Σύμφωνα με τον Φρόυντ, τα καταθλιπτικά άτομα απογαλακτίστηκαν πολύ σύντομα ή πολύ απότομα ή ότι υπέστησαν κάποια άλλη πρώιμη ματαίωση, που ανέστειλε τις ικανότητες προσαρμογής τους στο περιβάλλον. Άτομα που έχουν βιώσει έντονο κανάκεμα ή άτομα που έχουν βιώσει έντονη στέρηση κατά τη βρεφική ηλικία, καθηλώνονται στο στάδιο αυτό. Τα άτομα ουσιαστικά βιώνουν μια καθήλωση στο στοματικό στάδιο (στοματική προσωπικότητα), που χαρακτηρίζονται από την τάση να τρώνε, να καπνίζουν, να μιλάνε, να φιλούν, να πίνουν ασταμάτητα και γενικά να επιδίδονται σε στοματικές απολαύσεις.
Τα άτομα που βιώνουν έντονα καταθλιπτικές καταστάσεις εκδηλώνουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών τους συναισθημάτων μακριά από τους άλλους, προς τον εαυτό τους, καταλήγοντας να νιώθουν μίσος για τον εαυτό τους, με τρόπο που δεν αναλογεί προς τις προσωπικές αδυναμίες που εμφανίζουν. Πρόκειται για μια επιθετικότητα προς τον εαυτό ή για έναν θυμό στραμμένο προς τα μέσα. Τα καταθλιπτικά άτομα σπάνια αισθάνονται αυθόρμητο ή μη συγκρουσιακό θυμό. Συχνά νιώθουν ενοχή, μια διάχυτη ενοχή, σε σημείο που αναρωτιούνται και αμφιβάλλουν ακόμη και για πράξεις που δεν έχουν κάνει. Επειδή κατευθύνουν την εχθρότητα και την κριτική προς τον ίδιο τους τον εαυτό, συνήθως εκδηλώνουν γενναιοδωρία, ευαισθησία και συμπόνια χωρίς όρια απέναντι στους άλλους.
Μέσα από μια πρώιμη ή τραυματική απώλεια στην οποία εξιδανικεύεται το χαμένο αντικείμενο και εκδηλώνονται όλα τα αρνητικά αισθήματα προς τον εαυτό, το παιδί νιώθει ότι είναι κακό, ότι εκείνο έχει διώξει ένα καλό άτομο που το χρειαζόταν και ότι θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ σκληρά για να σταματήσει να είναι κακό ώστε να μην προκαλέσει άλλες καταστάσεις εγκατάλειψης και στο μέλλον. Ένα, λοιπόν, χαρακτηριστικό των ατόμων είναι η εξιδανίκευση, καθώς τα άτομα εμφανίζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση για τα ίδια και έντονο θαυμασμό προς τους άλλους. Πιο αναλυτικά, η υπερβολικά υψηλή εκτίμηση προς τους άλλους ακολουθείται από μια σύγκριση του εαυτού τους με αυτούς και η σύγκριση αυτή οδηγεί σε μειονεκτικά αισθήματα για τον εαυτό και στη συνέχεια αναζήτηση εξιδανικευμένων αντικειμένων που θα αντισταθμίσουν το αίσθημα μειονεξίας του εαυτού. Επίσης, οικογένειες μέσα στις οποίες αποθαρρύνεται η βίωση πένθους από το παιδί μπορεί να οδηγήσει σε μια καταθλιπτική προσωπικότητα. Οι γονείς μπορεί να αποτρέπουν το παιδί από το να εκφράσει τον θρήνο του ή επιμένουν να δηλώσει το παιδί ότι δεν βιώνει ή δεν έχει βιώσει ψυχική οδύνη.
«Τα άτομα με καταθλιπτική ψυχολογία πιστεύουν ότι κατά βάθος είναι κακά. Παραπονιούνται για την απληστία, τον εγωισμό, τον ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία, την υπερηφάνεια, τον θυμό, τον φθόνο και τη λαγνεία που πιστεύουν ότι τα διακρίνει. Αντιλαμβάνονται όλες αυτές τις φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας ως διεστραμμένες και επικίνδυνες. Ανησυχούν ακόμη για το ότι διακρίνονται από έμφυτη καταστροφικότητα. Οι φόβοι τους αυτοί μπορεί να πάρουν μια στοματική διάσταση που εκφράζονται με αντιλήψεις: ‘Φοβάμαι ότι η πείνα μου θα καταστρέψει τους άλλους’ ή μια πρωκτική διάσταση που εκδηλώνεται με την πεποίθηση ‘Η περιφρόνηση και ο σαδισμός μου είναι επικίνδυνα’. Επίσης, είναι δυνατόν να λάβουν μια πιο οιδιπόδεια διάσταση, όπως φαίνεται στην πεποίθηση: ‘Οι επιθυμίες μου για ανταγωνισμό και απόκτηση αγάπης είναι κακές’» (σελ. 497).
Για όλα τα αντικείμενα που έχουν χαθεί, το καταθλιπτικό άτομο θεωρεί ότι τα έδιωξε μακριά, ότι τα ίδια τα αντικείμενα τους απέρριψαν και ότι τα ίδια άξιζαν αυτή την απόρριψη. Τα καταθλιπτικά άτομα είναι πολύ ευαίσθητα στην εγκατάλειψη και δεν αντέχουν να μένουν μόνα τους. Θεωρούν ότι η απώλεια είναι μια απόδειξη της κακότητάς τους, ενώ νιώθουν ανάξιοι να δεχτούν αγάπη.
Πηγή:
McWilliams, Nancy. 2008. Ψυχαναλυτική διάγνωση. Ελληνικά Γράμματα.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου