Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Διαβάζοντας… «Εισαγωγή στη θεραπευτική δημιουργική γραφή και βιβλιοθεραπεία/ θεραπεία μέσω ποίησης»

«Το παρόν βιβλίο είναι ένας εύχρηστος και πρακτικός οδηγός πλοήγησης στο επιστημονικό πεδίο της θεραπευτικής δημιουργικής γραφής και στο συναφές πεδίο της βιβλιοθεραπείας/ θεραπείας μέσω ποίησης. 

 

Περιλαμβάνει τα εξής τρία μέρη:

Πρώτο μέρος: Ενημέρωση για σημαντικά θεωρητικά θέματα και παρουσίαση ερευνητικών δεδομένων και βασικών εννοιών και αρχών.

Δεύτερο μέρος: βασικές τεχνικές της θεραπευτικής δημιουργικής γραφής και πως αυτές εφαρμόζονται στην πράξη, με συγκεκριμένα παραδείγματα.

Τρίτο μέρος: Θεραπευτική αξιοποίηση της ποίησης στον χώρο της ψυχικής υγείας. Μέθοδοι και τεχνικές για αναπτυξιακές και θεραπευτικές παρεμβάσεις με τη χρήση δημοσιευμένων ποιητικών συλλογών/ ποιημάτων, αλλά και ποιητικών δημιουργιών του ίδιου του θεραπευόμενου.

Ο επιστημονικός κλάδος ανακαλύπτει ξανά τη γραφή, αυτήν τη φορά ως προς τη θεραπευτική της ικανότητα και τη δύναμη που έχει να επιδρά θετικά στο σώμα και στην ψυχή. Οι σύγχρονες έρευνες καταδεικνύουν την ικανότητα της γραφής να ενισχύει τις δημιουργικές, αναπτυξιακές και θεραπευτικές δυνάμεις που υπάρχουν μέσα μας και καθιερώνουν τη γραφή και τη λογοτεχνία ως αποτελεσματικά μέσα πρόληψης, ψυχολογικής ευημερίας, προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης, συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας» (Από το οπισθόφυλλο).

«Το γράψιμο είναι μια μορφή θεραπείας, μερικές φορές αναρωτιέμαι πως καταφέρνουν όλοι αυτοί που δεν γράφουν, δεν συνθέτουν ή δεν ζωγραφίζουν να ξεφεύγουν από την τρέλα, τη μελαγχολία, τον πανικό και τον φόβο που είναι εγγενή σε μια ανθρώπινη κατάσταση» Graham Green, σελ.25.

«Η θεραπευτική δημιουργική γραφή είναι μια νέα θεραπευτική προσέγγιση που διαμορφώνεται στις μέρες μας και αφορά στη συνειδητή, σκόπιμη και δημιουργική χρήση της γραφής στον χώρο της ψυχικής υγείας. Στη προσέγγιση αυτή η δημιουργική γραφή συνδυάζεται με την εκφραστική και την αναστοχαστική γραφή με βασικό στόχο τη διατήρηση και προαγωγή της ψυχοσωματικής υγείας, την προσωπική ανάπτυξη και τη θεραπευτική αλλαγή. Έχοντας στενούς δεσμούς με τη βιβλιοθεραπεία/ θεραπεία μέσω ποίησης, αρχίζει να διαμορφώνεται σε ένα νέο επιστημονικό πεδίο που ανοίγει καινούργιες θεραπευτικές δυνατότητες, αλλά και επαγγελματικές προοπτικές, σε όσους αγαπούν τη γραφή και θέλουν να αξιοποιήσουν τις αναπτυξιακές και θεραπευτικές διαστάσεις της στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους εξέλιξης» (σελ. 25).

 

Πολλά βιβλία είναι σαν ένα κλειδί για άγνωστες αίθουσες μέσα στο κάστρο του εαυτού μας. Φραντς Κάφκα

 

Πηγή:

Αντωνοπούλου Άννα. 2023. «Εισαγωγή στη θεραπευτική δημιουργική γραφή και βιβλιοθεραπεία/ θεραπεία μέσω ποίησης». 24 Γράμματα Εκδόσεις.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο: Συντροφικότητα, αποχωρισμός στον ρόλο παιδιού, εραστή, γονιού

Του Τρύφων Ζαχαριάδη

 

«Η συντροφικότητα και ο αποχωρισμός είναι εμπειρίες στις οποίες συγχρωτίζονται με συγκίνηση το σώμα και ο ψυχισμός. Δεν πρόκειται για διαφορετικές εμπειρίες, αλλά για εμπλεκόμενες στο ίδιο πεδίο συγκινήσεις, που αφορούν πρόσωπα ή συμβάντα σημαντικά, με τα οποία αναπτύσσουμε σχέσεις. Η συνάντηση των δύο συναισθηματικών διαδικασιών μοιάζει με τη διασταύρωση πίστης και προδοσίας. Η συντροφικότητα προσδοκά την κάλυψη της μοναξιάς και ο αποχωρισμός πιστοποιεί τη μοναχικότητα» (σελ. 9). 

«Η συντροφικότητα και ο αποχωρισμός συνυπάρχουν στην ζωή σαν βασικά της βιώματα, παραπέμποντας υποχρεωτικά στο διάστημα μεταξύ γέννησης και θανάτου ενός οργανισμού. Ένα ζωντανό ον, που μπορεί να συντροφεύσει και να αποχωρισθεί, είναι συνώνυμο με την κίνηση και τη ζωτικότητα. Για να έλθει ο θάνατος, βασική προϋπόθεση είναι να υφίσταται ζωή» (σελ. 11).

Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Στη διαδρομή της ζωής μας ‘παίζουμε’ τρεις βασικούς ρόλους: του παιδιού, του εραστή και του γονιού. Σ’ αυτό το παιχνίδι, η συντροφικότητα και ο αποχωρισμός είναι εμπειρίες που προκαλούν συγκίνηση και στο σώμα και στον ψυχισμό, επειδή αφορούν πρόσωπα ή συμβάντα σημαντικά με τα οποία αναπτύσσουμε σχέσεις.

Οι άνθρωποι από φόβο ή ευχαρίστηση δοκιμάζουμε να στριμώξουμε όσο πιο πολύ συντροφικότητα χωράει στη ζωή μας. Την ποιότητά της όμως την καθορίζει ο φόβος του αποχωρισμού. Έτσι, όταν συναντάμε τη συντροφικότητα, ο αποχωρισμός μοιάζει και είναι μια προσυμφωνημένη και αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα.

Οι σχέσεις γεννούν προσδοκίες και παράπονα. Αυτοί που εμπιστευόμαστε και αγαπάμε είναι οι υποψήφιοι ‘Ιούδες’. Δημιουργούμε δεσμούς γιατί ελπίζουμε στους άλλους και τους διακόπτουμε όχι για αυτό που είναι οι άλλοι, αλλά για αυτό που θα θέλαμε να γίνουν και δεν έγιναν.

Με βάση τις σκιερές πλευρές του καθενός μας, στο βιβλίο αυτό πραγματοποιείται μια διερεύνηση της συντροφικότητας και του φόβου της συντροφικότητας, της εγγύτητας και της απόστασης, της σύνδεσης και της αποσύνδεσης, που, σε κάθε τους εκδοχή, κρύβουν μέσα τους μιας ελπίδα αγάπης».

Η συντροφικότητα πάντα βρίσκεται υπό την απειλή ενός αποχωρισμού, είτε είναι επιλογή του ίδιου του ατόμου είτε όχι. Είναι σημαντικό να επεξεργαστεί το άτομο τον αποχωρισμό και τα συναισθήματα που του προκαλεί ώστε να μπορέσει να διατηρήσει μια συντροφική σχέση σε βάθος χρόνου.

«Το παιδί φοβάται μήπως πεθάνουν οι γονείς του, δηλαδή μήπως χάσει την πηγή της φροντίδας.

Ο εραστής φοβάται για την απώλεια του αγαπημένου προσώπου, δηλαδή της πηγής της ικανοποίησής του.

Ο γονιός φοβάται για την απώλεια του παιδιού του, δηλαδή της ελπίδας να νικήσει το τέλος του μέσω της συνέχειας που αντιπροσωπεύουν τα παιδιά του» (σελ. 166).

 

Πηγή:

Τρύφων Ζαχαριάδης. 2015. Συντροφικότητα, αποχωρισμός στον ρόλο παιδιού, εραστή, γονιού. Εκδόσεις Αρμός.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: «Ψυχανάλυση και Κινηματογράφος. Το παιχνίδι των σκιών»

Της Vicky Lebeau

 

«Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια επισκόπηση του ιστορικού και θεωρητικού διαλόγου μεταξύ κινηματογράφου και ψυχανάλυσης. Η Vicky Lebeau εξετάζει τη μακρά και άνιση ιστορία των εξελίξεων στη σύγχρονη τέχνη, στην επιστήμη και στην τεχνολογία, που είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν σε επαφή η ψυχανάλυση με τον κινηματογράφο στα τέλη του 19ου αιώνα. Η συγγραφέας μελετά  όλες τις μετέπειτα συναντήσεις τους και τη γοητεία που ασκούν ως συγκλίνοντες, αλλά διακριτοί, τρόποι προσέγγισης του ονείρου και της επιθυμίας, της εικόνας και της ψευδαίσθησης, του σοκ και της σεξουαλικότητας. Ξεκινώντας από την επαφή του Freud με το θέαμα της υστερίας, η μελέτη αυτή προσφέρει μια λεπτομερή ανάγνωση των κειμένων και των εννοιών που καθόρισαν το πεδίο της ψυχαναλυτικής θεωρίας του κινηματογράφου» (από το οπισθόφυλλο).

«Μεταξύ ρεαλισμού και ψευδαίσθησης, ο κινηματογράφος έρχεται με αυτόν τον τρόπο σε μια πρώτη επαφή με την ψυχανάλυση, την καινοτόμο διερεύνηση περί τραύματος και ονείρου που εισήγαγε ο Freud. Εκείνη την ίδια χρονιά, το 1895, δημοσιεύεται στη Βιέννη το έργο που άνοιξε τον δρόμο για τη μελέτη του ασυνειδήτου: Μελέτες για την υστερία των Josef Breuer και Sigmund Freud. Οι Anna O., Emmy von N., Lucy R., Katharina και Elizabeth von R., οι πέντε γυναίκες των οποίων διαβάζουμε τις ιστορίες στις ‘Μελέτες για την υστερία’ μεταφέρουν τον Freud και τους αναγνώστες του σε έναν κόσμο αλλιώτικο και παράξενο, ενίοτε δυσάρεστο, έναν κόσμο ψευδαίσθησης και νόσου. […] Ο κινηματογράφος και η ψυχανάλυση εμφανίστηκαν μαζί στα τέλη του 19ου αιώνα, αναπόσπαστο μέρος και οι δύο της μακράς και άνισης ιστορίας των εξελίξεων στη σύγχρονη τέχνη, επιστήμη και τεχνολογία. Πρόκειται για δύο δυναμικούς τρόπους αντίληψης και κατανόησης του κόσμου» (σελ. 23-24).

Ο κινηματογράφος έχει μια ιδιαίτερη αλλά και άμεση σχέση με τον ψυχισμό. Ο κινηματογράφος και η ψυχανάλυση εμφανίστηκαν μαζί κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και το ένα επηρεάζει το άλλο. «Πολύ γρήγορα ο κινηματογράφος γίνεται για την ψυχανάλυση ένας τρόπος απεικόνισης των λειτουργιών του ανθρώπινου ψυχισμού, ακριβώς όπως οι λειτουργίες του ψυχισμού γίνονται ένας τρόπος προσέγγισης του μηχανισμού και της γοητείας του κινηματογράφου (σελ. 25).

«Ανάμνηση ή φαντασίωση; Τραύμα ή επιθυμία; Αυτή η διάζευξη έχει συχνά θεωρηθεί άξονας συγκρότησης της ιστορίας της ψυχανάλυσης. Πιο συγκεκριμένα, η ψυχανάλυση αναδύεται μέσα από τον δισταγμό του Freud να επιλέξει, μέσα από την προθυμία του να αποδεχτεί την αδυναμία διαχωρισμού ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, αδυναμία που φαίνεται πως χαρακτηρίζει το ασυνείδητο» (σελ. 147).

 

Πηγή:

Vicky Lebeau. 2024. Ψυχανάλυση και Κινηματογράφος. Το παιχνίδι των σκιών. Εκδόσεις Πατάκης.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Βασικές θεραπευτικές διαδικασίες

Η θεραπευτική διαδικασία

«Τα αρχικά σχόλια του θεραπευτή θα πρέπει να αποσκοπούν στην εδραίωση της ασφάλειας, τη μετάδοση της επιθυμίας για κατανόηση, την επεξήγηση της θεραπευτικής διαδικασίας, την αποσαφήνιση του πλαισίου και την αναγνώριση όσων ζητημάτων δρουν ανασταλτικά στην προθυμία του ατόμου να συνεργαστεί ή την ικανότητα του θεραπευτή να βοηθήσει. Στη συνέχεια, προτείνω στους θεραπευτές να αφιερώσουν μια συνεδρία για να πάρουν ένα λεπτομερειακό ιστορικό, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να καταλήξουν σε μια δυναμική διατύπωση των προβλημάτων του ατόμου και να βρουν έναν τρόπο να την επικοινωνήσουν στον ασθενή. Μετά από αυτό, η δραστηριότητα του θεραπευτή θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την ανάπτυξη της ικανότητας της πελάτισσας να μιλά πιο ελεύθερα και με πλήρη συναισθηματική συμμετοχή. Παρεμβάσεις όπως ‘Μπορείτε να πείτε περισσότερα για αυτό;’ Ή ‘Φαίνεται να υπάρχει πολύ συναίσθημα εδώ’ ή ‘Αυτό θα πρέπει να ήταν δύσκολο’ ή ‘Έχετε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση;’ ή ‘Τι έρχεται στο νου σας, όταν σκέφτεστε αυτό;’ ή ‘Σας θυμίζει κάτι αυτό;’ ή ‘Πώς νιώθετε, όταν μου μιλάτε για αυτό;’ αποτελούν συνηθισμένους τρόπους για να κάνουμε κάτι τέτοιο» (σελ. 291-292).

 

Οι μορφές ακρόασης

Ο θεραπευτής μέσα από την αλληλεπίδραση με τον ασθενή εντοπίζει το ύφος ακρόασης και ανταπόκρισης που είναι πιο βοηθητικό. Στο ξεκίνημα οποιασδήποτε θεραπείας υπάρχει αρκετή φλυαρία. Στο πλαίσιο αυτής της θεραπείας με τη βοήθεια του θεραπευτή θα πρέπει ο πελάτης να μπορέσει να εκφραστεί ελεύθερα και να βγάλει προς τα έξω την εσωτερική του ζωή όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο θεραπευτής προσπαθεί να επικοινωνήσει μια συμπεριφορά, που θεωρεί ότι θα εμποδίσει ή θα περιορίσει τα αισθήματα ντροπής και ταπείνωσης για οτιδήποτε έχει έρθει στην επιφάνεια. «Όσο περισσότερο αποδέχεται κάποιος τις πλευρές του εαυτού του που του προκαλούν ντροπή, τόσο λιγότερο ελέγχεται από αυτές» (σελ. 287).

«Ένας τρόπος για να επικοινωνήσουμε την αποδοχή και να εξαλείψουμε τα αισθήματα ντροπής επιτυγχάνεται με αυτό που εγώ θεωρώ ως ‘‘Ναι… και λοιπόν;’’ αντίδραση, είτε λεκτικά είτε μη λεκτικά. Με άλλα λόγια, αποδεχόμαστε ότι έχει εξομολογηθεί η ασθενής με ένα ύφος ή ένα βλέμμα που δεν δείχνει καμία έκπληξη, υπονοώντας ότι δεν καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο είναι τόσο σημαντικό για την ασθενή. Μερικές φορές κάνουμε μια σύντομη σύνδεση με το παρελθόν, αναφέροντας ότι με βάση αυτά που γνωρίζουμε για την οικογένειά της, η αποκάλυψη δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Μπορούμε επίσης να μουρμουρίσουμε κάτι όπως ‘Ναι, φυσικά’ ή να ρωτήσουμε με προβληματισμένο ύφος, ‘Και λοιπόν, τι είναι τόσο τρομερό σε αυτό;’, όταν η πελάτισσα φαίνεται να πνίγεται από ντροπή, καθώς αποκαλύπτει ένα έγκλημα της καρδιάς της. Μερικές φορές βοηθάει να ρωτάμε ‘Έχετε κάποια ιδέα για ποιο λόγο αυτό φαίνεται να σας προκαλεί τόση πολύ ντροπή;’, επικοινωνώντας με αυτόν τον τρόπο ότι δεν είναι αυταπόδεικτο ότι κάποιος θα ταπεινωθεί, εάν εκμυστηρευτεί κάτι το οποίο όλοι οι άνθρωποι αναπόφευκτα νιώθουν» (σελ. 287).

 

Η διευκόλυνση της θεραπευτικής διαδικασίας

Μέσα από τα σχόλια του θεραπευτή, στόχος είναι να εδραιωθεί η ασφάλεια, η μετάδοση της επιθυμίας για κατανόηση, η επεξήγηση της θεραπευτικής διαδικασίας, η αποσαφήνιση του πλαισίου και η αναγνώριση όσων ζητημάτων έχουν ανασταλτική δράση στην προθυμία του ατόμου να συνεργαστεί ή την ικανότητα του θεραπευτή να βοηθήσει. Στη συνέχεια, ο θεραπευτής πρέπει να πάρει ένα λεπτομερειακό ιστορικό, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να καταλήξουν σε μια δυναμική διατύπωση των προβλημάτων του ατόμου και να βρουν έναν τρόπο επικοινωνίας με τον ασθενή.

 

Η αντιμετώπιση των αντιστάσεων στην αυτοέκφραση

«Επειδή θέλουμε οι ασθενείς μας να μιλάνε μέσα από την καρδιά τους, προσπαθούμε με ήπιο τρόπο να μειώσουμε οποιαδήποτε λεκτική αμυντικότητα, η οποία σχετίζεται ή παρεμποδίζει τη διαδικασία αυτή. Με τακτ, επισημαίνουμε τους τρόπους με τους οποίους φαίνεται να κρατούν σε απόσταση τη συναισθηματική ένταση στην ειλικρινή λεκτική έκφραση περιλαμβάνουν μαννερισμούς, όπως την ομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, την ομιλία σε τρίτο πρόσωπο, τη δραματοποίηση για πράγματα που θα μπορούσαν να εκφραστούν με απλό τρόπο, την προσπάθεια να βάλουν τον θεραπευτή μέσα στην εμπειρία, την αποφυγή αναγνώρισης των συναισθημάτων και την αντικατάστασή τους με έναν ασαφή όρο, την αλλαγή του θέματος όταν τα συναισθήματα βγαίνουν στην επιφάνεια, την αναφορά σε πιο προσωπικά θέματα με παιδιάστικο ή προσποιητό τρόπο και άλλες ασυνείδητες στρατηγικές για να κρατήσουν σε απόσταση τον πόνο και την ντροπή» (σελ. 294).

 

«Κάθε δυάδα θεραπευτή- ασθενούς αναπτύσσει ξεχωριστούς ρυθμούς  ομιλίας και σιωπής, αυτοεπεξεργασίας και αντανάκλασης, ομιλίας και ακρόασης. Ορισμένοι ασθενείς με δυσκολία επιτρέπουν στον θεραπευτή να αρθρώσει μια λέξη, ενώ άλλοι κάθονται αβοήθητοι περιμένοντας από τον επαγγελματία να κατευθύνει την κουβέντα. Ένας από τους λόγους που αρέσει τόσος τους ψυχαναλυτικούς θεραπευτές η βιβλιογραφία για τη σχέση βρέφους- τροφού, μολονότι γνωρίζουμε καλά ότι ο ενήλικος στη θεραπεία δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα βρέφος που έχει καθηλωθεί σε ένα πρώιμο εξελικτικό στάδιο, είναι ότι η διαδικασία συντονισμού με το ιδιοσυγκρασιακό ύφος ενός ασθενούς φαίνεται να μοιάζει αρκετά με την προσπάθεια προσαρμογής των γονιών στη μοναδική ιδιοσυγκρασία και τους ρυθμούς του μωρού τους» (σελ. 296).

 

Πηγή:

Nancy McWilliams. 2006. Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία. Ένας οδηγός για επαγγελματίες. Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας.  

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.