Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Διαβάζοντας: Θρησκεία και Ψυχιατρική, Irvin D. Yalom

Το εν λόγω βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ, είναι ένα δοκίμιο το οποίο γράφτηκε με αφορμή την ομιλία του για τη βράβευσή του με το βραβείο Όσκαρ Πφίστερ, από την Ψυχιατρική Εταιρεία. Ο Γιάλομ όταν κλήθηκε από τον Δρ. Χάρντινγκ για να βραβευτεί τον Μάιο του 2000, είχε ξαφνιαστεί και του απάντησε: «Είστε βέβαιος; Το ξέρετε ότι εγώ θεωρώ τον εαυτό μου άθεο;». Οπότε, τα λόγια της διάλεξής του περιλαμβάνουν την επιστημονική προσέγγιση για το θέμα. Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα που μας έκαναν εντύπωση.


 

«…οι κεντρικές πεποιθήσεις και οι βασικές πρακτικές προσεγγίσεις της ψυχοθεραπείας και της θρησκευτικής παρηγοριάς βρίσκονται συχνά στους αντίποδες».

«Ο Σοπενάουερ μας υπενθυμίζει ότι η θρησκευτική πίστη, αν πρόκειται να ανθίσει, πρέπει να φυτευτεί και να ριζώσει στην παιδική ηλικία. Επί λέξει: Η δυνατότητα για πίστη είναι ισχυρότερη στην παιδική ηλικία. Γι’ αυτό και οι θρησκείες καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, πριν από οτιδήποτε άλλο, στο να περιλάβουν στην κυριότητά τους αυτές τις τρυφερές ηλικίες».

«Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι η θρησκευτική και η επιστημονική κοσμοθεωρία είναι ασύμβατες – με έβρισκε σύμφωνο η μεταφορά του Σοπενάουερ ότι η θρησκεία είναι μια πυγολαμπίδα που φαίνεται μόνο τη νύχτα».

«Ήμουν και παραμένω – αχόρταγος αναγνώστης μυθιστορημάτων. Η εφηβεία μου σημαδεύτηκε από τους μυθιστοριογράφους που διερεύνησαν θεμελιώδη ζητήματα γύρω από το θάνατο, το νόημα, την ελευθερία και τις σχέσεις – ιδίως από τους μεγάλους Ρώσους και Γάλλους υπαρξιστές συγγραφείς».

«Με γοήτευσαν ιδιαίτερα οι προσωκρατικοί, οι στωικοί, ο Λουκρήτιος, ο Σοπενάουερ, ο Σάρτρ, ο Καμύ, ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε, ο Κορλί Λαμόν και ο Σανταγιάνα».

«Η υπαρξιακή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η εσωτερική σύγκρουση που μας καταδυναστεύει δεν προέρχεται μόνο από την πάλη μας με καταπιεσμένες ενστικτώδεις ορμές ή με εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις σημαντικών ενηλίκων της παιδικής μας ηλικίας ή με θραύσματα από λησμονημένες τραυματικές αναμνήσεις, αλλά επίσης από την αναμέτρησή μας με τα «δεδομένα» της ύπαρξης». 


 

«Τέσσερις έσχατες έγνοιες, όπως τις βλέπω εγώ, σχετίζονται πολύ στενά με την ψυχοθεραπεία: ο θάνατος, η μοναξιά, η ανάγκη νοήματος και η ελευθερία. Αυτά είναι τα τέσσερα ζητήματα που σχηματίζουν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου μου στα οποία θα αναφερθώ διεξοδικά στη συνέχεια».

«…τόσο οι θεραπευτές, όσο και οι θεραπευόμενοι – είναι μοιραίο να βιώσουμε όχι μόνο τη χαρά της ζωής, αλλά και το αναπόφευκτο σκοτάδι της: την απομυθοποίηση, τα γηρατειά, την αρρώστια, τη μοναξιά, την απώλεια, την έλλειψη νοήματος, τις οδυνηρές αποφάσεις και το θάνατο».

«Όπως έγραψε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης, αν τα λιοντάρια μπορούσαν να ζωγραφίσουν, ο θεός τους θα είχε τη δική τους μορφή».

«Οι περισσότερες κλινικές και θεωρητικές αναζητήσεις που προσπαθούν να δώσουν στέρεες και ικανοποιητικές απαντήσεις στο νόημα της ζωής καταλήγουν στον ηδονισμό, τον αλτρουισμό, την αφοσίωση σε κάποιο αγώνα, την παραγωγικότητα, τη δημιουργικότητα, την αυτοπραγμάτωση».

«Ο Φρόυντ περιγράφει τον αμυντικό μηχανισμό της ‘μόνωσης’ σαν μια διαδικασία διαχωρισμού του συναισθήματος από την ανάμνηση κάποιου δυσάρεστου γεγονότος και τη διακοπή των συνειρμών που συνδέονται με το γεγονός αυτό, έτσι που να απομονώνεται από τις φυσιολογικές διαδικασίες της σκέψης». 


 

«Οι ψυχοθεραπευτές έχουν να μάθουν πολλά από τον Νίκο Καζαντζάκη, τον συγγραφέα τόσων δοξαστικών για τη ζωή έργων, όπως ο Ζορμπάς και ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Ο Καζαντζάκης ήταν, όπως ο Νίτσε, ένας αντι – θρησκευτικός θρησκευόμενος και ο τάφος του φέρει την επιγραφή ‘Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος’. Μ’ αρέσει πολύ η φράση του στην Αναφορά στον Γκρέκο: ‘Να μην αφήσω στο Χάρο τίποτα να μου πάρει – μονάχα λίγα κόκαλα’. Είναι ένας καλός οδηγός για τη ζωή μας – και για το έργο μας στην ψυχοθεραπεία». –

Βεβαίως, τα παραπάνω αποσπάσματα μπορούν να δώσουν μια ιδέα για το ύφος και το περιεχόμενο της διάλεξης του Γιάλομ, όμως ως αποσπάσματα δεν επιτρέπουν να απολαύσει κανείς τη νοηματική σύνδεση όσων αναφέρει και βεβαίως υπάρχουν άλλα τόσα που λόγω οικονομίας χώρου δεν αναφέραμε. Σίγουρα πρόκειται για ένα βιβλίο που μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τη σκέψη του Γιάλομ, την υπαρξιακή προσέγγιση και οπωσδήποτε τις διαφοροποιήσεις, αλλά και τα σημεία επαφής της θρησκείας και της ψυχιατρικής. Θα λέγαμε ότι είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση!

 


Θρησκεία και Ψυχιατρική, Irvin D. Yalom, μτφρ. Ε. Ανδριτσάνου – Γ. Ζέρβας, Εκδόσεις Άγρα, 2003.

 

Κουραβάνας Νικόλαος, Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

Πώς αισθάνεται το παιδί μετά το διαζύγιο;

«Θα περίμενε κανείς ότι ο χωρισμός των γονέων, έστω κι αν είναι δύσκολο να τον αντέξει ένα παιδί, έχει τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα: το ανακουφίζει από το βάρος των φιλονικιών και θέτει τέρμα σε μια καταστροφική οικογενειακή ζωή που το κάνει να υποφέρει. Όμως, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είναι τόσο απλό… και τα παιδιά σπάνια ανακουφίζονται από ένα διαζύγιο.


 

Δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από το να αποφασίσει κανείς να χωρίσει μια μέρα από τον άντρα ή τη γυναίκα που αγάπησε και έχει αποκτήσει παιδιά. Το αίσθημα της λίγο ή πολύ ολοκληρωτικής αποτυχίας, ο φόβος της μοναξιάς, ο ίλιγγος μπροστά σε ένα μέλλον που πρέπει να ξαανφτιάξουν από την αρχή, η μεγάλη ενοχή για τον πόνο που προκαλούν στον άλλο, η δυσκολία να αρνηθούν την ιδέα μιας οικογένειας ενωμένης και να επιβάλουν αυτόν τον πόνο στα παιδιά… Όλα συγκλίνουν στο να αποτρέψουν τους γονείς να χωρίσουν.

Όμως ενίοτε μια σκέψη έρχεται σε αντιδιαστολή όλων αυτών των ‘καλών’ λόγων: ότι ένας χωρισμός είναι ίσως καλύτερος για τα παιδιά. Δεν είναι σωστό να τους επιβάλλει κανείς τους ατελείωτους καβγάδες, την εικόνα της παρακμής ενός ζευγαριού που καταρρέει, τη συνεχή ένταση. Δεν μπορεί να αντέξει κανείς αιώνια τη σύγχυση μέσα στο βλέμμα τους όταν ο τόνος υψώνεται στο σπίτι κι αυτά κλείνονται στην κάμαρά τους για να μην παρευρεθούν σε άλλη μια σύγκρουση. Το περίφημο ‘μένουμε μαζί για τα παιδιά’ κλονίζεται όταν μερικά μικρά, που δεν αντέχουν άλλο πια, φτάνουν στο σημείο να εξωθούν τους γονείς τους στο διαζύγιο: ‘Μα χωρίστε επιτέλους αντί να μαλώνετε συνέχεια!’


 

Τελικά μια μέρα, το αποφασίζουν και τολμούν να μιλήσουν για χωρισμό. Άλλοτε κατόπιν συμφωνίας, άλλοτε μονομερώς. Μερικοί ενήλικες καταρρέουν, αρνούμενοι ακόμα και να σκεφτούν αυτή την απόφαση. Άλλοι ανακουφίζονται που αυτό το μαρτύριο θα τελειώσει, που θα βγουν επιτέλους από το αδιέξοδο… και πιστεύουν ότι και τα παιδιά θα αισθανθούν την ίδια ανακούφιση» (Μπερζέ & Γκραβιγιόν, 2004, σελ. 15-16).

Το παιδί μετά το διαζύγιο θα πρέπει να απαρνηθεί την προηγούμενη ζωή του, τις ίδιες του τις ρίζες, να απαρνηθεί το αντικείμενο ‘ζευγάρι’, την εξίσωση ‘μπαμπάς+ μαμά’. Το παιδί σταδιακά συνειδητοποιεί ότι δεν θα ξαναζήσουν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι, δεν θα τρώνε στο ίδιο τραπέζι, δεν θα πάνε όλοι μαζί διακοπές. Με τη διάλυση του γονεϊκού ζευγαριού το παιδί βιώνει την απώλεια ενός μέρους της ταυτότητάς του.

 


Πηγές:

Μπερζέ, Μ. & Γκραβιγιόν, Ι. (2004). Οι γονείς μου χωρίζουν. Αισθάνομαι χαμένο. Αθήνα: Μπουκουμάνης.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

Το διαζύγιο και η νέα οικογένεια

Το τυπικό της παρουσίασης του νέου συντρόφου

«Πώς θα παρουσιάσει όμως κανείς τον νέο εκλεκτό στο παιδί του; Ο χρυσός κανόνας είναι να μην το φέρουμε μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός. Το να πούμε στο παιδί ότι μια ‘φίλη’ ή ένας ‘φίλος’ θα έρθει να περάσει το Σαββατοκύριακό του, χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα, αφήνοντάς το να ανακαλύψει μόνο του ότι ο γονέας του και αυτό το πρόσωπο κρατιούνται από το χέρι, φιλιούνται στο στόμα και κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, είναι πάρα πολύ βίαιο. Το παιδί θα το ζήσει σαν αληθινή προδοσία. Επιβάλλεται λοιπόν να του μιλήσουμε πιο μπροστά, πολλές φορές, για να κάνουμε αυτό το πρόσωπο πιο οικείο και να προετοιμάσουμε τη γνωριμία του. 


 

Από την άλλη, δεν τίθεται θέμα να ζητήσουμε τη γνώμη του παιδιού. ‘Θα σου άρεσε να δεις τον νέο αγαπημένο μου ή η νέα αγαπημένη μου;’ Όχι, δεν είναι δουλειά του παιδιού να διευθύνει την ερωτική και σεξουαλική ζωή των γονέων του. Θα το βάζαμε τότε σε μια θέση κυρίαρχη, πολύ δύσκολη και επιζήμια. Προειδοποιούμε το παιδί αλλά δεν το αφήνουμε την επιλογή. Είναι ο άνθρωπος που έχει επιλέξει ο γονιός του και με αυτή την ιδιότητα θα μπει στη ζωή του. Φυσικά, δεν είναι σίγουρο ότι η πρώτη επαφή θα είναι επιτυχής. Υπάρχουν μάλιστα πολλές πιθανότητες ο νεοαφιχθείς, παρά τα πλατιά χαμόγελά του, τα δώρα του, και ίσως την καλή του θέληση να μη γίνει αποδεκτός, να θεωρηθεί από το παιδί παρείσακτος και να του φερθεί αναλόγως. Οπωσδήποτε, στο κεφάλι του παιδιού είναι ο κλέφτης του μπαμπά ή της μαμάς. Είναι επίσης αυτός που παίρνει τη θέση του γονέα που δεν είναι εδώ, κι αυτός ίσως το πονάει: αν του δείξει σημάδια αγάπης θα είναι σαν να προδίδει τον πατέρα του ή τη μητέρα του. Και το χειρότερο, συχνά θεωρεί ότι το εμποδίζει να βιώσει το ‘οιδιπόδειο’ ήρεμα. Το κοριτσάκι που είχε φανταστεί τον εαυτό του ως άξια διάδοχο της μαμάς του δίπλα στον μπαμπά, θα δει με πολύ κακό μάτι την αντίπαλο που εμφανίστηκε από του πουθενά. Την ίδια μάχη δίνει και το αγοράκι για τον μέλλοντα πατριό.  

Κάθε παιδί διαζευγμένων γονέων κουβαλάει μέσα του ένα πονεμένο παρελθόν, μια πληγή λίγο ή πολύ ανοιχτή, το βάρος της αποτυχίας του γονεϊκού ζεύγους. Πολύ φυσικό λοιπόν να μην είναι αναγκαστικά ιδιαίτερα ευγενικό με εκείνον ή εκείνη που ήρθε να του θυμίσει όλα αυτά. Αποτέλεσμα: ο πατριός ή η μητριά έρχεται να καταλάβει έναν χώρο πολύ μικρό, για να μην πούμε ανύπαρκτο…» (Μπερζέ & Γκραβιγιόν, 2004, σελ. 136-137)

 


Ο άχαρος ρόλος του πατριού και της μητριάς

 «Είναι ωστόσο σαφές ότι δεν επιτρέπεται να αφήνουμε ένα παιδί να ανακατεύεται πολύ στην ιδιωτική ζωή του ενήλικα και να θέτει σε κίνδυνο με την επιθετική συμπεριφορά του την καινούργια σχέση που προσπαθεί να δημιουργήσει. Ούτε λόγος λοιπόν για υποχώρηση επειδή δεν τα πάνε καλά το παιδί και ο αγαπημένος! Πάντως μπορούμε να αποφύγουμε ορισμένα λάθη ώστε να διευκολυνθεί η ενσωμάτωση του πατριού ή της μητριάς.

Ένας νέος σύζυγος που έρχεται με τη σθεναρή πρόθεση να μην κλιμακώσει τη βία, που επιθυμεί πραγματικά να σταματήσει τις προκλήσεις θα είχε όλες τις πιθανότητες με το μέρος του. Μερικά λόγια μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα απελευθερωτικά. Μπορούμε να πούμε σε ένα παιδί, όχι δίκην συνταγής, αλλά τη στιγμή που θεωρούμε ως την πλέον κατάλληλη:

«Ξέρω ότι ο ερχομός μου σου προκάλεσε σύγχυση. Εγώ πάντως έχω όλη την καλή διάθεση να σε αγαπήσω γιατί είσαι το παιδί του ανθρώπου που αγαπώ. Εσύ όμως δεν είσαι αναγκασμένο να με αγαπήσεις. Δεν ανήκω στην οικογένειά σου. Δεν είμαι ο πατέρας σου ή η μητέρα σου».

Έτσι απελευθερωμένο από μια ‘υποχρεωτική αγάπη’, το παιδί θα ανακουφιστεί από ένα βάρος» (Μπερζέ & Γκραβιγιόν, 2004, σελ. 137-138).   


 

Η αυστηρότητα ή το ανακάτεμα στην ανατροφή του παιδιού μπορεί να τα καταστρέψει όλα. Το παιδί νιώθει ότι δεν έχει το δικαίωμα να του κάνει υποδείξεις ή να το διατάζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήσει το παιδί να του φέρεται άσχημα. Οφείλει να του δείχνει σεβασμό όπως θα έδειχνε και σε έναν οικογενειακό φίλο ή σε οποιοδήποτε ενήλικα μέσα στην οικογένεια.

Το νέο πρόσωπο που έρχεται στη ζωή του παιδιού ως ζευγάρι του γονιού του θα πρέπει να είναι προετοιμασμένο για τις δυσκολίες που υπάρχουν. Το άτομο δεν θα πρέπει να έχει υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό του, ούτε να προσπαθήσει να αναλάβει ρόλους που δεν του αναλογούν. Συχνά τα παιδιά αποκρούουν τις καλές πράξεις και συμπεριφορές των συντρόφων του γονιού τους. Αυτοί προσπαθούν να συνεχίσουν να αποδεικνύουν τη στοργή τους και τις καλές τους προθέσεις και τα παιδιά συνεχίζουν να τους απορρίπτουν. Ο ρόλος της γυναίκας είναι πιο δύσκολος καθώς συνήθως συνδέεται με πιέσεις που ασκούνται ότι θα πρέπει να αγαπά και να νοιάζεται για τα παιδιά, ενώ δεν υπάρχουν αντίστοιχες προσδοκίες από τον άνδρα. Η απόρριψη των παιδιών μπορεί να προκαλέσει πόνο και θυμό στο νέο πρόσωπο μέσα στην οικογένεια, που νιώθει ότι δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στον νέο του ρόλο απέναντι στα παιδιά.  Είναι σημαντικό τα νέα πρόσωπα –σύντροφοι του γονιού- μέσα στην οικογένεια να έχουν υπομονή και ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με το πόσο αποδεκτοί μπορούν να γίνουν από το παιδί ή τα παιδιά, αλλά και με χαμηλές προσδοκίες και από τον ίδιο τους τον εαυτό –δεν χρειάζεται να αγαπήσουν τα παιδιά του νέου τους συζύγου. Για αρχή θα πρέπει και οι δύο πλευρές να μην έχουν την προσδοκία να αγαπούν ο ένας τον άλλο και να μπορούν ελεύθερα να απολαύσουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, χωρίς δεσμεύσεις και πιέσεις (Teyber, 2011).

 


Πηγές:

Μπερζέ, Μ. & Γκραβιγιόν, Ι. (2004). Οι γονείς μου χωρίζουν. Αισθάνομαι χαμένο. Αθήνα: Μπουκουμάνης.

Teyber, E. (2011). Τα παιδιά μετά τον χωρισμό. Μοντέρνοι καιροί.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

 

Η ανάπτυξη του νηπίου 3-6 ετών

Στην ηλικία των 2-3 ετών, σύμφωνα με τον Έρικσον, το παιδί περνάει από το στάδιο της αυτονομίας ή αμφιβολίας και ντροπής. Πρόκειται για ένα στάδιο στο οποίο αναπτύσσονται οι σωματικές και ψυχικές ικανότητες και τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν πολλά πράγματα μόνα τους. Μαθαίνουν να έχουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους επικοινωνίας, να κινούνται περισσότερο στον χώρο, να κρατούν και να αφήνουν τα αντικείμενα. Αισθάνονται περήφανα για αυτές τους τις δεξιότητες και θέλουν να καταφέρουν όλο και  πιο πολλά για τον εαυτό τους. Τα παιδιά για πρώτη φορά μπορούν να κάνουν ένα είδος επιλογής, να βιώσουν τη δύναμη της αυτόνομης βούλησής τους. Τα παιδιά παραμένουν εξαρτημένα από τους γονείς τους, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ξεχωριστό άτομο με δική του υπόσταση, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να ανακαλύπτουν νέες δυνάμεις και να αναγνωρίζουν τα δυνατά τους σημεία.  Σε περίπτωση που σε αυτό το στάδιο η ανάπτυξη δεν εξελιχθεί ομαλά το παιδί εμφανίζει απειθαρχία χωρίς ντροπή, με αποτέλεσμα να μην ακολουθεί κανόνες, να μη μπαίνει σε όρια και να μην εμφανίζει το αίσθημα της ντροπής για όσα κάνει, ή μπορεί να εμφανίσει καταναγκασμούς, επιθυμώντας τα πράγματα να γίνονται με συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς τροποποιήσεις και χωρίς αλλαγές. 


 

Στην ηλικία των 3-5 ετών, το παιδί περνάει από το στάδιο της πρωτοβουλίας έναντι της ενοχής, όπου οι κινητικές και νοητικές ικανότητες συνεχίζουν να βρίσκονται σε ανάπτυξη και τα παιδιά μπορούν πλέον να πετύχουν πολλά από μόνα τους. Υπάρχει έντονη επιθυμία να αναλάβουν την πρωτοβουλία σε πολλές δραστηριότητες. Το παιδί έχει ανάγκη να δεχτεί αγάπη και κατανόηση από τους γονείς, ώστε να αποκτήσει επίγνωση της επιτρεπόμενης και μη επιτρεπόμενης συμπεριφοράς. Η πρωτοβουλία μπορεί να αφορά ρεαλιστικούς και κοινωνικά επιδοκιμαζόμενους στόχους, που θα προετοιμάσουν και θα συμβάλουν στην ανάπτυξη της υπευθυνότητας και της ηθικής του στην ενήλικη ζωή. Το άτομο για να έχει στόχους θα πρέπει να διακατέχεται από κουράγιο και θάρρος. Σε περίπτωση που το παιδί δεν καταφέρει να ολοκληρώσει αυτό το στάδιο μπορεί να εμφανίσει σκληρότητα και αναλγησία ή συστολή και αυτοπεριορισμό. 


 

Στην ηλικία των 6 ετών ξεκινάει το στάδιο φιλοπονίας έναντι κατωτερότητας, όπου το παιδί στο σχολείο έρχεται σε επαφή και μαθαίνει νέες κοινωνικές δεξιότητες και έχει νέες κοινωνικές επιρροές. Η φιλοπονία είναι ένας τρόπος ώστε το παιδί να προχωράει, να εισπράττει επαίνους και να αντλεί ικανοποίηση από τα επιτεύγματά του. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία έχουν την τάση να θέλουν να ολοκληρώσουν τα έργα που αρχίζουν δείχνοντας εργατικότητα, επιμέλεια και επιμονή. Η φιλοπονία και η εργατικότητα δίνουν στο παιδί ένα αίσθημα επάρκειας, θεωρώντας ότι αξιοποιώντας τις δεξιότητες και τη νοημοσύνη του θα μπορέσει να ολοκληρώσει τα έργα του. Σε περίπτωση που το παιδί δεν καταφέρει να ολοκληρώσει αυτό το δίπολο μέχρι την ηλικία των 11  τότε μπορεί να εμφανίσει περιορισμένη επιδεξιότητα ή νωθρότητα και αδράνεια, έχοντας δώσει στον εαυτό του το μήνυμα ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει.

 


Schultz, D.P. & Schultz, S.E. (2021). Ψυχολογικές Θεωρίες Προσωπικότητας. Αθήνα: Πεδίο.  

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.