Αυτή είναι η ερώτηση που κάνει ο
συγγραφέας (Leyens, 1996) του ομότιτλου βιβλίου και στην οποία προσπαθεί να
δώσει απάντηση. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους ψυχολόγους και τους μη
ψυχολόγους, αφού όλοι μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με συμπεριφορές
και συναισθήματα, όλοι μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την
προσωπικότητα των άλλων ανθρώπων και να τους εντάξουμε σε κατηγορίες…
Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, όλοι
οι άνθρωποι λειτουργούν με βάση τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας, που
αποτελούν ένα παράδειγμα της γενικής διαδικασίας κατηγοριοποίησης. Δηλαδή, όλοι
έχουμε την τάση να δημιουργούμε κατηγορίες για τους ανθρώπους και να τους εντάσσουμε
μέσα σε αυτές τις κατηγορίες.
Το ερώτημα που γεννάται είναι
γιατί το κάνουμε αυτό;
Μια γρήγορη ερμηνεία είναι για να
μπορέσουμε να αντιδράσουμε κατά τρόπο αποτελεσματικό, συνεκτικό και ικανό στους
ανθρώπους και τις καταστάσεις γύρω μας. Μας διευκολύνει να δημιουργούμε δομές,
τις οποίες θα έχουμε έτοιμες ώστε να χρησιμοποιήσουμε τη στιγμή που θα τις
χρειαστούμε. Μας διευκολύνει καθώς είναι ένας τρόπος να απλοποιούμε τις
πληροφορίες που δεχόμαστε και να έχουμε τη δυνατότητα a priori να προχωράμε σε
αποφάνσεις, αποφάσεις και πρακτικές. Αν δεν το κάναμε τότε θα ήμασταν
διστακτικοί απέναντι σε κάποιον άλλο, καθώς δεν θα είχαμε μια γενική αντίληψη
για το τι είναι ο άλλος και για τον τρόπο που λειτουργεί. Μέσα στους γρήγορους
ρυθμούς της καθημερινότητας είμαστε αναγκασμένοι να αντιδρούμε γρήγορα, να μην
εξετάζουμε λεπτομερώς κάθε πιθανή υπόθεση σχετικά με τη συμπεριφορά του
συνομιλητή μας, να έχουμε ήδη διαμορφωμένες ιδέες, να νιώθουμε σίγουροι για τις
αντιδράσεις του άλλου, σύμφωνα πάντα με τα όσα εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε.
Πώς όμως φτάνουμε σε αυτές τις
κατηγοριοποιήσεις, τις γενικεύσεις και τις απλοποιήσεις;
Κυρίως μαθαίνουμε τις
κατηγοριοποιήσεις μέσω της άμεσης και έμμεσης εμπειρίας μας.
Και πώς επιλέγουμε τις άρρητες
θεωρίες προσωπικότητας που θα χρησιμοποιήσουμε;
Αυτό εξαρτάται από τις εμπειρίες
μας, αλλά και τις εμπειρίες των άλλων γύρω μας, καθώς και από τα κίνητρά μας τη
στιγμή που καλούμαστε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα με βάση τις δικές μας
θεωρίες. Ουσιαστικά έχοντας ως γνώμονα τις ήδη υπάρχουσες θεωρίες
προσωπικότητας επιλέγουμε κάποιες πληροφορίες εις βάρος άλλων πληροφοριών.
Επιλέγουμε τις πληροφορίες εκείνες που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη πιστεύουμε. Επίσης,
η χρήση των προσωπικών μας θεωριών εξαρτάται και από τις δικές μας γνωστικές λειτουργίες,
καθώς εμείς επιλέγουμε τι θα θυμόμαστε καλύτερα, που θα επικεντρώσουμε την
προσοχή μας και πως θα επεξεργαστούμε όλα όσα αντιλαμβανόμαστε.
Επομένως, τις
πληροφορίες που συγκρατούμε αυτές και χρησιμοποιούμε πιο εύκολα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα
χρήσης άρρητων θεωριών προσωπικότητας είναι η δημιουργία εντυπώσεων. Όλοι μας
όταν συναντήσουμε κάποιον δίνουμε έμφαση στις γνώσεις που θεωρούμε ότι έχουμε
για τον άλλο ώστε να τις χρησιμοποιήσουμε για να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά
με το χαρακτήρα του. Ακόμη, και όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιον που δεν τον
γνωρίζουμε καθόλου, οδηγούμαστε σε κάποια συμπεράσματα με βάση την εξωτερική
του εμφάνιση. Συγκεκριμένα, κάνουμε συνδέσεις ανάμεσα στα εξωτερικά
χαρακτηριστικά του ατόμου και τις προγενέστερες εμπειρίες μας ώστε να τον
εντάξουμε σε ήδη διαμορφωμένες στο μυαλό μας κατηγορίες. Πώς το κάνουμε αυτό;
Συνήθως, επιλέγοντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του που μας φαίνονται οικεία,
καθώς τα έχουμε ξανασυναντήσει στο παρελθόν σε άλλους ανθρώπους. Ο Asch στα πειράματα που
πραγματοποίησε για τη δημιουργία εντυπώσεων συμπέρανε ότι η τελική εντύπωση δεν
ισοδυναμεί με το σύνολο των εντυπώσεων που έχει σχηματίσει το άτομο ξεχωριστά
για το κάθε χαρακτηριστικό του άλλου. Το κάθε χαρακτηριστικό εξαρτάται και
επηρεάζεται από το γενικό πλαίσιο. Ορισμένα χαρακτηριστικά είναι πιο κεντρικά,
ενώ ο τρόπος που καθορίζουμε ένα χαρακτηριστικό ως κεντρικό ή μη εξαρτάται από
τους συνειρμούς που κάνουμε.
Οι άρρητες θεωρίες προσωπικότητας
–οι δικές μας δηλαδή προσωπικές θεωρίες που έχουμε για να κατηγοριοποιούμε τους
ανθρώπους σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στη σύνδεση ανάμεσα στα ανατομικά
χαρακτηριστικά και τα στοιχεία της προσωπικότητας. «Τα ανατομικά χαρακτηριστικά
των σχεδίων ενός προσώπου δεν είναι κατά κανένα τρόπο αποκαλυπτικά της
προσωπικότητας του ατόμου. Η αυταπάτη ενός συσχετισμού μεταξύ της ήδη
σχεδιασμένης ανατομίας και της προβαλλόμενης προσωπικότητας είναι επίμονη» (Leyens, 1996: 75), χωρίς όμως να στηρίζεται από την επιστήμη. Η
φυσική εμφάνιση είναι το πιο εύκολο και άμεσα προσβάσιμο που μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε για να βγάλουμε άμεσα συμπεράσματα για την προσωπικότητα
κάποιου. «Όχι μόνο είμαστε σύμφωνοι με την ομορφιά κάποιου, αλλά χωρίς να το
καταλάβουμε είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε την ιδέα ότι η ομορφιά ισοδυναμεί
με καλοσύνη» (Leyens, 1996: 85). Έχει βρεθεί πως στα όμορφα πρόσωπα είναι πιο
πιθανό να αποδώσουμε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που είναι κοινωνικά
επιθυμητά, ενώ πολλές φορές τείνουμε να ταυτίζουμε την ομορφιά με στοιχεία
καλοσύνης και ευγένειας.
Ένας ακόμη τρόπος για να
κατηγοριοποιήσουμε τους ανθρώπους γύρω μας είναι μέσω των στερεοτύπων που
έχουμε. Πρόκειται για ήδη διαμορφωμένες και παγιωμένες εικόνες που έχουμε για
άτομα και για ομάδες ατόμων με βάση τις κατηγορίες στις οποίες τους εντάσσουμε.
Μόλις κατηγοριοποιήσουμε κάποιον ενεργοποιούμε τα στερεότυπα που έχουμε
αποδίδοντάς του χαρακτηρισμούς και ετικέτες.
Πόσο εύκολο είναι να αλλάξουμε
τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας;
Σε όλους μας είναι αρκετά δύσκολο
να αλλάξουμε τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας που μας χρησιμεύουν ώστε να
εξασφαλίσουμε σταθερότητα, δομή και νόημα σε ένα κόσμο που διαρκώς μας
βομβαρδίζει με νέες πληροφορίες. Έχουμε διάφορες στρατηγικές που μας επιτρέπουν
να διατηρήσουμε ανέπαφες τις θεωρίες μας, να αρνηθούμε την ύπαρξη αντιφατικών
γεγονότων, να τα ξεχάσουμε ή να τα αξιολογήσουμε σαν άκυρα ή μη πραγματικά. Οι
θεωρίες μας είναι εξαιρετικά ανθεκτικές στην αλλαγή, ενώ πιστεύουμε έντονα ότι
υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στα ψυχικά και φυσικά χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον Bude (1976, ό.α. στον Leyens, 1996: 225) «ο άνθρωπος
είναι αναγκαστικά ένα συνονθύλευμα προκαταλήψεων». Οι προκαταλήψεις θεωρούνται
αναπόφευκτες, το φυσιολογικό για κάθε ανθρώπινο πλάσμα, ενώ η δημιουργία τους
κρίνεται απαραίτητη. Οι προκαταλήψεις παίζουν σημαντικό ρόλο στον
καθορισμό των άρρητων θεωριών προσωπικότητας, αν και μας οδηγούν σε μια
διαστρεβλωμένη οπτική της πραγματικότητας. Ωστόσο, οτιδήποτε είναι βαθιά
εδραιωμένο και αποτελεί πεποίθησή μας είναι δύσκολο να αλλάξει.
«Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι
πεποιθήσεις στις οποίες είμαστε βαθιά προσκολλημένοι να μην τρίζουν αμέσως κάτω
από το βάρος μιας πληροφορίας, που τις θέτει υπό αμφισβήτηση, ακόμα περισσότερο
αν μας έχουν πει ότι αυτή η πληροφορία επιδέχεται κριτικής και ότι έχει
διαψευσθεί από άλλες πηγές. Εάν είμαστε τόσο ευλύγιστοι θα ήταν ασφαλώς αδύνατο
να επιβιώσουμε. Μαθαίνοντας ότι τα συμπεράσματα μιας ατελούς μελέτης είναι
αντίθετα προς τις αρχικές μας θέσεις μάλλον θα τείνουμε να ενισχύσουμε αυτές
τις θέσεις, παρά να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας» (Leyens,
1996: 227).
Επομένως, το κύριο χαρακτηριστικό
αυτών των απλοϊκών θεωριών που μας βοηθούν εύκολα και γρήγορα να εξάγουμε
συμπεράσματα και να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στις πολλές πληροφορίες της
καθημερινότητας είναι η αντίσταση στην αλλαγή, αντίσταση σε ότι διαψεύδει τις
θεωρίες μας.
Πώς το καταφέρνουμε αυτό;
Κυρίως δίνοντας υπερβολική
βαρύτητα στη μελέτη περιπτώσεων, δηλαδή την βρίσκουμε συγκεκριμένες περιπτώσεις
που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη πιστεύουμε. Επομένως, κάθε φορά που κάτι δεν μας
αρέσει μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις περιπτώσεις αυτές ώστε να αποδείξουμε
ότι δεν ισχύει αυτό και ισχύει αυτό που ήδη πιστεύουμε.
Βλέπουμε λοιπόν πως όλοι μας
χρησιμοποιούμε θεωρίες –απλοϊκές όμως θεωρίες- που μας επιτρέπουν να βγάζουμε συμπεράσματα,
χωρίς όμως να εξασφαλίζουμε την αντικειμενικότητα που προσδοκά ότι εξασφαλίζει
ο επιστήμονας- ψυχολόγος. Τα συμπεράσματά μας είναι τέτοια ώστε να ενισχύουν
και να δυναμώνουν τις πεποιθήσεις που ήδη έχουμε… Αν πιστεύω πως είσαι εγωιστής
θα εστιάσω σε συμπεριφορές σου και εκφάνσεις του χαρακτήρα σου που θα μου το
επιβεβαιώσουν. Το ίδιο ισχύει για οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό…
Επομένως, αυτό που διαφοροποιεί
τον επιστήμονα από τον κοινό νου είναι ότι ο πρώτος προσπαθεί να εξασφαλίσει
την αντικειμενικότητα χρησιμοποιώντας επιστημονικές μεθόδους, απαλλαγμένος από
στερεότυπα και προκαταλήψεις, προσπαθώντας τουλάχιστον να εξαλείψει όσο το
δυνατόν περισσότερο την εξαγωγή αυθαίρετων συμπερασμάτων. Ο κοινός νους
χρησιμοποιεί θεωρίες, τις οποίες όμως κατασκευάζει με βάση τις προηγούμενες
εμπειρίες του και τα όσα έμαθε μέσα στο περιβάλλον του, ενώ κύριος στόχος του
είναι η επιβεβαίωση αυτών. Υιοθετεί στρατηγικές και πρακτικές ώστε να επιβεβαιώσει
ότι αυτό που ήδη πιστεύει ισχύει…
Leyens, J.P. (1996). Είμαστε όλοι
ψυχολόγοι; Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Παπαδοπούλου
Ελένη- Ψυχολόγος, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου