Ο
Μακ Μέρφυ (Τζακ Νίκολσον) μεταφέρθηκε από τις αγροτικές φυλακές σε ένα ψυχιατρείο προκειμένου
να αξιολογηθεί η κατάστασή του και αν πάσχει από κάποια ψυχιατρική διαταραχή.
Από την αρχή είναι αρκετά αντιδραστικός και επαναστατεί απέναντι στις μεθόδους
του ψυχιατρείου, ενώ βρίσκει μια απασχόληση, που είναι να πλησιάσει τους
τροφίμους, οι οποίοι εκτός από την φαρμακευτική αγωγή και κάποιο πρόγραμμα που
τηρείται αυστηρά δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον μέσα στην καθημερινότητά τους. Ο
Μακ Μέρφυ δεν παίρνει τη φαρμακευτική αγωγή που του χορηγείται, κρύβοντας τα
χάπια κάτω από τη γλώσσα και πετώντας τα αργότερα. Δεν θέλει να γίνει
παθητικός, όπως είναι οι υπόλοιποι τρόφιμοι. Ωστόσο, ένα βασικό ερώτημα είναι
κατά πόσο φέρει μια ψυχική διαταραχή ή αν το κύριο πρόβλημα είναι ότι αντιδρά
στο σύστημα. Η λοβοτομή είναι η συνέπεια που υπέστη λόγω των αντιδράσεών του.
Ο
ίδιος το βρίσκει ενδιαφέρον να προσπαθήσει να βοηθήσει τους τροφίμους να
αρχίσουν να αναπτύσσουν επικοινωνία και επαφή με τους άλλους γύρω τους, να
ανοιχτούν, να σταματήσουν να είναι φυτά. Σε αυτό βοηθάει ιδιαίτερα η ανάπτυξη
ενός συναισθηματικού δεσμού μαζί τους. Αυτό αποτελεί το βασικό του στόχο μέσα
στο ψυχιατρείο, γίνεται μέρος της καθημερινότητάς του. Μέσα από την επαφή με
τους ψυχικά ασθενείς τροφίμους του ψυχιατρείου γίνεται και ο ίδιος καλύτερος
άνθρωπος. Νιώθει ότι προσφέρει στους άλλους και ταυτόχρονα στον εαυτό του.
Οι
περισσότεροι τρόφιμοι είναι φοβισμένοι και αποχαυνωμένοι, δέχονται σωματική και
ψυχική βία χωρίς καν να αντιδρούν, απλά έχουν συμβιβαστεί με το σύστημα του
ψυχιατρείου και δεν προβάλλουν καμία αντίσταση. Ο Μακ Μέρφυ βρίσκεται στο άλλο
άκρο από όλους αυτούς. Είναι ένας επαναστάτης, είναι αντιδραστικός και δεν
θέλει να νιώθει ότι οι άλλοι τον καθοδηγούν. Μέσα στο ψυχιατρείο αντιδρά όχι
μόνο για την δική του ελευθερία και τη διεκδίκηση σεβασμού, αλλά και των άλλων,
γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να βάζει τους άλλους σε
καλούπια.
Μία
σημαντική αντίθεση υπάρχει και ανάμεσα στον Μακ Μέρφυ που συγκεντρώνει τα
παραπάνω χαρακτηριστικά και τη νοσοκόμα Ratched, που χαρακτηρίζεται από
αυστηρότητα, πειθαρχία και επιβολή. Είναι τα βασικά της στοιχεία για να
επιβληθεί στους τροφίμους, όχι όμως για να τους βοηθήσει αλλά για να τους
χειραγωγεί. Κύριος στόχος είναι απλά η καταστολή της ελεύθερης σκέψης, η
έλλειψη κάθε ελευθερίας και σεβασμού της προσωπικότητας των άλλων.
Αυτό
που λείπει από όλους τους τροφίμους είναι η ανάπτυξη συναισθηματικών δεσμών που
θα τους κινητοποιήσουν και θα τους βοηθήσουν να διεκδικήσουν και την επαναφορά
στη ζωή μέσα από την αποκατάστασή τους.
Για να μην υπάρχουν προβλήματα στο ψυχιατρείο στόχος είναι η καταστολή
των ασθενών, που έχουν γίνει αρκετά άβουλοι και παθητικοί. Ακόμη και στην
ομαδική θεραπεία που γίνεται απουσιάζει κάθε συναίσθημα και δεν έχει αναπτυχθεί
καμία σχέση ανάμεσα στην αυστηρή, αυταρχική και αποστασιοποιημένη νοσοκόμα και
στους τροφίμους, Αγνοούνται τελείως οι πραγματικές τους ανάγκες και ακόμη και
οι ελάχιστες απολαύσεις που έχουν (π.χ. τσιγάρα) χρησιμοποιούνται σαν απειλή
για συμμόρφωση.
Ο
Μακ Μέρφυ προσεγγίζει τους τροφίμους δείχνοντας την προσοχή του και το
ενδιαφέρον του. Ασχολείται πραγματικά μαζί τους και αναπτύσσει μια συναισθηματική
σχέση με αυτούς, οι οποίοι μέχρι τότε φαινόταν ότι δεν έχουν καμία επαφή με το
περιβάλλον. Ο Ινδιάνος όσο καιρό ήταν στο ψυχιατρείο όλοι θεωρούσαν ότι δεν
καταλαβαίνει τη γλώσσα και δεν ξέρει να μιλάει. Ωστόσο, με τον Μακ Μέρφυ άρχισε
να επικοινωνεί και στη συνέχεια να μιλάει κιόλας. Αυτό δείχνει το σημαντικό
ρόλο που παίζει η συνεισφορά της αλληλεπίδρασης με τους άλλους ανθρώπους στη
θεραπεία των ασθενών, σε συνδυασμό με τη φαρμακευτική αγωγή (Ζερβής, 2001. Kalpan et al., 2000).
Ο
Μακ Μέρφυ λειτουργούσε αρκετά υποστηρικτικά και ενθαρρυντικά στους άλλους,
προσπαθώντας να τους πείσει ότι μπορούν να τα καταφέρουν, μπορούν να
διεκδικήσουν πράγματα, να στηριχτούν στον εαυτό τους, να ψυχαγωγηθούν, να
κάνουν παρατηρήσεις και να απαιτήσουν ένα καλύτερο επίπεδο ζωής. Τους βγάζει
από τη ρουτίνα και το επαναλαμβανόμενο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν
και πάλι κάποιο ενδιαφέρον, να βρουν κάποιο νόημα στη ζωή τους, να μην είναι
τόσο ανασφαλείς. Ουσιαστικά, τους κάνει να νιώθουν ότι ξαναζούν, σαν να
επιστρέφουν στη ζωή. Αυτά που θα έπρεπε να γίνονται από εξειδικευμένο προσωπικό
παρέχονται στους ασθενείς από τον Μακ Μέρφυ. Πρόκειται για μία προσπάθεια να τους
ενισχύσει κοινωνικά και να τους ωθήσει στην αλληλεπίδραση με τους άλλους
ανθρώπους γύρω τους κυρίως μέσα από την συνεργασία και όχι τον ανταγωνισμό.
Η
βελτίωση της λειτουργικότητας του ατόμου και η αποκατάσταση των βασικών
ικανοτήτων του για να μπορέσει ο ασθενής να γίνει πιο λειτουργικός μέσα στην
καθημερινότητά του και να μπορεί να αναπτύξει επικοινωνία με τους άλλους
ανθρώπους στηρίζεται στις διάφορες μορφές ψυχοκοινωνικής παρέμβασης. Πρόκειται
για θεραπευτικές τεχνικές που θα πρέπει να εστιάζουν στην εκμάθηση κοινωνικών
δεξιοτήτων, τις συμπεριφορικές τεχνικές και καλλιέργεια και επανάκτηση των
χαμένων δεξιοτήτων και την ενθάρρυνση για ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης και
αυτοεκτίμησης του ατόμου. Ο ασθενής παράλληλα με την φαρμακευτική αγωγή θα
πρέπει να λαμβάνει στήριξη με στόχο την κοινωνική αποκατάσταση και επανένταξή
του, ή και μια οικογενειακή ψυχοθεραπευτική διαδικασία, που θα εκπαιδεύει και
θα παρεμβαίνει και στη θεραπεία της οικογένειας, επιλύοντας τα προβλήματα που
εμφανίζονται μέσα σε αυτή (Kaplan
et al., 2000).
Επιπλέον,
ο Μακ Μέρφυ λειτουργεί ως πρότυπο για όλους τους τροφίμους, καθώς κάνει όλα όσα
και οι ίδιοι θα ήθελαν να κάνουν. Οι τρόφιμοι δεν έχουν αναπτύξει καμία σχέση
ούτε μεταξύ τους, αλλά ούτε και με το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό. Η μόνη
επικοινωνία μεταξύ των τροφίμων είναι για να λογομαχήσουν ή να έρθουν σε
σύγκριση. Ο Μακ Μέρφυ τους βάζει και στη λογική της συνεργασίας και της
αλληλεπίδρασης. Ακόμη και όταν κάποιος από τους τροφίμους δεν ανταποκρίνεται ο
Μακ Μέρφυ έχει υπομονή, επιμένει και ενθαρρύνει αρκετά. Τους αντιμετωπίζει
όλους ως ισότιμους, ως ‘φυσιολογικούς’, έχει απαιτήσεις από αυτούς, τους
κινητοποιεί και τους δείχνει το δρόμο αφήνοντάς τους να αντιδράσουν, να
απαιτήσουν.
Ο
Μακ Μέρφυ υιοθετεί ένα θεραπευτικό ρόλο απέναντι στους τροφίμους, ενώ λαμβάνει
υπόψη όλα όσα θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο του προσωπικού. Οι
επιπτώσεις και μόνο του εγκλεισμού και η ανασφάλεια που έχει δημιουργηθεί στους
τροφίμους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Ο Μακ Μέρφυ κάνει όλα όσα δεν κάνει το
προσωπικό. Ακόμη, και η ομάδα που θα έπρεπε να λειτουργεί θεραπευτικά,
βοηθώντας τους ασθενείς να αναπτύξουν επαφή με το συναίσθημά τους και να
βελτιώσουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις είναι προσανατολισμένη στην ενίσχυση
της κατατονίας των ασθενών (Bennett,
2010).
Η
προσπάθεια του Μακ Μέρφυ και όσα κατάφερε δείχνουν τις δυνατότητες που μπορεί
να έχει μια ψυχοκοινωνική παρέμβαση και το ρόλο που παίζει η συναισθηματική
αλληλεπίδραση, καθώς και μια προσέγγιση των ασθενών απαλλαγμένη από στερεότυπα
και στιγματισμό, κάτι που συνδέεται άμεσα και με τον τρόπο που τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης παρουσιάζουν τις ψυχικές ασθένειες (Anderson, 2003).
Ο
Μακ Μέρφυ έκανε λάθη στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους ασθενείς του
ψυχιατρείου, που εκτός από την ασθένειά τους είχαν να αντιμετωπίσουν και τον
ιδρυματισμό, καθώς στο πλαίσιο της ψυχοκοινωνικής παρέμβασης δεν προβλεπόταν
κανενός είδους θεραπεία. Η ιδρυματοποίηση είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μείωση
της ποιότητας της ζωής των ατόμων, ενώ το άτομο ζει αποκομμένο από το κοινωνικό
περιβάλλον, με αποτέλεσμα να εμφανίζει αρκετά ελλείμματα και δυσκολίες προσαρμογής
στην κοινωνία. Ο ιδρυματισμός ενισχύει τη βιολογική και νοητική κάμψη του
ατόμου. Σύμφωνα με την Τσαλίκογλου (1989) ο ιδρυματισμός αποτελεί ένα σύνδρομο
που εμφανίζει συμπτώματα τα οποία αφορούν τις γνωστικές λειτουργίες, την
αντίληψη, τις κινητικές λειτουργίες, το συναίσθημα και το αυτόνομο νευρικό
σύστημα. Τα άτομα με ιδρυματισμό παρουσιάζουν χαοτική μνήμη, αδυναμία
συγκέντρωσης, ψευδαισθήσεις και αποπροσωποποίηση, απάθεια, απώλεια πρωτοβουλιών
και ενδιαφέροντος, ευερεθιστότητα και απελπισία, καθώς και διαταραχές της
σεξουαλικότητας.
Ο
Μακ Μέρφυ αντιστέκεται στην εξουσία, στο σύστημα, στο οποίο κυριαρχεί η λογική
και η σκληρότητα, εφαρμόζεται ένα αμιγώς ιατρικό μοντέλο, που στηρίζεται μόνο
στη φαρμακευτική αγωγή, ενώ πρόκειται για ένα σύστημα που θέλει τον άνθρωπο να
είναι ένα πειθήνιο όργανο που απλά εκτελεί εντολές, περιορίζει τη σκέψη του σε
βαθμό που να τον κάνει να πιστεύει ότι ο ίδιος αποφασίζει για τη ζωή του, χωρίς
στην πραγματικότητα να ισχύει και να επιβάλλει ένα σύνολο αυστηρών
προγραμμάτων, που ενισχύουν την αποχαύνωση. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια
κριτική του τρόπου λειτουργίας των ιδρυμάτων στην αρχή μιας ανάγκης για την
ενίσχυση της αντιψυχιατρικής κίνησης, με στόχο την απομάκρυνση των ασθενών από
τα ιδρύματα (Rissmiller & Rissmiller, 2006).
Βιβλιογραφία
Anderson,
M. (2003). ‘One flew over the psychiatric unit’: Mental illness and the media. Journal of Psychiatric and Mental Health
Nursing, 10, 297- 306.
Bennett,
P. (2010). Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία. (Επιμ. Α. Καλαντζή- Αζίζι & Γ.
Ευσταθίου). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Ζερβής, Χ. (2001). Ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Αθήνα: Ηλεκτρονικές Τέχνες.
Kaplan, H.I., Sadock, B.J., & Grebb, J.A. (2000). Ψυχιατρική. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.
Rissmiller,
D.J., & Rissmiller, J.H. (2006). Open Forum: Evolution of the
Antipsychiatry Movement into Mental Health Consumerism. Psychiatric Services, 57 (6).
Τσαλίκογλου, Φ. (1989). Μυθολογίες Βίας και Καταστολής. Αθήνα:
Εκδόσεις Παπαζήση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου