Η
ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα) εντάσσεται στις μη ειδικές μαθησιακές δυσκολίες και έχει σημαντική επίδραση στη μάθηση και τη συμπεριφορά. Εκδηλώνεται με γνωστικά ελλείμματα και προβλήματα στη συμπεριφορά ενώ τα
συμπτώματα που εμφανίζει το παιδί λόγω της ΔΕΠ-Υ παρεμποδίζουν τη λειτουργικότητα και
την προσαρμογή του παιδιού. Όσον αφορά τη μάθηση, το παιδί με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει
δυσκολίες λόγω της ελλειμματικής λειτουργίας του μηχανισμού της προσοχής.
Επομένως, η μάθηση μπορεί να διαταραχτεί τόσο στο επίπεδο των σχολικών γνώσεων
όσο και στο επίπεδο της συμπεριφοράς (Μανιαδάκη, 2001).
Η
τροποποίηση της συμπεριφοράς είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη θεραπεία για
την αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ . Ένα από τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης
συμπεριφορικής προσέγγισης είναι η εμπλοκή και συνεργασία γονέων και
εκπαιδευτικών. Στόχος της εν λόγω προσέγγισης είναι οι ειδικοί να εκπαιδεύσουν
τους γονείς ώστε να συμβάλλουν στην ενίσχυση της συμπεριφοράς του παιδιού. Η
τροποποίηση της συμπεριφοράς θα πρέπει να εφαρμόζεται και από τους
εκπαιδευτικούς, που θα πρέπει να χρησιμοποιούν στρατηγικές διαχείρισης της
ΔΕΠ-Υ στην τάξη, κυρίως μέσα από λεκτικές επιβραβεύσεις και άλλες ανταμοιβές,
που ενισχύουν τις συμπεριφορές προσοχής. Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις μπορεί
να συνδυαστούν με φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, αυτή η παρέμβαση δεν
ανταποκρίνεται θετικά σε όλα τα παιδιά και σε όλες τις περιπτώσεις (Barabasz & Barabasz,
1995).
Η
γνωστική- συμπεριφοριστική προσέγγιση αποτελεί μια θεραπεία με μεγαλύτερη
ευελιξία από την τροποποίηση της συμπεριφοράς και τη φαρμακευτική αγωγή (Barabasz & Barabasz,
1995).
Ένα βασικό
ερώτημα για την αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ είναι αν θα πρέπει οι μαθητές να
παρακολουθούν ειδικές τάξεις ή αν η παρέμβαση θα πρέπει να γίνεται σε κανονικές
τάξεις. Παλαιότερα, οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ τοποθετούνταν σε ειδικές εκπαιδευτικές
τάξεις, που ήταν αίθουσες χωρίς παράθυρα, πίνακες και εικόνες, παρά μόνο τα
απαραίτητα έπιπλα, ώστε να μην αποσπάται η προσοχή των μαθητών. Ο κάθε μαθητής
παρακολουθούσε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα, που ακολουθούσε το
συμπεριφοριστικό μοντέλο (αμοιβές με τη μορφή βαθμών και αντάλλαγμα με διάφορα
αγαθά). Βασικός στόχος αυτών των τάξεων ήταν η μείωση των ερεθισμάτων και η
ενίσχυση της αύξησης του ελέγχου.
Ωστόσο,
υπάρχουν και οι ειδικοί που υποστηρίζουν ότι είναι καλύτερη η παραμονή των
παιδιών στια κανονικές τάξεις ώστε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μέσα σε αυτές.
Μπορεί, δηλαδή, μέσα στην κανονική τάξη να εφαρμοστούν συμπεριφορικά και
γνωσιακά προγράμματα παρέμβασης και τεχνικών, ενώ αλλαγές θα πρέπει να
πραγματοποιηθούν στη δομή των μαθημάτων, του σχολικού έργου και της τάξης
(Κάκουρος, 2001).
Στα
συμπεριφορικά προγράμματα στόχος είναι ο καθορισμός σαφών κανόνων και οδηγιών,
ο έπαινος του παιδιού για την καλή συμπεριφορά του, η χρήση της τεχνικής της
απομάκρυνσης από το ερέθισμα ή των επιπλήξεων. Ένα συμπεριφορικό πρόγραμμα θα
πρέπει να περιλαμβάνει την επιβολή κατάλληλων συνεπειών ως άμεση αντίδραση σε
συμπεριφορές του παιδιού, καθώς και την παροχή θετικών και αρνητικών
ενισχύσεων, ώστε να μάθει το παιδί να συμμορφώνεται στους κανόνες της τάξης.
Είναι σημαντικό ο εκπαιδευτικός να παρέχει σαφείς ενισχύσεις, που συνδέονται με
την τήρηση των κανόνων της τάξης. Για την επιτυχή εφαρμογή ενός συμπεριφορικού
προγράμματος απαιτείται επαρκή συνεργασία ανάμεσα στους γονείς και το σχολείο,
ενώ θα πρέπει να ενισχύεται η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία (Κάκουρος,
2001).
Τα
γνωσιακά προγράμματα στοχεύουν στην ανάπτυξη του αυτοελέγχου του παιδιού, ώστε
να μπορεί να μπορεί το παιδί να ελέγχει τις συμπεριφορές του. Πρόκειται για
ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων του παιδιού για έλεγχο και παρατήρηση της
συμπεριφοράς τους.
Τα
προγράμματα παρέμβασης θα πρέπει να περιλαμβάνουν μείωση του σχολικού έργου,
αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας, καθορισμό σαφών κανόνων, αυτοπαρατήρηση, έλεγχο
της συχνότητας των προτροπών, τροποποίηση του περιβάλλοντος της τάξης, εφαρμογή
καλά δομημένων και προβλέψιμων δραστηριοτήτων, καλά οργανωμένο πρόγραμμα,
συνεργασία με τους ειδικούς και την οικογένεια και ανάπτυξη του θετικού
παιδαγωγικού κλίματος και καλής διαπροσωπικής σχέσης ανάμεσα στον εκπαιδευτικό
και το μαθητή (Κάκουρος, 2001).
Βιβλιογραφία
Barabasz, A., & Barabasz, M. (1995). Attention
Deficit Hyperactivity Disorder: Neurological basis and treatment alternatives.
Journal of Neurotherapy: Investigations in Neuromodulation, Neurofeedback and
Applied Neuroscience, 1 (1), 1-10.
Κάκουρος,
Ε. (2001). Τεχνικές παρέμβασης για την αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ στα πλαίσια της
προσχολικής και σχολικής αγωγής. Στο Ε. Κάκουρος (Επιμ.), Το υπερκινητικό παιδί (σσ. 97- 121). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μανιαδάκη,
Κ. (2001). Η επίδραση της ΔΕΠ-Υ στη μάθηση και τη συμπεριφορά. Στο Ε. Κάκουρος
(Επιμ.), Το υπερκινητικό παιδί (σσ.
47- 74). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου