποδέχεται κάποιος
τις πλευρές του εαυτού του που του προκαλούν ντροπή, τόσο λιγότερο ελέγχεται
από αυτές» (σελ. 287).
«Ένας τρόπος για να επικοινωνήσουμε την αποδοχή
και να εξαλείψουμε τα αισθήματα ντροπής επιτυγχάνεται με αυτό που εγώ θεωρώ ως
‘‘Ναι… και λοιπόν;’’ αντίδραση, είτε λεκτικά είτε μη λεκτικά. Με άλλα λόγια,
αποδεχόμαστε ότι έχει εξομολογηθεί η ασθενής με ένα ύφος ή ένα βλέμμα που δεν
δείχνει καμία έκπληξη, υπονοώντας ότι δεν καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο είναι
τόσο σημαντικό για την ασθενή. Μερικές φορές κάνουμε μια σύντομη σύνδεση με το
παρελθόν, αναφέροντας ότι με βάση αυτά που γνωρίζουμε για την οικογένειά της, η
αποκάλυψη δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Μπορούμε επίσης να μουρμουρίσουμε κάτι
όπως ‘Ναι, φυσικά’ ή να ρωτήσουμε με προβληματισμένο ύφος, ‘Και λοιπόν, τι
είναι τόσο τρομερό σε αυτό;’, όταν η πελάτισσα φαίνεται να πνίγεται από ντροπή,
καθώς αποκαλύπτει ένα έγκλημα της καρδιάς της. Μερικές φορές βοηθάει να ρωτάμε
‘Έχετε κάποια ιδέα για ποιο λόγο αυτό φαίνεται να σας προκαλεί τόση πολύ
ντροπή;’, επικοινωνώντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν είναι αυταπόδεικτο ότι
κάποιος θα ταπεινωθεί, εάν εκμυστηρευτεί κάτι το οποίο όλοι οι άνθρωποι
αναπόφευκτα νιώθουν» (σελ. 287).
Η διευκόλυνση της θεραπευτικής διαδικασίας
Μέσα από τα σχόλια του θεραπευτή, στόχος είναι να
εδραιωθεί η ασφάλεια, η μετάδοση της επιθυμίας για κατανόηση, η επεξήγηση της
θεραπευτικής διαδικασίας, η αποσαφήνιση του πλαισίου και η αναγνώριση όσων
ζητημάτων έχουν ανασταλτική δράση στην προθυμία του ατόμου να συνεργαστεί ή την
ικανότητα του θεραπευτή να βοηθήσει. Στη συνέχεια, ο θεραπευτής πρέπει να πάρει
ένα λεπτομερειακό ιστορικό, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να καταλήξουν σε μια
δυναμική διατύπωση των προβλημάτων του ατόμου και να βρουν έναν τρόπο
επικοινωνίας με τον ασθενή.
Η αντιμετώπιση των αντιστάσεων στην αυτοέκφραση
«Επειδή θέλουμε οι ασθενείς μας να μιλάνε μέσα από
την καρδιά τους, προσπαθούμε με ήπιο τρόπο να μειώσουμε οποιαδήποτε λεκτική
αμυντικότητα, η οποία σχετίζεται ή παρεμποδίζει τη διαδικασία αυτή. Με τακτ,
επισημαίνουμε τους τρόπους με τους οποίους φαίνεται να κρατούν σε απόσταση τη
συναισθηματική ένταση στην ειλικρινή λεκτική έκφραση περιλαμβάνουν
μαννερισμούς, όπως την ομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, την ομιλία σε τρίτο πρόσωπο,
τη δραματοποίηση για πράγματα που θα μπορούσαν να εκφραστούν με απλό τρόπο, την
προσπάθεια να βάλουν τον θεραπευτή μέσα στην εμπειρία, την αποφυγή αναγνώρισης
των συναισθημάτων και την αντικατάστασή τους με έναν ασαφή όρο, την αλλαγή του
θέματος όταν τα συναισθήματα βγαίνουν στην επιφάνεια, την αναφορά σε πιο
προσωπικά θέματα με παιδιάστικο ή προσποιητό τρόπο και άλλες ασυνείδητες
στρατηγικές για να κρατήσουν σε απόσταση τον πόνο και την ντροπή» (σελ. 294).
«Κάθε δυάδα θεραπευτή- ασθενούς αναπτύσσει
ξεχωριστούς ρυθμούς ομιλίας και σιωπής,
αυτοεπεξεργασίας και αντανάκλασης, ομιλίας και ακρόασης. Ορισμένοι ασθενείς με
δυσκολία επιτρέπουν στον θεραπευτή να αρθρώσει μια λέξη, ενώ άλλοι κάθονται
αβοήθητοι περιμένοντας από τον επαγγελματία να κατευθύνει την κουβέντα. Ένας
από τους λόγους που αρέσει τόσος τους ψυχαναλυτικούς θεραπευτές η βιβλιογραφία
για τη σχέση βρέφους- τροφού, μολονότι γνωρίζουμε καλά ότι ο ενήλικος στη
θεραπεία δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα βρέφος που έχει καθηλωθεί σε ένα πρώιμο
εξελικτικό στάδιο, είναι ότι η διαδικασία συντονισμού με το ιδιοσυγκρασιακό
ύφος ενός ασθενούς φαίνεται να μοιάζει αρκετά με την προσπάθεια προσαρμογής των
γονιών στη μοναδική ιδιοσυγκρασία και τους ρυθμούς του μωρού τους» (σελ. 296).
Πηγή:
Nancy
McWilliams.
2006. Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία. Ένας οδηγός για επαγγελματίες. Ινστιτούτο
Ψυχολογίας και Υγείας.
Κουραβάνας
Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.