Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Ο πατέρας, συνοδοιπόρος της συζύγου του




«Ο άνδρας αξιολογεί θετικά το γεγονός ότι είναι εκπρόσωπος της οικογένειας. Επιθυμεί να είναι υπεύθυνος, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητα αυταρχικός ή να υφίσταται τις συνέπειες της καθημερινής διαχείρισης. Εμπλέκεται στην οικογενειακή ζωή, όντας όμως στην πραγματικότητα συνυπεύθυνος με τη σύζυγο ή τη σύντροφό του… 


Η μητέρα αναλαμβάνει κυρίως τις λειτουργίες της βιολογικής συντήρησης και της ανάπτυξης του παιδιού. Σε ότι αφορά στη λειτουργία της συναισθηματικής στήριξης, αυτή εξαρτάται από τον τύπο της οικογένειας: άλλοτε ασχολείται περισσότερο η μητέρα άλλοτε και οι δυο γονείς. Τέλος, η λειτουργία του κανονιστικού ελέγχου, η οποία συνίσταται στον καθορισμό ορίων στην συμπεριφορά του παιδιού, αναλαμβάνεται και από τους δύο γονείς. Οι παραπάνω διαπιστώσεις σχετικά με τα ζητήματα αρχών που διέπουν την αγωγή του παιδιού συμφωνούν με τις συμπεριφορές που παρατηρούμε στις αφηγήσεις των γονέων για την οικογενειακή ζωή. Η διαφορά μεταξύ του πατέρα και της μητέρας σε αυτές τις εκπαιδευτικές λειτουργίες αποκαλύπτει ένα σημαντικό στοιχείο, που αφορά την κατασκευή της πατρικής ταυτότητας. Ο πατέρας, ως αποκλειστικά υπεύθυνος, αντίθετα από τη μητέρα, κατέχει περιορισμένη θέση στην οικογένεια, όπως βρέθηκε στην έρευνα. Ο άνδρας δεν είναι απών από την εκπαιδευτική λειτουργία της οικογένειας, αλλά τις δραστηριότητές του ως πατέρας, σχεδόν πάντοτε, τις μοιράζεται με τη σύντροφό του» (σελ. 252-253).


  
DeSingly, F. (2012). Το άτομο, το ζευγάρι, η οικογένεια. Αθήνα: Κριτική, σελ. 252- 254. 

Ο πατέρας υπεύθυνος για την οικογενειακή ενότητα




«Το γεγονός ότι οι άνδρες επενδύουν λιγότερο στις σχέσεις δε σημαίνει πως δεν αφιερώνουν χρόνο στην οικογένειά τους… Ο άνδρας διαιρεί τον οικογενειακό του χρόνο σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τον χρόνο που περνά ‘μαζί’ με την οικογένεια ως ομάδα και τον χρόνο που διαθέτει προσωπικά στον εαυτό του. Αφιερώνεται ελάχιστα στις δυαδικές σχέσεις, δηλαδή στις στενά προσωπικές. Για αυτό, εξάλλου, συναντά μεγάλη δυσκολία να περιγράψει τα χαρακτηριστικά των παιδιών του με λεπτομέρεια. Αυτοπροσδιορίζεται ως οικογενειάρχης ο οποίος έχει την ευθύνη της οικογένειας. Η εγκατάλειψη της αυταρχικής συμπεριφοράς δε συνεπάγεται και την απόλυτη ρήξη με την έννοια του ‘αρχηγού της οικογένειας’» (σελ. 248-249).


«Η περιορισμένη εμπλοκή του πατέρα στην καθημερινή ζωή του επιτρέπει να διατηρεί κάποια απόσταση, ένα ορισμένο ‘κύρος’. Τα παράπονα των γυναικών παραπέμπουν σε δύο κατηγορίες συμπεριφορών. Στη μια περίπτωση θεωρούν ότι ο άνδρας θα μπορούσε να αποδεχτεί, και αυτός,, για κάποιο διάστημα να τις αντικαταστήσει στον ρόλο του ‘χωροφύλακα’ διότι θεωρούν ότι είναι πολύ εύκολο να επιτελεί τον ρόλο του πατέρα που παίζει με τα παιδιά του. Στην άλλη περίπτωση αρνούνται ότι αισθάνεται υποχρεωμένος να υπενθυμίζει ορισμένους κανόνες για να αποδείξει πως είναι ο κύριος του παιχνιδιού, δηλώνοντας πως οι ίδιες γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες ως προς τη διατήρηση της τάξης» (σελ. 250-251).  
   
  

DeSingly, F. (2012). Το άτομο, το ζευγάρι, η οικογένεια. Αθήνα: Κριτική, σελ. 248-252.  

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Ο απόμακρος πατέρας




«Το ιδεώδες της συναισθηματικής οικειότητας δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο του νέου πατρικού ρόλου. Το γεγονός ότι αυτός ο ρόλος συγκροτείται ενάντια στην αυταρχική διάσταση του πατέρα δε συνεπάγεται και την αποκήρυξη άλλων διαστάσεων του παλαιού του ρόλου, ιδιαίτερα δε της διάστασης του πατέρα- προμηθευτή οικογενειακού εισοδήματος… 

Πράγματι, στα περισσότερα ζευγάρια, παρόλο που και οι δύο σύντροφοι ασκούν κάποια επαγγελματική δραστηριότητα, ο κύριος υπεύθυνος για το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας παραμένει ο άνδρας. Ο πατέρας ο οποίος συνεχίζει να πηγαίνει στη δουλειά του, σε περίπτωση ελαφριάς ασθένειας του παιδιού, δε θεωρείται λιποτάκτης ούτε από τον ίδιο αλλά ούτε και από τη σύζυγο ή τη σύντροφό του. Στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου του, ο άνδρας δεν είναι διαθέσιμος για τους δικούς του, γεγονός που δε σημαίνει πως είναι άτομο χωρίς οικογενειακές αναφορές» (σελ. 244-245).

«Το γεγονός ότι τα παιδιά εκμυστηρεύονται λιγότερο στον πατέρα τους και σπανιότερα οι πατεράδες, σε σύγκριση με τη σύντροφό τους, γίνονται έμπιστοι των παιδιών οφείλεται στο ότι οι άνδρες κατέχουν σε μικρότερο βαθμό τη δεξιότητα δημιουργίας σχέσεων» (σελ. 248).



DeSingly, F. (2012). Το άτομο, το ζευγάρι, η οικογένεια. Αθήνα: Κριτική, σελ. 244-248.

Αγάπη ανάμεσα σε γονείς και παιδί, του Φρομ




«Η μητέρα είναι η ζεστασιά, η μητέρα είναι η τροφή, η μητέρα είναι η ευχάριστη κατάσταση της ικανοποίησης και της ασφάλειας… Η εξωτερική πραγματικότητα, πρόσωπα και πράγματα, έχουν σημασία μόνο με την έννοια της ικανοποίησης ή όχι της εσωτερικής κατάστασης του σώματος. Πραγματικό είναι μονάχα το εσωτερικό, το εξωτερικό είναι πραγματικό μόνο σε σχέση με τις ανάγκες μου και ποτέ σε σχέση με αυτές καθαυτές τις δικές του ιδιότητες ή ανάγκες» (σελ. 51).


«Ξέρει ότι η μητέρα του θα χαμογελάσει όταν φάει το φαγητό του και ότι θα το πάρει στην αγκαλιά της όταν κλάψει και θα το επαινέσει αν κάνει την κένωσή του. Όλες αυτές οι εμπειρίες αποκρυσταλλώνονται και ολοκληρώνονται σε ένα συναίσθημα: μ’ αγαπάνε. Η μητέρα μ’ αγαπάει γιατί είμαι παιδί της, γιατί τίποτα δε μπορώ να κάνω μόνος μου, γιατί είμαι ένα όμορφο και αξιοθαύμαστο πλάσμα, γιατί η μητέρα μου με έχει ανάγκη» (σελ. 52).

«Για τα περισσότερα παιδιά ως την ηλικία των οχτώ χρονών και για μερικά ως την ηλικία των δέκα, το πρόβλημα είναι να τ’ αγαπάνε για ότι ακριβώς είναι. Το παιδί ως αυτή την ηλικία δεν αγαπά ακόμα. Ανταποκρίνεται όμως με ευγνωμοσύνη και χαρά στην αγάπη που του προσφέρουν. Στο σημείο αυτό της ανάπτυξης του παιδιού ένας νέος παράγοντας υπεισέρχεται: το νέο συναίσθημα της δημιουργίας αγάπης από τη δική του δραστηριότητα. Για πρώτη φορά το παιδί κάνει τη σκέψη να δώσει κάτι στη μητέρα…» (σελ. 52-53).


«Η νηπιακή αγάπη ακολουθεί την αρχή: ‘’αγαπώ γιατί αγαπιέμαι’’. Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή: ‘’αγαπιέμαι γιατί αγαπώ’’. Η ανώριμη αγάπη λέει: ‘’σ’ αγαπώ γιατί σε χρειάζομαι’’, και η ώριμη: ‘’σε χρειάζομαι γιατί σ’ αγαπώ’’» (σελ. 54).     


Έριχ Φρομ. (1978). Η τέχνη της αγάπης. Αθήνα: Μπουκουμάνης, σελ. 51-59.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Ανδρογυνισμός: Έχουν όλοι τον ίδιο βαθμό Αρρενωπότητας και Θηλυκότητας;


Η διάσταση αρρενωπότητας- θηλυκότητας αποτελεί τη βάση του λεγόμενου από τους ψυχολόγους κοινωνικού φύλου. Η προσωπική μας αντίληψη για την αρρενωπότητα ή θηλυκότητά μας συνθέτει την προσωπική μας ταυτότητα φύλου. 

Αν αναλογιστείτε κάποιους γνωστούς σας ή συγγενείς ή φίλους σας, θα διαπιστώσετε ότι ορισμένοι διακρίνονται από έντονα ανδροπρεπή χαρακτηριστικά, ενώ κάποιοι άλλοι κατέχουν και ανδροπρεπή, αλλά και κάποια θηλυπρεπή χαρακτηριστικά. Δηλαδή, οι ποσότητες αρρενωπότητας και θηλυκότητας διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και δεν είναι εξίσου ίδιες ή σταθερές για όλους αλλά κυμαινόμενες. 

Πριν τη δεκαετία του ’70 θεωρούνταν αποδεκτό από τους επιστήμονες της συμπεριφοράς ότι τόσο το κοινωνικό φύλο όσο και η ταυτότητα φύλου ήταν είτε κατεξοχήν ανδρική είτε κατεξοχήν γυναικεία, κι ότι οι μεν άνδρες έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αρρενωποί, προκειμένου να έχουν άριστη ψυχική υγεία και αντιστοίχως, οι γυναίκες όσο το δυνατόν περισσότερο θηλυκές. 

Η ψυχολόγος Sandra Bem, το 1974, από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ αμφισβήτησε τις αντιλήψεις των επιστημόνων της συμπεριφοράς και διεξήγαγε μια έρευνα προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ήταν αναγκαίο για να είναι κάποιος ψυχικά υγιής να συμβαδίζει η ταυτότητα του φύλου του με τις κοινωνικές προσδοκίες για το βιολογικό φύλο. 


Έτσι, η Bem ανέπτυξε μια μέθοδο για τη μέτρηση του κοινωνικού φύλου κατασκευάζοντας μια δισδιάστατη κλίμακα, δηλαδή μια κλίμακα που μετρούσε την αρρενωπότητα και μια άλλη που μετρούσε τη θηλυκότητα. Η δισδιάστατη κλίμακά της που ενσωμάτωνε τις δύο χωριστές κλίμακες που μόλις αναφέραμε, βασιζόταν στα ανδρικά και στα γυναικεία χαρακτηριστικά ή γνωρίσματα προσωπικότητας, «που γίνονταν αντιληπτά» ως επιθυμητά, για να τα έχει ένας άνδρας ή μια γυναίκα αντίστοιχα. 

Επομένως, η κλίμακα της Bem απαρτιζόταν από μια λίστα χαρακτηριστικών που η κοινωνία θεωρούσε επιθυμητά για το ένα ή το άλλο κοινωνικό φύλο και οι εξεταζόμενοι επέλεγαν από το ένα έως το εφτά, για να υποδείξουν το κατά πόσο αντιλαμβάνονταν ότι κάθε χαρακτηριστικό από αυτά της λίστας περιέγραφε τον εαυτό τους. 

Η Bem για να περιγράψει τα άτομα που διακρίνονταν τόσο από ανδρικά όσο και από γυναικεία χαρακτηριστικά προσωπικότητας έπλασε για την αγγλική γλώσσα τον όρο «ανδρογυνισμός». Ο ανδρογυνισμός προσδιορίζεται από τον βαθμό «διαφοράς» μεταξύ των βαθμολογιών της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας ενός ατόμου, δηλαδή με την αφαίρεση της μιας βαθμολογίας από την άλλη. 

Η έρευνα της Bem κατέδειξε ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εμφάνιζε πολύ μικρές διαφορές στις ανδρικές και γυναικείες βαθμολογίες του, δηλαδή ήταν «ανδρόγυνοι» και είχαν τόσο ανδρικά όσο και γυναικεία χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Με απλούστερα λόγια, κανείς άνδρας δεν έχει την ίδια ποσότητα αρρενωπότητας με κάποιον άλλο και καμία γυναίκα δεν έχει την ίδια ποσότητα θηλυκότητας με κάποια άλλη. Παρόλο που το βιολογικό φύλο κάποιων ατόμων είναι το αρσενικό, μπορεί να διακρίνονται από αρκετά θηλυκά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, δηλαδή χαρακτηριστικά που εκλαμβάνονται ως επιθυμητά για το γυναικείο φύλο. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για τα άτομα, που το βιολογικό τους φύλο είναι το θηλυκό, αλλά που διακρίνονται από αρκετά αρσενικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι επιθυμητά για το αρσενικό φύλο. 

Αναμφισβήτητα, η έρευνα της Bem άλλαξε την ψυχολογία και σταδιακά κυρίως οι πολιτισμοί της Δύσης αποδέχθηκαν την πρόταση της Bem: «Η αυστηρή διαφοροποίηση των ρόλων του φύλου έχει ήδη εξαντλήσει τη χρησιμότητά της, και ότι ο ανδρόγυνος άνθρωπος έρχεται ίσως να προσδιορίσει ένα πιο ανθρώπινο πρότυπο ψυχικής υγείας». 

Συνεπώς, με την έρευνα της Bem το κοινωνικό φύλο (gender), απέκτησε κατά μία έννοια την ίδια βαρύτητα με το βιολογικό φύλο (sex) και επαναπροσδιορίστηκαν οι προσδοκίες για τους ρόλους του βιολογικού φύλου, αλλάζοντας κάποιες νοοτροπίες, όπως λόγου χάρη για παραδοσιακά και τυπικά κλειστά από το ένα ή το άλλο φύλο επαγγέλματα. Έτσι, στις μέρες μας διαπιστώνουμε την είσοδο και γυναικών σε κάποια «ανδρικά» επαγγέλματα, όπως στρατιωτικοί, πυροσβέστες, οδηγοί, στελέχη επιχειρήσεων κ.ο.κ. Από την άλλη, βλέπουμε άνδρες να εισέρχονται σε παραδοσιακά γυναικεία επαγγέλματα, όπως νοσηλευτές, δασκάλους, αλλά και μπαμπάδες που ασχολούνται με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών.

 
Ωστόσο, υπάρχει αρκετός ακόμη δρόμος για να διανύσουμε, εφόσον σήμερα δεν έχουν εκλείψει οι διακρίσεις βάσει του φύλου, ούτε οι άνδρες έχουν γίνει πιο εκδηλωτικοί ως προς την έκφραση των συναισθημάτων τους. Επίσης, κάποια επαγγέλματα εξακολουθούν να παραμένουν τυπικά παραδοσιακά αποκλείοντας το άλλο φύλο. Παραδείγματος χάρη, η συντριπτική πλειονότητα των πιλότων αεροπλάνων είναι ακόμη άνδρες,  ενώ από την άλλη η πλειονότητα των επαγγελματιών της υγιεινής των δοντιών είναι γυναίκες. 

Πέραν της έρευνάς της η Bem έχει συμβάλλει στον συνεχιζόμενο διάλογο για την ανισότητα των φύλων, με το βιβλίο της που εξέδωσε το 1994, με τίτλο «The lenses of gender» (Οι φακοί του φύλου), καθώς επίσης και με το βιβλίο της που εξέδωσε το 1998 με τίτλο «An unconventional family» (Μια μη συμβατική οικογένεια). Στο συγκεκριμένο βιβλίο πραγματεύεται τις περιπλοκές του γάμου, της οικογένειας και της ανατροφής των παιδιών, εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να αποφευχθούν οι στερεότυπες προσδοκίες για το κάθε φύλο και να γαλουχηθούν παιδιά που θα είναι απελευθερωμένα από τους ρόλους, που προσδοκά η κοινωνία με βάση το βιολογικό τους φύλο. 


Εν κατακλείδι, η Sandra Bem εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή επιρροή στις έρευνες που διαπραγματεύονται θέματα σεξουαλικότητας και κοινωνικού φύλου. Επίσης, είναι γενικά παραδεκτό ότι η έρευνά της μετέβαλε πέραν από τους ψυχολόγους, τα άτομα αλλά και ολόκληρες κοινωνίες ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν ένα από τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα χαρακτηριστικά, την ταυτότητα του κοινωνικού φύλου. 

Με τη μελέτη της κατορθώσαμε να διευρύνουμε τη σκέψη και να διαμορφώσουμε ή να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη νοηματοδότηση που δίνουμε στις έννοιες «άνδρας»- «γυναίκα», «αρσενικό»- «θηλυκό» και ως εκ τούτου να δοθεί η δυνατότητα στον καθένα «να επεκτείνει τις δραστηριότητες, τις επιλογές και τη στοχοθεσία στη ζωή του».

Hock, R.R. (2009). 40 μελέτες που άλλαξαν την ψυχολογία. Εκδόσεις Τόπος, σελ. 332-346.