Η διάσταση αρρενωπότητας-
θηλυκότητας αποτελεί τη βάση του λεγόμενου από τους ψυχολόγους κοινωνικού
φύλου. Η προσωπική μας αντίληψη για την αρρενωπότητα ή θηλυκότητά μας συνθέτει
την προσωπική μας ταυτότητα φύλου.
Αν αναλογιστείτε κάποιους
γνωστούς σας ή συγγενείς ή φίλους σας, θα διαπιστώσετε ότι ορισμένοι διακρίνονται
από έντονα ανδροπρεπή χαρακτηριστικά, ενώ κάποιοι άλλοι κατέχουν και
ανδροπρεπή, αλλά και κάποια θηλυπρεπή χαρακτηριστικά. Δηλαδή, οι ποσότητες
αρρενωπότητας και θηλυκότητας διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και δεν είναι
εξίσου ίδιες ή σταθερές για όλους αλλά κυμαινόμενες.
Πριν τη δεκαετία του ’70 θεωρούνταν
αποδεκτό από τους επιστήμονες της συμπεριφοράς ότι τόσο το κοινωνικό φύλο όσο
και η ταυτότητα φύλου ήταν είτε κατεξοχήν ανδρική είτε κατεξοχήν γυναικεία, κι
ότι οι μεν άνδρες έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αρρενωποί,
προκειμένου να έχουν άριστη ψυχική υγεία και αντιστοίχως, οι γυναίκες όσο το
δυνατόν περισσότερο θηλυκές.
Η ψυχολόγος Sandra Bem, το 1974, από το
Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ αμφισβήτησε τις αντιλήψεις των επιστημόνων της συμπεριφοράς
και διεξήγαγε μια έρευνα προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ήταν αναγκαίο για να
είναι κάποιος ψυχικά υγιής να συμβαδίζει η ταυτότητα του φύλου του με τις κοινωνικές
προσδοκίες για το βιολογικό φύλο.
Έτσι, η Bem ανέπτυξε μια μέθοδο για τη
μέτρηση του κοινωνικού φύλου κατασκευάζοντας μια δισδιάστατη κλίμακα, δηλαδή
μια κλίμακα που μετρούσε την αρρενωπότητα και μια άλλη που μετρούσε τη
θηλυκότητα. Η δισδιάστατη κλίμακά της που ενσωμάτωνε τις δύο χωριστές κλίμακες
που μόλις αναφέραμε, βασιζόταν στα ανδρικά και στα γυναικεία χαρακτηριστικά ή
γνωρίσματα προσωπικότητας, «που γίνονταν αντιληπτά» ως επιθυμητά, για να τα
έχει ένας άνδρας ή μια γυναίκα αντίστοιχα.
Επομένως, η κλίμακα της Bem απαρτιζόταν από μια λίστα
χαρακτηριστικών που η κοινωνία θεωρούσε επιθυμητά για το ένα ή το άλλο
κοινωνικό φύλο και οι εξεταζόμενοι επέλεγαν από το ένα έως το εφτά, για να
υποδείξουν το κατά πόσο αντιλαμβάνονταν ότι κάθε χαρακτηριστικό από αυτά της λίστας
περιέγραφε τον εαυτό τους.
Η Bem για να περιγράψει τα άτομα που
διακρίνονταν τόσο από ανδρικά όσο και από γυναικεία χαρακτηριστικά
προσωπικότητας έπλασε για την αγγλική γλώσσα τον όρο «ανδρογυνισμός». Ο
ανδρογυνισμός προσδιορίζεται από τον βαθμό «διαφοράς» μεταξύ των βαθμολογιών της
αρρενωπότητας και της θηλυκότητας ενός ατόμου, δηλαδή με την αφαίρεση της μιας
βαθμολογίας από την άλλη.
Η έρευνα της Bem κατέδειξε ότι ένας μεγάλος
αριθμός ανθρώπων εμφάνιζε πολύ μικρές διαφορές στις ανδρικές και γυναικείες
βαθμολογίες του, δηλαδή ήταν «ανδρόγυνοι» και είχαν τόσο ανδρικά όσο και
γυναικεία χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Με απλούστερα λόγια, κανείς άνδρας δεν
έχει την ίδια ποσότητα αρρενωπότητας με κάποιον άλλο και καμία γυναίκα δεν έχει
την ίδια ποσότητα θηλυκότητας με κάποια άλλη. Παρόλο που το βιολογικό φύλο
κάποιων ατόμων είναι το αρσενικό, μπορεί να διακρίνονται από αρκετά θηλυκά
χαρακτηριστικά προσωπικότητας, δηλαδή χαρακτηριστικά που εκλαμβάνονται ως
επιθυμητά για το γυναικείο φύλο. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για τα άτομα,
που το βιολογικό τους φύλο είναι το θηλυκό, αλλά που διακρίνονται από αρκετά αρσενικά
χαρακτηριστικά, τα οποία είναι επιθυμητά για το αρσενικό φύλο.
Αναμφισβήτητα, η έρευνα της Bem άλλαξε την ψυχολογία και
σταδιακά κυρίως οι πολιτισμοί της Δύσης αποδέχθηκαν την πρόταση της Bem: «Η αυστηρή διαφοροποίηση των ρόλων του φύλου έχει ήδη
εξαντλήσει τη χρησιμότητά της, και ότι ο ανδρόγυνος άνθρωπος έρχεται ίσως να
προσδιορίσει ένα πιο ανθρώπινο πρότυπο ψυχικής υγείας».
Συνεπώς, με την έρευνα της Bem το κοινωνικό φύλο (gender), απέκτησε κατά μία έννοια την ίδια βαρύτητα με το βιολογικό
φύλο (sex) και επαναπροσδιορίστηκαν οι προσδοκίες για τους ρόλους του
βιολογικού φύλου, αλλάζοντας κάποιες νοοτροπίες, όπως λόγου χάρη για
παραδοσιακά και τυπικά κλειστά από το ένα ή το άλλο φύλο επαγγέλματα. Έτσι, στις
μέρες μας διαπιστώνουμε την είσοδο και γυναικών σε κάποια «ανδρικά»
επαγγέλματα, όπως στρατιωτικοί, πυροσβέστες, οδηγοί, στελέχη επιχειρήσεων κ.ο.κ.
Από την άλλη, βλέπουμε άνδρες να εισέρχονται σε παραδοσιακά γυναικεία
επαγγέλματα, όπως νοσηλευτές, δασκάλους, αλλά και μπαμπάδες που ασχολούνται με
το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών.
Ωστόσο, υπάρχει αρκετός ακόμη
δρόμος για να διανύσουμε, εφόσον σήμερα δεν έχουν εκλείψει οι διακρίσεις βάσει
του φύλου, ούτε οι άνδρες έχουν γίνει πιο εκδηλωτικοί ως προς την έκφραση των συναισθημάτων
τους. Επίσης, κάποια επαγγέλματα εξακολουθούν να παραμένουν τυπικά παραδοσιακά αποκλείοντας
το άλλο φύλο. Παραδείγματος χάρη, η συντριπτική πλειονότητα των πιλότων
αεροπλάνων είναι ακόμη άνδρες, ενώ από
την άλλη η πλειονότητα των επαγγελματιών της υγιεινής των δοντιών είναι
γυναίκες.
Πέραν της έρευνάς της η Bem έχει συμβάλλει στον
συνεχιζόμενο διάλογο για την ανισότητα των φύλων, με το βιβλίο της που εξέδωσε
το 1994, με τίτλο «The lenses of gender» (Οι φακοί του φύλου), καθώς επίσης και με το βιβλίο της που
εξέδωσε το 1998 με τίτλο «An unconventional family» (Μια μη συμβατική
οικογένεια). Στο συγκεκριμένο βιβλίο πραγματεύεται τις περιπλοκές του γάμου, της
οικογένειας και της ανατροφής των παιδιών, εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους
μπορούν να αποφευχθούν οι στερεότυπες προσδοκίες για το κάθε φύλο και να
γαλουχηθούν παιδιά που θα είναι απελευθερωμένα από τους ρόλους, που προσδοκά η
κοινωνία με βάση το βιολογικό τους φύλο.
Εν κατακλείδι, η Sandra Bem εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή επιρροή στις έρευνες που
διαπραγματεύονται θέματα σεξουαλικότητας και κοινωνικού φύλου. Επίσης, είναι
γενικά παραδεκτό ότι η έρευνά της μετέβαλε πέραν από τους ψυχολόγους, τα άτομα
αλλά και ολόκληρες κοινωνίες ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν ένα από τα
πιο θεμελιώδη ανθρώπινα χαρακτηριστικά, την ταυτότητα του κοινωνικού φύλου.
Με τη μελέτη της κατορθώσαμε να διευρύνουμε
τη σκέψη και να διαμορφώσουμε ή να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη
νοηματοδότηση που δίνουμε στις έννοιες «άνδρας»- «γυναίκα», «αρσενικό»- «θηλυκό»
και ως εκ τούτου να δοθεί η δυνατότητα στον καθένα «να επεκτείνει τις δραστηριότητες,
τις επιλογές και τη στοχοθεσία στη ζωή του».
Hock, R.R. (2009). 40 μελέτες που άλλαξαν την ψυχολογία. Εκδόσεις Τόπος, σελ. 332-346.