Σηκώνομαι το πρωί. Βγαίνω από το
σπίτι μου. Υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο. Δεν τη βλέπω και πέφτω μέσα.
Την επόμενη μέρα βγαίνω από το σπίτι μου, ξεχνάω ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο και ξαναπέφτω μέσα.
Την τρίτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο. Ωστόσο, δεν το θυμάμαι και πέφτω μέσα.
Την τέταρτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Τη θυμάμαι και, παρόλα αυτά, δεν τη βλέπω και πέφτω μέσα.
Την πέμπτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι ότι πρέπει να έχω στο νου μου την τρύπα στο πεζοδρόμιο και περπατάω κοιτάζοντας κάτω. Την βλέπω και, παρόλο που τη βλέπω, πέφτω μέσα.
Την έκτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Πηγαίνω ψάχνοντάς την με τα μάτια μου. Την βλέπω, προσπαθώ να πηδήξω από πάνω αλλά πέφτω μέσα.
Την έβδομη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Βλέπω την τρύπα. Παίρνω φόρα, πηδάω, φτάνω με την άκρη των ποδιών μου ως την άλλη μεριά, αλλά όχι αρκετά μακριά και πέφτω μέσα.
Την όγδοη μέρα, βγαίνω απ’ το σπίτι μου, βλέπω την τρύπα, παίρνω φόρα, πηδάω, φτάνω στην άλλη άκρη! Αισθάνομαι τόσο υπερήφανος που τα κατάφερα που χοροπηδάω από τη χαρά μου… Και, έτσι όπως χοροπηδάω, ξαναπέφτω μέσα.
Την ένατη μέρα, βγαίνω απ’ το σπίτι μου, βλέπω την τρύπα, παίρνω φόρα, πηδάω και συνεχίζω το δρόμο μου.
Τη δέκατη μέρα, σήμερα μόλις, συνειδητοποιώ ότι είναι πιο βολικό να περπατάω… στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Την επόμενη μέρα βγαίνω από το σπίτι μου, ξεχνάω ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο και ξαναπέφτω μέσα.
Την τρίτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο. Ωστόσο, δεν το θυμάμαι και πέφτω μέσα.
Την τέταρτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Τη θυμάμαι και, παρόλα αυτά, δεν τη βλέπω και πέφτω μέσα.
Την πέμπτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι ότι πρέπει να έχω στο νου μου την τρύπα στο πεζοδρόμιο και περπατάω κοιτάζοντας κάτω. Την βλέπω και, παρόλο που τη βλέπω, πέφτω μέσα.
Την έκτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Πηγαίνω ψάχνοντάς την με τα μάτια μου. Την βλέπω, προσπαθώ να πηδήξω από πάνω αλλά πέφτω μέσα.
Την έβδομη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Βλέπω την τρύπα. Παίρνω φόρα, πηδάω, φτάνω με την άκρη των ποδιών μου ως την άλλη μεριά, αλλά όχι αρκετά μακριά και πέφτω μέσα.
Την όγδοη μέρα, βγαίνω απ’ το σπίτι μου, βλέπω την τρύπα, παίρνω φόρα, πηδάω, φτάνω στην άλλη άκρη! Αισθάνομαι τόσο υπερήφανος που τα κατάφερα που χοροπηδάω από τη χαρά μου… Και, έτσι όπως χοροπηδάω, ξαναπέφτω μέσα.
Την ένατη μέρα, βγαίνω απ’ το σπίτι μου, βλέπω την τρύπα, παίρνω φόρα, πηδάω και συνεχίζω το δρόμο μου.
Τη δέκατη μέρα, σήμερα μόλις, συνειδητοποιώ ότι είναι πιο βολικό να περπατάω… στο απέναντι πεζοδρόμιο.
«Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη
από ένα ποίημα ενός μοναχού από το Θιβέτ, του Ριμποτσέ, που εγώ το ξαναέγραψα
σύμφωνα με το δικό μου τρόπο αφήγησης, για να τονίσω κάποια παραπανίσια
χαρακτηριστικά που έχουμε εμείς οι άνθρωποι».
Χόρχε Μπουκάι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου