Οι φάσεις
του διαζυγίου
Ο ρόλος
του συμβούλου γάμου
Κάποιες φορές τα φέρνει έτσι η ζωή κι έρχεται το πλήρωμα του
χρόνου όπου συνειδητοποιούμε ότι η υπομονή μας έχει εξαντληθεί κι ότι θα ήταν
καλύτερα να γυρίσουμε σελίδα στο κεφάλαιο που ονομάζεται «γάμος» και να πορευτούμε
διαφορετικά. Όταν ο γάμος έχει φθαρεί, με το να παραμένουμε σε αυτόν, σημαίνει
ότι απλά παρατείνουμε τη φθορά και τις σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις της πάνω
μας.
Αυτό που συνήθως έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι αν υπάρχει
παιδί ή παιδιά, θα μεγαλώσουν καλύτερα με την αγάπη και τη συναισθηματική
θαλπωρή και ασφάλεια που προσφέρει η οικογένεια για να εξελιχθούν και να
αναπτυχθούν σε όλους τους τομείς κι ότι αυτό θα συμβεί μόνο με την παρουσία και
των δύο γονιών. Βεβαίως, αυτό είναι το ιδανικό σενάριο. Τι συμβαίνει όμως όταν
η αγάπη, η συναισθηματική θαλπωρή και ασφάλεια έχουν πλέον χαθεί; Πόσο νόημα
έχει το να μένουμε σε έναν γάμο όπου δεν καλύπτονται πλέον οι συναισθηματικές
μας ανάγκες, ειδικά όταν αυτές οι ανεκπλήρωτες ανάγκες συνοδεύονται από μερική
ή παντελή απουσία βαθύτερης επικοινωνίας, έλλειψη σεβασμού, κατανόησης,
τρυφερότητας και στήριξης;
Τι μηνύματα στέλνουμε έμμεσα στα παιδιά που γίνονται θεατές
στις εντάσεις ανάμεσα στους γονείς, τις διαμάχες τους και τη λεκτική ή σωματική
επιθετικότητα; Αυτό είναι το μήνυμα και η εικόνα που θέλουμε να κρατήσουν για
το γάμο και τις ανθρώπινες σχέσεις; Να συνδέσουν και τελικά να μπερδέψουν την
αγάπη με την παθογένεια, με την αδιαφορία, την επιθετικότητα, την ψυχολογική ή
τη σωματική κακοποίηση; Η κυρίαρχη επικρατούσα άποψη, λοιπόν, ότι οι οικογένεια
θα πρέπει να μείνει ως έχει για «χάρη των παιδιών», παρά τα έντονα προβλήματα,
δεν επιβεβαιώνεται από τις επιστημονικές μελέτες ότι λειτουργεί υπέρ των
παιδιών, αλλά εναντίον τους, ειδικά αν υπάρχουν τακτικά συγκρούσεις κι
εχθρότητα μεταξύ των γονέων, οπότε είναι προτιμότερο αυτοί οι γάμοι να λύνονται
με το διαζύγιο.
Όταν βιώνουμε τέτοιου είδους καταστάσεις σαν αυτές που
περιγράψαμε παραπάνω, η απόφαση του διαζυγίου δεν είναι εύκολη, είναι όμως
αναγκαία, κι επιτακτική. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι όπως ακριβώς σε κάθε
απώλεια βιώνουμε πένθος, έτσι και το διαζύγιο διακρίνεται από
αλληλοεπικαλυπτόμενα στάδια ενός επώδυνου πένθους όπως: σοκ, άρνηση, θυμός, αμφιθυμία,
κατάθλιψη, αποδοχή. Κάποιοι μελετητές του διαζυγίου υποστηρίζουν ότι αυτό
εξελίσσεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις: την «οξεία», τη «μεταβατική» και την
«τελική». Η οξεία φάση χαρακτηρίζεται από έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις,
όπως πανικός, θυμός, κατάθλιψη και συνήθως διαρκεί λίγο, αν και ορισμένα άτομα
μπορεί να παραμείνουν καθηλωμένα σε αυτή τη φάση για πολλά χρόνια βιώνοντας
αυτά τα έντονα κι αρνητικά συναισθήματα με την ίδια ένταση, ειδικά όταν
αναγκάζονται να παρευρεθούν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Η μεταβατική φάση
μπορεί να είναι κι αυτή σύντομη ή να διαρκέσει χρόνια και περιλαμβάνει τη
σταδιακή αποδέσμευση του ατόμου από την κοινή καθημερινότητα και το δεσμό με
τον/τη σύντροφό του, όπου σιγά σιγά ανοίγεται σε νέες συνθήκες ζωής και
συνάπτει νέες σχέσεις. Η τελική φάση αναφέρεται στην αποδοχή του ατόμου ότι
πλέον δεν υπάρχει επιστροφή κι ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο ξεκίνημα, σε
μια νέα κατάσταση ζωής και σε ένα νέο σταθερό και αναδιοργανωμένο σπίτι.
Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί σε αυτό το σημείο είναι το κατά
πόσο μπορεί να βοηθήσει μια «προληπτική παρέμβαση» ενός ειδικού συμβούλου γάμου,
ώστε να σωθεί ένας τέτοιος γάμος που βρίσκεται σε κρίση. Αν οι σχέσεις μεταξύ
των συζύγων είναι απλώς «επισφαλείς» και υπάρχει διάθεση να συζητηθούν όλα τα
ζητήματα που προκαλούν έλλειψη ικανοποίησης και άρα αλλαγή προς μια κατεύθυνση
βελτίωσης, τότε ναι, μπορεί να σωθεί ένας τέτοιος γάμος που βρίσκεται σε κρίση.
Αν, όμως, οι σχέσεις των συζύγων είναι απλώς «διαλυμένες» και δεν υπάρχει εκατέρωθεν
ανάληψη ευθύνης και διάθεση για συζήτηση κι επίλυση των προβλημάτων, τότε αυτός
ο γάμος δεν μπορεί να σωθεί.
Στην περίπτωση όπου τα σημάδια δείχνουν πως το ζευγάρι
βρίσκεται στην κατάσταση των «επισφαλών σχέσεων» κι ότι ο γάμος μπορεί να
σωθεί, τότε ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς επιλέγεται ο σύμβουλος
γάμου και ποιες αρετές θα πρέπει να διαθέτει. Ο σύμβουλος γάμου θα πρέπει να
επιλεγεί με εξαιρετική προσοχή, κρίνοντας με βάση το υπόβαθρό του πάνω στην
επιστήμη της ψυχολογίας ή της ψυχιατρικής. Πολλές φορές, άτομα που έχουν
παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο με αντικείμενο το διαζύγιο, ανακηρύσσουν τους
εαυτούς τους ως δήθεν συμβούλους γάμου. Οπότε, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Ο
σύμβουλος γάμου θα πρέπει να διαθέτει ολοκληρωμένες επιστημονικές γνώσεις και
να είναι καταρτισμένος σε προβλήματα γάμου, να έχει βαθιά γνώση της ανθρώπινης
συμπεριφοράς και της δυναμικής της, ώστε να βοηθήσει μέσα από την ενσυναίσθηση,
προς τη συνεργατική και εμπιστευτική σχέση, να επιφέρει την ισορροπία και τη
συμφιλίωση. Η παρέμβαση του ειδικού θα πρέπει να αποσκοπεί στην έκφραση και την
αποφόρτιση των συναισθημάτων, και μέσω της προσεκτικής και ενεργητικής
ακρόασης, καθώς και της δεκτικής στάσης, να ωθήσει το ζευγάρι στην εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του ειδικού, προκειμένου να
νιώθουν άνετα στο να αποκαλύπτουν περισσότερα συναισθήματα και πληροφορίες και
να ανοιχτούν ακόμη περισσότερο, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα τις ανάγκες, τα
κίνητρα και τον βαθμό συμμετοχής του καθενός στη δημιουργία προβλημάτων στο
γάμο τους.
Ο εντοπισμός των στάσεων που οδηγούν σε προβλήματα μέσα στον
γάμο είναι το πρώτο βήμα για να σωθεί ένας γάμος και το δεύτερο βήμα είναι να
υπάρχει διάθεση για αλλαγή και βελτίωση. Από εκεί και πέρα ακολουθούν πολλά,
αλλά μικρότερα βήματα, τα οποία θα πρέπει να γίνονται σε καθημερινή βάση, καθώς
οι σχέσεις των ανθρώπων μοιάζουν με έναν κήπο. Μια μονάχα λίπανση κι ένα
πότισμα μόνο, δεν αρκούν για να παραμείνει πράσινος κι ανθισμένος ο κήπος. Τα
κίτρινα ή ξερά φύλλα αποτελούν τα πρώτα σημάδια ότι κάτι συμβαίνει πολύ
χαμηλότερα, στο έδαφος και τις ρίζες. Έτσι, και στον γάμο, συνήθως οι εντάσεις
και τα σύννεφα στη σχέση οφείλονται σε πολύ βαθύτερα αίτια.
Πηγή:
Π.Ε. Πετράκης, Πρόγραμμα: Διαχείριση χωρισμού – Διαζυγίου
Γονέων, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2013, Αθήνα.
Κουραβάνας Νικόλαος &
Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.