Η πρώτη βρεφική ηλικία αρχίζει αμέσως μετά τη γέννηση και
τελειώνει περίπου δυόμισι μήνες αργότερα, ενώ ακολουθεί η δεύτερη βρεφική
ηλικία που φτάνει μέχρι την ηλικία των 2 ετών περίπου. Πρόκειται για μία
περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονες βιολογικές, συμπεριφορικές και
κοινωνικές διεργασίες. Τα βρέφη όταν έρχονται στη ζωή λειτουργούν όλα τα
αισθητηριακά τους συστήματα, χωρίς όμως να βρίσκονται σε ένα ικανοποιητικό
επίπεδο ωρίμανσης. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ηλικίας είναι η χρήση των
αντανακλαστικών κινήσεων.
Σύμφωνα με τον Piaget το παιδί από τη γέννησή του μέχρι την
ηλικία των 2 ετών διανύει το αισθητηριοκινητικό στάδιο, με κύρια στοιχεία το
συντονισμό των αισθητηριακών αντιλήψεων και των απλών κινητικών συμπεριφορών.
Στις πρώτες εβδομάδες της ζωής, οι άκρες του στόματος του βρέφους στρέφονται
προς τα επάνω σε μια έκφραση που οι άλλοι την ερμηνεύουν ως χαμόγελο. Ωστόσο,
το χαμόγελο αυτό παρατηρείται στα βρέφη και όταν κοιμούνται ή είναι
μισοκοιμισμένα. Για να χαρακτηριστεί αυτό το χαμόγελο ως κοινωνικό θα πρέπει να
ανταποκρίνεται στο χαμόγελο των άλλων, κάτι που αρχίζει να εμφανίζεται για
πρώτη φορά στην ηλικία των 2.5 με 3 μηνών περίπου, στο πλαίσιο της πρώτης
μεταγενετικής βιο- κοινωνικο- συμπεριφορικής μεταστροφής.
Η παραπάνω συμπεριφορά αποτελεί μία από τις πρώτες κοινωνικές
συμπεριφορές του παιδιού και εξαρτάται από αλλαγές στον εγκέφαλο και στο
νευρικό σύστημα, που έχουν ως αποτέλεσμα την έντονη αύξηση της οπτικής οξύτητας
του βρέφους και της ικανότητάς του να ανιχνεύει αντικείμενα με συστηματικό
τρόπο. Το χαμόγελο αυτό σηματοδοτεί μια νέα διάσταση στις σχέσεις των γονιών με
το βρέφος με μια πιο έντονη συναισθηματική χροιά. Το κοινωνικό χαμόγελο φαίνεται
πως συνδέεται με την οπτική εξερεύνηση του κόσμου και την οπτική
επανατροφοδότηση των ενηλίκων, που ανταποδίδουν το χαμόγελο στο βρέφος (Cole
& Cole, 2000).
Κατά το πρώτο έτος του βρέφους κύρια χαρακτηριστικά είναι οι
αλλαγές στην κοινωνική και συναισθηματική συμπεριφορά που ακολουθούν τις
κινητικές δεξιότητες και τη νόηση, καθώς και η έναρξη της δυνατότητας
μετακίνησής τους που συνδέεται με μια νέα μορφή επικοινωνίας. Τα βρέφη είναι
πιο επιφυλακτικά με τους ξένους και αναστατώνονται όταν αποχωρίζονται σημαντικά
πρόσωπα με τα οποία έχουν αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς.
Επίσης, κατά τις μετακινήσεις τους και την εξερεύνηση του
κόσμου αρχίζουν να παρατηρούν τις εκφράσεις των προσώπων που τα φροντίζουν έτσι
ώστε να καθορίσουν τις αντιδράσεις τους. Παρατηρείται θεαματική αύξηση της
ικανότητας των βρεφών να εξερευνούν το περιβάλλον, να κινούνται μέσα σε αυτό
και να το γνωρίζουν. Μέσα από την αντιληπτική και κινητική ανάπτυξη
τοποθετούνται οι βάσεις για την κοινωνική ανάπτυξη, καθώς δίνεται η δυνατότητα
στο παιδί να εξερευνήσει το περιβάλλον και να αλληλεπιδράσει με αυτό (Cole
& Cole, 2000).
Το κλάμα αποτελεί επίσης έναν από τους πρώτους τρόπους με τους
οποίους το βρέφος επικοινωνεί με τους γονείς του και με τα υπόλοιπα άτομα που
το φροντίζουν. Μέσα από το κλάμα το μωρό εκφράζει τις ανάγκες του και δίνει ένα
σήμα στο περιβάλλον ότι πρέπει να δράσει. Το κλάμα των βρεφών έχει έντονο
αντίκτυπο στους γονείς και σε όσους το ακούνε. Το βρέφος χρησιμοποιεί διάφορα
είδη κλάματος, τα οποία ακόμη και οι πεπειραμένοι γονείς δεν μπορούν εύκολα να
διακρίνουν. Το τέλος της βρεφικής ηλικίας χαρακτηρίζεται από την υποχώρηση της
δυστυχίας κατά τον αποχωρισμό, την ξεχωριστή αίσθηση του εαυτού και την αποδοχή
των κριτηρίων των ενηλίκων (Cole & Cole, 2000).
COLE, MICHAEL, & COLE, SHEILA R. (2000). Η ανάπτυξη των
παιδιών: Η αρχή της ζωής: Εγκυμοσύνη, τοκετός και βρεφική ηλικία (Α’ Τόμ.).
(μτφρ. Μ. Σόλμαν). Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω- Γιώργος Δάρδανος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου