Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Συνεσταλμένα και μη συνεσταλμένα παιδιά

Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη κατεύθυνση έρευνας πάνω στις βιολογικές βάσεις της ιδιοσυγκρασίας είναι του Kagan, ερευνητή του Harvard.

Ο Jerome Kagan έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του Γαληνού ότι ο καθένας από μας κληρονομεί μια ιδιοσυγκρασία βασισμένη στην ιδιοσυστασία ή στη φυσιολογία. Αξιοποιώντας σύγχρονες γνώσεις πάνω στην νευροανατομία, ξεκίνησε να εντοπίζει τις νευρωνικές βάσεις των ατομικών διαφορών στο συναίσθημα και στη συμπεριφορά.

 

Ο Kagan παρατήρησε τα παιδιά άμεσα, συνήθως σε εργαστηριακά περιβάλλοντα αντί απλώς να ζητάει από τους γονείς να αναφέρουν τα χαρακτηριστικά των παιδιών τους. Στη βάση αυτών των παρατηρήσεων εντυπωσιάστηκε από ότι φαινόταν να είναι δύο σαφέστατα καθορισμένα προφίλ στην ιδιοσυγκρασία: τα συνεσταλμένα και τα μη συνεσταλμένα ιδιοσυγκρασιακά προφίλ.

Το συνεσταλμένο παιδί αντιδρά στα άγνωστα πρόσωπα ή γεγονότα με συστολή, αποφυγή και άγχος. Του χρειάζεται περισσότερος καιρός να νιώσει άνετα σε καινούργιες καταστάσεις και έχει περισσότερο ασυνήθιστους φόβους και φοβίες.

Αντίθετα το μη συνεσταλμένο παιδί φαίνεται να απολαμβάνει αυτές ακριβώς τις ίδιες καταστάσεις που φαίνονται τόσο αγχογόνες στο συνεσταλμένο παιδί. Αντί να είναι δειλό και φοβισμένο, το μη συνεσταλμένο παιδί ανταποκρίνεται με αυθορμητισμό σε καινούργιες καταστάσεις γελώντας και χαμογελώντας εύκολα.

Τα βρέφη κληρονομούν διαφορές στη βιολογική λειτουργία που τα καθιστούν περισσότερο ή λιγότερο αντιδραστικά στις καινούργιες καταστάσεις και αυτές οι κληρονομικές διαφορές τείνουν να είναι σταθερές κατά την ανάπτυξη. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, τα βρέφη που παρουσιάζουν εκ γενετής υψηλό επίπεδο αντίδρασης στο καινούργιο γίνονται συνεσταλμένα, ενώ εκείνα με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης γίνονται μη συνεσταλμένα.

 

Για να ελέγξει εμπειρικά αυτή την υπόθεση, ο Kagan έφερε βρέφη 4 μηνών στο εργαστήριο και βιντεοσκόπησε τη συμπεριφορά τους, ενώ εξετίθεντο σε οικία και σε καινούργια ερεθίσματα (στο πρόσωπο της μητέρας, στη φωνή μιας άγνωστης γυναίκας σε πολύχρωμα μόμπιλ που πηγαινοέρχονται πέρα δώθε, σε ένα μπαλόνι που σκάει). Οι βιντεοταινίες στη συνέχεια μετρήθηκαν όσον αφορά τις αντιδράσεις των βρεφών, όπως το μάζεμα της πλάτης, το ξαφνικό τίναγμα των μελών και το κλάμα.

Το 20% περίπου των βρεφών χαρακτηρίστηκαν υπερ-αντιδραστικά, διακρινόμενα από μάζεμα της πλάτης, έντονο κλάμα και δυστυχισμένη έκφραση στο πρόσωπο ως αντίδραση σε καινούργια ερεθίσματα. Αντίθετα, τα βρέφη με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης, το 40% περίπου της ομάδας εμφανίζονταν ήρεμα και χαλαρά μπροστά στα καινούργια ερεθίσματα. Τα υπόλοιπα βρέφη γύρω στο 40% εκδήλωσαν διάφορους συνδυασμούς αντίδρασης.

Για να προσδιορίζει το κατά πόσο, όπως είχε προβλεφθεί, τα βρέφη με υψηλό επίπεδο αντίδρασης, θα γίνονταν συνεσταλμένα παιδιά και τα παιδιά με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης μη συνεσταλμένα, ο Kagan μελέτησε εκ νέου τα παιδιά όταν ήταν 14 μηνών, 21 μηνών και 4,5 ετών. Για μια ακόμη φορά τα παιδιά πήγαν στο εργαστήριο και εκτέθηκαν σε καινούργιες άγνωστες καταστάσεις (φώτα που αναβοσβήνουν, μια κούκλα κλόουν που παίζει τύμπανο, ένας άγνωστος με μια άγνωστη στολή, ο θόρυβος πλαστικών σφαιρών καθώς περιστρέφονται σε έναν τροχό στις 2 πρώτες ηλικίες, ενώ στην επόμενη ηλικία συνάντηση με έναν άγνωστο ενήλικα και άγνωστα παιδιά).

Διαπιστώθηκε συνέπεια ανάμεσα στα αρχικά προφίλ αντιδραστικότητας και τα μεταγενέστερα προφίλ των συνεσταλμένων και μη συνεσταλμένων τύπων; Ο Kagan ισχυρίζεται πως ναι. Έτσι, τα βρέφη με υψηλό επίπεδο αντίδρασης παρουσίασαν μεγαλύτερο φόβο, επιτάχυνση των καρδιακών παλμών και αυξημένη αρτηριακή πίεση μπροστά στο άγνωστο στην ηλικία των 14 και 21 μηνών, περισσότερο από ότι τα βρέφη με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης. Και τέτοιες διαφορές διατηρήθηκαν και στην μεταγενέστερη διαδικασία στην ηλικία των τεσσεράμισι ετών.

Στο σημείο αυτό διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που ως βρέφη ήταν πολύ αντιδραστικά, χαμογελούσαν και μιλούσαν λιγότερο με τον άγνωστο ενήλικα και ήταν πιο ντροπαλά με αγνώστους συνομηλίκους από ότι τα παιδιά που είχαν χαμηλό επίπεδο αντίδρασης ως βρέφη. Περαιτέρω έλεγχοι στο όγδοο έτος της ηλικίας έδειξαν συνεχιζόμενη συνέπεια με την πλειοψηφία των παιδιών που είχαν υπαχθεί σε κάθε ομάδα στην ηλικία των 4 μηνών, να εξακολουθούν να ανήκουν στην ίδια ομάδα.

 

Ανακεφαλαιώνοντας υπήρχαν σημαντικά στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της σταθερότητας στην ιδιοσυγκρασία και ενδείξεις για μια πιθανή βιολογική βάση αναφορικά με τις συγκεκριμένες διαφορές στην ιδιοσυγκρασία. Αργότερα παρουσιάστηκαν και επιπρόσθετα στοιχεία για διαφορές στη βιολογική λειτουργία, μολονότι παρατηρείται διαχρονική συνέπεια στην ιδιοσυγκρασία παρατηρούνται και ενδείξεις αλλαγής. Πολλά βρέφη με υψηλό επίπεδο αντίδρασης δεν παρουσίασαν συνέπεια όσον αφορά τον φόβο. Η αλλαγή σε αυτά τα παιδιά φαινόταν ιδιαίτερα συνδεδεμένη με μητέρες, οι οποίες από τη μια δεν ήταν υπερπροστατευτικές και από την άλλη είχαν λογικές απαιτήσεις από αυτά. Και κάποια από τα βρέφη με χαμηλό επίπεδο  έχασαν το χαλαρό ύφος που είχαν.

Σύμφωνα με τον Kagan, οποιαδήποτε προδιάθεση που μας χαρίζεται από τη γενετική μας προίκα απέχει πολύ απ' το να χαρακτηριστεί ως ισόβια δεσμά, δεν υπάρχει μια αναπόφευκτη έκβαση στην προσωπικότητα του ενήλικα που να πηγάζει από την ιδιοσυγκρασία του ως βρέφους. Επομένως, «είναι πολύ δύσκολο κάποιος να αλλάξει την κληρονομική του προδιάθεση εντελώς».

 

Πηγή:

Cervone & Pervin, 2013. Θεωρίες προσωπικότητας. Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 410-420.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου