Συχνά ακούμε τη φράση «να είσαι ο
εαυτός σου… εκφράσου ελεύθερα…». Πόσο εύκολο είναι να είμαστε ο εαυτός μας; Και
πόσο γνωρίζουμε τον αληθινό μας εαυτό; Ο Winnicott, το 1960, σε μια σειρά μελετών εξέτασε τον αληθινό και τον
ψευδή εαυτό. Υποστήριξε ότι όλοι μας έχουμε αυτούς τους δύο εαυτούς, που
χωρίζονται μεταξύ τους. Όμως, για να προστατεύσουμε τον εσωτερικό, πιο ευάλωτο
αληθινό εαυτό μας έχουμε ανάγκη από τον ψεύτικο εαυτό. Στην περίπτωση που
αναπτύξουμε αυτόν τον ψεύτικο εαυτό για να προστατεύσουμε τον ευάλωτο αληθινό
εαυτό μας, πόσο εύκολο είναι να απαλλαγούμε στη συνέχεια από τον ψεύτικο εαυτό;
Ο αληθινός εαυτός αφορά την
αίσθηση του εαυτού που στηρίζεται στην αυθεντική/ πραγματική εμπειρία και στην
αίσθηση του ατόμου ότι είναι αληθινά παρών και ζωντανό. Αντίθετα, ο ψεύτικος
εαυτός είναι μια αμυντική τάση του ατόμου, αυτό που εκφράζει, ενώ μέσα του
μπορεί να αισθάνεται κενό και άδειο. Οι συμπεριφορές του μαθαίνονται και
ελέγχονται και δεν είναι αυθόρμητες και γνήσιες.
Η διαδικασία ανάπτυξης ενός
ψευδούς εαυτού ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία. Ως μωρά εκφράζουμε τον αληθινό
εαυτό μας… κλαίμε, γελάμε, αντιδρούμε με αυθεντικό τρόπο… προσπαθώντας να
καλύψουμε τις ανάγκες μας. Αν όταν ήμασταν μωρά είχαμε στερηθεί την ευκαιρία να
είμαστε ο εαυτός μας, τότε μαθαίνουμε να τροποποιούμε τις παρορμήσεις μας
προσπαθώντας να λάβουμε την αγάπη που λαχταρούμε και αρχίζουμε να δομούμε έναν
ψεύτικο εαυτό. Αυτός ο ψεύτικος εαυτός εκδηλώνεται κατά την ενήλικη ζωή με
διάφορες δυσλειτουργικές συμπεριφορές, όπως το αίσθημα της μη δέσμευσης, η
έλλειψη αυθορμητισμού, ή και πιο ακραίες και σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές, όπως
είναι οι ψυχώσεις.
Ο Winnicott θεωρούσε ότι η μητέρα βρίσκεται στο κέντρο της σχέσης με το
βρέφος και η σχέση αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα ανάπτυξη του
παιδιού. Το ιδανικό μοντέλο γονικής μέριμνας είναι η ‘αρκετά καλή μητέρα’, που
παρέχει ένα διευκολυντικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο το παιδί μπορεί να
ξεδιπλώσει το εσωτερικό του δυναμικό και να αναπτύξει τον αληθινό εαυτό του.
Είναι σημαντικό η μητέρα να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη ενότητα με το μωρό της
και να αντικατοπτρίσει πίσω στο παιδί την αίσθηση ότι κρατιέται και ότι οι
ανάγκες του μπορούν να προβλεφθούν. Αυτή η συμβιωτική σχέση κάνει το νήπιο
ικανό να σκέφτεται, μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε μέσα από το να μας σκέφτονται οι
άλλοι και κυρίως τα σημαντικά πρόσωπα.
Η ‘αρκετά καλή μητέρα’ δεν θα
πρέπει να είναι ούτε αδιάφορη ούτε υπερπροστατευτική. Ο Winnicott χρησιμοποιεί τον όρο ‘συνήθης αφοσιωμένη μητέρα’, που
εμποδίζει το βρέφος να εκφράσει τον αληθινό του εαυτό, καθώς δεν ανταποκρίνεται
επαρκώς στις αυθόρμητες ανάγκες του. Η ‘αρκετά καλή μητέρα’ είναι εκεί για το
βρέφος, με βάση τις δικές του ανάγκες και ικανή να διαχωρίζει τον εαυτό της από
το βρέφος σε επαρκή βαθμό όταν αυτό θα πρέπει να αναπτύξει τον εαυτό του.
Σε περίπτωση που η μητέρα είναι
ιδιαίτερα αγχωμένη ή καταθλιπτική, τότε ο αυθορμητισμός του βρέφους κινδυνεύει
να κατασταλεί. Το άγχος που προέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο μεταφέρεται
έμμεσα στο παιδί. Για να αντιμετωπίσει το άγχος, το παιδί προσπαθεί να κερδίσει
την προσοχή και την αγάπη της μητέρας, προσπαθώντας να συμβαδίσει με τις δικές
της ανάγκες και καταπιέζοντας τις δικές του επιθυμίες. Έτσι, δημιουργείται ένας
ψεύτικος εαυτός, που θεωρείται αυθεντικός, καθώς οι αυθόρμητες επιθυμίες είναι
κρυμμένες. Το βρέφος μαθαίνει από πολύ νωρίς να δείχνει μόνο αυτό που θέλει να
δει η μητέρα του, ώστε να είναι αρεστό στη μητέρα του.
Το παιδί συμμορφώνεται στις ανάγκες
και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, προσαρμόζει τη συμπεριφορά του και δεν
μπαίνει καν στη διαδικασία να σκεφτεί συνειδητά. Η συμμόρφωση με το περιβάλλον
είναι η προσπάθεια του παιδιού να προστατεύσει τον εαυτό του από το να βιώσει
επιπλέον ανεπάρκεια ή απογοήτευση, κρύβοντας όμως τις αρχικές, αληθινές
επιθυμίες.
Ο αληθινός εαυτός μπορεί να
λειτουργήσει ως ισορροπία στον ήδη υπάρχοντα ψευδή εαυτό. Στα πρώτα στάδια
διαμόρφωσης, ο αληθινός εαυτός είναι η θεωρητική θέση που προέρχεται από την
αυθόρμητη χειρονομία και την προσωπική ιδέα. Μόνο ο αληθινός εαυτός μπορεί να
είναι δημιουργικός και μπορεί να νιώθει πραγματικός και γνήσιος. Όσο πιο
πραγματικός νιώθει ο αληθινός εαυτός, τόσο η ύπαρξη του ψευδούς εαυτού
καταλήγει σε μια αίσθηση μη πραγματική ή σε μια αίσθηση ματαιότητας. Αν το
άτομο μεγαλώνει με μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς μπορεί να εκφράσει προς τα
έξω τον αληθινό εαυτό και να ζει ανοιχτά, σύμφωνα με την καρδιά του.
Winnicott,
D.W. (1965). The maturational processes
and the facilitating environment. Studies in the Theory of Emotional
Development. International Universities Press.
Κουραβάνας
Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.