Ακολουθεί
απόσπασμα της συνέντευξης της κυρίας Αγγελικής που ήταν μικρό κοριτσάκι όταν
ξέσπασε ο πόλεμος. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε από καρδιάς την κυρία Αγγελική για
όσα μοιράστηκε μαζί μας, διότι όσα έζησε πρέπει να εξιστορούνται για να μην
επαναλαμβάνονται. Αντιλαμβανόμαστε ότι το να ξύνεις πληγές μπορεί να είναι αρκετά
επώδυνο, ειδικά όταν σκαλίζουμε βιώματα όπως αυτά της βαρβαρότητας και της
φρίκης του πολέμου, τα οποία σημάδεψαν ανεξίτηλα και για πάντα την ψυχή της κυρίας
Αγγελικής. Όμως, και η ίδια αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα να ξύσει αυτές τις
πληγές και να προσφέρει και να συμβάλλει με τον δικό της τρόπο στην ανάδειξη
και διατράνωση της αλήθειας. Α-λήθεια, εκ του (α) στερητικού και της λήθης,
δηλαδή για να μην ξεχαστούν όσα άσχημα συνέβησαν. Γιατί η ζωή έχει δύο όψεις,
και είναι και οι δυο τους, οι αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος. Αφιερώνουμε
αυτή την συγκινητική συνέντευξη σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που θυσίασαν τη
ζωή τους στο όνομα του υπέρτατου ιδανικού του ανθρώπου, της ελευθερίας, και
κυρίως σε όλες εκείνες τις γυναίκες που έμειναν πίσω για να κρατήσουν ζωντανά
τα μικρά παιδιά και να ράβουν ρούχα για τους στρατιώτες. Όλες αυτές οι γυναίκες
είναι αφανείς ηρωίδες, όπως ακριβώς και η κυρία Αγγελική.
«Τον
πόλεμο τον έζησα το ‘40, θέλετε να σας πω καμιά ιστορία από εκεί από το ‘40;»
«Βεβαίως,
ό,τι θέλετε, ό,τι εσείς θεωρείτε σημαντικό και θέλετε να το μοιραστείτε».
«Γιατί
με φωνάξανε και στο σχολείο και είπα την ιστορία του ‘40. Ήμουνα εννιά χρονών
κοριτσάκι, το ‘31 γεννήθηκα. Έπεσε Δευτέρα, στις 28 Οκτωβρίου. Τον πατέρα μου,
που τον λέγανε Δημήτριο, γιόρταζε το Σαββάτο, κάναμε τη γιορτή την Κυριακή,
ξέρεις ένα δωμάτιο είχαμε τότε, βγάλαμε και τις πόρτες… τότε ερχότανε ο κόσμος,
γιορτές κάνανε, όχι όπως τώρα, τώρα βγαίνουν έξω. Αφού τα ξοδέψαμε όλα, το πρωί
έφυγε ο πατέρας μου για να πάει για μεροκάματο. Κι άρχισε ο συναγερμός. Αφού
άρχισε ο συναγερμός η μητέρα μου έψαχνε για ψωμί, στον φούρνο ήταν όλοι, λεφτά
δεν είχε η μητέρα μου. Είχα έναν κουμπαρά που μου ‘ρίχναν καμιά δεκάρα και μου
λέει: Αγγελική δε σπας τον κουμπαρά σου να πας να πάρεις λίγο ψωμί; Εννιά
χρονών παιδάκι ήμουνα, πήγα λοιπόν, πήρα ψωμί με τη σειρά μου, μια κουλούρα
ήταν, θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Μετά έγινε ο συναγερμός, έπεσαν οι βόμβες, οι
Ιταλοί ήρθαν πρώτα, τέλος πάντων, ήρθε ο πατέρας μου χωρίς μεροκάματο, χωρίς
τίποτα. Από την άλλη μέρα ό,τι είχαμε, που δεν είχαμε τότε τα ψυγεία μας,
είχαμε το φανάρι που κράταγε, τέλος πάντων, άρχισε ο πόλεμος, ο συναγερμός.
Μετά ανοίξαμε ένα καταφύγιο μέσα στο σπίτι μας, είχαμε μια αυλή μικρή. Άνοιξαν
ένα καταφύγιο, το έσκαψε ο πατέρας μου, βάλαμε τσίγκους και από πάνω χώμα και
μπαίναμε όταν ρίχναν τις βόμπες. Σκεφτείτε…
Εγώ
έκλαιγα και έλεγα στον πατέρα μου γιατί να καθόμαστε εδώ και να μην πάμε στο
απέναντι σπίτι που είχε μια πλάκα στην ταράτσα τότε. Σπάνια είχαν τα σπίτια πλάκα.
Με κεραμίδια ήταν. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου ήθελε εκεί… εγώ, η αδερφή μου
και η μητέρα μου. Είχαμε ένα πραγματάκι τέτοιο και είχε ένα εικόνισμα μέσα του
η μητέρα μου και σκεφτείτε να δείτε πηγαίναμε σε ένα μπακάλικο, το οποίο είχε
τον τρόπο του και πηγαίναμε το τραπεζομάντηλό μας που είχαμε, για φιγούρα και
το δίναμε ενέχυρο για να πάρουμε λίγο λαδάκι να φάμε. Τι κατάσταση ήτανε τότε;
Τέλος πάντων, άρχισε μετά και έγινε συσσίτιο. Βγαίναμε με το κουβαδάκι και
παίρναμε μια κουτάλα ρεβύθια όταν είχε, όταν είχε φακές τρώγαμε. Μετά έγινε το
ψωμί με δελτίο. Είχαμε ένα δελτίο, τώρα αυτά είσαι μικρός βέβαια, μπορεί να τα
έχεις διαβάσει κιόλας».
«Ναι,
έχω διαβάσει αλλά είναι αλλιώς να σου τα διηγούνται».
«Πηγαίναμε
με σειρά στον φούρνο, το θυμάμαι το όνομά του, λεγόταν κυρ Θανάσης, κι εγώ
μικρό κορίτσι, έστελνε η μητέρα μου πάντα εμένα, γιατί είχα την αδερφή μου
μωρό. Λοιπόν, κι έπαιρνα το ψωμάκι, τη φετούλα, μια φετούλα το κάθε άτομο. Μετά
ήρθε πάρα πολλή πείνα. Είχαμε μια καγκελόπορτα και μια αυλή που ήταν με ξύλινα
κάγκελα τότε. Τα κόβαμε και ανάβαμε φωτιά να ζεσταθούμε τον χειμώνα. Σκεφτείτε
να δείτε… που τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά και λέω: πώς ζήσαμε; Αφού, λοιπόν,
ανάβαμε τη σόμπα κι αυτά... το μαγκάλι, μετά πέθανε ένας γείτονάς μας, τον
θυμάμαι πολύ καλά, και δεν πήγαν να τον θάψουν, τον πετάξανε στον τρίτο
νεκροταφείο για να συνεχίσουν να παίρνουν το ψωμί, τη φέτα με το δελτίο του.
Τέλος πάντων, αυτή η ζωή μας ήταν… μέχρι τις πόρτες κάψαμε για να ζεσταθούμε.
Μετά άρχισαν οι μαυραγορίτες που ήτανε, δε θυμάμαι ποια χρονολογία ακριβώς ήταν
οι μαυραγορίτες να σας πω την αλήθεια… Κι η μητέρα μου έπλεκε κάτι καλτσάκια
και τα έδινε στη θεία, στην αδερφή της μάνας μου. Οι μαυραγορίτες ήταν
άνθρωποι, όπου πήγαινες έδινες ένα πράγμα και έπαιρνες κάτι που χρειαζόσουν,
καλαμπόκι, αλεύρι, κτλ. Της μητέρας μου της φέρνανε καλαμπόκι, της φέρνανε κάτι
από το χωριό να φάμε. Έτσι ήταν και πηγαίναμε που λέτε μια φορά στην Κόρινθο
και πουλάγανε σταφίδες στον δρόμο κι όταν έπεφτε καμιά σταφίδα πηγαίνανε τα
παιδιά και την τρώγανε από κάτω. Για να καταλάβετε τι πείνα ήτανε. Λίγο αλεύρι,
λίγο καλαμπόκι, έτσι την περνάγαμε. Τέλος πάντων, μια φορά με πήρε η θεία μου
και είχαμε γκαζιέρα, αλλά στη γκαζιέρα πια ούτε πετρέλαιο δεν είχαμε, ανάβαμε
ένα τζάκι και κάναμε το “αλαλόσουπο” που λένε.
Μια
φορά με πήρε η θεία μου και πήγαμε στη Θήβα, δεν μπορώ να το ξεχάσω, έκανε τη
μοδίστρα η θεία μου, ήξερε ράψιμο και με πήρε και μένα για να τρώω και μια άλλη
κυρία, μας κοιμίζανε στον στάβλο, λες και δεν είμαστε άνθρωποι… αυτό το είπα προχθές στο σχολείο, στο
Γυμνάσιο, με τόση κακία, λέω μας κοιμίσανε στον στάβλο και μας φάγανε οι
ψύλλοι, καταλάβατε τί ζωή ήταν αυτή; Τέλος πάντων, μας δώσανε τραχανά, μας
δώσανε πολλά πράγματα, αφού τους ράψαμε και φύγαμε. Για να έρθω όμως στην Αθήνα,
πώς να έρθω; Με τι λεωφορείο; Μόνο φορτηγά περνάγανε, εμένα με ανεβάσανε επάνω
σε ένα φορτηγό, που ήταν Γερμανοί βέβαια, αλλά ήταν και Έλληνες. Η θεία μου με
άφησε εννέα χρονών σε ένα φορτηγό, μόνη μου, κι όταν κατεβήκαμε στο Xαϊδάρι μας
κάνανε έλεγχο και βρέθηκε κάποιος κύριος, βέβαια τον ήξερε η θεία μου και λέει
δικό μου είναι το παιδί. Και του λένε οι Γερμανοί: μόνο ένα παιδί μέσα εδώ
πέρα, πώς γίνεται; Τέλος πάντων, με πήγε στο σπίτι του από το Χαϊδάρι με τα
πόδια. Και με πιάνει η μητέρα μου να με χτενίσει και οι ψείρες αρχίζουν να
πέφτουν με τις χούφτες.
Αυτή
ήταν η ζωή μας τότε. Έγινε πρώτα ο πόλεμος, έγινε μετά η κατοχή… βάλαμε το
σπίτι μας ενέχυρο για να μας δώσουν έναν τενεκέ λάδι. Το σπίτι μας το δώσαμε σε
έναν άλλο που είχε μικρότερο σπίτι για να μας δώσει έναν τενεκέ λάδι. Το σπίτι
το δώσαμε σε μια οικογένεια, εκείνο ήταν ένα δωμάτιο, το δικό μας ήταν δύο
δωμάτια. Ο πατέρας μου πήγε εξορία, με την κατοχή που πάνε εκεί κι όταν γύρισε
λέει τι κάνατε; Και πήγε, δεν ξέρω, αφού δεν είχαμε κάνει χαρτιά και το πήραμε
το σπίτι πίσω. Καταλάβατε; Όλα αυτά ήτανε η ζωή μας.
Ο
πατέρας μου όταν γύρισε από την εξορία έπιασε δουλειά, όταν φύγανε οι Γερμανοί.
Η μάνα μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο, που φτιάχναν μπαρούτια οι Γερμανοί και
σακούλες άσπρες με μπαρούτι, τις έβαζε η μάνα μου κάτω από το φουστάνι της, τις
έκλεβε δηλαδή και τις μοίραζε στους δικούς μας, γιατί ήθελε να μας ράψει ένα
φουστανάκι. Αυτή ήταν η ζωή μας, τέλος πάντων. Μια φορά σκοτώσανε έναν Γερμανό
κι αυτοί τότε βάλανε φωτιά και καίγανε τα σπίτια κι εμείς πήραμε το μπογαλάκι
μας να φύγουμε και να πάμε αλλού, που είχαμε μια θεία, για να μην κάψουνε και
το σπίτι το δικό μας και μας σκοτώσουνε. Σαν αντίποινα που σκοτώσανε τον
Γερμανό έκαιγαν τα σπίτια δηλαδή. Ένα καίγανε, ένα δεν καίγανε. Ένας γείτονας
εκεί κρύφτηκε στο μπαούλο, σου λέει άνδρες θα γυρέψουνε. Και ανοίξανε το
μπαούλο και τον σκοτώσανε μέσα. Τα παιδιά του εντάξει δεν τα πειράξανε.
Αυτά
σας λέω… ε μετά φύγανε οι Γερμανοί και ήρθε ο εμφύλιος. Εντάξει μετά ήταν
δύσκολη η ζωή. Δούλευε η μητέρα μου, πήγαινε σε ξενοδοχεία, πήγαινε από εδώ,
πήγαινε από εκεί. Για να μας μεγαλώσει λίγο. Ε, πέθανε και ο πατέρας μου,
μείναμε ορφανοί. Μετά πήγα στη μοδίστρα, όμως. Κι έμαθα μοδίστρα. Δεν βγαίναμε
πέρα, γιατί ήθελα και εισιτήρια το πρωί. Και μου λέει η μητέρα μου: “Αγγελική,
δεν έχω εισιτήρια να σου δίνω, πήγαινε μου λέει για φραγκοραφτού. Πήγα
φραγκοραφτού και μοδίστρα. Εγώ όμως ήθελα να μάθω μοδίστρα. Και πάω στη
μοδίστρα μου και της λέω: Μπορείτε να μου δίνετε πέντε δραχμές την εβδομάδα να
πληρώνω τα εισιτήριά μου γιατί δε θέλω να πάω φραγκοραφτού; Και μου ‘δινε η
μοδίστρα, θεός σχωρέστην. Κι έτσι έμαθα μοδίστρα και σιγά- σιγά έραβα στη
γειτονιά μου, από εδώ κι από εκεί, και πήρα και μηχανή, γιατί δεν είχα και
μηχανή, δεν είχα και σίδερο, δεν είχα τίποτα.
Ε,
μετά, μεγάλωσα κιόλας, ήρθανε καλύτερες μέρες, το ‘55 αρραβωνιάστηκα με τον
άνδρα μου. Έραβα μεροκάματο σε σπίτια, πήγα σε ένα σπίτι να ράψω κι αυτή
ευχαριστήθηκε από το ράψιμο και με σύστησε σε μιαν άλλη, και η άλλη σ’ άλλη…
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου
Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.