Ζούμε την εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης όπου σχεδόν ο καθένας από εμάς έχει άμεση πρόσβαση στο διαδίκτυο, εφόσον οι περισσότεροι έχουμε κινητό τηλέφωνο όπου μπορούμε να σερφάρουμε σχετικά οικονομικά και γρήγορα. Επίσης, η πλειοψηφία από εμάς έχει κάποιους λογαριασμούς σε κάποια από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα μέσα αυτά μάλλον είναι περισσότερο μέσα αντι-κοινωνικής δικτύωσης, καθώς σου δίνουν μία ψευδαίσθηση ότι έχεις φίλους, ότι μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί τους καλύτερα και πιο συχνά. Όμως, αν όχι όλοι, πολλοί από εμάς που φτιάξαμε λογαριασμούς και προφίλ σε αυτά τα μέσα, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία με τους λεγόμενους «φίλους» μας, αλλά οδηγούμαστε περισσότερο σε μία απομόνωση ή καλύτερα σε μια συντροφική μοναξιά.
Το ζητούμενο είναι η ποσότητα ή η ποιότητα; Πόσο ουσιαστική, λοιπόν, είναι αυτή η επικοινωνία που έχουμε; Πόσο ουσιαστικά πράγματα λέμε μεταξύ μας; Πολλούς από τους αποκαλούμενους «φίλους» μας ίσως και να μην τους έχουμε δει ποτέ, ούτε συναντήσει ποτέ στη ζωή μας, ίσως και κάποια προφίλ να τα χειρίζονται και άτομα διαφορετικής ηλικίας ή φύλου από αυτό που διατείνονται ότι είναι. Εκτός από το να σχολιάζουμε κάτω από αναρτήσεις αγνώστων, σε τι βαθμό αυξήθηκε η κοινωνικότητά μας; Ίσως, τελικά όλα αυτά τα σχόλια σε αγνώστους να γίνονται προκειμένου να καλυφθεί ένα κενό κοινωνικότητας και μοναξιάς. Αρκετές φορές βλέπουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των σχολίων είναι αγενή ή επιθετικά ή πάρα πολύ προσβλητικά και αυτό είναι ένα σημείο των καιρών μας, το πώς δηλαδή έχει έρθει στην επιφάνεια και αναδεικνύεται η αγένεια, η οποία αν μη τι άλλο δεν ήταν ποτέ αισθητή σε τέτοιο βαθμό στις πρόσωπο με πρόσωπο επαφές και επικοινωνία.
Θυμόμαστε όσοι ενηλικιωθήκαμε πριν εισβάλλουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή μας, ότι η ζωή ήταν πιο απλή και προωθούνταν οι συλλογικές μορφές δράσης. Υπήρχαν κάποια συλλογικά ιδεώδη και θα λέγαμε λιγότερος ατομισμός και περισσότερη συντροφικότητα, όχι μόνο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά γενικότερα σε όλες τις σχέσεις, και στις εργασιακές – συναδελφικές και στις φιλικές σχέσεις. Είχες την ανάγκη να δεις τον άλλον από κοντά. Πλέον, όμως, όλα γίνονται από μία απόσταση…. Πλέον η απομόνωση έχει γίνει νόρμα και παρουσιάζεται ως μια ανάγκη και ως μια λύση στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Παρόλο που στα μεγάλα αστικά κέντρα υπάρχει υπερπληθυσμός και όλοι σωματικά είναι πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, οι περισσότεροι είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Ακόμη και οι άνθρωποι που μένουν στην ίδια πολυκατοικία μοιάζει να είναι περισσότερο ξένοι μεταξύ τους και σπανίζει ακόμη και η ανταλλαγή ενός απλού χαιρετισμού… Θα λέγαμε ότι διακρινόμαστε πλέον περισσότερο σε άτομα, παρά σε πρόσωπα κι ότι έχουμε απωλέσει την ταυτότητα που μας χαρακτηρίζει ανθρώπους και δη συνανθρώπους, καθώς ανταλλάσσουμε περισσότερο πληροφορίες μεταξύ μας παρά κουβεντιάζουμε, και κάποιες φορές ακόμη κι αν βρεθούμε σε ανάγκη και χρειαστούμε τη βοήθεια του διπλανού μας, τότε πολύ δύσκολα θα μας την προσφέρει.
Κάποιοι άνθρωποι έμειναν μόνοι γιατί έχασαν είτε από χωρισμό είτε από διαζύγιο ή θάνατο την/τον σύντροφό τους. Κάποιοι άλλοι είναι κοινωνικά αδέξιοι, δηλαδή δεν έχουν τον τρόπο και δεν ξέρουν πώς να προσεγγίσουν, πώς να συνάψουν σχέσεις, πώς να κρατήσουν ανθρώπους στη ζωή τους. Δυστυχώς, η συντροφικότητα δεν έρχεται στη ζωή από μόνη της, θα πρέπει να την δημιουργήσουμε, να έχουμε μια συμπεριφορά η οποία θα είναι ενεργητική και θα δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει η σχέση και να δώσει καρπούς.
Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι αυτής της παθητικής απραξίας. Μπορεί να οφείλεται σε κάποια καχυποψία, σε κάποια δυσπιστία ή απλώς τα αντικοινωνικά άτομα να έχουν προδοθεί ή να έχουν πληγωθεί από τους άλλους, κι αυτή η απογοήτευση να προκαλεί αυτή την αντικοινωνική στάση τους. Οπότε, η τεχνολογία δεν μπορεί να βοηθήσει πάντα. Κι έτσι αρκετά από αυτά τα άτομα, διατηρούν την αντικοινωνικότητά τους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνήθως, χρησιμοποιούν αυτά τα δίκτυα για να παρακολουθούν τους άλλους από απόσταση ασφαλείας, διστάζοντας να πλησιάσουν τους άλλους, να ανοιχτούν, να κάνουν αναρτήσεις, να συνάψουν οποιασδήποτε μορφής κοινωνική σχέση με τους άλλους. Η μοναχικότητα της προσωπικής τους ζωής τα ακολουθά με παραπλήσιο τρόπο και στην εικονική πραγματικότητα, στην εικονική ζωή των μέσων αντι – κοινωνικής δικτύωσης. Δηλαδή, παραμένουν αντικοινωνικά και απρόσιτα, απεχθάνονται την οικειότητα και κλείνονται στον εαυτό τους, δεν στέλνουν μηνύματα στους άλλους, δεν κάνουν like στους άλλους, δεν κάνουν δικές τους αναρτήσεις, όμως είναι εκεί και παρακολουθούν. Παρακολουθούν τη ζωή των άλλων, προσπαθώντας να καταλάβουν ποιο είναι εκείνο το μυστικό που κάνει τους άλλους κοινωνικούς. Αν θα τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι οι ίδιοι είναι πολύ ανεξάρτητα άτομα, δεν θα παραδεχτούν ότι είναι αντικοινωνικά, θα σου πουν ότι έχουν σκληραγωγηθεί, ότι η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, ότι δεν έχουν την ανάγκη των άλλων, ότι η μοναξιά τους δεν είναι ακριβώς μοναξιά, αλλά μοναχικότητα, κάτι τελείως διαφορετικό δηλαδή από τη μοναξιά, καθώς είναι επιδιωκόμενη, είναι δημιουργική! Γι’ αυτό και ορισμένοι καλλιτέχνες ή θρησκευτικοί μύστες ή ασκητές ή συγγραφείς επιδιώκουν τη μοναχικότητα, προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι όμορφο, μοναδικό και για να κρατήσουν σε υψηλό επίπεδο αυτή τη δημιουργικότητά τους, επιδιώκουν τη μοναχικότητα για να μην αποσπώνται από τους άλλους. Ενίοτε, κάποιοι από αυτούς τους αντικοινωνικούς ανθρώπους εκφράζουν την άποψη ότι η μοναχικότητα ταυτίζεται με την αξιοπρέπειά τους, καθώς είναι καλύτερο το να μην έχουν παρέα, από το να έχουν κακή παρέα.
Οπότε η μοναξιά είναι και ζήτημα πρόσληψης, το πώς δηλαδή την εκλαμβάνει το ίδιο το άτομο που την βιώνει. Η μοναξιά, λοιπόν, μπορεί να έχει περισσότερες από μία όψεις. Άλλοτε συγχέεται με την αυτοαπομόνωση, με την πεποίθηση ότι αυτή η στάση και αυτή η συμπεριφορά είναι προσωπική άποψη και επιλογή, ότι έχει να κάνει με την ελεύθερη βούληση του κάθε ανθρώπου, ότι αποτελεί έναν τρόπο ζωής, αλλά και αναγκαιότητα, τουλάχιστον αν όχι πάντα, για κάποιες περιόδους της ζωής αυτών των ανθρώπων. Συνεπώς, η μοναχικότητα μπορεί να συμπεριλαμβάνει τη δημιουργικότητα κι έτσι να δίνει μια θετική έκφανση και χρώμα στο νόημά της. Τα άτομα που εκλαμβάνουν τη μοναχικότητά τους με αυτό τον τρόπο δεν θα παραδεχτούν ότι ίσως κάποιες φορές και να στενοχωριούνται, και γι’ αυτό δεν παραπονιούνται, γιατί έτσι θα αναιρούσαν όλη τους την επιχειρηματολογία ότι δηλαδή η μοναχικότητά τους είναι προσωπική τους επιλογή. Αν παραπονούνταν, θα ήταν σαν να εκβίαζαν για τη συντροφιά των άλλων, σαν να πρόβαλλαν την αυτολύπησή τους για να εξαγοράσουν την συντροφικότητα. Όμως, ξέρουν καλά ότι η συντροφικότητα δεν εκβιάζεται, αλλά κερδίζεται.
Εφόσον οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα από τη φύση τους, τότε η κοινωνικότητα και η συντροφικότητα είναι έμφυτα χαρακτηριστικά και η συμβίωση και η συνεργασία γίνεται ανάγκη, γι’ αυτό και οι άνθρωποι κατασκευάζουν κοινωνίες. Από την άλλη, το αντικοινωνικό άτομο δεν γεννάται με παρθενογένεση, δεν εμφανίζεται χωρίς λόγο η αντικοινωνικότητά του, χωρίς αιτία. Η αντικοινωνικότητα είναι επιφορτισμένη με μία αρνητική χροιά καθώς πριμοδοτεί την ατομικότητα, την αίσθηση ότι το άτομο δεν έχει ανάγκη τους άλλους, ότι δεν χρειάζεται τους άλλους, άρα η συλλογικότητα ως έννοια και ως αξία παραγκωνίζεται και προωθείται η ατομικότητα και μέσα από την ατομικότητα ο εγωισμός. Δηλαδή, το άτομο χρησιμοποιεί τους άλλους για την επίτευξη των δικών του ατομικών προτεραιοτήτων και αναγκών. Για παράδειγμα μια προσφιλής πρακτική για τους νέους που διευκολύνεται από τα μέσα αντι – κοινωνικής δικτύωσης είναι το one night stand, δηλαδή, η καθαρά σεξουαλική «σχέση» χωρίς διάρκεια και χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Αυτό που προέχει είναι να χρησιμοποιήσουμε το άλλο άτομο για να ικανοποιήσουμε τη σεξουαλική μας ανάγκη και έπειτα προχωρούμε στο επόμενο άτομο και μετά στο μεθεπόμενο κ.ο.κ. Αντιμετωπίζουμε τους άλλους όχι ως πρόσωπα, όχι ως ανθρώπους, αλλά όπως τα αντικείμενα, όπως τα προϊόντα που ύστερα από τη χρήση τους τα πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων. Βέβαια, εκτός από τους άλλους, ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό τον εκλαμβάνουμε ως προϊόν. Μας πλασάρουμε ως κάποιον διαφορετικό από αυτόν που πραγματικά είμαστε, γι’ αυτό και στα μέσα αντι - κοινωνικής δικτύωσης παρουσιάζουμε την καλύτερη πλευρά του εαυτού μας. Λόγου χάρη, ανεβάζουμε ρετουσαρισμένες στο photoshop φωτογραφίες ή ανεβάζουμε παλιές φωτογραφίες μας παρουσιάζοντάς τις ως τωρινές. Παρουσιάζουμε όχι το ποιοι είμαστε, αλλά το ποιοι θα θέλαμε να είμαστε, και πολλές φορές λειτουργούμε κάτω από την πίεση μιας και μόνης αρχής, της αρχής της «ανταπόδοσης των ίσων», δηλαδή, θα δώσουμε ό,τι θα πάρουμε αν και αρκετές φορές ζητούμε απλά να πάρουμε και ξεχνάμε να δώσουμε. Στην πραγματικότητα, δεν μας ενδιαφέρει το αν θα δώσουμε. Λέμε ότι αν οι άλλοι μας αδίκησαν, αν οι άλλοι δεν αναγνώρισαν την αξία μας, γιατί να μην κάνουμε κι εμείς το ίδιο κι έτσι η αντικοινωνικότητα επιτείνεται και διαιωνίζεται.
Κάποιες φορές η αντικοινωνικότητα χρωματίζεται και από την εκδικητικότητα, η οποία πλέον μοιάζει να αποτελεί κοινωνική νόρμα. Αν κάποιος έχει περισσότερα υλικά ή πνευματικά αγαθά από εμάς ή είναι πιο ευτυχισμένος από εμάς, τότε αποκτούμε μια εκδικητικότητα απέναντί του, καθώς αναγνωρίζουμε ότι είναι ο άλλος καλύτερος από εμάς σε κάποιον τομέα και αντί να πασχίσουμε να γίνουμε κι εμείς εξίσου καλοί, συγκεντρώνουμε τις δυνάμεις μας και τη σκέψη μας στο πώς θα τον βλάψουμε. Δεν θέλουμε να δουλέψουμε με τον εαυτό μας, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί προσπάθεια, χρόνο, κόπο, επιμονή, υπομονή, δεν είναι εύκολο κι εμείς είμαστε συνηθισμένοι στα εύκολα και στις έτοιμες λύσεις. Έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα καλλιεργούμε την αντικοινωνικότητα και την εκδικητικότητα και όχι μόνο δεν λέμε ένα «μπράβο» στον άλλον, «συγχαρητήρια τα κατάφερες», «θέλω κι εγώ να σου μοιάσω», «πώς τα κατάφερες εσύ»; «Πες μου το μυστικό σου», αλλά αντί αυτών, κοιτάμε να χύσουμε δηλητήριο, να πούμε μια κακιά κουβέντα πίσω από την πλάτη του, να τον κατηγορήσουμε, αφού δεν μπορούμε να του μοιάσουμε. Κι έτσι αδικούμε τους άλλους και ουσιαστικά επαναλαμβάνουμε τις αδικίες που έγιναν σε βάρος μας και προσπαθούμε αντί να επουλώσουμε τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, να επιτεθούμε και να δημιουργήσουμε ανάλογα τραύματα στους άλλους, να τους κάνουμε να πονέσουν όπως πονέσαμε εμείς, να τους πληγώσουμε κι έτσι ζούμε για τον εαυτό μας και οι σχέσεις μας, αν έχουμε σχέσεις, γίνονται επιφανειακές, δεν έχουν ποιότητα. Μπορεί να έχουν ποσότητα, αλλά σίγουρα δεν έχουν ποιότητα.
Η αντικοινωνικότητά μας αν φτάσει σε αυτό το σημείο, έχει πάρει ήδη παθολογική μορφή, εφόσον ενέχει εκδικητικότητα, αλλά εμείς δεν το έχουμε καταλάβει και γινόμαστε μισάνθρωποι. Δεν θέλουμε και δεν αντέχουμε οι άλλοι να έχουν ή να ανέλθουν ή να είναι σε καλύτερη θέση από εμάς. Έτσι, γινόμαστε μισάνθρωποι δίχως να έχουμε επίγνωση της μισανθρωπίας μας. Περιφρονούμε τους άλλους, αλλά ουσιαστικά περιφρονούμε τον εαυτό μας. Επιδιώκουμε να κάνουμε πραγματικότητα σενάρια που βρίσκονται στη σφαίρα των νοσηρών αντικοινωνικών φαντασιώσεών μας και η πρόκληση κακού σε άλλους ανθρώπους γίνεται αυτοσκοπός. Όμως αυτό το κακό επιστρέφεται ίσως αργά αλλά σταθερά σε εμάς τους ίδιους. Περνάμε από τη ζωή κι έχουμε χάσει το νόημά της. Το μόνο έργο το οποίο τελικά προσφέραμε ήταν η κακότητά μας και το πώς να κάνουμε τους άλλους να δυστυχήσουν. Ίσως, και να πήραμε κάποια ικανοποίηση αν καταφέραμε να κάνουμε κακό σε κάποιους, αν εμποδίσαμε τους άλλους, αν τους δυσκολέψαμε, αλλά αυτή η ικανοποίηση ήταν προσωρινή. Το δυστύχημα της υπόθεσης είναι ότι εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίσαμε τι θα πει ευτυχία κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία μας. Το να περάσουμε από τη ζωή δίχως να αγαπήσουμε, δίχως να αγαπηθούμε, δίχως να μάθουμε να μοιραζόμαστε και δίχως να νιώσουμε ευτυχισμένοι, έστω και για λίγο.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.