Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Οικογενειακές συγκρούσεις: μια κοινωνιολογική προσέγγιση


Το σύνδρομο ενοχής μέσω της σύγκρουσης

Ένα σύνδρομο με το οποίο έχουν ασχοληθεί ελάχιστοι κοινωνιολόγοι της οικογένειας, όπως αναφέρει ο Σένετ. Πρόκειται για ένα σύνδρομο που εμφανίζεται στις συμπεριφορές πολλών μελών οικογενειών που βιώνουν υψηλά επίπεδα έντασης απέναντι στις οικογένειές τους. Το σύνδρομο είναι αρκετά εύκολο να εκδηλωθεί μέσα σε μια οικογένεια, η οποία το βιώνει με επώδυνο τρόπο, καθώς η ευτυχία συνδέεται άμεσα με τις «καλές οικογένειες, τις ακέραιες οικογένειες», που χαρακτηρίζονται από γαλήνη και ηρεμία. Οι οικογένειες που βιώνουν συγκρούσεις ή διαμάχες νιώθουν αποτυχημένες και στιγματισμένες. 

Στο πλαίσιο της θεραπείας το ζητούμενο είναι να εξετάσουμε τη σύγκρουση, ως έναν τρόπο προσέγγισης της οικογένειας και των αλληλεπιδράσεων που λαμβάνουν χώρα μέσα στην οικογένεια. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι οικογένειες που επιλέγουν να συγκρατήσουν ή να απωθήσουν τις συγκρούσεις έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν βαθιές συναισθηματικές διαταραχές σε σύγκριση με οικογένειες στις οποίες οι συγκρούσεις εκφράζονται άμεσα και ανοικτά. 

Το σύνδρομο «ενοχή μέσω της σύγκρουσης» στηρίζεται στην πεποίθηση ότι «οι άνθρωποι βλέπουν τις συγκρούσεις μεταξύ των γενιών περισσότερο σαν ένα κακό, το οποίο αποκαλύπτει μια σήψη μέσα στο κοινωνικό οικοδόμημα, παρά σαν μια αναπόφευκτη και φυσιολογική διαδικασία ιστορικής αλλαγής». Συχνά, οι διαμάχες και οι αποξενώσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα αδέρφια θεωρούνται ως μια ένδειξη κακής γονεϊκής ανατροφής και αποδίδεται στον τρόπο που τα μεγάλωσαν οι γονείς. 

Το άγχος και η ενοχή για την οικογενειακή σύγκρουση αποτελεί ένα σημάδι της επιθυμίας ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν στο σπίτι αυτές οι συγκρούσεις, για χάρη της κοινωνικής τάξης. Ο Σένετ αναφέρει ότι «μια από τις πιο πλατιά διαδεδομένες αρρώστιες της μεσαιοταξικής οικογένειας είναι η προσπάθεια, συνήθως μοιραία για την ‘ευτυχία’ μιας οικογένειας, να απωθεί την απόκλιση και την ιδιαιτερότητα από την ανάπτυξη των μελών της οικογένειας χάριν της τάξης που πρέπει να υπάρχει μέσα σε αυτή».

Η ένταση των οικογενειακών σχέσεων εκφράζει την ανάγκη της οικογένειας για τάξη. Βλέποντας την οικογένεια ως μια πλήρη κοινωνία που θα πρέπει να επιβιώσει από μόνη της, είναι σημαντικό να ακολουθήσει ορισμένες βασικές δομές:
«Μια ασυνήθιστη στενότητα της καθημερινής επαφής.
Μια προσπάθεια να απωθούνται οι εμπειρικές και ηλικιακές διαφορές που φυσικά θα χώριζαν τα μέλη της οικογένειας.
Μια προσπάθεια να τίθενται διαβεβαιώσεις μακροπρόθεσμης εμπιστοσύνης.
Πεποίθηση ότι προδοσίες και χωρισμοί δε θα συμβούν».


Ο Σένετ συνεχίζει αναφέροντας:
«Όμως η απώθηση και η αποφυγή της ποικιλίας μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι ακριβώς ίδια με την επιθυμία για μια καθαρμένη, υπερβαίνουσα την αταξία ταυτότητα η οποία προβάλλει στην εφηβεία. Η επιθυμία για συνεκτική ταυτότητα είναι ακριβώς η αναζήτηση αποφυγής της ποικιλίας και του επώδυνου άγνωστου μέσα στην κοινωνική αρένα για χάρη κάποια ασφαλούς τάξης. (…) Η έντονη οικογενειακή δομή έχει αναπτυχτεί ως ένας ειδικός μηχανισμός με σκοπό να κάνει τις επιθυμίες για συνεκτικές ταυτότητες μια μόνιμη δύναμη στις ζωές των ενηλίκων. Αυτή η διαμόρφωση της έντονης οικογένειας είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ενήλικοι κατέληξαν να είναι καθηλωμένοι στα πρότυπα της εφηβείας. Το μυστικό αυτών των οικογενειών, της απεγνωσμένης τους λαχτάρας για επαφή και του φόβου τους για εσωτερική διάσταση, που με τη σειρά της προκαλεί όλα τα είδη έντασης και κρυμμένων αισθημάτων ενοχής, είναι ότι αυτά εκφράζουν τα αισθήματα ανθρώπων που είναι ακόμα υποδουλωμένοι στις ταυτοποιητικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στην εφηβεία τους. Οι δομές αυτών των οικογενειών, η πίστη ότι ο κύκλος της οικογένειας είναι ένας μικρόκοσμος του κόσμου, η πίστη ότι τα μέλη της οικογένειας πρέπει να είναι ίσα για να είναι ικανά να σέβονται ο ένας τον άλλο, και η τρομερή ενοχή για την οικογενειακή σύγκρουση είναι ειδικές εκφράσεις ανθρώπων που ψάχνουν για τον μύθο αλληλεγγύης στις ζωής τους, μια αλληλεγγύη γεννημένη από μια ανικανότητα να δέχονται αμφιβολίες και το επώδυνο άγνωστο».


«Η οικογενειακή ζωή με εντάσεις αποτελεί τον μεσάζων για την ενστάλαξη του εφηβικού φόβου μέσα στην κοινωνική ζωή των σύγχρονων πόλεων. Η έντονη οικογένεια προμηθεύει τα υλικά με τα οποία οικοδομείται ο μύθος της κοινής αλληλεγγύης. Η έντονη οικογένεια είναι το μέσο με το οποίο ολόκληρη η κοινότητα των οικογενειών, όπως επίσης τα άτομα μέσα σε ένα σπίτι, καθηλώνονται μέσα σε αυτό το τελετουργικό καθαρμού των ταυτοτήτων τους». «Η σημασία της έντασης στην οικογενειακή ζωή έγκειται στην ικανότητά της να απορροφά, στη δύναμή της να συγκεντρώνει τα ενδιαφέροντα και την προσοχή του ατόμου στη σφιχτά ενωμένη ομάδα των συγγενών».
(Σένετ, 2004, σελ. 85-88)  

Σένετ, Ρ. (2004). Οι χρήσεις της αταξίας. Προσωπική ταυτότητα και ζωή της πόλης. Αθήνα: Τροπή.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Η «χαμένη» μας ελευθερία


Έντονα απαγορευτικά μέτρα και αυστηροί περιορισμοί, αίσθηση εγκλεισμού μέσα σε ένα σπίτι και μια διαρκής ένταση μας κατακλύζει εσωτερικά… Γιατί νιώθουμε έτσι και γιατί βρισκόμαστε σε μια διαρκή κατάσταση ανάγκης να αντιδράσουμε; Πόσο εφικτή είναι μια αντίδραση και πόσο φθείρει τον ψυχισμό μας αυτή η κατάσταση;

Κάθε φορά που νιώθουμε ότι κάποιος μας στερεί την ελευθερία θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα –να αντιδράσουμε- (ψυχολογική αναδραστικότητα) ώστε να μπορέσουμε να επανακτήσουμε τη χαμένη μας ελευθερία. Πρόκειται για μια ψυχολογική κατάσταση που βιώνουμε όταν κάποιος προσπαθεί να μας στερήσει ή να μας περιορίσει από την προσωπική μας ελευθερία. Ο άμεσος τρόπος αντίδρασης ώστε να μειωθεί η ένταση που βιώνουμε και να αποκατασταθεί η αίσθηση της ελευθερίας είναι να απομακρυνθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι πολύ σημαντικό να νιώθουμε ότι εμείς έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας, εμείς επιλέγουμε και αποφασίζουμε για εμάς και είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως θέλουμε, όπου θέλουμε, με όποιους θέλουμε…

Η ζωή μας μπορεί λόγω των περιορισμών να άλλαξε δραματικά ή μπορεί να άλλαξε σε μικρό βαθμό. Για παράδειγμα, μπορεί και πριν να περνούσαμε πολλές ώρες κλεισμένοι μέσα στο σπίτι ή στο γραφείο μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και μπορεί να μην είχαμε σχεδόν ποτέ ελεύθερο χρόνο για μια βόλτα στη θάλασσα. Είναι όμως, διαφορετικό να μην μπορούμε να πάμε στη θάλασσα γιατί έχουμε δουλειά από ό,τι να μην μπορούμε να πάμε γιατί απαγορεύεται. Όσο πιο πολύ μας στερούν κάτι, τόσο πιο πολύ αντιδρούμε (τουλάχιστον γνωστικά- νοητικά και κάποια στιγμή και σε επίπεδο συμπεριφοράς)… και η επίκληση της αυθεντίας δε φέρει πάντα το «επιθυμητό» αποτέλεσμα.   

Επομένως, η ανάγκη για αντίδραση μπορεί να μην είναι πάντα σε επίπεδο συμπεριφοράς, γιατί πολλοί θα σκεφθούν «Τι αντίδραση; Εδώ υπάρχει η μέγιστη συμμόρφωση, στα όρια της αποχαύνωσης». Πολλές φορές, η ψυχολογική αναδραστικότητα παραμένει σε ένα εσωτερικό- γνωστικό διεργασιακό- επίπεδο και δε φτάνει να γίνει πράξη. Οπότε μπορεί εσωτερικά να σκεφτόμαστε ένα σωρό σενάρια, να ψάχνουμε τρόπους αντίδρασης, να θυμώνουμε, να βρίζουμε… και να θέλουμε να κάνουμε το αντίθετο από αυτό που μας λένε… όμως, αναγκαζόμαστε να συμμορφωθούμε… 


Μέσα από τη γνωστική επεξεργασία μπορούμε να μειώσουμε αυτή την εσωτερική ένταση αν σκεφτούμε λογικά και δούμε τους λόγους του περιορισμού… όμως, όταν οι λόγοι αυτοί πλέον βλέπουμε να αρχίζουν να μην υπάρχουν η ψυχολογική μας αναδραστικότητα είναι ακόμα πιο έντονη και νιώθουμε ότι θέλουμε να εκραγούμε… να αντιδράσουμε περισσότερο από ποτέ…
Όταν δεν μπορούμε πλέον να εξηγήσουμε τους λόγους περιορισμού και επιβολής αυστηρών μέτρων, τότε νιώθουμε ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας στερήσει την ελευθερία μας. Η αιτία της αναδραστικότητας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον βαθμό της αίσθησης της χαμένης μας ελευθερίας, καθώς και ο φορέας που επιβάλλει την απειλή. 

Η βίωση της ψυχολογικής αναδραστικότητας και η ανάγκη για άμεση ανάκτηση της χαμένης μας ελευθερίας αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο που ζούμε και ξαναζούμε τον τελευταίο καιρό, με επιπτώσεις στην ψυχολογική μας κατάσταση, καθώς η διαρκής αίσθηση της μη ελευθερίας μας προκαλεί νεύρα, θυμό, ανισορροπία, εσωτερική ένταση και ανάγκη για αλλαγή…

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Brehm και τη Θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας, η χαμένη μας ελευθερία μπορεί να βρει διάφορους τρόπους επανάκτησης ώστε να μειωθεί ή να επιλυθεί η κατάσταση ψυχολογικής αναδραστικότητας. Έτσι, μπορεί να αξιολογήσουμε πιο θετικά από ότι πριν αυτό που μας απαγορεύτηκε ή αποτέλεσε αντικείμενο σχετικής απειλής. Μπορεί να εκφράσουμε μια διαφορετική επιλογή από αυτή που μας προτάθηκε ή μπορεί να αλλάξουμε την κοινωνική μας στάση προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που μας προτείνουν. 


Η έντονη απαγόρευση δε βοηθάει και η φαινομενική μας συμμόρφωση δε σημαίνει και αποδοχή της κατάστασης και ηρεμία… Αναζητούμε τρόπους να επανακτήσουμε τη χαμένη μας ελευθερία είτε φαίνεται προς τα έξω είτε δε φαίνεται…


Βιβλιογραφία
Hogg, M.A. & Vaughan, G.M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg.
Παπαστάμου, Σ. (2008). Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία. Η παράδοση. Αθήνα: Πεδίο.     

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Η βιβλιοφάγος κάμπια


Η βιβλιοφάγος κάμπια δεν είναι μια συνηθισμένη κάμπια, όπως όλες οι άλλες, καθώς, πριν φάει τα βιβλία, τα διαβάζει πρώτα. Αυτή της η συμπεριφορά θα προκαλέσει το ενδιαφέρον και όχι μόνο… όλου του χωριού. Θα σχολιαστεί, θα χλευαστεί, και θα απομονωθεί για τη φιλομάθειά της. Τελικά, θα βρει το κουράγιο και τη δύναμη να αντιμετωπίσει όλο αυτόν τον ψυχολογικό πόλεμο που υφίσταται από τις άλλες κάμπιες; 



Πρόκειται για ένα θεραπευτικό παραμύθι που διαπραγματεύεται τη ζήλεια, τον φθόνο, την κακία,  την κοινωνική απομόνωση, τις διαπροσωπικές και φιλικές σχέσεις αλλά και τη διαφορετικότητα, τη φιλομάθεια και την πίστη στον εαυτό αλλά και στις προσωπικές επιλογές. Οι επιλογές που έκανε η βιβλιοφάγος κάμπια δεν ήταν εύκολες, καθώς απαιτούσαν μόχθο και κόπο. Πολλές φορές όταν οι άλλοι δεν μπορούν να κοπιάσουν το ίδιο, εκδηλώνουν τη ζήλεια τους, κατηγορώντας αυτόν που μοχθεί… 


Τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από το παραμύθι ότι η διαφορετικότητα ακόμη και όταν σχετίζεται με κάτι θετικό δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτη από τους άλλους. Τέτοιου είδους συμπεριφορές συναντάμε πολύ συχνά σήμερα στα σχολεία, με τη μορφή του εκφοβισμού (bullying). Βλέπουμε, π.χ. ότι οι καλοί μαθητές αποκαλούνται με μειωτικούς όρους και επίθετα, όπως σπασικλάκια, φυτά, κ.α. Το μήνυμα όμως του παραμυθιού είναι ελπιδοφόρο: Άσε τους άλλους να λένε και επικεντρώσου στον εαυτό σου, στους στόχους και στα όνειρά σου. Και τότε… αργά ή γρήγορα θα ανταμειφθείς.  


Συγγραφέας και αφηγητής: Κουραβάνας Νίκος, Πολιτισμιολόγος, MSc.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Έρωτας χωρίς ανταπόκριση




«Ο Έρωτας αυτό το παλιόπαιδο που είναι και θεός, έκανε κάποτε, από εκδίκηση, μια ζαβολιά, από αυτές που συνηθίζει: Χτύπησε με το βέλος του τον Απόλλωνα κι έκανε την καρδιά του να χτυπάει από έρωτα. Έπειτα, χτύπησε τη Δάφνη και την έκανε να αποφεύγει τον έρωτα. Όπως ήταν φυσικό, όταν ο Απόλλωνας, θεός της μουσικής και της ποίησης, πλησίασε την όμορφη νύμφη Δάφνη, εκείνη κίνησε να φύγει γρήγορα από κοντά του. Ο Απόλλωνας την ακολούθησε, την παρακάλεσε, την καλόπιασε, της έταξε τον κόσμο ολόκληρο στα πόδια της. Εκείνη έτρεξε ακόμη πιο γρήγορα να φύγει μακριά του. Ο Απόλλωνας συνέχισε να την κυνηγάει, κι όταν η Δάφνη κατάλαβε πως όπου να ‘ναι θα την έπιανε, ευχήθηκε αυτό το σώμα της που τόσο τον είχε γοητεύσει, να μεταμορφωθεί και να χαθεί για πάντα. Η ευχή της έπιασε: Τα πόδια της έβγαλαν ρίζες, τα μπράτσα της μεταμορφώθηκαν σε κλαδιά, τα μαλλιά της έγιναν φύλλα, τα στήθη της σκεπάστηκαν με λεπτό και τρυφερό φλοιό. Κι ακριβώς τη στιγμή που η Δάφνη μεταμορφωνόταν σε φυτό, ο Απόλλωνας την πρόφτασε. Την αγκάλιασε με ασίγαστη ερωτική λαχτάρα, νιώθοντας πάνω στο στήθος του τον χτύπο της καρδιά της που έσβηνε, σιγά- σιγά, κάτω από τον φλοιό του φυτού. 


Όλοι όσοι πέρασαν κάποτε μια ερωτική απογοήτευση, ξέρουν τον πόνο που προκαλεί ο Έρωτας χωρίς ανταπόκριση. Ο πόνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του έρωτα, ακόμα και του έρωτα που ονομάζουμε υγιή. Κι από ένστικτο έχουμε την τάση να ταυτιζόμαστε με τον ηττημένο του έρωτα, να συμμεριζόμαστε περισσότερο αυτόν που τον απέρριψαν παρά εκείνον που απορρίπτει. (…).


Οι περισσότεροι ταυτιζόμαστε και συμμεριζόμαστε τον πόνο που προξενεί ο Έρωτας χωρίς ανταπόκριση, δηλαδή η τάση να ερωτευόμαστε ή να μας ελκύουν συναισθηματικά άνθρωποι που είναι απρόσιτοι για μας. Απορίας άξιο είναι, επίσης, γιατί κάποιος που επανειλημμένα ερωτεύεται απρόσιτα άτομα, είναι κι αυτός επανειλημμένα απρόσιτος για όσους ενδιαφέρονται για τον ίδιο. Είναι πολλοί οι πελάτες μου που ‘κλαίγαν για τη μοίρα τους να τους ελκύουν άνθρωποι που δεν μπορούσαν να ανταποδώσουν τα συναισθήματά τους, ενώ, την ίδια στιγμή δεν μπορούσαν κι αυτοί να ανταποδώσουν τα συναισθήματα όσων ενδιαφέρονταν για αυτούς» (σελ. 127-130).


Είναι σημαντικό όταν βρισκόμαστε σε μια σχέση να μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς θέλουμε από τη σχέση και από τον σύντροφό μας- τι μετράει περισσότερο για εμάς; Τι είναι πιο σημαντικό; Τι πραγματικά θέλουμε;


Για να έχουμε μια σχέση και για να προχωράει αυτή η σχέση θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι θα πρέπει και το άλλο άτομο απέναντί μας να είναι διαθέσιμο. Και από τους διαθέσιμους ανθρώπους θα πρέπει να αφαιρέσουμε όσους μέχρι τώρα λειτουργούσαν ως καθρέφτης και μας έδειχναν ενδιαφέρον μόνο και μόνο επειδή εμείς δεν ήμασταν διαθέσιμοι. 


«Ενώ οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε να δεσμευτούμε μόνιμα, μόνο όταν συναντήσουμε τον ‘κατάλληλο άνθρωπο’, δηλαδή κάποιον που δε δημιουργεί μέσα μας αμφιθυμία, η αλήθεια είναι ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε την αμφιθυμία μας, μόνο αφού δεσμευτούμε. Αυτό συμβαίνει, γιατί όσο νομίζουμε ότι υπάρχει δυνατότητα να φύγουμε από τη σχέση, δεν έχουμε κίνητρο για να πολεμήσουμε την αμφιθυμία μας» (σελ. 139).




Alon Gratch. (2005). Αν η αγάπη μπορούσε να σκεφτεί. Αθήνα: Θυμάρι.

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Κατάθλιψη: τρόποι για να συνεχίσουμε να ζούμε…


Η κατάθλιψη και η μανία δεν αποτελούν δύο αντίθετες καταστάσεις αλλά δύο διαφορετικές καταστάσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να εκφράσουμε τη συναισθηματικότητά μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αμυνθούμε απέναντι στο άγχος και στην αγωνία που νιώθουμε. Η θλίψη δεν ταυτίζεται με την κατάθλιψη, το να είμαστε θλιμμένοι δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχουμε κατάθλιψη. 




Η κατάθλιψη πηγάζει από μια απώλεια που δεν έχουμε επεξεργαστεί, δεν έχουμε αφομοιώσει και δεν καταφέραμε να ξεπεράσουμε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να μη γνωρίζουμε καν ποια είναι η απώλεια που μας οδήγησε στην κατάθλιψη. Επίσης, η κατάθλιψη μπορεί να μην προέρχεται από μια μεμονωμένη απώλεια, αλλά από μια συσσώρευση επεισοδίων απώλειας, που αφορούν σχέσεις, πράγματα, πρόσωπα, συγκινήσεις, τα οποία θεωρούμε ότι αφήσαμε στο παρελθόν για να αναζητήσουμε καινούργιες εμπειρίες στο μέλλον. 


Πώς αισθανόμαστε όταν έχουμε κατάθλιψη;


Συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και νομίζουμε ότι όλοι οι άλλοι είναι ευτυχισμένοι εκτός από εμάς. «Μέσα μας υπάρχει ένα κενό που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα». Πλέον ότι φαινόταν να μετρά στα μάτια του κόσμου όπως η ευπρέπεια, η σεμνότητα, οι καλοί τρόποι, φαντάζουν ανούσια και απίστευτα κουραστικά. «Κοιτάζουμε μέσα μας και δε βρίσκουμε πια τίποτα, έχουμε χάσει τη συνοχή της προσωπικότητάς μας, αισθανόμαστε αμέτοχοι στη χαρά των άλλων, αλλά και σε ό,τι μας βασανίζει χωρίς να μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Όλα φαίνονται δύσκολα και μας καταλαμβάνει μια μόνιμη ηττοπάθεια» (σελ. 36-37).


Η απόσταση μεγαλώνει ανάμεσα σε εμάς και στους άλλους «ευτυχισμένους» ανθρώπους. Νιώθουμε εντελώς μόνοι και καλλιεργούμε ενοχικά συναισθήματα, θεωρώντας ότι δε μας καταλαβαίνουν, όχι γιατί δεν μπορούμε να τους εξηγήσουμε πως νιώθουμε, αλλά γιατί πραγματικά δεν αξίζουμε τίποτα, ότι δεν πετύχαμε τίποτα με την αξία μας. Κι επομένως, ποιος θα ενδιαφερθεί για έναν αποτυχημένο; Οι ενοχές γιγαντώνονται μέσα στο μυαλό μας και οποιαδήποτε απόφαση κι αν πήραμε μοιάζει λανθασμένη. Η ανικανότητά μας, μας οδηγεί σε ακόμη πιο αρνητικές σκέψεις… σαν ένα βάρος προς τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Εμμένουμε πάντα στις ίδιες θλιβερές σκέψεις, σαν να είμαστε δεμένοι σε έναν νερόμυλο, που καθώς γυρνά μας βυθίζει σε έναν βούρκο, από τον οποίο νιώθουμε ότι δε θα βγούμε ποτέ… αλλά λίγο πριν πνιγούμε μας ανεβάζει και πάλι στην επιφάνεια, για μια τελευταία ανάσα και μετά ξανά… στον ίδιο φαύλο κύκλο…



«Ένα βουνό, το βουνό του να ζεις, είναι πάνω στους ώμους μας και μας πατάει όλο και πιο αμείλικτα, μας σφίγγει το μυαλό, την ανάσα, την καρδιά, το στομάχι. Κοιτάζουμε γύρω μας και ανακαλύπτουμε ότι είμαστε μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο: μας λένε ότι είναι ένα τούνελ που πρέπει να διασχίσουμε. Πώς όμως, όταν στην άκρη του δε βλέπουμε φως;» (σελ.37).





D' Agostini, G. (2006). Κατάθλιψη, Μελαγχολία και Μανία. Αθήνα: Lector.


Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Συνδέομαι, άρα υπάρχω...




«Όταν κάποιος αναζητά τη βοήθεια ψυχοθεραπευτή, έχει να διηγηθεί μια ιστορία. Συχνά πρόκειται για την προβληματική, μπερδεμένη, επώδυνη ή οργισμένη ιστορία μιας ζωής ή μιας σχέσης που έχει πλέον διαλυθεί. Για πολλούς είναι η ιστορία ολέθριων γεγονότων που συνωμοτούν ενάντια στην αίσθηση ευημερίας  τους, στην εσωτερική τους ικανοποίηση ή στην αίσθηση της αποτελεσματικότητά τους. Για άλλους η ιστορία μπορεί να αφορά αδιόρατες και μυστηριώδεις δυνάμεις, οι οποίες διεισδύουν στην οργανωμένη αλληλουχία της ζωής, διαταράσσοντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Τέλος, για ορισμένους, οι οποίοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν πώς είναι ή πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, είναι σαν να βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο αντιμέτωποι με προβλήματα για τα οποία η περιγραφή την οποία προκρίνουν δεν τους είχε προετοιμάσει…» (σελ.121)

     

Gergen, K.J. (2016). Θεραπευτικές πραγματικότητες. Συνεργασία, καταπίεση & σχεσιακή ροή. Αθήνα: Πεδίο.                                                                                                         

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Γυάλινος κόσμος: ένας κόσμος γεμάτος ηθική και δικαιοσύνη…



 Μεγαλώνει η απόσταση…


Πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά που λέμε και σ’ αυτά που κάνουμε; Όσο πιο πολύ διατυμπανίζουμε περί ηθικής και δικαιοσύνης, μήπως τόσο λιγότερο ηθικοί και δίκαιοι είμαστε;

Η απόσταση όλο και μεγαλώνει… Γιατί άραγε και που οδηγούμαστε; Πόσο ηθικοί και δίκαιοι τελικά είμαστε;



Ζούμε σε μια κοινωνία που η διαφορά ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις μας μοιάζει πλέον τεράστια. Άλλα λέμε και άλλα πράττουμε, αλλιώς εμφανίζουμε τον εαυτό μας και άλλοι είμαστε, άλλα δείχνουμε και άλλα πιστεύουμε για εμάς… Γιατί τόση απόσταση ανάμεσα σε αυτά που λέμε και σ’ αυτά που κάνουμε; Και τι διδάσκουμε και στους νεότερους με αυτή τη στάση μας; Πόσο μπερδεύουμε τους άλλους και πόσο αμφιλεγόμενα μηνύματα δίνουμε και στον ίδιο μας τον εαυτό; Πόσο σταθερή και δομημένη ταυτότητα έχουμε, όταν καλούμαστε άλλο να είμαστε και άλλο να παριστάνουμε πώς είμαστε; 


Παριστάνουμε τους ηθικούς, μιλάμε περί ηθικής και αυτοαποκαλούμαστε ηθικοί αλλά αν σκεφτούμε πόσο ηθικοί είμαστε στην πραγματικότητα και πόσο όλη αυτή η ηθική αντανακλάται στις πράξεις μας, ίσως, να μην μπορέσουμε να βρούμε μια σύνδεση. Το ότι μιλάμε για ηθική δε σημαίνει πως είμαστε και ηθικοί και το ίδιο συμβαίνει και με τη δικαιοσύνη. Πόσο δίκαιο θεωρούμε τον εαυτό μας και πόσο εύκολα καταφεύγουμε να επικρίνουμε τους άλλους που είναι άδικοι, χωρίς να προβληματιστούμε πρώτα σχετικά με το πόσο δίκαιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι; Το ότι μιλάμε περί δικαίου δε σημαίνει ότι στις αποφάσεις μας είμαστε δίκαιοι. Πόσο προσπαθούμε να μην αδικούμε τους άλλους και πόσο τελικά το καταφέρνουμε, χωρίς να παρασυρόμαστε από συμπάθειες, από προσωπικά οφέλη, από συμφέροντα ή από λανθασμένες κρίσεις; Και πόση πλάνη δημιουργούμε στον ίδιο μας τον εαυτό όταν διαρκώς τον καθησυχάζουμε ή και τον εκθειάζουμε για την ηθική και τη δικαιοσύνη που τον διακρίνει; 




Και παρατηρώντας γύρω σου, αναρωτιέσαι… γιατί τόση απόσταση ανάμεσα στο πόσο ηθικοί και δίκαιοι λέμε ότι είμαστε και στο πόσο τελικά είμαστε; Είναι ένα σημείο των καιρών; Είναι η κατάληξη της σύγχρονης αποξενωμένης και αποστασιοποιημένης κοινωνίας; Η κοινωνία πάντα έτσι ήταν… Απλά εμείς θέλαμε να βλέπουμε τα πράγματα από τη ρομαντική τους πλευρά! 


Δυστυχώς, αυτός ο γυάλινος κόσμος μέσα στον οποίο είχαμε ζήσει μέχρι τώρα και που ήταν φτιαγμένος από δήθεν εμπιστοσύνη, ασφάλεια, υποστήριξη, νοιάξιμο, αποδοχή και αγάπη, έγινε χίλια κομμάτια και πολλά από τα θραύσματα αυτού του γυαλιού πλήγωσαν για πάντα την ταλαιπωρημένη μας καρδιά. Τα θραύσματα αυτά διέλυσαν την παραμορφωμένη εικόνα για το τι υπάρχει έξω από αυτόν τον κόσμο και επιτέλους, καταφέραμε να απελευθερωθούμε… να δούμε τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως φαίνονται… να αντιληφθούμε ότι όσο πιο πολύ μιλά κάποιος για ηθική τόσο πιο πολλά ανήθικα στοιχεία προσπαθεί να κρύψει… εξάλλου, έμαθε ότι τα πολλά λόγια μπερδεύουν και θολώνουν την πραγματικότητα… και μιλώντας για ηθική μπορεί να πείσει και τους άλλους για το πόσο ηθικός είναι…