Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Τύποι γονέων και συναισθηματική νοημοσύνη παιδιών



Η κατηγοριοποίηση των γονέων ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά μπορεί να οδηγεί σε ετικέτες και στην απόδοση χαρακτηρισμών, ωστόσο, είναι ένας τρόπος να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι είδους συμπεριφορά και στάση τείνει να υιοθετεί πιο συχνά ο γονιός και πώς αυτά τα στοιχεία επηρεάζουν τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών.

Σύμφωνα με τον Gottman (2011), υπάρχουν τρία είδη γονέων που δυσκολεύονται να αναπτύξουν τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Πρόκειται για τους εξής τύπους:

Αποστασιοποιημένοι γονείς
Γονείς που συχνά αποστασιοποιούνται και δεν δίνουν σημασία στη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού. Οι γονείς αγνοούν ή υποτιμούν τα συναισθήματα του παιδιού.
Ο γονιός σε μια άρνηση του παιδιού απαντά:
«Μην φέρεσαι ανόητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθεις έτσι».
Οι αποστασιοποιημένοι γονείς αντιμετωπίζουν τα συναισθήματα του παιδιού ως ασήμαντα, ενώ επιθυμούν να εξαφανιστούν γρήγορα τα αρνητικά συναισθήματα.
Συχνά, αγνοούν τα συναισθήματα του παιδιού, ενώ μπορεί να γελοιοποιήσουν ή να μην πάρουν στα σοβαρά τα συναισθήματά του.
Δεν δείχνουν ενδιαφέρον για αυτά που το παιδί θέλει να εκφράσει, δεν έχουν επίγνωση των συναισθημάτων τους, ούτε των συναισθημάτων των παιδιών τους.
Δίνουν έμφαση πως θα ξεπεράσει το παιδί τα αρνητικά συναισθήματα και δεν διερευνούν τους λόγους που νιώθει έτσι.
Νιώθουν αμηχανία ή αβεβαιότητα όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα του παιδιού.
Θεωρούν ότι τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού δείχνουν έλλειψη προσαρμοστικότητας, είναι επιβλαβή και η έκφραση αυτών χειροτερεύει τα πράγματα.


Επικριτικοί- αποδοκιμαστικοί γονείς
Γονείς που επικρίνουν και αποδοκιμάζουν το παιδί και κυρίως την έκφραση των συναισθημάτων του. Το παιδί δέχεται τιμωρία ή υποτίμηση, όταν εκφράζει τα συναισθήματά του.
Ο γονιός σε μια άρνηση του παιδιού το μαλώνει για την πεισματική του συμπεριφορά και μπορεί να φτάσει μέχρι την χειροδικία.
Οι επικριτικοί γονείς έχουν μια πιο αρνητική στάση σε σχέση με τους αποστασιοποιημένους γονείς. Κρίνουν και αποδοκιμάζουν τις συναισθηματικές εκφράσεις του παιδιού, ενώ καθορίζουν αρκετά πώς θα νιώθουν τα παιδιά και πώς θα πρέπει να εκφράσουν τα συναισθήματά τους.
Δίνουν τιμωρίες και κάνουν επιπλήξεις στο παιδί για τα συναισθήματα που εκφράζουν.
Πιστεύουν ότι τα αρνητικά συναισθήματα θα πρέπει να εκφράζονται για λίγο.
Θεωρούν αναγκαίο τον έλεγχο των αρνητικών συναισθημάτων που θα εκφράσει το παιδί.
Μαθαίνουν στο παιδί ότι η έκφραση συναισθημάτων αποδυναμώνει τον άνθρωπο. Για την επιβίωση του ατόμου είναι απαραίτητο το άτομο να φαίνεται σκληρό και να μην δείχνει τα συναισθήματά του.
Δίνουν έμφαση στην υπακοή του παιδιού και στα πρέπει που θα ακολουθήσει.


Επιτρεπτικοί- παραχωρητικοί γονείς
Γονείς που επιτρέπουν την έκφραση των συναισθημάτων του παιδιού, το συμπαραστέκονται, αλλά δεν μπορούν να το καθοδηγήσουν, να το στηρίξουν ή να του θέσουν τα κατάλληλα όρια.
Ο γονιός σε μια άρνηση του παιδιού το πλησιάζει, το αγκαλιάζει και αποδέχεται τα αρνητικά του συναισθήματα, του δείχνει ενσυναίσθηση και κατανόηση. Όμως, δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει να γίνει και δεν έχει κάποιο σταθερό όριο απέναντι στο παιδί, με αποτέλεσμα οι συμπεριφορές άρνησης του παιδιού να επαναλαμβάνονται.
Οι επιτρεπτικοί- παραχωρητικοί γονείς αποδέχονται την έκφραση των συναισθημάτων του παιδιού και είναι υποστηρικτικοί ως προς τα συναισθήματα που εκδηλώνει το παιδί.
Είναι υποχωρητικοί και δεν βάζουν όρια στο παιδί.
Δεν διδάσκουν στο παιδί τρόπους επίλυσης των προβλημάτων και περιμένουν απλά το παιδί να ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα.
Δεν καθοδηγούν το παιδί στη διαχείριση των συναισθημάτων και δεν το καθοδηγούν αναφορικά με θέματα συμπεριφοράς.

Πώς μπορεί ο γονιός να βοηθήσει το παιδί ως προς τα συναισθήματά του;
Τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να αποτελέσουν μια ευκαιρία για επικοινωνία και οικειότητα.
Υπομονετικά ο γονιός ασχολείται με τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού, δίνοντάς του χρόνο να εκφράσει όσα νιώθει.
Ο γονιός δείχνει επίγνωση των δικών του συναισθημάτων και του παιδιού και δίνει έμφαση στην εκδήλωση συναισθημάτων μέσα στην οικογένεια.
Ο γονιός βοηθά το παιδί να κατονομάσει τα συναισθήματά του και του προσφέρει καθοδήγηση ως προς τον χειρισμό των συναισθημάτων του.
Ο γονιός σέβεται τα συναισθήματα του παιδιού, δεν τα μειώνει ώστε να αισθανθεί καλύτερα το παιδί, καθώς αυτό προσφέρει παροδικά ανακούφιση. Ασχολείται σοβαρά με τα συναισθήματα που εκδηλώνει το παιδί.

Για να μπορέσει ο γονιός να προσφέρει «μαθήματα» συναισθηματικής νοημοσύνης στο παιδί θα πρέπει πρώτα να ξεκινήσει από τα δικά του συναισθήματα: πόσο τα αναγνωρίζει, πόσο μπορεί να τα κατονομάσει, πώς τα εκφράζει και πόσο μπορεί να τα χειριστεί;
Βασικός στόχος είναι να καταφέρει ο γονιός να λειτουργήσει ως πρότυπο για τα παιδιά του, έτσι ώστε να μπορέσει το παιδί να μάθει να εμπιστεύεται και να χειρίζεται τα συναισθήματά του, αλλά και να βρίσκει τρόπους επίλυσης των προβλημάτων που εμφανίζονται.


Gottman, John (2011). Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Πώς να μεγαλώσουμε παιδιά με συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Πεδίο.


Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Δύσκολες μητέρες



«Παρότι ενδέχεται να μην καταφέρουμε ποτέ να σβήσουμε το παρελθόν από τη ζωή μας στο παρόν, η αναγνώριση των κοινών μοτίβων που χαρακτηρίζουν τα δύσκολα διαπροσωπικά δυναμικά προσφέρει έναν νέο τρόπο αντίληψης, ο οποίος λειτουργεί ως κλειδί για να ξεπεράσουμε την αρνητική επίδρασή τους πάνω μας» (Terri Apter, 2015).

Μήπως έχουμε μεγαλώσει με μια δύσκολη μητέρα; Ας καθορίσουμε, όμως, πρώτα ποια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «δύσκολη μητέρα». Σύμφωνα με την Terri Apter (2015: 42) είναι η μητέρα που φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με το δίλημμα: «Ή θα αναπτύξεις σύνθετους και περιοριστικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, για να διατηρήσεις μια σχέση μαζί μου με τους δικούς μου όρους, ή θα υποστείς γελοιοποίηση, απαξίωση ή απόρριψη».

Τι μηνύματα μπορεί να δίνει μια δύσκολη μητέρα;

«Φυλάξου από το θυμό μου»- η θυμωμένη μητέρα
Ο θυμός είναι ένας τρόπος ελέγχου, απειλής ή καθορισμού του παιδιού. Ο θυμός της μητέρας εκφράζεται με βίαιο και απρόβλεπτο τρόπο και το παιδί δυσκολεύεται να κατανοήσει πώς θα μπορέσει να αποφύγει αυτόν τον θυμό. Στην περίπτωση της θυμωμένης μητέρας, ο θυμός κυριαρχεί στη σχέση της μητέρας με το παιδί και σε κάθε αλληλεπίδρασή τους, με αποτέλεσμα το παιδί να αναζητά τους λόγους που προκαλείται τόσο θυμός. Το παιδί νιώθει ότι διαρκώς θα πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση ώστε να προλάβει τις συναισθηματικές εκρήξεις της μητέρας. Ακόμη, αναζητά τρόπους ώστε να μπορέσει να αμυνθεί. Έτσι μπορεί να καταφύγει στην αποσύνδεση από τα συναισθήματα, ενώ είναι πιθανό να μην μάθει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Μπορεί, επίσης, να νιώθει έντονα απογοήτευση ή ανικανότητα απέναντι στις απρόβλεπτες επιθέσεις και εξάρσεις της μητέρας.




«Αν δεν μ’ ευχαριστείς, είσαι κακός»- η εξουσιαστική/ ελεγκτική μητέρα
Πρόκειται για μια μητέρα που επιβάλλει στο παιδί τις δικές της προσδοκίες και τα δικά της πρέπει. Δίνει έμφαση στο τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει, να πετύχει, να σκεφτεί και να αισθανθεί το παιδί. Βασικά χαρακτηριστικά της ελεγκτικής μητέρας είναι η απουσία ευελιξίας και η έμφαση σε υψηλές αξίες. Συχνά, καταλήγει να υποτιμά τα βιώματα και τις γνώσεις του παιδιού. Το παιδί αναγκάζεται να καταπιέσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ανάγκες του, προσπαθώντας να κερδίσει την αποδοχή και αναγνώριση του γονιού. Συνέπεια της άκαμπτης και εξουσιαστικής συμπεριφοράς της μητέρας είναι η απουσία επικοινωνίας και η ανάπτυξη ενός αισθήματος προδοσίας στο παιδί, το οποίο νιώθει ότι δεν χρειάζεται ούτε να προσδιορίσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.

«Πρώτα οι δικές μου ανάγκες»- η ναρκισσιστική μητέρα
Η ναρκισσιστική μητέρα απαιτεί από το παιδί να γίνει ένας καθρέφτης που θα την κολακεύει και θα την θαυμάζει. Το μήνυμα που του μεταφέρει διαρκώς η μητέρα είναι: «Ή θα με θαυμάζεις και θα επιβεβαιώνεις τις μεγαλειώδεις φαντασιώσεις μου ή θα σε θεωρώ κατώτερο άνθρωπο με ελάχιστη χρησιμότητα για μένα». Το παιδί αναγκάζεται να παραμερίσει τις δικές του ανάγκες και να ασχοληθεί με τις ανάγκες της μητέρας του. Οι ανάγκες της μητέρας του είναι παράλογες και μη ρεαλιστικές, με αποτέλεσμα ποτέ να μην ικανοποιείται από τις προσπάθειες του παιδιού της. Το παιδί νιώθει μια διαρκή αποτυχία.


«Η χαρά σου με πληγώνει»- η μητέρα που φθονεί
Ο φθόνος της μητέρας προκαλεί αναστάτωση και σύγχυση στο παιδί. Το παιδί νιώθει ότι δεν θα πρέπει να επιτύχει, ενώ δέχεται το φθόνο της μητέρας ακόμη και όταν εκφράζει χαρά ή φαντασία. Ο φθόνος είναι αποτέλεσμα σύγκρισης ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα, η οποία αναρωτιέται γιατί το παιδί να είναι χαρούμενο, αισιόδοξο ή με φαντασία, εφόσον η ίδια δεν φέρει αυτά τα στοιχεία. Πίσω από το φθόνο της μητέρας υπάρχει η σκέψη ότι δεν γίνεται να απολαμβάνει το παιδί αυτό που είναι, εφόσον η μητέρα δεν παίρνει ευχαρίστηση από τον εαυτό της. Το παιδί μπορεί να νιώσει ενοχή ή και απογοήτευση για την ευχαρίστηση που νιώθει καθώς βλέπει ότι δεν μπορεί να μοιραστεί αυτή την ευχαρίστηση με τη μητέρα του.

«Αδυναμία να δει»- η συναισθηματικά μη διαθέσιμη μητέρα
Η συναισθηματική μη διαθέσιμη μητέρα είναι μια μητέρα που παραμελεί το παιδί, με ποικίλους τρόπους. Το παιδί παίρνει από τη μητέρα το μήνυμα: «’Η θα φροντίσεις εσύ εμένα και θα καλύψεις μόνο σου τις ανάγκες σου ή θα καταστραφούμε όλοι από την αδυναμία μου να λειτουργήσω». Έτσι, το παιδί μετατρέπεται σε γονιός- φροντιστής της μητέρας του και από μικρή ηλικία αναγκάζεται να ωριμάσει και να δείχνει αυτοέλεγχο. Συναισθηματικά μη διαθέσιμη μπορεί να είναι μια μητέρα που είναι εθισμένη σε ουσίες ή μια μητέρα με κατάθλιψη. Η μητέρα με κατάθλιψη δεν μπορεί να συνδεθεί με το παιδί και δυσκολεύεται να δείξει ανταπόκριση στις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Η κατάθλιψη της μητέρας μπορεί να βιωθεί ως ένας συναισθηματικός θάνατος για το παιδί.  


Είναι σημαντικό να κατανοήσει η μητέρα με ποιο τρόπο συμπεριφέρεται στο παιδί και τι είδους διλήμματα θέτει. Συνήθως, η μητέρα δεν έχει επίγνωση ποιους όρους θέτει και σε τι αδιέξοδα οδηγεί το παιδί, ούτε τι μηνύματα του δίνει. Το παιδί είναι ένας εύκολος και άμεσος στόχος, στον οποίο η μητέρα μπορεί να εκδηλώσει τον θυμό ή την απόγνωση που νιώθει, να απαιτήσει θαυμασμό και αποκλειστικότητα ή να απαιτήσει τη φροντίδα του παιδιού της, αντιστρέφοντας τους ρόλους τους. 

Η μητέρα μπορεί «να νιώθει η ίδια τόσο αβοήθητη που να χειρίζεται, να τρομοκρατεί ή να ελέγχει το παιδί, μόνο και μόνο για ν ασκήσει κάποια επιρροή στον κόσμο της». «Η κληρονομιά μιας δύσκολης μητέρας έχει μεγάλη διάρκεια. Μπορούμε, ωστόσο, να μάθουμε να επιζούμε απ’ αυτήν, να τη διαχειριζόμαστε και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και να επωφελούμαστε απ’ αυτήν» (Terri Apter, 2015: 100-101).

Terri Apter. (2015). Δύσκολες μητέρες. Πώς να κατανοήσουμε και να ξεπεράσουμε την επίδρασή τους πάνω μας. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός. 


Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Διεκδικητική συμπεριφορά



Διεκδικητικότητα: πόσο απαραίτητη είναι στη ζωή μας;

Η διεκδικητικότητα είναι μια εναλλακτική πρόταση ανάμεσα στην αδυναμία και τη χειραγώγηση. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι δεν έχουν το δικαίωμα να είναι διεκδικητικοί και συχνά βάζουν εμπόδια στον εαυτό τους, καθώς υποχωρούν ή παραιτούνται εύκολα. Ακόμη, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ιδιαίτερο άγχος ή φόβο όταν είναι διεκδικητικοί, πιστεύοντας πως δεν θα έπρεπε να απαιτούν πράγματα ή να επιβάλλουν την άποψή τους, ενώ αρκετοί δεν έχουν τις απαιτούμενες ικανότητες για να εκφράσουν αποτελεσματικά τον εαυτό τους και τις ανάγκες τους. 

Η διεκδικητική συμπεριφορά είναι απαραίτητο στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς προάγει την ισοτιμία στις ανθρώπινες σχέσεις, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντά μας, να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας χωρίς υπερβολικό άγχος, να εκφράζουμε ειλικρινή συναισθήματα άνετα και να ασκούμε τα προσωπικά μας δικαιώματα χωρίς να αρνούμαστε τα δικαιώματα των άλλων. Διεκδικώ κάτι δεν σημαίνει πως καταπατώ τα δικαιώματα ή την προσωπικότητα του άλλου, ούτε ότι αγνοώ τις ανάγκες του άλλου ανθρώπου. 

Ένα άτομο που συνήθως δε διεκδικεί σκέφτεται πιθανότητα πώς θα έπρεπε να αντιδράσει αφού έχει περάσει η στιγμή που του δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει. Αντίθετα, ένα άτομο που αντιδρά συνήθως επιθετικά γίνεται πιο υπερβολικό στις αντιδράσεις του και η αντίδρασή του μπορεί να αφήσει μια βαθιά αρνητική εντύπωση, για την οποία το άτομο αυτό συνήθως μετανιώνει στη συνέχεια. Όταν έχουμε αναπτύξει ένα ρεπερτόριο περισσότερο προσαρμοστικών διεκδικητικών συμπεριφορών, μπορούμε να επιλέξουμε εκείνες τις αντιδράσεις που μοιάζουν περισσότερο κατάλληλες για την περίσταση και οι οποίες θα μας δώσουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση. Από τη στιγμή που θα μάθουμε να αντιδρούμε με διεκδικητικό τρόπο μειώνουμε το άγχος που νιώθουμε όταν ερχόμαστε σε επαφή με τους άλλους.

Σύμφωνα με τους Αλμπέρτι και Έμμονς (2011), βασικά χαρακτηριστικά της διεκδικητικής συμπεριφοράς είναι τα εξής:

Προαγωγή της ισοτιμίας στις ανθρώπινες σχέσεις: σημαίνει να τοποθετηθούν και τα δύο μέρη μιας σχέσης στο ίδιο βάθρο, αποκατάσταση της ισορροπίας των δυνάμεων με την απόδοση σ’ εκείνον που αισθάνεται ή είναι από κάτω της προσωπικής του αξίας, όλοι μπορούν να έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν χωρίς να χάσουν.

Υπεράσπιση των συμφερόντων μας: αναφέρεται στο να έχει κανείς την ικανότητα να αποφασίζει για την καριέρα του, τις σχέσεις του, τον τρόπο ζωής του, το πώς θα διαθέσει τον χρόνο του, στο να μπορεί με δική του πρωτοβουλία να ξεκινά συζητήσεις και να οργανώνει δραστηριότητες, να εμπιστεύεται την κρίση του, να βάζει στόχους και να προσπαθεί να τους πετύχει, να ζητά βοήθεια από τους άλλους, να συμμετέχει κοινωνικά.

Υπεράσπιση του εαυτού μας: περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το να λέμε όχι, να βάζουμε όρια στο χρόνο και την ενεργητικότητά μας, να αποκρινόμαστε σε μια κριτική, σε κακόβουλες επιθέσεις ή στην οργή εκφράζοντας ή υποστηρίζοντας ή υπερασπιζόμενοι μια άποψή μας.

Να εκφράζουμε με ειλικρίνεια και άνεση συναισθήματα: σημαίνει την ικανότητά μας να διαφωνούμε, να δείχνουμε θυμό, να δείχνουμε τρυφερότητα ή να εκφράζουμε τη φιλία μας, να παραδεχόμαστε τον φόβο ή το άγχος μας, να εκφράζουμε τη συμφωνία ή την υποστήριξή μας, να είμαστε αυθόρμητοι και όλα αυτά χωρίς επώδυνο άγχος.

Να ασκούμε τα προσωπικά μας δικαιώματα: ως πολίτες, καταναλωτές, ως μέλη μιας οργάνωσης, μιας σχολής ή μιας ομάδας εργασίας, ως συμμετέχοντες στα δημόσια γεγονότα, να εκφράζουμε απόψεις, να εργαζόμαστε για την αλλαγή, να απαντάμε σε παραβιάσεις των δικαιωμάτων μας ή των δικαιωμάτων των άλλων.

Μη άρνηση των δικαιωμάτων των άλλων: είναι η ολοκλήρωση των προσωπικών μας εκφράσεων, χωρίς να ασκούμε άδικη κριτική στους άλλους, χωρίς να πληγώνουμε με τη συμπεριφορά μας, να τους προσβάλλουμε με λεκτικό ή άλλο τρόπο, χωρίς τη χειραγώγησή τους, χωρίς να τους ελέγχουμε.

Η διεκδικητική συμπεριφορά είναι μια θετική αυτοεπιβεβαίωση, που ωστόσο δίνει αξία στους άλλους ανθρώπους της ζωής μας. Συνεισφέρει και στην προσωπική μας ικανοποίηση αλλά και στην ποιότητα των σχέσεών μας με τους άλλους. 


Αλμπέρτι & Έμμονς (2011). Δικαίωμά σας! Ένας οδηγός για περισσότερο ισότιμες σχέσεις. Εκδόσεις Πατάκη.