«Μάλλον φλύαροι», οι αυτιστικοί
Αν και τα αυτιστικά παιδιά θεωρούνται συχνά ως βωβά όντα, ο Λακάν τα παρουσιάζει ως φλύαρα. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Όσο κι αν εσείς δυσκολεύεστε να ακούσετε, να καταλάβετε σε όλο τους το εύρος τα όσα λένε, αυτό καθόλου δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για προσωπικότητες μάλλον φλύαρες». Τα αυτιστικά παιδιά δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν τον λόγο, γιατί οι λέξεις έχουν μεγάλη βαρύτητα και δεν αισθάνονται άνετα με αυτές τις λέξεις (Μαλβάλ, 2016, σελ. 87).
Περισσότερα από τα μισά αυτιστικά παιδιά μιλούν, αλλά με ιδιόμορφο τρόπο. Οι γονείς συνήθως παρατηρούν ότι τα αυτιστικά παιδιά μαθαίνουν εύκολα καινούργιες λέξεις, χωρίς όμως να τις χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν με τους άλλους. Επίσης, σε αυτιστικούς με υψηλή λειτουργικότητα η φωνή συχνά είναι τεχνητή, ιδιαίτερη, χωρίς εκφραστικότητα. «Οι λέξεις εκστομίζονται μάλλον παρά μιλιούνται, προέρχονται από ένα απομνημονευμένο νοητικό ρεπερτόριο, τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο για αυτά τα υποκείμενα από μια προσωπική έκφραση» (Μαλβάλ, 2016, σελ. 88). Τα αυτιστικά άτομα δυσκολεύονται δηλαδή να μιλήσουν για τον εαυτό τους και για τα συναισθήματά τους, ενώ συχνά κάνουν μονόπλευρες συζητήσεις και ασταμάτητες ερωτήσεις. Μπορούν να μιλούν ασταμάτητα και με ενθουσιασμό για θέματα που τους ενδιαφέρουν.
Σύμφωνα με τον Μάλβαλ (2016, σελ. 90-91), «η πολυλογία του αυτιστικού δεν είναι ουσιαστικά μια μοναχική απόλαυση της φωνής, αντιθέτως προσπαθεί να κρατήσει στο περιθώριο αυτήν τη φωνή που προκαλεί τρόμο στο υποκείμενο. Στην παιδική ηλικία, κατά τον ίδιο τρόπο που μιλάει εξαλείφοντας τη φωνή, ο αυτιστικός βουλώνει σκόπιμα τα αυτιά του. Η φωνή ως ενορμητικό αντικείμενο δεν είναι η ηχητική της ομιλίας, αλλά αυτό που φέρει την παρουσία του υποκειμένου μέσα στα λεγόμενά του. Πρόκειται για μείζονα σταθερά της αυτιστικής λειτουργίας το να προστατεύεται κανείς από κάθε αγχωτική ανάδυση του αντικειμένου φωνή. Από τη δική του με την πολυλογία ή τη βωβότητα, και από εκείνη του Άλλου με την αποφυγή της συνομιλίας. Η αυτιστική πολυλογία είναι μια καθησυχαστική άσκηση της ομιλίας μέσα στην οποία η φωνή σβήνεται, δεν τοποθετείται στον τόπο του Άλλου, κι έτσι δεν διχάζει το υποκείμενο που μπορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να την ελέγχει».
Ο Μάλβαλ επισημαίνει ότι ο αυτιστικός επιλέγει την πολυλογία ώστε να χαθεί η φωνή του μέσα σε αυτήν και να μην επικεντρωθεί κανείς στην ομιλία. Οι βωβοί αυτιστικοί μερικές φορές μπορεί να βγουν για λίγο από τη σιωπή τους να προφέρουν μια τέλεια δομημένη φράση και έπειτα να ξαναγυρίσουν στη βωβή τους απόσυρση. Επίσης, ο ίδιος αναφέρει: «Ο αυτιστικός δεν τοποθετεί τη φωνή του μέσα στο κενό του Άλλου, κάτι το οποίο θα του επέτρεπε να εγγραφεί υπό το εναδικό σημαίνον της πρωταρχικής ταύτισης… Κατά τον ίδιο τρόπο που το βλέμμα υποστηρίζει αυτό που λείπει στο πεδίο της όρασης, η φωνή ενσαρκώνει την έλλειψη στο λεκτικό πεδίο» (σελ. 94).
Και στη συνέχεια, ο Μάλβαλ τονίζει το άγχος που βιώνει ο αυτιστικός εξαιτίας του φωνητικού αντικειμένου. «Η πολυλογία, λοιπόν του αυτιστικού φαίνεται να έχει ως λειτουργία να καταπνίγει και να περιστέλλει μια φωνή την εκδήλωση της οποίας φοβάται. Το αυτί του αυτιστικού δεν είναι κλειστό στη φωνή: γνωρίζουμε την ευαισθησία του στους θορύβους» (σελ. 95). Ο Λακάν υποστηρίζει ότι μια φωνή δεν αφομοιώνεται, ενσωματώνεται. Σύμφωνα με τον Ζακ- Αλέν Μιλέρ, αυτό που προσδένει το άτομο στον Άλλο είναι η φωνή στο πεδίο του Άλλου. Όταν αυτό αποτυγχάνει, τότε «το σημαίνον δεν κωδικοποιεί την απόλαυση, κι έτσι το εναδικό σημαίνον, αρμόδιο να εκπροσωπεί το υποκείμενο ενώπιον των άλλων σημαινόντων, δεν λειτουργεί» (σελ. 96).
Οι αυτιστικοί υποφέρουν αρκετά από τη μοναξιά τους και συχνά προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους άλλους. Επιθυμούν την επικοινωνία χωρίς να συνδέεται με τη φωνητική τους απόλαυση. Συχνά, οι αυτιστικοί καταλήγουν να μιλούν χωρίς να λένε κάτι. Έτσι, φαίνονται λαλίστατοι, χωρίς όμως να έχουν αναπτύξει δεξιότητες επικοινωνίας. «Ο μονόλογος τείνει να επιλύσει τη δυσκολία με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο αυτιστικός για τον οποίο η μοναξιά γίνεται επώδυνη: του επιτρέπει να πηγαίνει προς τον άλλο μιμούμενος το πρόπλασμα μιας συνομιλίας χωρίς να δεσμεύει τη φωνή του» (σελ. 98). Ο αυτιστικός όταν μιλάει δεν απευθύνεται σε κάποιον και φαίνεται λες και μιλάει στο κενό. Ορισμένοι αυτιστικοί δεν έχουν καθόλου επιτονισμό και ο λόγος τους μοιάζει σαν μια μονότονη ψαλμωδία.
Μαλβάλ, Ζαν- Κλωντ. (2016). Ο αυτιστικός και η φωνή του. Αθήνα: Εκκρεμές.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου