Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Πλάτων για τη σχέση σώματος και ψυχής

 Ο Πλάτων στο έργο του «Φαίδων ή περί ψυχής» μέσα από έναν διάλογο παρουσιάζει ορισμένες βασικές θέσεις του σχετικά με την ψυχή. Πρόκειται για μια αφήγηση, έναν διάλογο που έχει πραγματοποιηθεί ανάμεσα στον Σωκράτη και τους φίλους του, λίγο πριν πιει το κώνειο κι ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Φαίδων αφηγείται τη συζήτηση που έγινε στον Εχεκράτη. Το έργο διαπραγματεύεται τη σχέση σώματος και ψυχής, ενώ έμφαση δίνεται στην ανωτερότητα και την αθανασία της ψυχής. 


Ο Πλάτων στο έργο του «Φαίδρος», περιγράφει την ψυχή ως ένα άρμα που το οδηγούν φτερωτά άλογα κι ένας ηνίοχος. Το ένα άλογο είναι άριστο και με ευγενική καταγωγή (το θυμοειδές της ψυχής), που αφορά την ψυχή και την αθανασία της, ενώ το άλλο αναζητά επιφανειακές και εφήμερες ανάγκες (το επιθυμητικό της ψυχής), το οποίο αντιστοιχεί στο σώμα. Η ψυχή αποτελείται από τρία μέρη: το λογιστικό μέρος (ικανότητα λογικής σκέψης), το θυμοειδές (γενναιότητα και θέληση) και το επιθυμητικό μέρος (επιθυμίες και πάθη). Στο έργο του «Τίμαιος», ο Πλάτων αναφέρει ότι η ψυχή του κόσμου αποτελείται από αδιαίρετη και διαιρετή ουσία. Η πρώτη εξασφαλίζει την ενότητα στην ψυχή, ενώ η δεύτερη συνδέεται με την πολλαπλότητα και αφορά στα σώματα. Δυο ακόμη συστατικά της ψυχής είναι η ταυτότητα και η ετερότητα.

Ο Πλάτων κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο ανίδωτο και στο ορατό, λέγοντας ότι το σώμα είναι ορατό, ενώ η ψυχή δεν είναι ορατή, αλλά διατηρεί πάντα την ταυτότητά της. Η ψυχή είναι αόρατη, άυλη και μοιάζει περισσότερο από ότι το σώμα με το ανίδωτο. Όταν η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα για να εξετάσει κάτι ή τις αισθήσεις του σώματος, όπως την όραση ή την ακοή, μπορεί να παρασυρθεί από το σώμα προς αυτά που δεν διατηρούν την ταυτότητά τους και να αρχίσει να περιπλανιέται, να ταράζεται και να βρίσκεται σε κατάσταση ζάλης, εξαιτίας της επαφής της με τέτοιου είδους πράγματα. Η περιπλάνηση μπορεί να σταματήσει μόνο αν η ψυχή μείνει μόνη της και διατηρεί διαρκώς την ταυτότητά της. Το πάθημα αυτό το ονομάζει φρόνηση. «Η ψυχή είναι κάτι που μοιάζει περισσότερο με εκείνο που βρίσκεται πάντα στην ίδια κατάσταση, παρά μ’ αυτό που δεν βρίσκεται πάντα στην ίδια κατάσταση» (Πλάτων, 1995, σ. 139). 


Μέσα από τη συνύπαρξη της ψυχής με το σώμα, «για το μεν σώμα η φύση προστάζει να υπηρετεί και να άρχεται, ενώ για την ψυχή να άρχει και να κυριαρχεί». Παρομοιάζει την ψυχή με το θείο, το αθάνατο και το νοητό, που αποτελεί μια μορφή και διατηρεί πάντοτε αναλλοίωτη την ταυτότητά του, ενώ παρομοιάζει το σώμα με το θνητό, το ανθρώπινο και το μη νοητό, που μπορεί να διαλυθεί και δεν είναι ποτέ ίδιο με τον εαυτό του. Η ψυχή μπορεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σωματικό, εξαιτίας της συναναστροφής με το σώμα και κατά συνέπεια βαραίνει, έλκεται στον ορατό τόπο και φοβάται το ανίδωτο και τον Άδη. Οι ψυχές μπορεί να φύγουν αμόλυντες ή μη αμόλυντες, με αποτέλεσμα να μετέχουν στο ορατό. Καλότυχες χαρακτηρίζονται οι ψυχές που φτάνουν πάλι σε ένα ανάλογο κοινωνικό και ήμερο γένος (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια) ή στο ανθρώπινο γένος.

Εστιάζοντας στην ψυχή του φιλοσόφου, αναφέρει ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με την αποδέσμευση από το σώμα, ενώ απέχει από τις ηδονές, τις επιθυμίες, τις λύπες και τους φόβους όσο μπορεί. «Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι αναγκασμένη να ευχαριστηθεί έντονα ή να λυπηθεί για κάτι και ταυτόχρονα να θεωρεί ότι αυτό ακριβώς που της προκάλεσε τόση συγκίνηση είναι το πιο ξεκάθαρο και το πιο αληθινό πράγμα, ενώ δεν είναι έτσι, αυτά δεν είναι κατ’ εξοχήν τα ορατά ή μήπως όχι;» (Πλάτων, 1995, σ. 152). Η ηδονή και η θλίψη καρφώνει την ψυχή στο σώμα, τη στερεώνει, την κάνει σωματική και την κάνει να θεωρεί ότι αληθινά είναι όσα συμφωνούν με αυτά που πιστεύει το σώμα. 


Επίσης, στο κείμενο αναφέρεται ότι η ψυχή είναι μακρόβια, ενώ το σώμα είναι πιο αδύναμο και βραχύβιο. Στον διάλογο, ο Σιμμίας αμφιβάλλει και φοβάται μήπως η ψυχή, που είναι θεϊκότερη και καλύτερη από το σώμα, χάνεται πριν από αυτό, ενώ ο Κέβης υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι μακροβιότερη από το σώμα, αλλά προβληματίζεται μήπως, αφού λιώσει πολλά σώματα και όταν εγκαταλείψει το τελευταίο σώμα, καταστρέφεται και η ίδια. Όπως αναφέρει και στον «Τίμαιο», ο θεός έπλασε την ψυχή πρότερη και πρεσβύτερη του σώματος. «Φοβήθηκα μήπως τυφλωθώ τελείως στην ψυχή βλέποντας τα πράγματα με τα μάτια και προσπαθώντας να τα αγγίξω με κάθε μου αίσθηση» (Πλάτων, 1995, σ. 207).

Η ψυχή θεωρείται ότι είναι αυτή που κάνει ζωντανό το σώμα, ενώ μπορεί να φέρει ζωή σε ότι κι αν έχει στην κατοχή της. Η ψυχή χαρακτηρίζεται ως αθάνατη και ανώλεθρη, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ενώ οι ψυχές μετά τον θάνατο του σώματος πηγαίνουν στον Άδη. Επομένως, θεωρείται ότι εφόσον η ψυχή είναι αθάνατη έχει ανάγκη από τη φροντίδα όχι μόνο για τον χρόνο που ζει μέσα σε ένα σώμα, αλλά για το συνολικό χρόνο. Η ψυχή πηγαίνει στον Άδη κουβαλώντας μαζί της μόνο την παιδεία και την ανατροφή της, τα οποία ωφελούν ή βλάπτουν την πορεία της προς τα εκεί. Σε περίπτωση που η ψυχή διαθέτει ευπρέπεια και φρόνηση ακολουθεί υπάκουα και δεν αγνοεί τι της συμβαίνει, ενώ η ψυχή που είναι παθιασμένη με το σώμα μπορεί να οδηγηθεί από τον δαίμονα σε άλλο τόπο με καταναγκασμό και δυσκολία. 

 


Πηγές:

Πλάτων. (1993). Φαίδων ή περί ψυχής. Κάκτος.

Πλάτων. (1995). Τίμαιος. Πόλις.

Πλάτων. (2006). Φαίδρος. Ζήτρος.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Καλή Χρονιά!!!

 


Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για τους περισσότερους είναι συνδεδεμένες με την παιδική μας ηλικία, με τις ρίζες και την οικογένειά μας, με τις παραδόσεις και την αναμονή των δώρων του Άη Βασίλη.

Αλλαγή χρόνου στην Αθήνα, στη γεμάτη φώτα πόλη, όπου όλα είναι αναμμένα αλλά δεν τα βλέπουμε, με τα πυροτεχνήματα να πέφτουν, αλλά όλοι να είμαστε στα σπίτια μας, κοντά ή μακριά από τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Πρωτοχρονιά… μια ευκαιρία για απόδραση από την καθημερινότητα και τη ρουτίνα, κοντά στην οικογένειά μας, σε πρόσωπα που βλέπουμε λίγες φορές τον χρόνο, σε πρόσωπα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τον τόπο καταγωγής μας, αλλά πλέον λείπουν γιατί βρίσκονται μακριά μας…

Πρωτοχρονιά… μια γιορτή που μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, σε παιδικές αναμνήσεις που μας έκαναν να ονειρευόμαστε, να ελπίζουμε, να ταξιδεύουμε νοερά και να αναμένουμε τον Άη Βασίλη… 


Μεγαλώνοντας σε ένα χωριό με παππού και γιαγιά, με παραδοσιακά παραμύθια, με κάλαντα και γιορτινά τραγούδια, το μόνο που είχες μάθει να φοβάσαι τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν οι καλικάντζαροι, που έκαναν αταξίες και έβαζαν διαρκώς τρικλοποδιές στο έργο του Άη Βασίλη.  

Μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις ότι οι καλικάντζαροι και οι καλικαντζάρες υπάρχουν αλλά μακριά από τα παραμύθια, στην αληθινή ζωή…  τα παραμύθια, απλά σε προετοίμαζαν για τους πραγματικούς καλικάντζαρους και τις καλικαντζάρες που θα συναντήσεις στη ζωή σου. Όλα εκείνα δηλαδή τα άτομα που προσπαθούν να σου βάλουν τρικλοποδιές και εμπόδια για να σταματήσουν την πορεία της ζωής σου. Το στοίχημα είναι ένα: θα περιμένεις μέχρι να φτάσουν τα Φώτα για να τους διώξεις ή θα βρεις τρόπους να τους αντιλαμβάνεσαι γρήγορα και να τους αποφεύγεις;

Καλή Χρονιά, μακριά από καλικάντζαρους και καλικαντζάρες…

 


 

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Η συμβολή του Αριστοτέλη στην Ψυχολογία



Ο Αριστοτέλης προβληματίστηκε και ανέπτυξε ιδέες και απόψεις για πολλά θέματα που άπτονται της ψυχολογίας. Δεν είναι τυχαίο που ακόμη και σήμερα θεωρείται ο Πατέρας της Ψυχολογίας, καθώς προσέγγισε και προσδιόρισε βασικές έννοιες, όπως ψυχή, σώμα, αισθήσεις, σκέψη και νους.


Τι είναι η ψυχή;
« ψυχή δέ τοτο ζμεν καί
ασθανόμεθα καί διανοούμεθα πρώτως»
Ένα θέμα το οποίο μελέτησε και ανέπτυξε διεξοδικά ο Αριστοτέλης, ενώ σήμερα αποτελεί το βασικό αντικείμενο της ψυχολογίας χωρίς όμως να γίνεται άμεση αναφορά, είναι η ψυχή. Ο ορισμός του Αριστοτέλη για την ψυχή υποδεικνύει ότι όλα όσα γνωρίζουμε είναι μια ενοποίηση του υποκειμένου και του αντικειμένου και είναι η εμψύχωση του σώματος (Russon, 1996).

Ο Αριστοτέλης αναρωτιέται αν η ψυχή αποτελείται από κάτι υλικό, και πιο συγκεκριμένα από κάποιο από τα τέσσερα στοιχεία (αέρας, γη, νερό, φωτιά). Ωστόσο, αναφέροντας ότι η ψυχή δεν πρέπει να αποτελείται από κάποιο στοιχείο για να κατανοήσει ένα αντίστοιχο εξωτερικό στοιχείο (Ο Αριστοτέλης ρωτά: η ψυχή για να αντιληφθεί ένα λίθο θα πρέπει να έχει μέσα της λιθάρια;), καταλήγει ότι έχει άυλη υπόσταση. Θεωρεί ότι η ψυχή λειτουργεί με βάση αυτό που ζούμε, αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε, ενώ κύρια χαρακτηριστικά της είναι ο λόγος (αιτιολογική αρχή) και η μορφή (είδος), αλλά όχι η ύλη. Επιπλέον, κάνει λόγο για την επικυριαρχία της ψυχής πάνω στα υλικά στοιχεία, ένα από τα οποία είναι ο νους, τον οποίο επίσης θεωρεί άυλο. Επομένως, η ψυχή καθώς και ο νους είναι άυλα και τίποτα δεν μπορεί να είναι ανώτερο από αυτά και να άρχει πάνω σε αυτά (Ιεροδιακόνου, 2004).

Σύμφωνα με τον Ιεροδιακόνου (2004), οι ορισμοί του Αριστοτέλη για την ψυχή διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Με βάση την πρώτη κατηγορία, η ψυχή θεωρείται αιτία και αρχή του ζωντανού σώματος. Ως αιτία η ψυχή είναι πηγή από όπου προέρχεται η κίνηση (οι διεργασίες ενός ζωντανού οργανισμού), σκοπός χάριν του οποίου λαμβάνουν χώρα τα διάφορα φαινόμενα και ουσία των έμψυχων σωμάτων (ύλη που αποτελείται από αδιαμόρφωτα στοιχεία και είδος που αναφέρεται στη μορφή που παίρνει η ύλη). Στο ερώτημα αν κάθε λειτουργία, όπως η σκέψη. η αίσθηση και η κίνηση, εκδηλώνεται μέσα από ολόκληρη την ψυχή, δίνει την απάντηση ότι η ψυχή χαρακτηρίζεται από ενότητα και είναι αδιαίρετη.

Η δεύτερη κατηγοριοποίηση γίνεται με βάση τις λειτουργίες της ψυχής. Η ψυχή ορίζεται μέσα από τη θρεπτική λειτουργία, την αισθητική, τη διανοητική, την κινητική και την κρίση, ενώ αποτελεί την αρχή αυτών των λειτουργιών και ορίζεται μέσα από αυτές. Τις λειτουργίες που υπάρχουν μέσα στην ψυχή τις διαχωρίζει σε ανώτερες και κατώτερες
Τέλος, η τρίτη κατηγοριοποίηση αντιμετωπίζει την ψυχή ως είδος, δύναμη και ενέργεια. Η ψυχή είναι ουσία ως μορφή του φυσικού σώματος (είδος) και η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος, το οποίο διαθέτει εν δυνάμει ζωή. Η εντελέχεια είναι η ολοκλήρωση του σκοπού και η ψυχή συμβάλλει στην ολοκλήρωση του προορισμού του υλικού σώματος, ενώ χαρακτηρίζεται ως ενεργοποιός και ζωοποιός προς το σώμα.  Επίσης, ο εν λόγω φιλόσοφος συνδέει την ψυχή ως αιτία και αρχή με την έννοια της ζωής. Η ψυχή παρουσιάζεται από το Σταγειρίτη φιλόσοφο ως «η κινητοποιός βάση και ενεργοποιός δύναμη όλων των φαινομένων ενός τέτοιου οργανισμού» (Ιεροδιακόνου, 2004, σελ. 203).

Η ψυχή καθορίζει λειτουργίες όπως τον ύπνο και την εγρήγορση, όπου ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι κατά τον ύπνο έχει κανείς γνώσεις αλλά δεν ενεργεί, ενώ κατά την εγρήγορση εκδηλώνει τη θεωρητική του γνώση, ενώ ένα ακόμη παράδειγμα που αναφέρει ο φιλόσοφος αφορά την όραση, στο οποίο ο οφθαλμός αποτελεί το υλικό υπόβαθρο της όρασης, ενώ όταν απουσιάσει η όραση, ο οφθαλμός παραμένει οφθαλμός μόνο στο όνομα.
« ψυχή τά ντα πώς στι πάντα» (Η ψυχή είναι όλα τα όντα μαζί), καθώς τα όντα είναι αισθητά ή νοητά, όπου η βαθιά γνώση (επιστήμη) είναι όλα τα νοητά (επιστητά) και η αισθητηριακή αντίληψη όλα τα αισθητά. Σύμφωνα με τον Ιεροδιακόνου (2004) η άποψη αυτή του Αριστοτέλη για την ψυχή συνδέεται με τη σύγχρονη άποψη για τον τρόπο διαμόρφωσης του ψυχολογικού κόσμου του ανθρώπου, μέσα από τις εμπειρίες που βιώνει, μέσω της αισθητηριακής αντίληψης και από τις γνώσεις που αποκτά. Ωστόσο, ο προαναφερόμενος συγγραφέας παρατηρεί ότι από στις αναλύσεις του Αριστοτέλη απουσιάζει ο συναισθηματικός παράγοντας, ο οποίος σήμερα θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην αισθητηριακή ή νοητική πρόσληψη και επεξεργασία εξωτερικών ερεθισμάτων.


Σχέση ψυχής- σώματος
«οικε δέ καί τά τς ψυχς πάθη
πάντα εναι μετά σώματος»
Όσον αφορά τη σχέση του σώματος με την ψυχή, ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι η ψυχή δεν είναι κάτι υλικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει καμία σχέση με το σώμα. Η συσχέτιση είναι άμεση, καθώς χωρίς το σώμα δεν μπορεί να υπάρξει η ψυχή και χωρίς την ψυχή δεν μπορεί να υπάρξει το σώμα και πιο συγκεκριμένα κάποιοι τύποι σώματος (Χριστοδούλου, 2000). Ακόμη, θεωρεί ότι όταν πάσχει το ένα επηρεάζεται και το άλλο. Έτσι, με τα συναισθήματα πάσχει ταυτόχρονα και το σώμα, για παράδειγμα η οργή είναι μια ψυχική διεργασία που εκδηλώνεται στο σώμα ή αποτελεί μέρος του σώματος ή λειτουργία που οφείλεται σε ένα συγκεκριμένο αίτιο για ένα συγκεκριμένο σκοπό.

Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος επισημαίνει ότι η καρδιά, ως όργανο του σώματος, συμμετέχει στις ψυχικές εκδηλώσεις, ενώ πιστεύει ότι οι διεργασίες αυτές δεν είναι μεμονωμένα φαινόμενα της ψυχής. Όσον αφορά τα παθήματα της ψυχής τα χαρακτηρίζει ως λόγους (έννοιες, σκέψεις, στόχοι), οι οποίοι εκδηλώνονται μέσα από την ύλη. Στη φράση «Δλον τι τά πάθη λόγοι νυλοί εσιν», ο φιλόσοφος με τον όρο «νυλοι» αναφέρεται στο αδιαχώριστο και αδιάσπαστο της σχέσης ψυχής και σώματος.

Επίσης, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος μέσω της ψυχής ελεεί, μαθαίνει ή διανοείται, ενώ θεωρεί ότι είναι το όλον και το σημαντικό και σε αυτόν ανήκουν η ψυχή και το σώμα. Αναφορικά με τις σχέσεις ψυχής και σώματος, θεωρεί ότι δεν συμβαίνουν τυχαία, αλλά «τό μέν ποιεί τό δε πάσχει». Η ψυχή δηλαδή κινητοποιεί και το σώμα υφίσταται την κινητοποίηση, η ψυχή ενεργεί και το σώμα υπόκειται στην ενέργεια (Ιεροδιακόνου, 2004).
Η συσχέτιση σώματος και ψυχής που έκανε ο Αριστοτέλης μέσα από τις βιολογικές του έρευνες είναι πολύ κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις (Ιεροδιακόνου, 2004, Χριστοδούλου, 2000). Σήμερα ωστόσο, η ψυχολογία και η ψυχιατρική ασχολούνται κυρίως με τις εκδηλώσεις της ψυχής. Η ψυχοσωματική καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της σημερινής ψυχολογίας και ψυχοπαθολογίας. Ο Αριστοτέλης διαπραγματεύεται τη σχέση ψυχής και σώματος στα κείμενα του «Περί ψυχής» και καταλήγει ότι η ψυχή είναι η αιτία για την ύπαρξη και την ενεργοποίηση των οργάνων του σώματος, αλλά και αυτά λειτουργούν για χάρη της.

«διά γάρ τήν κοινωνίαν τό μέν ποιε
τό δέ πάσχει καί τό μέν κινεται τό δέ κινε»

Αισθήσεις
«ασθανόμεθα τι ρμεν καί κούομεν»
Ο Αριστοτέλης ασχολείται με το ζήτημα των αισθήσεων και των αισθητηρίων στο «Περί ψυχής» καθώς και στο «Περί αισθήσεως και αισθητών». Την αίσθηση τη θεωρεί αποτέλεσμα μιας κινητοποίησης και μιας διεργασίας. Τα αισθητήρια όργανα δεν λειτουργούν από μόνα τους, χωρίς τον ερεθισμό από εξωτερικά ερεθίσματα δεν ενεργοποιούνται ώστε να υπάρξει αίσθηση. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι οι αισθήσεις είναι πέντε –όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή- όπως και σήμερα, ενώ τα αισθητά αντικείμενα μπορεί να είναι ιδιαίτερα για κάθε αισθητήριο, μπορεί να είναι κοινά ή μπορεί να είναι «κατά συμβεβηκός», όταν το άτομο τα αντιλαμβάνεται περιστασιακά και κατά σύμπτωση.

Τον αρχαίο φιλόσοφο εκτός από την αίσθηση της αντίληψης απασχόλησε και η συνείδηση του εαυτού. Εκτός από αυτό που βλέπουμε, αναρωτήθηκε για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε αυτό που βλέπουμε. Ως σημαντικότερη και πιο βασική αίσθηση θεωρεί την αφή, την οποία ορίζει ως «το σχατον ασθητήριον» (την ανώτατη αίσθηση).

Σκέψη, νους, νόηση
«λέγω δέ νον διανοεται
καί πολαμβάνει ψυχή»
Η σκέψη αποτελεί μια από τις τρεις σημαντικότερες λειτουργίες μαζί με το συναίσθημα και τη βούληση που εξετάζονται σήμερα στα πλαίσια της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής (Ιεροδιακόνου, 2004). Σήμερα, όσον αφορά τη σκέψη, τα δύο βασικά ζητήματα ενασχόλησης είναι ο ειρμός και το περιεχόμενο της. Ο αρχαίος φιλόσοφος ασχολείται περισσότερο με το νου, όρο που βρίσκεται πιο κοντά στη σύγχρονη έννοια της σκέψης, τον οποίο ορίζει ως εκείνο με το οποίο διανοείται και αντιλαμβάνεται η ψυχή, ενώ τον διαχωρίζει σε επιστήμη (βαθιά γνώση), δόξα (γνώμη) και φρόνηση (ορθή άποψη μέσω της διεργασίας της σκέψης).
Η νόηση αποτελεί ξεχωριστό φαινόμενο από την ψυχή και το σώμα. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι τα συναισθήματα επηρεάζουν τη λειτουργία του σώματος όχι όμως και τη νοητική λειτουργία, η οποία αντιλαμβάνεται τα διάφορα είδη μέσα από τις παραστάσεις της φαντασίας, ενώ η σκέψη (το νοητικόν) συλλογίζεται και αποφασίζει μέσα από τα είδωλα τη φαντασίας ή τα νοήματα που έχει το άτομο στην ψυχή του. Η σκέψη συνδέεται με όλες τις ψυχικές λειτουργίες του ατόμου, καθώς η ίδια ή η φαντασία είναι αυτές που τις ενεργοποιούν και τις κινητοποιούν.

Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος συγκρίνοντας τον νου με την αισθητηριακή λειτουργία συμπεραίνει ότι ο νους είναι απαθής, δεν πάσχει και δεν αλλοιώνεται, καθώς και κατανοεί τα πάντα, σε αντίθεση με τις αισθήσεις, οι οποίες κατανοούν τα «ιδιαιτέρως αισθητά». Ακόμη, αναφέρει ότι ο νους λειτουργεί χωριστά από το σώμα, ενώ η αισθητηριακή αντίληψη δεν λειτουργεί χωρίς το σώμα. Επίσης, διαχωρίζει το νου σε «ποιητικόν», ο οποίος αποτελεί την ενεργητική λειτουργία της σκέψης και σε «παθητικόν», ο οποίος αφορά τη βιολογική βάση της σκέψης.

«ε γάρ γλυκύ, δί κινε τήν ασθησιν
τήν νόησιν.»


Βιβλιογραφία
Ιεροδιακόνου, Χ.Σ. (2004). Ψυχολογικά θέματα στον Αριστοτέλη: από τη σκοπιά ενός ψυχιάτρου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Μαστορίδη.
Russon, J.E. (1996). Self- consciousness and the Tradition in Aristotle’s Psychology. Laval théologique et philosophique, 52 (3), 777- 803.  
Χριστοδούλου, Ι.Σ. (2000). Αριστοτέλης. Περί Ψυχής: Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια από Ι.Σ.Χριστοδούλου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος.

Ψυχικές λειτουργίες: Οι δυνάμεις της ψυχής σύμφωνα με τον Αριστοτέλη



Ορέξεις- Το ορεκτικόν
«πρτον δέ πάντων τό ρεκτόν»
Οι ορέξεις καθορίζονται από τον Αριστοτέλη ως οι ενστικτώδεις τάσεις προς την ικανοποίηση, και είναι έντονες καθώς πάνω από όλα είναι το ρεκτόν (το επιθυμητό αντικείμενο), όπου το άτομο παρακινείται μέσα από τη σκέψη ή μέσα από τη φαντασία. Οι ορέξεις ενδέχεται να ενεργήσουν και αντίθετα με τη λογική, εφόσον η φαντασία μπορεί να είναι ορθή μπορεί και όχι, σε αντίθεση με τον νου που ενεργεί πάντα ορθά. Το άτομο έχει μια τάση κάποιες φορές να κλίνει προς το μη ορθό, αφού παρακινείται από ένα επιθυμητό ερέθισμα. Ο Αριστοτέλης προσδίδει στις ορέξεις μια ενστικτώδης και βιολογική πλευρά και τις χαρακτηρίζει ως εσωτερικές ανάγκες και παρορμητικές διαθέσεις που ωθούν το άτομο στην ικανοποίηση (Ιεροδιακόνου, 2008).


Επιθυμία- Το επιθυμητικόν
«κατά τήν επιθυμίαν πράττει κρατής»
Η επιθυμία στηρίζεται στις ορέξεις του ατόμου και δεν ακολουθεί τη λογική. Πρόκειται για το ακατάσχετο κυνηγητό της ηδονής και της ευχαρίστησης, είναι δηλαδή μια όρεξη που αναζητά πάντα το γλυκό, το ευχάριστο. Βρίσκεται σε αντίθεση με τη βούληση, η οποία αποφασίζει και ενεργεί μέσα από λογικούς συλλογισμούς. Ο αρχαίος φιλόσοφος θεωρεί ότι η βούληση δημιουργείται μέσα από τη λογική και η επιθυμία μέσα από τη μη λογική. Βασικός στόχος της επιθυμίας είναι η άμεση ικανοποίηση, η παρούσα ευχαρίστηση χωρίς αναβολές.
Στη σύγχρονη επιστήμη της ψυχολογίας, η επιθυμία δεν αποτελεί ξεχωριστή ψυχική λειτουργία, αν και ασχολείται κατά μια έννοια με την επιθυμία, εφόσον ενδιαφέρεται για τις ενστικτώδεις ενορμήσεις.

Βούληση- Το βουλευτικόν
« γάρ βούλησις ρεξις,
ταν δέ κατά τόν λογισμόν κινται»
Η βούληση είναι αποτέλεσμα της λογικής και την ακολουθεί πάντα, σε αντίθεση με την επιθυμία, η οποία είναι αποτέλεσμα της όρεξης. Οι ορέξεις και η επιθυμία μπορεί να είναι και μη λογικές. Η βούληση είναι ένα είδος όρεξης, το οποίο όμως στηρίζεται στη λογική. Το άτομο ενεργεί κατά βούληση, όταν ενεργεί με βάση την όρεξή του, όμως ταυτόχρονα ακολουθεί τη λογική του. Η βούληση συνδέεται με την επιθυμία και το θυμόν και οι τρεις αυτές έννοιες αποτελούν είδη της όρεξης. Το άτομο καταλήγει σε μια απόφαση χρησιμοποιώντας τη λειτουργία της βούλησης, με την προϋπόθεση ότι σκέφτεται με τον ορθό νου, με τη λογική.
 Για τη σύγχρονη ψυχολογία, η βούληση είναι λειτουργία βάση της οποίας το άτομο συνειδητά επιλέγει τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας πράξης (Ιεροδιακόνου, 2004).

Συναίσθημα- Το θυμικόν
«φαμέν γάρ τήν ψυχήν
λυπεσθαι χαίρειν, θαρρεν φοβεσθαι,
τι δέ ργίζεσθαι»
Όσα έχει αναφέρει ο Αριστοτέλης για το συναίσθημα δεν παρουσιάζουν μεγάλη αντιστοιχία με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα ο όρος, καθώς το συναίσθημα το συνδέει συχνά με τις αισθήσεις και την επιθυμία και του δίνει και μια ψυχοβιολογική διάσταση, ενώ δεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις συναισθηματικές εκδηλώσεις και στην καθαρά ψυχική λειτουργία. Ο πιο κοντινός όρος που χρησιμοποιεί και παραπέμπει στο σημερινό όρο του συναισθήματος είναι το θυμικόν (Ιεροδιακόνου, 2004).
Για τον Αριστοτέλη το θυμικόν, όπως και η επιθυμία, δημιουργούνται μέσα από τη λογική. Ο φιλόσοφος χαρακτηρίζει τις συναισθηματικές εκδηλώσεις ως «πάθη» ή «παθήματα» της ψυχής. Πρόκειται για φαινόμενα κατά τα οποία η ψυχή πάσχει και αυτά είναι θυμός, πραότης, φόβος, λεος, θάρσος, χαρά, λυπεσθαι χαίρειν, θαρρεν φοβεσθαι, ργίζεσθαι. 


Κρίση- Το κριτικόν
«διαίρετον καί χώριστον τό κρνον»
Η κρίση είναι αποτέλεσμα διεργασίας της διάνοιας και της αίσθησης αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να συγκρίνει αντικείμενα ή ιδέες με βάση τις γνώσεις του και να επιλέξει το κατάλληλο κάθε φορά. Η ψυχή κρίνει κάτι με τη συμμετοχή της νόησης και της φρόνησης. Οι αισθήσεις και οι σκεπτικές λειτουργίες αποτελούν τις βάσεις της ορθής κρίσης. Επομένως, φαίνεται ότι για τον αρχαίο φιλόσοφο η κρίση σχετίζεται με αμιγώς ψυχικές λειτουργίες, όπως η νόηση, η φαντασία και η επιστήμη (Ιεροδιακόνου, 2008).


Φαντασία- Το φανταστικόν
«στι δέ φαντασία πό τς κατ’ ενέργειαν
ασθήσεως γινομένη κίνησις»
Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η φαντασία αποτελεί μια ψυχική λειτουργία, η οποία προϋποθέτει ότι το άτομο έχει δει ή έχει αισθανθεί ή αντιληφθεί κάτι. Τα αποκτήματα της φαντασίας τα ονομάζει «φαντάσματα» και αναφέρει ότι είναι όπως τα αισθήματα, απουσιάζει όμως το υλικό υπόβαθρο. Ωστόσο, το περιεχόμενο των φαντασμάτων εξαρτάται από τα αισθητηριακά ερεθίσματα και τη διεργασία αυτών. Η φαντασία σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να δημιουργήσει στο άτομο πλάνη για κάποια γεγονότα, καθώς τις περισσότερες φορές δείχνει ψευδείς παραστάσεις, σε αντίθεση με το νου που λέει πάντα την αλήθεια. Την φαντασία την κατατάσσει στην ίδια περιοχή της ψυχής, όπου βρίσκεται η μνήμη. Η φαντασία στη σύγχρονη ψυχολογία και ψυχιατρική δεν αποτελεί αυτοτελή ψυχική λειτουργία (Ιεροδιακόνου, 2004).

Θρέψη- Το θρεπτικόν
«Τήν μέν ον θρεπτικήν ψυχήν νάγκη
πν χειν τι περ ν ζ καί ψυχήν χ,
πό γενέσεως καί μέχρι φθορς.»
Η θρέψη (το θρεπτικόν) αποτελεί βασική λειτουργία για τη ζωή, για αύξηση και φθορά (αποσύνθεση) και είναι λειτουργία τόσο των ζώων και των ανθρώπων όσο και των φυτών. Αν και σήμερα αποτελεί μία περισσότερη βιολογική λειτουργία, για τον Αριστοτέλη ήταν μία από τις ψυχικές λειτουργίες του οργανισμού, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για την θρέψη είναι το ον να είναι έμψυχο.


Ψυχοκινητικότητα- Το κινητικόν
«μφω ρα τατα κινητικά κατά τόπον, νος καί ρεξις»
Η ψυχοκινητικότητα συνδέεται με τη σκέψη καθώς οι μετακινήσεις του ατόμου εξαρτώνται από τη λογική κατεύθυνση που δίνει η σκέψη, έτσι ώστε να μην παρασυρθεί από τη φαντασία ή τις ορέξεις του. Στα ζώα που δεν υπάρχει νόηση, η κινητικότητα από τόπο σε τόπο καθορίζεται από τη φαντασία, ενώ οι δύο βασικές λειτουργίες για την κινητικότητα είναι ο νους και οι ορέξεις. Στη σύγχρονη ψυχολογία, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μορφές κινητικής δραστηριότητας, ενώ ο αρχαίος φιλόσοφος τον χρησιμοποιεί για να αναφερθεί στη μετακίνηση του σώματος από τόπο σε τόπο, ενώ σημειώνει ότι ενεργοποιείται από την ψυχή και πιο συγκεκριμένα από το νου και τις ορέξεις.

«τό γινώσκειν τς ψυχς στί
καί τό ασθάνεσαι.
Τν δέ δυνάμεων τς ψυχς…
επομεν θρεπτικόν, ασθητικόν, ρεκτικόν,
κινητικόν κατά τόπον, διανοητικόν»

Βιβλιογραφία
Ιεροδιακόνου, Χ.Σ. (2008). Η διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα κατά τον Αριστοτέλη. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
Ιεροδιακόνου, Χ.Σ. (2004). Ψυχολογικά θέματα στον Αριστοτέλη: από τη σκοπιά ενός ψυχιάτρου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Μαστορίδη.