Οι πιο πειστικές εξηγήσεις της ψυχικής προέλευσης αυτού του μεταιχμιακού συνδρόμου πλησιάζουν τη θεωρητική παράδοση που εδραίωσε τη Μέλανι Κλάιν. Στις ψυχαναλυτικές έρευνες σε παιδιά που έκανε, η Κλάιν ανακάλυψε ότι πρώιμα αισθήματα παράφορης οργής, που κατευθύνονται ιδιαίτερα εναντίον της μητέρας και δευτερευόντως εναντίον της εσωτερικευμένης εικόνας της μητέρας ως αδηφάγου τέρατος, καθιστούν αδύνατο για το παιδί να συνθέσει ‘καλές’ και ‘κακές’ γονικές εικόνες. Μέσα στον φόβο του για επιθετικότητα από τους κακούς γονείς –προβολές της δικής του οργής- εξιδανικεύει τους καλούς γονείς που θα έρθουν να το σώσουν.
Εσωτερικευμένες εικόνες άλλων, θαμμένες στο ασυνείδητο σε πρώιμη ηλικία, γίνονται και εικόνες του εαυτού. Αν η μεταγενέστερη πείρα αποτύχει να τροποποιήσει ή να εισαγάγει στοιχεία πραγματικότητας στις αρχαϊκές φαντασιώσεις του παιδιού για τους γονείς του, το παιδί δυσκολεύεται να κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε εικόνες του εαυτού. Οι εικόνες αυτές συντήκονται, για να σχηματίσουν μια άμυνα εναντίον των κακών αναπαραστάσεων του εαυτού και των αντικειμένων, που παρομοίως συντήκονται στη μορφή ενός τραχιού, τιμωρητικού υπερεγώ. Η Μέλανι Κλάιν ανέλυσε ένα δεκάχρονο αγόρι που ασύνειδα σκεφτόταν τη μητέρα του ως ‘βρικόλακα’ ή ‘φρικτό πουλί’ και εσωτερίκευσε αυτό τον φόβο ως υποχονδρία. Φοβόταν ότι οι κακές παρουσίες μέσα του θα κατασπάραζαν τις καλές. Ο αυστηρός διαχωρισμός καλών και κακών εικόνων του εαυτού και των αντικειμένων, αφ’ ενός, και η σύντηξη των εικόνων του εαυτού και των αντικειμένων, αφ’ ετέρου, προήλθαν από την ανικανότητα του παιδιού να ανεχτεί την αμφισημαντότητα ή την αγωνία. Επειδή η οργή του ήταν τόσο έντονη, αδυνατούσε να παραδεχτεί ότι έθρεφε επιθετικά αισθήματα για εκείνους που αγαπούσε. ‘Φόβος και ενοχή, που συνδέονταν με τις καταστροφικές φαντασιώσεις του, διέπλαθαν ολόκληρη τη συναισθηματική του ζωή’.
Ένα παιδί που φοβάται τόσο πολύ τα επιθετικά του συναισθήματα (που προβάλλονται σε άλλους και μετά εσωτερικεύονται πάλι ως εσωτερικά τέρατα) επιχειρεί να αποζημιώσει τον εαυτό του για τιε εμπειρίες οργής και φθόνου με φαντασιώσεις πλούτου, ομορφιάς και παντοδυναμίας. Οι φαντασιώσεις αυτές, μαζί με τις εσωτερικευμένες εικόνες των καλών γονέων με τις οποίες επιχειρεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γίνονται ο πυρήνας μιας ‘μεγαλοπρεπούς σύλληψης του εαυτού’. Κάτι σαν τυφλή αισιοδοξία, κατά τον Ότο Κέρνμπεργκ, προστατεύει το ναρκισσιστικό παιδί από τους κινδύνους γύρω και μέσα του- ιδίως από την εξάρτηση από άλλους, που γίνονται ανεξαιρέτως αντιληπτοί ως ανεξάρτητοι. ‘Σταθερή προβολή τελείως κακών εικόνων του εαυτού και των αντικειμένων διαιωνίζει έναν κόσμο επικίνδυνων, απειλητικών αντικειμένων, που εναντίον του χρησιμοποιούνται αμυντικά οι ‘τελείως καλές’ εικόνες του εαυτού και οικοδομούνται μεγαλομανείς ιδεώδεις εικόνες του εαυτού’. Ο διαχωρισμός των εικόνων που καθορίζονται από επιθετικά συναισθήματα από τις εικόνες που προέρχονται από λιμπιντικές ενορμήσεις καθιστά αδύνατο για το παιδί να αναγνωρίσει την επιθετικότητά του, να βιώσει ενοχή ή ενδιαφέρον για αντικείμενα επενδυμένα συγχρόνως με επιθετικότητα και λίμπιντο, ή να πενθήσει για χαμένα αντικείμενα. Η κατάθλιψη σε ναρκισσιστικούς ασθενείς παίρνει τη μορφή όχι πένθους ανάμεικτου με ενοχή, όπως περιέγραψε ο Φρόυντ στο κείμενό του ‘Πένθος και μελαγχολία’, αλλά ανήμπορης οργής και ‘αισθημάτων ήττας από εξωτερικές δυνάμεις.
Επειδή ο ενδοψυχικός κόσμος των ασθενών αυτών είναι τόσο αραιοκατοικημένος- αποτελείται μόνον από τον ‘μεγαλοπρεπή εαυτό’, κατά τον Κέρνμπεργκ, ‘τις υποβαθμισμένες, σκιώδεις εικόνες του εαυτού και άλλων και δυνητικούς διώκτες’- βιώνουν έντονα συναισθήματα κενότητας και αναυθεντικότητας. Καίτοι ο ναρκισσιστής μπορεί να λειτουργεί στον καθημερινό κόσμο και συχνά γοητεύει άλλους ανθρώπους (και όχι λίγο με την ψευτοενόραση στην προσωπικότητά του), η υποτίμηση των άλλων που κάνει, μαζί με την αδιαφορία για αυτούς, φτωχαίνει την προσωπική του ζωή και ενισχύει την ‘υποκειμενική εμπειρία κενότητας’. Μη έχοντας καμία πραγματική διανοητική δέσμευση με τον κόσμο –παρά την συχνά διογκωμένη εκτίμηση του δικού του κόσμου- έχει μικρή ικανότητα για μετουσίωση. Συνεπώς, εξαρτάται από τους άλλους για συνεχείς ενέσεις έγκρισης και θαυμασμού. ‘Πρέπει να προσκολληθεί σε κάποιον, να ζήσει μια σχεδόν παρασιτική’ ύπαρξη. Συγχρόνως, ο φόβος του για συναισθηματική εξάρτηση, μαζί με την χειραγωγητική, εκμεταλλευτική του προσέγγιση στις προσωπικές σχέσεις, καθιστά τις σχέσεις αυτές αβρές, επιφανειακές και βαθιά μη ικανοποιητικές. ‘Η ιδεώδης σχέση για μένα θα ήταν μια σχέση δύο μηνών’, είπε ένας μεταιχμιακός ασθενής. ‘Έτσι, δεν θα υπάρχει δέσμευση. Μόλις περάσουν οι δύο μήνες, απλώς θα την διαλύσω’» (σελ. 47-50).
«Χρόνια βαριεστημένος, ακούραστος στην αναζήτηση ακαριαίας οικειότητας –συναισθηματικής διέγερσης χωρίς εμπλοκή και εξάρτηση- ο ναρκισσιστής είναι ελευθερογαμικό και συχνά πανσεξουαλικός, αφού η σύντηξη προγενετικών και οιδιπόδειων ενορμήσεων στην υπηρεσία της επιθετικότητας ενθαρρύνει πολύμορφη διαστροφή. Οι κακές εικόνες που έχει εσωτερικεύσει του προκαλούν, κι αυτές, χρόνια ανησυχία για την υγεία του, και η υποχονδρία, με τη σειρά της, τον κάνει να συμπαθεί ιδιαίτερα τη θεραπεία και τις θεραπευτικές ομάδες και κινήματα» (σελ. 50).
Πηγή:
Κρίστοφερ Λας. 2008. Η κουλτούρα του ναρκισσισμού. Αθήνα: Νησίδες.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου