Ως προβληματικές μορφές συμπεριφοράς θεωρούνται οι ενέργειες και οι στάσεις
του παιδιού, οι οποίες δεν συνάδουν με την ηλικία του και σχετίζονται με σταθερά πρότυπα προκλητικής,
αντικοινωνικής και επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους (συνομηλίκους, γονείς, δασκάλους, κλπ.), (Κουρκούτας, 2007).
Επιθετικότητα σε διάφορες μορφές
συναντάμε σε όλες τις περιοχές της κοινωνικής ζωής, την οποία και διαταράσσει.
Ανάμεσα στα παιδιά, ανάμεσα στους συζύγους, ανάμεσα στους εργοδότες και
εργαζομένους, ανάμεσα στις ιδεολογίες και στις φυλές, ανάμεσα στους λαούς και
τα έθνη (Βουϊδάσκης, 1987). Περιλαμβάνει δε, ένα μεγάλο φάσμα ενεργειών και
εκδηλώσεων, από την απλή λεκτική προσβολή και υποτίμηση της προσωπικότητας του
άλλου, μέχρι τις δολοφονίες και τους πολέμους, αλλά και την αυτοκαταστροφή
(αυτοχειρία). Δεν υπάρχει ομοφωνία για τα αίτια της επιθετικότητας ούτε κοινή
βάση για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της.
Η επιθετικότητα, βασικό χαρακτηριστικό των διαταραχών συμπεριφοράς εκτείνεται σε ένα μεγάλο φάσμα αντιδράσεων που διαφοροποιούνται μεταξύ τους (ένταση, διάρκεια, μορφή, σκοπό, στόχο, κίνητρα, συνοδευτικά συναισθήματα, κοκ.). Στο ένα άκρο του φάσματος τοποθετούνται οι
ακραίες βίαιες επιθετικές μορφές συμπεριφοράς που παρατηρούνται σε εφήβους
και ενήλικους (σωματική βία, βανδαλισμοί, εγκληματικότητα) και στο άλλο άκρο, οι ήπιες μορφές επιθετικότητας που μπορεί να
περιλαμβάνουν προκλητικές στάσεις ή συγκαλυμμένες μορφές
λεκτικής και μη λεκτικής επιθετικότητας (π.χ. εναντίωση, ψέμα, κλοπή μικροαντικειμένων) που παρατηρούνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στην παιδική ηλικία (βλ. Κουρκούτας, 2007).
Οι κύριες μορφές επιθετικότητας
περιλαμβάνουν τα εξής δίπολα:
Έκδηλη – Λανθάνουσα
Έκδηλη μορφή επιθετικότητας είναι
εκείνη που μεταβάλλεται σε συμπεριφορά και είναι δυνατόν να παρατηρηθεί, ενώ
λανθάνουσα είναι εκείνη η μορφή που εμφανίζεται μόνο στην περιοχή του
συνειδητού και του ασυνείδητου. Μπορεί δηλαδή η επιθετικότητα να είναι
ορατή-έκδηλη αλλά και αόρατη-λανθάνουσα.
Άμεση – Έμμεση
Η διαφορά μεταξύ άμεσης και
έμμεσης μορφής επιθετικότητας βρίσκεται στο αντικείμενο προς το οποίο
κατευθύνεται η επιθετική ενέργεια. Η άμεση επιθετικότητα στρέφεται κατευθείαν
εναντίον του αντικειμένου που στοχεύει να βλάψει, ενώ η έμμεση μορφή
μετατοπίζεται από το αρχικό της αντικείμενο σ’ ένα υποκατάστατο.
Εξωστρεφής – Ενδοστρεφής
Η εξωστρεφής κατευθύνεται προς
τον έξω κόσμο, «εξωποινική» και η εσωστρεφής εναντίον του ίδιου του προσώπου
από το οποίο προέρχεται, σαν «αυτοεπιθετικότητα» ή «ενδοποινική». Η ενδοποινική
επιθετικότητα είναι πιο οδυνηρή από την εξωποινική.
Εκφραστική – Συντελεστική
Η εκφραστική επιθετική πράξη
γίνεται η ίδια αυτοσκοπός (επιθετικότητα για την επιθετικότητα) και συνοδεύεται
άμεσα με οξυθυμικές ενδοπροσωπικές διεγέρσεις. Αντίθετα η συντελεστική μορφή
επιθετικότητας εξυπηρετεί μόνο ως μέσο για την πραγματοποίηση ενός
συγκεκριμένου σκοπού έξω από την επιθετική ενέργεια.
Φυσική – Ψυχική
Η διαφορά μεταξύ αυτών των δυο
αναφέρεται στη μορφή εκδήλωσης της επιθετικότητας στη συμπεριφορά. Η φυσική
επιθετικότητα εκδηλώνεται σε πράξη, που βασίζεται στην πρόθεση να προξενήσει
σωματική βλάβη σ’ ένα πρόσωπο ή ζώο, ενώ η ψυχική εμφανίζεται με συμβολική και
μεσολαβητική μορφή.
Κοινωνική – Αντικοινωνική
Είναι δυο διαφορετικές μορφές
επιθετικότητας και ο σαφής τους διαχωρισμός προϋποθέτει περισσότερο την αποδοχή
του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Τα κοινωνικά κριτήρια παίζουν σημαντικότερο
ρόλο από τα ψυχολογικά. Κοινωνικές επιθετικότητες είναι μορφές εχθρικών πράξεων
που γίνονται αποδεκτές μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμό στο πλαίσιο των
κοινωνικών κανόνων και αξιών. Στις αντικοινωνικές επιθετικότητες
συμπεριλαμβάνονται όλες εκείνες οι πράξεις που γίνονται ταμπού και
καθιερώνονται αρνητικά με νόμιμους και ηθικούς κανόνες του κοινωνικού
συστήματος.
Εκείνες οι μορφές επιθετικότητας
που δεν έχουν την πρόθεση ή το σκοπό να βλάψουν ή να τραυματίσουν τον άλλο
(π.χ. τα ατυχήματα) δεν μπορούν να θεωρηθούν επιθετικές μορφές. Επίσης κι
εκείνες οι μορφές επιθετικής συμπεριφοράς, που έχουν πρόθεση και σκοπό
αντι-επιθετικής φύσης (π.χ. η αντίσταση και η άρνηση εκτέλεσης διαταγής, που
απαιτεί πραγματοποίηση κοινωνικής επιθετικότητας όπως σε περίπτωση πολέμου, την
αφαίρεση ανθρώπινης ζωής κλπ) πρέπει με τα ψυχολογικά κριτήρια να αποκλειστούν
από την κατηγορία των επιθετικών πράξεων (Βουϊδάσκης, 1987).
Η επιθετική προκλητική συμπεριφορά είναι μία από τις
συνηθισμένες και τις πιο συχνές μορφές
προβληματικής συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία και συνήθως εκδηλώνεται με συνεχόμενες επιθετικές προκλήσεις (άσκηση σωματικής βίας, κλοπές,
ψέματα) όπως και εχθρική στάση απέναντι στους δασκάλους ,τους συμμαθητές, τους
μεγάλους, περισσότερο όμως στους υπεύθυνους των αρχών. Εκεί που πρέπει να δοθεί
έμφαση είναι ότι η κατηγορία των ατόμων με προβλήματα -
διαταραχές συμπεριφοράς, παρά τα κοινά γνωρίσματα χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποικιλία και ετερογένεια, και όσον αφορά την υποκείμενη ψυχική οργάνωση, αλλά και όσον αφορά την εκδήλωση των συμπτωμάτων
(ό.α. στον Κουρκούτα, 2007).
Έχει διαπιστωθεί (ό.α. στον Κουρκούτα, 2007) ότι τα
επιθετικά παιδιά έχουν εχθρικές προκαταταλήψεις και συνήθως επιρρίπτουν ευθύνες και εχθρικές
διαθέσεις στους άλλους και είναι αυτή η στάση τους που δημιουργεί τα προβλήματα
αντιπαράθεσης και συγκρούσεων ιδιαίτερα
με τους συνομήλικους. Συνήθως, τα παιδιά αυτά έχουν την προδιάθεση να
δημιουργούν αρνητικές καταστάσεις με τον περίγυρο τους(μεγάλους και μικρούς),
οι οποίες επιβεβαιώνουν τις μη αποδεκτές και αρνητικές συμπεριφορές τους
που ήδη έχουν, αλλά και την αντίληψη την οποία έχουν
για τον εαυτό τους και τους άλλους.
Τα αρνητικά συναισθήματα, όπως ο θυμός και η
οξυθυμία μάλλον είναι οι κυρίαρχες συναισθηματικές καταστάσεις από τις οποίες διακατέχονται τα παιδιά με αντιδραστικές διαταραχές και συμπεριφορικά προβλήματα. Οι Crick και Dodge διαπίστωσαν ότι η συνεχής ένταση και ο θυμός είναι συστατικά στοιχεία του μηχανισμού απόδοσης εχθρικών τάσεων στους άλλους (λανθασμένη ερμηνεία των συμπεριφορών των άλλων προσώπων), (Κουρκούτας, 2007).
Σύμφωνα με τα δεδομένα που υπάρχουν τα συγκεκριμένα
αρνητικά συναισθήματα όταν εκφράζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι δυνατόν να
αποτελούν και προϊόν των αρνητικών χειρισμών από μέρους
του, των γονέων, των εκπαιδευτικών και γενικότερα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Όταν
λοιπόν η αντιμετώπιση των παιδιών με προβλήματα
συμπεριφοράς γίνεται με τον ίδιο (προβληματικό) τρόπο, δηλαδή με επιθετικό, αυστηρό ή τιμωρητικό τρόπο, στο σχολείο, στο σπίτι κτλ, συνήθως επιδεινώνει τις εσωτερικές εντάσεις και τα συναισθήματα θυμού ή εκδίκησης αυτών των παιδιών, ανοίγοντας έτσι μεγαλύτερο ρήγμα στις σχέσεις και τους συνεκτικούς δεσμούς με τους ενήλικους και αυξάνοντας τις πιθανότητες
επιδείνωσης των επιθετικών εκφράσεων (Η βία φέρνει βία), (Κουρκούτας,
2007).
Τα προβλήματα και οι διαταραχές
συμπεριφοράς ή ακόμη και οι καθημερινές ενοχλητικές
συμπεριφορές, θεωρούνται από τις βασικές αιτίες της κακής λειτουργίας της τάξης, της οποία οι εκπαιδευτικοί
εκλαμβάνουν ως προσβολή της επαγγελματικής και προσωπικής τους ταυτότητας, κάτι που τους δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη αρνητικών στάσεων, συναισθημάτων άγχους, δυσφορίας και εξουθένωσης.
Έτσι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα
που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί είναι η διαχείριση των μικρών ή μεγάλων καθημερινών προβλημάτων συμπεριφοράς μέσα στην τάξη καθώς και η διαχείριση του «στρες» που τους
διακατέχει το οποίο πηγάζει από αυτές τις συμπεριφορές (Rogers, 1996, ο.α. στον Κουρκούτα, 2007).
Οι εντάσεις των συναισθημάτων, τα άγχη διαχείρισης, αλλά και το
αίσθημα ματαίωσης που προκαλούν οι προβληματικές συμπεριφορές των παιδιών στους εκπαιδευτικούς αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα που
επιδεινώνει τις συγκρούσεις μεταξύ τους,
αφού συχνά παρασυρμένοι και προκατειλημμένοι , οι εκπαιδευτικοί, δημιουργούν
αρνητικές και στερεότυπες αντιλήψεις για
τα συγκεκριμένα παιδιά και συχνά δεν αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα σε
συναισθηματικό και ψυχολογικό τομέα που ενυπάρχουν πίσω από την επιθετικότητα και την γενικότερη προβληματική συμπεριφορά
τους. Ασχολούνται κυρίως με το τι έχουν να αντιμετωπίσουν κάθε μέρα και με ποιο
τρόπο θα καταστείλουν τη δυσμενή λειτουργία της τάξης τους. Έτσι λοιπόν είναι
βασικό να κατανοήσουν οι εκπαιδευτικοί τη ρίζα του προβλήματος και όχι να
καταφεύγουν σε στάσεις όπως είναι η τιμωρία, η οποία από μόνη της, γεννά ακόμα
περισσότερα αρνητικά συναισθήματα κι επομένως κι άλλα προβλήματα συμπεριφοράς.
Παρόλα αυτά οι δάσκαλοι συνηθίζουν να αντιμετωπίζουν τα επιθετικά παιδιά χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό αρνητικών τρόπων αντιμετώπισης, (προειδοποιήσεις, τιμωρίες, επιπλήξεις, αποβολές και παραπομπές τους στην διεύθυνση), (Κουρκούτας, 2007).
Αντί λοιπόν να γίνει εστίαση στη ρίζα του
προβλήματος, επιλέγεται ο εύκολος τρόπος της τιμωρία, ο οποίος μπορεί να
καταστείλει το πρόβλημα προσωρινά, ενώ είναι αποτελεσματικός μόνο στα λιγότερο
«προβληματικά» παιδιά. Έτσι, ο εκπαιδευτικός
απομακρύνεται από την πραγματική
κατανόηση της ψυχολογίας του παιδιού με αποτέλεσμα κι εκείνος και ο μαθητής να
εμπλέκονται σε μια σχέση αντιπαράθεσης με το παιδί να τείνει να ταυτίζεται όλο και περισσότερο με μία αρνητική αυτό-εικόνα (Κουρκούτας, 2007).
Βουϊδάσκης, Β. (1987). Η επιθετικότητα σαν κοινωνικό πρόβλημα στην οικογένεια και στο σχολείο.
Συμβολή στην κοινωνιολογία της παιδείας. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
Κουρκούτας,
Η.Ε. (2007). Χαρακτηριστικά λειτουργίας και τρόποι αντιμετώπισης των παιδιών με
επιθετικές μορφές συμπεριφοράς στο πλαίσιο του σχολείου και της τάξης. Στην Ε.
Μακρή- Μπότσαρη (Επιμ,), Διαχείριση
Προβλημάτων Σχολικής Τάξης (Τόμ. Α’), (σσ. 171- 190). Αθήνα: Υπουργείο
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων & Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου