Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Διαβάζοντας: Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας, το μέλλον μιας αυταπάτης, του Σίγκμουντ Φρόυντ

Στο βιβλίο αυτό όπως διαφαίνεται κι από τον τίτλο, ο Φρόυντ ασκεί κριτική στον πολιτισμό. Ο Φρόυντ ξεκινά την κριτική του λέγοντας ότι αυτό που επιδιώκει ο άνθρωπος στην ζωή του είναι η ηδονή, δηλαδή η εύρεση της ευχαρίστησης και για να το πετύχει αυτό πρέπει να αποφεύγει τον πόνο κι επίσης ότι ο άνθρωπος για να αποφύγει τις δυσκολίες της ζωής, γιατί η ζωή έτσι όπως μας έχει δοθεί είναι δύσκολή και γεμάτη πόνους, απογοητεύσεις κι άλυτα προβλήματα, χρειάζεται την προστασία του πατέρα και παρομοιάζει τον πατέρα με τον Θεό, καθότι ο Θεός είναι πατέρας για τους ανθρώπους. 

 

Συνεπώς, πολύ σημαντικό μέρος της ανάλυσης του Φρόυντ το καταλαμβάνει η κριτική της θρησκείας, η οποία είναι βασικό συστατικό του πολιτισμού και η οποία προσπαθεί να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με το ποιος είναι ο σκοπός της ζωής. Οπότε, βλέπουμε ότι με αυτή του την ανάλυση ο Φρόυντ αγγίζει και κάποια υπαρξιακά ζητήματα. Για τον Φρόυντ είναι πιο εύκολο να βρει κάποιος την δυστυχία παρά την ευτυχία, καθώς οι δυνατότητες για την εύρεσή της είναι περιορισμένες και ότι την ευτυχία την βρίσκουμε όταν έχουμε ξεπεράσει τον πόνο, δηλαδή θεωρεί ότι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να προσεγγίσουμε την ηδονή αν θα αποφύγουμε τους πόνους.

Για τον Φρόυντ μια βασική πηγή πόνου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και η εκούσια απομόνωση και απομάκρυνση από τους άλλους είναι μια πρόχειρη προστασία από τον πόνο που μπορεί να προκληθεί από τις ανθρώπινες σχέσεις. Με αυτό τον τρόπο όμως πάλι δεν επιτυγχάνεται η ευτυχία, αλλά περισσότερο η ησυχία. Αναφέρεται και στη Γιόγκα, ήταν γνωστές όλες αυτές οι Ανατολίτικες φιλοσοφίες, αλλά και πάλι, δηλαδή με τη μέθοδο της Γιόγκα καταλήγει ότι δεν αποκτάει κανείς την ευτυχία, αλλά την ησυχία. 

 

Επίσης, αναφέρεται στην τέχνη λέγοντας ότι «όποιος είναι δεκτικός στην επίδραση της τέχνης, ξέρει να την εκτιμά σαν πηγή ηδονής και παρηγοριάς στη ζωή, αλλά η ελαφρή νάρκωση, στην οποία μας μεταφέρει η τέχνη, δεν μπορεί να μας μεταφέρει παραπάνω από μια φευγαλέα απομάκρυνση από τις ανάγκες της ζωής και δεν είναι αρκετά ισχυρή για να μας κάνει να ξεχνάμε την πραγματική αθλιότητα» (σ. 20). Οπότε, ούτε η τέχνη δεν μπορεί να μας προσφέρει ευτυχία. Η τέχνη είναι πηγή ηδονής, αλλά δεν είναι η πηγή ηδονής που επιδιώκει ο άνθρωπος.

Παρακάτω, ο Φρόυντ αναφέρεται στην αισθητική, λέγοντας ότι «η ομορφιά και η γοητεία είναι αρχικά ιδιότητες του σεξουαλικού αντικειμένου κι ότι είναι αξιοσημείωτο ότι τα γεννητικά όργανα που η θέα τους προκαλεί πάντα ερεθισμό, δεν μπορούν ποτέ να κριθούν σαν ωραία, αντίθετα ο χαρακτήρας της ομορφιάς φαίνεται πως ταιριάζει σε ορισμένα δευτερεύοντα σεξουαλικά σημεία» (σ.22).

Επίσης, μας λέει ότι «δεν υπάρχει καμία συμβουλή που να κάνει για όλους, ο καθένας θα πρέπει να δοκιμάζει μόνος του με ποιον ιδιαίτερο τρόπο μπορεί να γίνει ευτυχισμένος» (σ. 23). 

 

Και παρακάτω αναφέρεται ξανά στην θρησκεία λέγοντας ότι «η θρησκεία βλάπτει αυτό το παιχνίδι της εκλογής και της προσαρμογής με το να επιβάλλει σε όλους με τον ίδιο τρόπο τον δικό της δρόμο προς την ευτυχία και την αποφυγή του πόνου. Η τεχνική της έγκειται στο να μειώνει την αξία της ζωής και να παραμορφώνει απατηλά την εικόνα του πραγματικού κόσμου, πράγμα που έχει σαν προϋπόθεση την καταπτόηση της ευφυίας» (σ.σ. 23,24).

Για τον Φρόυντ όπως ο ίδιος λέει «υπάρχουν πολλοί δρόμοι που μπορεί να οδηγήσουν στην ευτυχία όπως είναι εφικτοί στον άνθρωπο, δεν υπάρχει όμως κανένας που να οδηγεί σίγουρα εκεί, ούτε η θρησκεία μπορεί να τηρήσει την υπόσχεσή της, όταν ο πιστός αναγκάζεται τελικά να μιλήσει για τις ανεξιχνίαστες βουλές του Θεού, ομολογεί πως σαν τελευταία παρηγοριά και πηγή ηδονής μέσα στον πόνο του έχει απομείνει μόνο η άνευ όρων υποταγή, κι αν είναι έτοιμος γι’ αυτή θα μπορούσε ίσως να έχει γλιτώσει την χρονοτριβή» (σ. 24).

Ασφαλώς, ο Φρόυντ αναφέρεται και στις σεξουαλικές σχέσεις, συγκεκριμένα αναφέρει το εξής: «είπαμε πως η σεξουαλική αγάπη προσφέρει στον άνθρωπο τις ισχυρότερες ικανοποιήσεις, του δίνει στην πραγματικότητα το πρότυπο για κάθε ευτυχία και θα έπρεπε να του έχει υποβάλλει να αναζητά και στο εξής την ευτυχία της ζωής στον τομέα των σεξουαλικών σχέσεων, να θέσει τον σεξουαλικό έρωτα στο επίκεντρο της ζωής» (σ.σ. 35,36). Βέβαια, ο άνθρωπος ακόμη κι όταν επενδύσει σε κάτι τέτοιο, στο “εκλεγμένο σεξουαλικό αντικείμενο”, «υπάρχει η πιθανότητα να εκτεθεί σε ισχυρότερο πόνο αν περιφρονηθεί απ’ αυτό ή αν το χάσει εξαιτίας απιστίας ή θανάτου» (σ. 36).

Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι διακρίνει την αγάπη σε ανακομένη και αισθησιακή… σύμφωνα με τα λόγια του: «η ανακομένη αγάπη ήταν αρχικά αισθησιακή αγάπη και είναι ακόμη στο ασυνείδητο των ανθρώπων. Και οι δύο, η αισθησιακή και η ανακομένη αγάπη βγαίνουν από τα όρια της οικογένειας και δημιουργούν νέες σχέσεις με ξένους μέχρι τώρα. Η σεξουαλική αγάπη οδηγεί σε δημιουργία νέων οικογενειών, η ανακομένη σε φιλίες που έχουν σημασία για τον πολιτισμό, επειδή ξεφεύγουν από μερικούς περιορισμούς της σεξουαλικής αγάπης, παραδείγματος χάρη, την αποκλειστικότητά της. Αλλά η σχέση της αγάπης προς τον πολιτισμό δεν είναι πια στην πορεία της εξέλιξης μονοσήμαντη. Από το ένα μέρος η αγάπη αντιστέκεται στα συμφέροντα του πολιτισμού, από το άλλο ο πολιτισμός απειλεί την αγάπη με σημαντικούς περιορισμούς» (σ. 37). Άρα έχουμε τρία είδη αγάπης, την διακρίνει σε αισθησιακή, σεξουαλική και ανακομένη.


 

Προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάτι που ο Φρόυντ αναφέρει παρακάτω, ότι «μία από τις κύριες επιδιώξεις του πολιτισμού είναι να συνδέει τους ανθρώπους σε μεγάλες ενότητες. Η οικογένεια όμως δε θέλει να αφήσει το άτομο ελεύθερο. Όσο στενότερη είναι η συνοχή των μελών της οικογένειας, τόσο πιο πολύ τείνουν συχνά να απομονώνονται από τους άλλους, τόσο δυσκολότερη τους γίνεται η είσοδος στον πλατύτερο κύκλο της ζωής» (σ. 37).

Αυτό θα λέγαμε ότι εξηγεί κάποιες φορές το «σύνδρομο της άδειας φωλιάς», όταν δηλαδή τα παιδιά θέλουν να φύγουν από την οικογένεια και οι γονείς όσο κι αν γνωρίζουν ότι αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, δεν την επιθυμούν και θυμώνουν ή κατά μία έννοια βιώνουν παρόμοια συναισθήματα όπως στα στάδια του πένθους μπροστά σε μια άλλου είδους απώλεια. Οι γονείς ποτέ δεν είναι απόλυτα προετοιμασμένοι για αυτή την στιγμή που τα παιδιά θα ανοίξουν τα δικά τους φτερά και θα πετάξουν μακριά αναζητώντας τη δική τους πορεία στο ταξίδι της ζωής. Για κάποιους γονείς είναι τόσο δύσκολη κι επώδυνη αυτή η στιγμή που θα προτιμούσαν να μην ήταν ελεύθερα τα παιδιά τους για να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Θα ήθελαν τα παιδιά τους να παραμείνουν για πάντα μαζί τους. Γενικά αυτό το φαινόμενο το βλέπουμε έντονα να υφίσταται στην Ελληνική οικογένεια και δεν είναι καθόλου τυχαία όλα αυτά τα ανέκδοτα για την κακιά πεθερά, η οποία δεν αποδέχεται ποτέ την νύφη της, καθώς νιώθει ότι της έκλεψε τον γιο.

Μας εξηγεί επίσης, ότι οι «γυναίκες εκπροσωπούν τα συμφέροντα της οικογένειας και της σεξουαλικής ζωής, η πολιτιστική εργασία έγινε περισσότερο υπόθεση των ανδρών, τους θέτει διαρκώς δυσκολότερα προβλήματα, τους εξαναγκάζει σε μετουσίωση των ορμών, όπου οι γυναίκες δεν μπορούν να ανταποκριθούν εύκολα. Επειδή ο άνθρωπος δεν διαθέτει απεριόριστες ποσότητες ψυχικής ενέργειας, πρέπει να εκτελέσει τα καθήκοντά του με κατάλληλη κατανομή της σεξουαλικής ενέργειας. Ό,τι καταναλώνει για πολιτιστικούς σκοπούς, το αφαιρεί κατά μεγάλο μέρος από τις γυναίκες και τη σεξουαλική ζωή: η διαρκής τους συνεργασία με άνδρες, η εξάρτησή του από τη σχέση προς αυτούς τον αποξενώνει μάλιστα από τα καθήκοντά του σαν συζύγου και πατέρα. Έτσι η γυναίκα βλέπει πως από τις απαιτήσεις του πολιτισμού απωθείται στα παρασκήνια και παίρνει απέναντί του εχθρική στάση» (σ. 38). 


 

Από την μέση του βιβλίου του κι έπειτα, ο Φρόυντ στρέφεται ακόμη περισσότερο σε μία ανάλυση του ρόλου που έχει η θρησκεία στον πολιτισμό και στην ζωή των ανθρώπων. Εξηγεί την εντολή: «αγάπα τον πλησίον σου περισσότερο από τον εαυτό σου», όπως επίσης, ότι οι θρησκείες δεν μπορούν να κατανοηθούν με βάση τη λογική, αλλά περισσότερο ως εσωτερικό βίωμα, το οποίο πιστοποιεί την αλήθεια που κρύβεται μέσα σε μία θρησκεία. Αλλά, ο Φρόυντ διερωτάται τι γίνεται με τόσους ανθρώπους που δεν έχουν ένα τέτοιο παράξενο βίωμα.

Θα λέγαμε ότι ο Φρόυντ βλέπει περισσότερο τις θρησκείες ως μία αυταπάτη, αλλά και ως ένα αναγκαίο κακό, όπου χωρίς αυτό ο άνθρωπος δεν θα είχε κανένα εμπόδιο να ανακόψει τις ορμές του για παράδειγμα να φονεύσει τον διπλανό του. Δεν πιστεύει όμως ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η διδασκαλία της θρησκείας στα σχολεία και αναρωτιέται αν αφού έχει αναγνωρίσει τα θρησκευτικά δόγματα σαν αυταπάτες, αν θα έπρεπε να αναγνωρίσει ως τέτοια και κάποια άλλα πολιτιστικά αποκτήματα που τα εκτιμούμε πολύ και που επηρεάζουν τη ζωή μας και ενδεχομένως είναι της ίδιας φύσης. Ο Φρόυντ παραλληλίζει την θρησκεία με καταναγκαστική νεύρωση όπως ακριβώς αυτή του παιδιού που προέρχεται από το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, από την σχέση προς τον πατέρα, εφόσον οι περισσότερες θρησκείες είναι μονοθεϊστικές, κι άρα ο ένας Θεός παραλληλίζεται με τον πατέρα.

Τέλος, ο Φρόυντ διερωτάται επίσης σχετικά με το τι επιρροή θα έχει το βιβλίο του αυτό στους ανθρώπους και αν τυχόν προκαλέσει κακό, καθώς χωρίς την θρησκεία ο κόσμος ίσως να οδηγούνταν στο χάος. Σε μια σύγκριση ανάμεσα στην επιστήμη και την θρησκεία λέει ο ίδιος: «γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι να αποφύγουμε τις αυταπάτες, ίσως και οι ελπίδες που τρέφω να είναι αυταπάτες, αλλά επιμένω σε μια διαφορά. Οι αυταπάτες μου εκτός από το ότι η μη αποδοχή τους δεν τιμωρείται, δεν είναι σαν τις θρησκευτικές, ώστε να μην επιδέχονται διόρθωση, δεν έχουν παρανοϊκό χαρακτήρα» (σ. 116).

Αυτά κι άλλα πολλά αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο του Φρόυντ, αξίζει σίγουρα να το διαβάσει κανείς, καθώς θα εμβαθύνει στον τρόπο σκέψης και θεώρησης του πατέρα της ψυχανάλυσης.

 

Πηγή:

Φρόυντ (1974), Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας, το μέλλον μιας αυταπάτης, μετάφραση: Γ. Βαμβαλής, Εκδόσεις: Επίκουρος

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου