Μέσα στην ίδια οικογένεια μπορούμε να συναντήσουμε περισσότερα από ένα μέλη με κατάθλιψη, χωρίς να μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα αν οι καταθλιπτικές τάσεις είναι γενετικά καθορισμένες ή οφείλονται στον τρόπο που το καταθλιπτικό μέλος συμπεριφέρεται στα άλλα μέλη της οικογένειας, δημιουργώντας το κατάλληλο υπόβαθρο για δυσθυμικές αντιδράσεις.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η εμφάνιση καταθλιπτικών τάσεων συνδεόταν με μια εμπειρία πρώιμης απώλειας. Τα άτομα που έχουν βιώσει σε υπερβολικό βαθμό χάδια ή στερήσεις είναι πιο πιθανό να καθηλωθούν, να παραμείνουν δηλαδή, στο βρεφικό στάδιο, κατά τη διάρκεια που βίωσαν τη συγκεκριμένη εμπειρία. Τα καταθλιπτικά άτομα απογαλακτίστηκαν πολύ σύντομα ή πολύ απότομα ή υπέστησαν κάποια άλλη πρώιμη ματαίωση, που τα οδήγησε σε αναστολή των ικανοτήτων προσαρμογής τους στο περιβάλλον. Σε πολλές περιπτώσεις, τα καταθλιπτικά άτομα εμφανίζουν καθηλώσεις στο στοματικό στάδιο, μπορεί να είναι υπέρβαρα, να τους αρέσει να τρώνε, να καπνίζουν, να πίνουν, να μιλούν, να φιλούν και να επιδίδονται σε κάθε είδους στοματικές απολαύσεις, ενώ τείνουν να περιγράφουν τα συναισθήματά τους σε αναλογία με το φαγητό και το αίσθημα της πείνας.
Ακόμη, όπως ο Φρόυντ επισημαίνει τα άτομα με καταθλιπτικές τάσεις κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών συναισθημάτων που βιώνουν προς τον εαυτό τους και μακριά από τους άλλους, με αποτέλεσμα να μισούν τον εαυτό τους σε βαθμό που δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές αδυναμίες που φέρουν. Η κατάθλιψη έχει περιγραφή από την ψυχανάλυση ως «σαδισμός –επιθετικότητα- ενάντια στον εαυτό» ή ως «θυμός στραμμένος προς τα μέσα».
Επίσης, τα άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα σπάνια αισθάνονται «αυθόρμητο ή μη συγκρουσιακό θυμό», καθώς συνήθως εμφανίζουν ενοχή. Η ενοχή που νιώθουν διαφέρει από αυτή που βιώνει ένα παρανοϊκό άτομο. Η ενοχή που βιώνουν είναι μια «διάχυτη αίσθηση ενοχής η οποία είναι συνειδητή και συντονική προς το Εγώ του ατόμου». Πρόκειται για μια «αγωνιώδη επίγνωση για κάθε αμάρτημα που έχουν διαπράξει, κάθε καλοσύνη που έχουν παραλείψει να εκδηλώσουν στους άλλους και κάθε εγωιστική διάθεση που πέρασε από τη σκέψη τους» (McWilliams, 2000: 483-484).
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της καταθλιπτικής προσωπικότητας είναι η λύπη, την οποία βιώνουν συχνά. Στεναχωριούνται έντονα από την κακία και την αδικία που βιώνουν γύρω τους. Συχνά εμπνέουν συμπάθεια και θαυμασμό, κυρίως γιατί κατευθύνουν την εχθρότητα και την κριτική προς τον εαυτό τους και όχι προς τους άλλους. Συνήθως εκδηλώνουν γενναιοδωρία, ευαισθησία και συμπόνια χωρίς όρια. Δεν αμφισβητούν εύκολα τους άλλους και είναι πρόθυμα να κάνουν αρκετές υποχωρήσεις για χάρη των διαπροσωπικών τους σχέσεων.
Το άτομο με καταθλιπτική προσωπικότητα ταυτίζεται με το χαμένο αντικείμενο της αγάπης. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως ο άλλος άνθρωπος απέναντί του ήταν εχθρικός, επιθετικός ή επικριτικός. Συνδέεται με τον τρόπο που το ίδιο το άτομο βιώνει το αντικείμενο και το εσωτερικεύει. Ένα παιδί που έχει βιώσει εμπειρίες μιας τραυματικής ή πρώιμης απώλειας εξιδανικεύει το χαμένο αντικείμενο και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνει τα διοχετεύει προς τον εαυτό του. Έτσι το παιδί αποκτά την αίσθηση ότι είναι κακό, ότι έδιωξε το άτομο που το χρειαζόταν και ότι τώρα θα πρέπει να προσπαθήσει ώστε η κακία που φέρει να μην προκαλέσει παρόμοιες καταστάσεις εγκατάλειψης και στο μέλλον. Επίσης, είναι πιθανό να προσπαθεί να εκφράζει μόνο θετικά συναισθήματα απέναντι στα αγαπημένα του άτομα, έτσι ώστε να μην ξαναζήσει μια τέτοιου είδους απώλεια.
Τα παιδιά είναι από τη φύση τους εξαρτημένα. Σε περίπτωση που τα άτομα από τα οποία εξαρτώνται είναι μη αξιόπιστα ή έχουν αρνητικές προθέσεις απέναντί τους, τότε τα παιδιά έχουν δύο επιλογές: ή να έρθουν αντιμέτωπα με την πραγματικότητα και να ζουν με τον φόβο είτε να αρνηθούν την πραγματικότητα και να πείσουν τον εαυτό τους ότι τα ίδια ευθύνονται για αυτή την κατάσταση. Η δεύτερη επιλογή τους δίνει τη δυνατότητα να βελτιώσουν τον εαυτό τους έτσι ώστε να βελτιώσουν τη ζωή τους. Συνήθως έχουμε την τάση να επιλέγουμε την πιο παράλογη ενοχή παρά να παραδεχόμαστε την ανημπόρια μας. Σε βάθος χρόνου, αυτό που νιώθει το άτομο είναι μια έντονη συναισθηματική ανασφάλεια. Επιπλέον, συχνά χρησιμοποιούν την εξιδανίκευση, θαυμάζοντας έντονα άλλους ανθρώπους ενώ έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση για τον εαυτό.
«Το ανθρώπινο είδος δεν έχει ‘σχεδιαστεί’ για να αντέχει τον βαθμό της αστάθειας που χαρακτηρίζει τις σχέσεις στη σύγχρονη εποχή» (McWilliams, 2000: 497).
Και πώς περιγράφει η McWilliams τον καταθλιπτικό εαυτό;
Τα άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα θεωρούν ότι είναι κακά, «παραπονιούνται για την απληστία, τον εγωισμό, τον ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία, την υπερηφάνεια, τον θυμό, τον φθόνο και τη λαγνεία που πιστεύουν ότι τα διακρίνει. Αντιλαμβάνονται όλες αυτές τις φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας ως διεστραμμένες και επικίνδυνες. Ανησυχούν ακόμη και για το ότι διακρίνονται από έμφυτη καταστροφικότητα» (McWilliams, 2000: 497).
Ένα ακόμη θέμα που επαναλαμβάνεται συχνά στους καταθλιπτικούς ασθενείς είναι η πεποίθηση ότι: «Μου συμβαίνουν κακά πράγματα, γιατί αυτό μου αξίζει», ενώ συχνά σκέφτονται ότι «Κανένας δεν είναι τόσο κακός, όσο είμαι εγώ». Έντονη είναι και η πεποίθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τους αγαπήσει, ενώ πιστεύουν ότι θα βιώσουν τον φόβο απόρριψης και για αυτό προετοιμάζουν τον εαυτό τους, διαρκώς. Είναι πολύ ευαίσθητα στην εγκατάλειψη και δεν αντέχουν να μείνουν μόνα τους, καθώς νιώθουν δυστυχισμένα.
McWilliams, N. (2000). Ψυχαναλυτική διάγνωση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.