Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

«Δεν είμαστε γεννημένοι εγωιστές»




«Δεν είμαστε γεννημένοι εγωιστές, είμαστε σχεδιασμένοι για ενσυναίσθηση. Η έμφυτη τάση μας είναι να νιώθουμε τους άλλους και να τους συμπονούμε» (Sue Johnson)

Σύμφωνα με την Sue Johnson «είμαστε εκ φύσεως ενσυναισθητικό είδος». Ως σκέψη φαίνεται πολύ αισιόδοξη και ενθαρρυντική για το παρόν και το μέλλον των σχέσεων. Πόσο όμως το θυμόμαστε αυτό και πόσο κοντά στη φύση βρισκόμαστε ώστε να μπορέσουμε να έρθουμε σε επαφή με τα βαθύτερα φυσικά χαρακτηριστικά μας;

«Μπορεί να παρακάμπτουμε ή να αρνούμαστε αυτό το μέρος της φύσης μας, αλλά είμαστε προγραμματισμένοι για να φροντίζουμε τους άλλους. Δεν έχουμε γεννηθεί ανάλγητοι και ανταγωνιστικοί, αφοσιωμένοι στην επιβίωσή μας σε βάρος των άλλων».


Η συγκεκριμένη συγγραφέας, καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, υποστηρίζει ότι «έχουμε επιβιώσει με τη φροντίδα και τη συνεργασία», τα οποία θεωρεί απαραίτητα στοιχεία για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. «Ο εγκέφαλός μας είναι προγραμματισμένος να διαβάζει το πρόσωπο των άλλων και να συντονίζεται με αυτό που βλέπει εκεί. Αυτή η συναισθηματική ανταπόκριση και η ικανότητα για συνεργασία μας έχουν επιτρέψει να γίνουμε το κυρίαρχο ζώο στον πλανήτη, όχι μόνο ο μεγάλος σκεπτόμενος εγκέφαλός μας. Όσο πιο ασφαλώς συνδεόμαστε με αυτούς που αγαπάμε τόσο περισσότερο συντονιζόμαστε και ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες των άλλων σαν να ήταν δικές μας. Οι ηθικές αποφάσεις και οι αλτρουιστικές πράξεις πηγάζουν με φυσικό τρόπο από τη συναισθηματική σύνδεσή μας με τους άλλους».


«Οι δεσμοί αγάπης είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας και ο μεγαλύτερος πόρος μας. Είναι η κυριότερη πηγή δύναμης και χαράς. Η αναζήτηση και η προσφορά υποστήριξης είναι τόσο ζωτικές για τα ανθρώπινα πλάσματα, που ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποκαλείται όχι αυτός που γνωρίζει (homo sapiens), αλλά αυτός που βοηθάει και που δέχεται βοήθεια ή αυτός που συνδέεται».

Επομένως, ο άνθρωπος είναι ένα ον με ενσυναίσθηση και ανάγκη για έκφραση συναισθημάτων. Έχει ανάγκη να σχετίζεται με τους άλλους γύρω του και να αλληλεπιδρά, να έρχεται σε επαφή με τους άλλους και με τον εαυτό, με τα συναισθήματα και με τα βιώματα.


Sue Johnson. (2016). Το νόημα του έρωτα. Αθήνα: Gutenberg.

Όνειρα με την αμηχανία λόγω γύμνιας



Όταν ονειρεύεται κανείς ότι είναι γυμνός ή μισοντυμένος μπροστά σε ξένους, υπάρχει και το συμπλήρωμα ότι δεν αισθάνθηκε ντροπή για αυτό. Το όνειρο της γύμνιας όμως αξίζει το ενδιαφέρον μας, μόνο αν ο ονειρευόμενος αισθάνεται ντροπή και αμηχανία, θέλει να τραπεί σε φυγή ή να κρυφθεί, ενώ υπόκειται σε μια ιδιάζουσα αναστολή, ότι δεν μπορεί να ξεκολλήσει και ότι νιώθει ανίκανος να αλλάξει την οδυνηρή κατάσταση. Μόνο σε αυτόν τον συνδυασμό ανήκει το όνειρο στον τύπο του χαρακτηριστικού ονείρου, ο πυρήνας του περιεχομένου του μπορεί κατά τα άλλα να σχετίζεται με οτιδήποτε άλλο ή να περιέχει ατομικά συμπληρώματα. Ουσιαστικά πρόκειται για την οδυνηρή αίσθηση της αιδούς, ότι θα ήθελε κανείς, συνήθως μέσω μιας μετακίνησης, να κρύψει τη γύμνια του, αλλά δεν το καταφέρνει. 

Συνήθως το είδος της γύμνιας δεν είναι πολύ σαφές. Ακούει κανείς λόγου χάρη να διηγούνται πως φορούσα μια φανέλα, αλλά αυτό σπάνια αποτελεί σαφή εικόνα, τις πιο πολλές φορές η ελλειμματική αμφίεση είναι τόσο αόριστη, ώστε αποδίδεται εναλλακτικά στη διήγηση: «Φορούσα φανέλα ή μεσοφόρι». Κατά κανόνα το λειψό ντύσιμο δεν είναι τέτοιο, ώστε να δικαιολογείται η ντροπή που αισθάνθηκε ο ονειρευόμενος. Στα μάτια όσων φόρεσαν στρατιωτική στολή η γύμνια σημαίνει συχνά μια περιβολή που αντιβαίνει στις προδιαγραφές. 


Οι άνθρωποι μπροστά στους οποίους ο ονειρευόμενος ντρέπεται είναι σχεδόν πάντοτε ξένοι με πρόσωπα που μένουν ακαθόριστα. Στο χαρακτηριστικό όνειρο δεν τον προσβάλλουν ποτέ για την ενδυμασία του, που φέρνει και τον ίδιο σε αμηχανία, ούτε του κάνουν έστω παρατηρήσεις. Αντίθετα, οι άνθρωποι παίρνουν μια έκφραση αδιαφορίας ή, όπως είχα την ευκαιρία να δω σε ένα ιδιαίτερα ευκρινές όνειρο, άκαμπτης τυπικότητας. Αυτό πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.

Η αιδώς και η αμηχανία του ονειρευόμενου μαζί με την αδιαφορία των ανθρώπων αποτελούν αντίφαση, κάτι που συμβαίνει συχνά στο όνειρο. Στο συναίσθημα του ονειρευόμενου θα ταίριαζε μόνο το απορημένο βλέμμα των ξένων, η κοροϊδία ή , η αγανάκτησή τους. Νομίζω όμως πως αυτό το σκανδαλιστικό χαρακτηριστικό έχει παραμερισθεί από την εκπλήρωση μιας επιθυμίας, ενώ το άλλο στοιχείο, αναχαιτισμένο από κάποια δύναμη, έμεινε ακίνητο κι έτσι τα δύο μέρη δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Έχουμε μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία ότι το όνειρο, στην εν μέρει παραποιημένη του μορφή λόγω της εκπλήρωσης μιας επιθυμίας, δεν έχει κατανοηθεί σωστά. Αποτέλεσε τη βάση ενός παραμυθιού, που είναι σε όλους γνωστό στην εκδοχή του Άντερσεν («Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα»). Στο παραμύθι του Άντερσεν είναι δύο απατεώνες που υφαίνουν μια πολύτιμη ενδυμασία για τον αυτοκράτορα, η οποία όμως θα είναι ορατή μόνο στους καλούς και πιστούς. Ο αυτοκράτορας φοράει αυτό το ένδυμα και βγαίνει. Όλοι οι άνθρωποι, τρομαγμένοι από τη συγγενική με τη λυδία λίθο δύναμη του υφάσματος, κάνουν πως δεν προσέχουν τη γύμνια του αυτοκράτορα.


Αυτή όμως είναι η περίπτωση του ονείρου μας. Δεν είναι και πολύ τολμηρό να υποθέσουμε ότι το ακατανόητο περιεχόμενο του ονείρου έδωσε ένα έναυσμα για να εφευρεθεί μια διατύπωση, στην οποία η αμνημόνευτη κατάσταση αποκτά νόημα. Η ίδια έχει χάσει την αρχική της σημασία και τέθηκε στην υπηρεσία αλλότριων σκοπών. Θα δούμε όμως ότι μια τέτοια παρανόηση του ονειρικού περιεχόμενου από τη συνειδητή νοητική δραστηριότητα ενός δευτέρου ψυχικού συστήματος είναι συχνό φαινόμενο και πρέπει να αναγνωρισθεί ως ένας παράγων της οριστικής διαμόρφωσης του ονείρου, επιπλέον ότι κατά τη διαμόρφωση έμμονων ιδεών και φοβιών παίζουν κύριο ρόλο παρόμοιες παρανοήσεις- αυτό συμβαίνει και μέσα στην ίδια ψυχική προσωπικότητα. Μπορούμε και για το δικό μας όνειρο να πούμε από πού λαμβάνεται το υλικό για τη διαφορετική ερμηνεία. Απατεώνας είναι το όνειρο, αυτοκράτορας ο ίδιος ο ονειρευόμενος, και η τάση ηθικολογίας προδίδει μια θολή γνώση του γεγονός ότι το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου είναι ανεπίτρεπτες επιθυμίες που έχουν θυσιασθεί στην απώθηση. Το πλαίσιο, στο οποίο τέτοια όνειρα εμφανίζονται σε νευρωτικούς κατά τη διάρκεια της ανάλυσής τους, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το όνειρο έχει στη βάση του μια ανάμνηση από την πρώιμη παιδική ηλικία. Μόνο στα παιδικά μας χρόνια συνέβαινε να μας βλέπουν μισόγυμνους οι δικοί μας, αλλά και διάφοροι ξένοι, παιδαγωγοί, υπηρέτριες, επισκέπτες και εμείς δεν ντρεπόμασταν τότε για τη γυμνότητά μας. Σε πολλά παιδιά, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι το ξεγύμνωμα τα ενθουσιάζει, αντί να τα κάνει να αισθάνονται ντροπή. Γελούν, χοροπηδούν, χτυπιούνται, ενώ η μητέρα ή όποιος τα βλέπει, τους κάνει παρατηρήσεις: Ντροπή, αυτά τα πράγματα δεν επιτρέπονται. Συχνά τα παιδιά έχουν μια τάση επίδειξης των γεννητικών οργάνων, δύσκολα περνάει κανείς από ένα χωριό σε μέρη μας, χωρίς να συναντήσει ένα παιδάκι δύο ή τριών ετών που σηκώνει το φανελάκι του μπροστά στον ξένο, ίσως για να τον τιμήσει. Ένας ασθενής μου διατήρησε στη συνειδητή μνήμη του μια σκηνή από το όγδοο έτος της ηλικίας του, όπου, προτού πέσει να κοιμηθεί και φορώντας μόνο ένα εσώρουχο, τρέχει χορευτά προς τη μικρή αδελφή του στο διπλανό δωμάτιο, ενώ η υπηρέτρια τον εμποδίζει. Στην παιδική φάση της βιογραφίας των νευρωτικών το ξεγύμνωμα μπροστά σε παιδιά του άλλου φύλου παίζει μεγάλο ρόλο, η αυταπάτη του παρανοϊκού ότι κατά το γδύσιμο και το ντύσιμο τον παρατηρούν ανάγεται σε αυτά τα βιώματα, ανάμεσα στους πάγια διεστραμμένους υπάρχει μια κατηγορία, όπου αυτή η παιδική παρόρμηση έχει λάβει τον χαρακτήρα συμπτώματος, πρόκειται για τους επιδειξιμανείς. 

Αυτή η χωρίς αιδώ παιδική ηλικία μας φαίνεται αναδρομικά σαν παράδεισος, και ο ίδιος ο παράδεισος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μαζική φαντασίωση του ατόμου για την παιδική ηλικία. Για αυτό και στον παράδεισο οι άνθρωποι είναι γυμνοί και δεν ντρέπονται ο ένας τον άλλο, ώσπου έρχεται μια στιγμή όπου αφυπνίζονται η αιδώς και το άγχος, γίνεται η έξωση και αρχίζει η σεξουαλική ζωή και η πολιτιστική εργασία. Σε αυτόν τον παράδεισο μπορεί λοιπόν να μας μεταφέρει κάθε βράδυ το όνειρο, εκφράσαμε ήδη την υπόθεση ότι οι εντυπώσεις των πρώτων παιδικών χρόνων αυτές καθαυτές, άσχετα ίσως από το περιεχόμενό τους, αποζητούν την αναπαραγωγή τους, ότι η επανάληψή τους είναι μια εκπλήρωση επιθυμίας. Τα όνειρα της γυμνότητας είναι δηλαδή όνειρα επιδειξιμανίας.
Τον πυρήνα του ονείρου επιδειξιμανίας αποτελούν η μορφή του ίδιου του ονειρευόμενου, που δεν αντιστοιχεί στην παιδική, αλλά στην επίκαιρη διάπλασή της, και η ελλειμματική αμφίεση, η οποία, επικαλυπτόμενη από τόσες μεταγενέστερες αναμνήσεις ατημέλειας ή εξαιτίας της λογοκρισίας, αποβαίνει ασαφής, εδώ πρέπει να προστεθούν και τα άτομα μπροστά στα οποία ο ονειρευόμενος ντρέπεται. Δεν γνωρίζω κανένα παράδειγμα όπου οι πραγματικοί θεατές των παιδικών επιδείξεων εμφανίζονται πάλι στο όνειρο. Το όνειρο δηλαδή δεν είναι ποτέ απλή ανάμνηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα άτομα με τα οποία σχετιζόταν το σεξουαλικό μας ενδιαφέρον στην παιδική ηλικία ποτέ δεν επανεμφανίζονται στις αναπαραγωγές του ονείρου, της υστερίας και της ψυχαναγκαστικής νεύρωσης, μόνο η παράνοια ξανατοποθετεί τους παλαιούς θεατές και, μολονότι αυτοί παραμένουν αόρατοι, συμπεραίνει την παρουσία τους με φανατική πεποίθηση. Αυτοί που στο όνειρο παίρνουν τη θέση τους, οι πολλοί ξένοι άνθρωποι που δεν νοιάζονται για το προσφερόμενο θέματα, αποτελούν ακριβώς την επιθυμητή αντίθεση προς εκείνο το μεμονωμένο, γνώριμο άτομο, στο οποίο είχε προσφερθεί το θέαμα της γύμνωσης. Στα όνειρα άλλωστε οι πολλοί ξένοι άνθρωποι παρουσιάζονται σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο αναφοράς, ως επιθυμητή αντίθεση σημαίνουν πάντοτε το μυστικό. Βλέπουμε ότι και η αποκατάσταση της παλαιάς τάξης πραγμάτων, που γίνεται στην παράνοια, ανταποκρίνεται σε αυτή την αντίθεση. Δεν είναι κανείς μόνος, είναι βέβαιο ότι τον παρακολουθούν, αλλά οι παρατηρητές είναι πολλοί, ξένοι, κατά περίεργο τρόπο ακαθόριστοι άνθρωποι.

Στο όνειρο της γυμνότητας τίθεται επίσης το ζήτημα της απώθησης. Η αίσθηση της ντροπής είναι η αντίδραση του δεύτερου ψυχικού συστήματος στο γεγονός ότι το περιεχόμενο της σκηνής της επίδειξης, που είχε υποβληθεί σε απώθηση, εντούτοις έρχεται στο προσκήνιο. Προς αποφυγή αυτής της οδυνηρής αίσθησης δεν θα έπρεπε να είχε αναζωογονηθεί αυτή η σκηνή.


Απόσπασμα από το βιβλίο:
Φρόυντ. (2013). Η ερμηνεία των ονείρων. Αθήνα: Επίκουρος, σελ. 221-226.