Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Αναγνωρίζοντας τις φοβίες μας



Οι φοβίες κατατάσσονται στις αγχώδεις διαταραχές. Πρόκειται για παράλογο φόβο που οδηγεί στην αποφυγή. Για παράδειγμα, το άτομο που υποφέρει από μια φοβία για τα αεροπλάνα αποφεύγει να χρησιμοποιήσει αυτό το μέσο, ενώ στη σκέψη και μόνο του συγκεκριμένου φοβικού ερεθίσματος νιώθει έντονα σωματικά, γνωστικά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά συμπτώματα. 



Οι αγχώδεις διαταραχές είναι μια ομάδα ψυχικών διαταραχών με κοινό στοιχείο το βίωμα του άγχους. Καθοριστικό κριτήριο για την κάθε διαταραχή είναι η υποκειμενική αίσθηση  του άγχους που βιώνει το άτομο και χαρακτηρίζεται από γνωστικά, συναισθηματικά και σωματικά στοιχεία.

Ο φόβος ορίζεται «ως μια δυσάρεστη αίσθηση που σχετίζεται με την επέλευση ενός άμεσου και συγκεκριμένου κινδύνου» (Χριστοπούλου, 2008, σ. 133). Αν για παράδειγμα δούμε ξαφνικά μπροστά μας ένα φίδι νιώθουμε φόβο. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο, επικίνδυνο στοιχείο που απειλεί τη ζωή ή την ακεραιότητα του ατόμου.

Ο φόβος συνοδεύεται από μια δυσάρεστη υποκειμενική αίσθηση με γνωστικό υπόβαθρο (το άτομο σκέφτεται ότι κινδυνεύει και ότι μπορεί να πάθει κάτι επιβλαβές) καθώς και από σωματικές αντιδράσεις, όπως διαστολή της κόρης του ματιού, ταχυπαλμία, εφίδρωση. Ο φόβος διασφαλίζει τη ζωή του ατόμου, επειδή του επιτρέπει να εντοπίζει και μετά να αντιμετωπίζει υπαρκτούς κινδύνους. Ενεργοποιεί την αντίδραση πάλης ή φυγής, μια αντίδραση διέγερσης του οργανισμού που ωθεί το άτομο να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο είτε επιθετικά είτε με φυγή. Τόσο ο φόβος όσο και η αντίδραση αυτή έχουν ηθολογική αξία, επειδή έχουν επιτρέψει την επιβίωση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Ο φόβος διαδραματίζει θετικό ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του ατόμου. Ο φόβος χαρακτηρίζεται από έναν προσαρμοστικό ρόλο που διαφαίνεται στις επιτεύξεις του ατόμου.
Ο φόβος έχει κοινά χαρακτηριστικά με το άγχος. Πρόκειται για ένα δυσάρεστο υποκειμενικό βίωμα που συσχετίζεται με την αίσθηση του κινδύνου, δηλαδή συνοδεύεται από τη σκέψη ότι κάτι κακό θα συμβεί, και εκδηλώνεται με τις ίδιες σωματικές αντιδράσεις όπως και το άγχος. Στην περίπτωση του άγχους η εκτίμηση του κινδύνου δεν είναι ρεαλιστική και η συναισθηματική αίσθηση του φόβου είναι υπερβολική. Δηλαδή η γνωσιακή εκτίμηση του κινδύνου απέχει από την πραγματικότητα. Το άγχος μπορεί να είναι διάχυτο, να έχει ασαφές αντικείμενο και να μην μπορεί να προσδιοριστεί από το ίδιο το άτομο («Αισθάνομαι ότι κάτι κακό θα συμβεί, αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω»). Η συναισθηματική αντίδραση του ατόμου είναι πολύ πιο έντονη από εκείνη την οποία θα δικαιολογούσε η εκτίμηση της πραγματικότητας. Βασικό χαρακτηριστικό του άγχους είναι η συνειδητοποίηση από το άτομο ότι η αντίδρασή του είτε δεν είναι ρεαλιστική είτε είναι υπερβολική (Χριστοπούλου, 2008).

Ποια είδη φοβίας μπορεί να παρατηρήσουμε σε εμάς ή στους άλλους γύρω μας;

Φοβία παρόρμησης: το άτομο φοβάται ότι μπορεί να κάνει κάτι αποδοκιμαστέο, χωρίς να μπορέσει να ελέγξει τον εαυτό του.

Νοσοφοβία: ψυχαναγκαστικός φόβος του ατόμου ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια.
Αγοραφοβία: αίσθηση άγχους του ατόμου όταν βρίσκεται κάπου από όπου η φυγή μπορεί να είναι δύσκολη ή να προκαλεί αμηχανία ή μπορεί να θεωρεί ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη βοήθεια σε περίπτωση που αισθανθεί πανικό. Οι φόβοι του ατόμου συνδέονται κυρίως με καταστάσεις που περιλαμβάνουν το να είναι μόνος εκτός σπιτιού, ανάμεσα σε πλήθος ή να περιμένει σε ουρά, να βρίσκεται σε γέφυρα, στην εθνική οδό, ή να ταξιδεύει με λεωφορείο, με τρένο, αυτοκίνητο ή αεροπλάνο. Γενικά, όταν το άτομο βρίσκεται σε χώρους μη οικείους, που δεν νιώθει ασφάλεια. Το άτομο αποφεύγει τις καταστάσεις που φοβάται ή τις υπομένει βιώνοντας έντονο άγχος ή απαιτεί την παρουσία κάποιου άλλου προσώπου. 
Στρεσογόνα γεγονότα που προηγούνται των εκδηλώσεων της διαταραχής περιλαμβάνουν συχνότερες σοβαρές προστριβές με γονείς ή με το σύντροφο, σοβαρά προβλήματα με στενούς φίλους, χωρισμός από σύντροφο ή απώλειες και πένθη. Το άτομο δεν συνδέει τα στρεσογόνα γεγονότα με την εμφάνιση των συμπτωμάτων τους, καθώς τα συμπτώματα τις περισσότερες φορές εμφανίζονται αιφνιδιαστικά και ανεξήγητα, σε ανύποπτο χρόνο. Η απουσία επίγνωσης, δηλαδή εναισθησίας, είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της αγοραφοβικής διαταραχής. Ένας προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση της αγοραφοβίας είναι η ανασφαλής προσκόλληση (Χριστοπούλου, 2008).

Κοινωνική φοβία: το άτομο φοβάται μία ή περισσότερες συνθήκες κοινωνικής φύσης είτε άλλες καταστάσεις στις οποίες υπάρχει πιθανότητα να τον παρατηρήσουν ή να τον κρίνουν οι άλλοι. Ο φόβος εκδηλώνεται κατά την πραγματοποίηση κάποιας δραστηριότητας μπροστά σε αγνώστους, όπως μια ομιλία σε δημόσιο χώρο μπροστά σε κοινό ή σε διαπροσωπικές επαφές και αλληλεπιδράσεις, όπως σε ένα πάρτι ή σε ένα ραντεβού. Το άτομο φοβάται ότι οι άλλοι άνθρωποι τον κοιτούν με κριτική διάθεση, αναζητώντας ενδείξεις και σημάδια ανεπάρκειας ή αδυναμίας. Το άτομο ανησυχεί ότι θα ταπεινωθεί ή θα ρεζιλευτεί και είναι αρκετά ευαίσθητο στο θέμα της απόρριψης. Φοβάται ότι κάποιες σωματικές διαταραχές, όπως το γουργούρισμα του στομαχιού του, ή ενδείξεις άγχους, όπως ότι θα τρέμει η φωνή ή τα χέρια του όταν μιλάει, θα τον ρεζιλέψουν και θα προκαλέσουν την κριτική των άλλων, με αποτέλεσμα την απόρριψη. Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι οι φόβοι του είναι υπερβολικοί, αποφεύγει τις καταστάσεις που φοβάται, αποφεύγει να μιλήσει, να φάει, να πιει ή να γράφει δημοσίως ή και να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα εκτός σπιτιού. Όταν δεν αποφεύγει τις καταστάσεις που φοβάται, τις υπομένει βιώνοντας έντονο άγχος, που μπορεί να φτάσει στο σημείο του πανικού.
Η κοινωνική φοβία μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την επαγγελματική και την προσωπική ζωή του ατόμου, ενώ το οικονομικό και συναισθηματικό τίμημα της αποφυγής των καταστάσεων είναι συχνά πολύ μεγάλο. Το άτομο συνήθως έχει περιορισμένο κοινωνικό κύκλο και έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι άνεργος, να διακόψει τις σπουδές του, να παραμένει σε δυσλειτουργικές σχέσεις, να μην αποχωρίζεται την οικογένειά του ή να μην μπορεί να κάνει φίλους.

Η διαταραχή προσδιορίζεται σχετικά με την έκταση των αντικειμένων της φοβίας. Θεωρείται γενικευμένου τύπου όταν οι φόβοι αφορούν στις περισσότερες καταστάσεις, τα άτομα φοβούνται περιστάσεις στις οποίες αναλαμβάνουν δραστηριότητες δημοσίως, καθώς και καταστάσεις που περιλαμβάνουν κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (Χριστοπούλου, 2008).

Ειδική φοβία: έκδηλος και επίμονος φόβος του ατόμου, που κατά κοινή εκτίμηση είναι υπερβολικός και παράλογος και εκλύεται λόγω της παρουσίας ή της πιθανότητας παρουσίας ενός συγκεκριμένου αντικειμένου, όπως ενός σκύλου ή μιας συνθήκης ή κατάστασης. Η έκθεση στο αντικείμενο αμέσως και σχεδόν πάντα προκαλεί έντονο άγχος που μπορεί να φτάσει ακόμα και σε βαθμό πανικού. Το επίκεντρο του φόβου μπορεί να αφορά στην πρόβλεψη κάποιου ενδεχόμενου κινδύνου, όπως ότι ο σκύλος θα τον δαγκώσει, αλλά η πρόβλεψη είναι υπερβολική και παράλογη. Το άτομο μπορεί επίσης να ανησυχεί μήπως χάσει τον έλεγχο του εαυτού του, μήπως πανικοβληθεί ή μήπως βιώσει σωματικές εκδηλώσεις άγχους, όπως ταχυπαλμία και λαχάνιασμα, εάν έρθει σε επαφή με το αντικείμενο του φόβου. Ο βαθμός του άγχους που βιώνει το άτομο εξαρτάται από το πόσο κοντά βρίσκεται στο αντικείμενο του φόβου του, καθώς και το πόσο εύκολο είναι να απομακρυνθεί σε περίπτωση που έρθει σε επαφή με αυτό.
 
Ο φόβος όταν είναι γενικευμένος και αφορά όχι μόνο αυτό καθεαυτό το φοβικό αντικείμενο αλλά ακόμη και τη σκέψη για αυτό το αντικείμενο προκαλεί έντονο άγχος και φόβο τότε το άτομο εμφανίζει φοβία, η οποία όταν είναι έντονη επηρεάζει την κοινωνική, προσωπική και επαγγελματική ζωή του ατόμου. Η φοβία μπορεί να περιορίσει τη ζωή του ατόμου σε σημαντικό βαθμό. Για παράδειγμα η φοβία του αεροπλάνου μπορεί να αναστείλει την επαγγελματική εξέλιξη ενός ατόμου εάν το επάγγελμά του απαιτεί ταξίδια με αεροπλάνο. Η ίδια φοβία μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στην προσωπική του ζωή, επειδή δεν πηγαίνει με το σύντροφό του διακοπές σε μακρινά μέρη. Στην πλειονότητά τους τα άτομα με κάποια ειδική φοβία δε ζητούν βοήθεια αλλά προσπαθούν να αποφεύγουν το αντικείμενο του φόβου τους. Ωστόσο, όσο περισσότερο αποφεύγουμε το φοβικό αντικείμενο τόσο περισσότερο δομούμε και ισχυροποιούμε τη φοβία μας (Χριστοπούλου, 2008).
Η ειδική φοβία προσδιορίζεται ανάλογα με τον τύπο του φοβικού αντικειμένου. Παραδείγματα ειδικών φοβιών είναι η ζωοφοβία (φόβος για ζώα ή έντομα), φοβία για το φυσικό περιβάλλον (φόβος για κάποιο στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, όπως καταιγίδες, ύψη, νερό, κ.α.), φοβία για αίμα, ένεση ή τραύμα, καταστασιακός τύπος φοβίας (χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς, γέφυρες, τούνελ, ανελκυστήρες, αεροπορικά ταξίδια, οδήγηση, παραμονή σε κλειστούς χώρους), φοβία πνιγμού, εμετού ή μετάδοσης μιας ασθένειας, φοβία του κενού (φόβος του ατόμου ότι θα πέσει κάτω αν απομακρυνθεί από τοίχους). Οι πιο συχνές φοβίες αφορούν τα ύψη, το ασανσέρ, τις αράχνες, τα ποντίκια, τα έντομα (Χριστοπούλου, 2008). 

Βιβλιογραφία  
Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ενοχή και ντροπή



Πρόκειται για δύο συναισθήματα που είναι πολύ στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. 

Συνήθως, αισθανόμαστε ενοχή όταν έχουμε παραβεί κάποιο σημαντικό για εμάς κανόνα ή όταν δεν έχουμε καταφέρει να φτάσουμε τα όρια που έχουμε εμείς θέσει για τον εαυτό μας.
Ενοχές αισθανόμαστε και όταν κρίνουμε ότι έχουμε κάνει κάποιο λάθος. Αν νομίζουμε πως θα έπρεπε να συμπεριφερθούμε διαφορετικά ή πως θα έπρεπε να έχουμε κάνει κάτι άλλο από αυτό που τελικά κάναμε, είναι πολύ πιθανό να νιώσουμε ενοχές.

Η ντροπή είναι το συναίσθημα που νιώθουμε όταν νομίζουμε ότι έχουμε κάνει ένα σημαντικό σφάλμα. Όταν ντρεπόμαστε, δίνουμε ενδόμυχα στον εαυτό μας τους χαρακτηρισμούς ‘λάθος’, ‘κακός’, ‘ανίκανος’, ‘άχρηστος’, ‘απαίσιος’. Η ντροπή είναι άμεσα συνδεδεμένη με μια πολύ κακή εικόνα του εαυτού μας. Πολλές φορές τη ντροπή περιβάλλει μια έντονη μυστικότητα γιατί σκεφτόμαστε πως αν κανείς μάθει αυτό που έκανα θα σχηματίσει πολύ κακή γνώμη για μένα. Για αυτό το λόγο, η αιτία της ντροπής που νιώθουμε παραμένει μυστική και την κρατάμε μέσα μας αφήνοντάς την να μας καταστρέφει. Πολλές φορές, οι άνθρωποι νιώθουν ντροπή για κάτι που συνέβη με ένα οικείο πρόσωπο ή σε κάποιο μέλος της οικογένειας, όπως ένα πρόβλημα αλκοολισμού, σεξουαλικής κακοποίησης, μιας έκτρωση, μιας χρεωκοπία ή κάποια συμπεριφορά που θεωρούμε ανήθικη ή αντικοινωνική. 

Το συχνό αίσθημα της ενοχής ή της ντροπής σημαίνει πως είτε οι πράξεις μας έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές και τους κανόνες, που έχουμε εμείς επιλέξει ως απαράβατους είτε ότι τις περισσότερες φορές κρίνουμε μικρά καθημερινά σφάλματα πολύ σοβαρότερα από ότι είναι πραγματικά. Η εκτίμηση μιας πράξης ή ενός γεγονότος εξαρτάται από τις δικές μας προσωπικές αξίες και κανόνες.
 

Ερωτήματα που θα μπορούσαμε να θέσουμε στον εαυτό μας ώστε να εκτιμήσουμε βιώματα που προκαλούν ενοχή ή ντροπή:
      Ø  Οι άλλοι άνθρωποι θα θεωρούσαν αυτή την εμπειρία τόσο σοβαρή όσο την κρίνω εγώ;
      Ø  Μήπως κάποιοι τη θεωρούν λιγότερο σημαντική; Γιατί;
      Ø  Πόσο σημαντική θα θεωρούσα εγώ αυτή την κατάσταση αν ήταν βίωμα του καλύτερού μου φίλου και όχι δικό μου;
      Ø  Πόσο σημαντικό θα μου φαίνεται αυτό σε ένα μήνα από σήμερα; Σε ένα χρόνο; Σε πέντε χρόνια;
      Ø  Πόσο σημαντικό θα το θεωρούσα αν κάποιος άλλος το έκανε σε μένα;
      Ø  Γνώριζα από πριν τις συνέπειες των πράξεών μου ή των σκέψεων μου; Με βάση όλα όσα γνώριζα εκείνη τη στιγμή, οι τωρινές μου σκέψεις είναι σωστές;
      Ø  Μπορώ να επανορθώσω τη ζημιά που έχω προκαλέσει; Πόσο καιρό θα μου πάρει κάτι τέτοιο;
      Ø  Υπάρχει κάποια ακόμα χειρότερη πράξη που σκέφτηκα να κάνω αλλά τελικά απέφυγα;
Η ενοχή συνοδεύεται συχνά από σκέψεις που περιέχουν τις φράσεις «θα έπρεπε» και «θα όφειλα».

Για να ξεπεράσουμε το συναίσθημα της ενοχής και της ντροπής θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, να αναλάβουμε μόνο την ευθύνη που μας αναλογεί, να σπάσουμε τη σιωπή μας, να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε το κακό που έχουμε κάνει και να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας.
  

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Σκέφτομαι άρα Αισθάνομαι. Η Γνωσιακή συμπεριφορική μέθοδος για την θεραπεία της κατάθλιψης και του άγχους», D. Greenberger και C.A. Padesky, 2011. Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Απελπισία, απογοήτευση, απαισιοδοξία…



Απελπισία

Η απώλεια, ο πόνος, μια χρόνια ή σοβαρή ασθένεια, η αποτυχία, τα γηρατειά και τα λάθη αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας και προκαλούν . Όλοι περνάμε στιγμές ή φάσεις που νιώθουμε απελπισία όταν βιώνουμε κινδύνους και προκλήσεις, ματαιώσεις και αβεβαιότητα, αδιέξοδα και εμπλοκές. Κύριο χαρακτηριστικό της απελπισίας είναι το αίσθημα ότι όλα έχουν τελειώσει, ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επίλυσης της κατάστασης, ότι τα πράγματα ποτέ δεν πρόκειται να καλυτερεύσουν ή να αλλάξουν. Είναι ένα συναίσθημα που οδηγεί σε κακή διάθεση και μπροστά μας υπάρχει μόνο ένα τεράστιο μαύρο τοίχος που δεν μπορούμε να περάσουμε. Από εμάς τους ίδιους εξαρτάται να περιορίσουμε το βάθος και την έκταση του πόνου και να βοηθήσουμε τον εαυτό μας, ώστε να ξαναβρεί ψυχικά αποθέματα, ώστε να αντλήσει δύναμη για προσπάθεια.

Η απελπισία είναι πιο έντονη στα γηρατειά καθώς υπάρχει μια συσσώρευση ματαιώσεων και απογοητεύσεων που προέρχονται από όλη τη ζωή του ατόμου. Τα προβλήματα του παρόντος μας θυμίζουν δυσκολίες και προβλήματα του παρελθόντος. Το ηλικιωμένο άτομο κουβαλά αναμνήσεις οδυνηρών γεγονότων, καταστάσεων και σχέσεων, ενώ όσα το βασανίζουν τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν το κάνουν να νιώθει ανυπεράσπιστο και να βλέπει μπροστά του ένα αδιέξοδο. Η απελπισία γίνεται πιο έντονη όταν το άτομο νιώθει ανίκανο να μπορέσει να ανταπεξέλθει σε άμεσα προβλήματα καθώς μεγαλώνει και οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν. 

Σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε και όποιος κι αν είναι ο λόγος που βιώνουμε απελπισία θα πρέπει να σκεφτούμε ότι εμείς οι ίδιοι μπορούν να βοηθήσουμε τον εαυτό μας ώστε να ανακτήσουμε τον έλεγχο, την ενεργητικότητα και τις ικανότητες που εξακολουθούμε να διαθέτουμε.  Όταν νιώθουμε την απελπισία να μας κατακλύζει θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπους να βγούμε από αυτή την κατάσταση, να απαλλαχθούμε από αυτό το συναίσθημα. Είναι σημαντικό να προσπαθούμε να περάσουμε χρόνο βγαίνοντας με φίλους, βρίσκοντας τρόπους ψυχαγωγίας και περνώντας ευχάριστα το χρόνο καθώς και δίνοντας περισσότερη φροντίδα και προσοχή στον εαυτό μας. Όταν βιώνουμε μια κατάσταση απελπισίας δεν χρειάζεται να κρατάμε μέσα μας τα συναισθήματά μας, μπορούμε να κλάψουμε και να θυμώσουμε, ενώ μπορούμε να ζητήσουμε και βοήθεια από φίλους ή ειδικούς ώστε να ξεπεράσουμε την κατάσταση που βιώνουμε. 


Όταν έχουμε δίπλα μας κάποιο άτομο που βιώνει έντονη απελπισία χρειάζεται ενθάρρυνση ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο της ζωής του και να κινητοποιηθεί, αλλά και να το ακούσουμε προσεκτικά, όταν περιγράφει τις πιθανές λύσεις και τους φόβους που νιώθει. Όταν ακούμε και λέμε τη γνώμη μας, μπορεί να βοηθήσουμε τον άλλο να συνειδητοποιήσει την κατάσταση και τη δυνατότητα ύπαρξης λύσεων.



Απογοήτευση

Πρόκειται για το συναίσθημα της δυσαρέσκειας που ακολουθεί μια αποτυχία των προσδοκιών μας ή της ελπίδας μας να τα καταφέρουμε. Η λύπη και η απογοήτευση είναι συναισθήματα που μπορεί να βιώσει το άτομο ως απάντηση απέναντι σε μια δυσμενή έκβαση μιας απόφασης. Αποφάσεις ή επιλογές που δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα δημιουργούν στο άτομο συναισθήματα απογοήτευσης και λύπης. Η απογοήτευση είναι ένα αρκετά σιωπηλό συναίσθημα. Δεν μας επιτρέπει να ξεσπάσουμε εύκολα. Συνήθως, μας κάνει να κλεινόμαστε στον εαυτό μας, να τον αμφισβητούμε, να αμφισβητούμε τις επιλογές μας και όσα έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα. 

Σημαντικό ρόλο παίζει η σημασία που δίνουμε στις απογοητεύσεις που βιώνουμε, αλλά και ο τρόπος που τις επεξεργαζόμαστε και τις αναλύουμε. Επίσης, αυτό εξαρτάται από τις προσδοκίες που έχουμε από τον εαυτό μας, από τους άλλους, από καταστάσεις και σχέσεις. Πολλές φορές θεωρούμε ότι ξέρουμε καλά κάποιους ανθρώπους ή ότι μπορούμε να προβλέψουμε καταστάσεις και συμπεριφορές, με αποτέλεσμα όταν συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που περιμένουμε, τότε η απογοήτευση είναι έντονη. 

Η χειρότερη απογοήτευση είναι αυτή που νιώθουμε για τον εαυτό μας. Οι πιο έντονες απογοητεύσεις προέρχονται από εμάς τους ίδιους. Μπορεί κάποιες φορές να αναζητούμε εξωτερικές πηγές για να αποδώσουμε την απογοήτευση που νιώθουμε, ωστόσο, σχεδόν πάντα πηγάζει από κάτι εσωτερικό, καθώς εμείς νιώθουμε έτσι για μια κατάσταση, για ένα γεγονός, για την έκβαση ενός συμβάντος. Πρόκειται για μια συναισθηματική αντίδραση που εξαρτάται από τις προσδοκίες που εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει. 

Απογοήτευση νιώθουμε μετά από μια αποτυχία, όταν νιώθουμε ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι προσδοκίες μας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς προσδοκίες, χωρίς να θέτουμε στόχους και να κάνουμε όνειρα, όμως η μη ικανοποίηση όλων αυτών ή η αποτυχία των προσδοκιών μας, μας οδηγεί στην απογοήτευση. Το σημαντικό είναι να μπορούμε να βιώσουμε και να ξεπεράσουμε μια απογοήτευση χωρίς να φτάσουμε στα όρια της απελπισίας, ώστε να θέσουμε ξανά νέους στόχους. Η απογοήτευση δεν θα πρέπει να μας κυριεύσει και να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για μελλοντικές προσδοκίες και επιτυχίες. Μεγαλώνοντας μαθαίνουμε ότι οι απογοητεύσεις είναι μέρος της ζωής μας και συμβάλλουν στην ωρίμανσή μας. Μπορούμε να διδαχθούμε, να μάθουμε, να βρούμε αποτελεσματικούς τρόπους ώστε την επόμενη φορά να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας.



Απαισιοδοξία


Η απαισιοδοξία είναι ένα ακόμη αρνητικό συναίσθημα, το οποίο αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό στη ζωή κάποιων ατόμων. Η απαισιοδοξία μπορεί να είναι αποτέλεσμα παραγόντων που βιώνει το άτομο ή μπορεί να αποτελεί στοιχείο στο χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής του ατόμου. Οι απαισιόδοξοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη ζωή τους με μια αίσθηση ματαιότητας, ενώ βλέπουν τον κόσμο με ισχυρές δόσεις κυνισμού και αρνητισμού. 

Όταν η απαισιοδοξία αποτελεί ένα διάχυτο συναίσθημα, το άτομο συνήθως υιοθετεί μια απαισιόδοξη στάση απέναντι στον τρόπο αντιμετώπισης της ζωής. Η απαισιοδοξία συχνά οδηγεί το άτομο στην παραίτηση και την απογοήτευση, ενώ μπορεί να βιώνει άγχος, ανησυχία και έντονη ανασφάλεια. Το απαισιόδοξο άτομο συχνά είναι διστακτικό, απορεί για την πορεία της ζωής του και έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η απαισιοδοξία έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με την εσωστρέφεια, αλλά και με τη συναισθηματική ισορροπία. Ακόμη, τα άτομα που νιώθουν απαισιοδοξία συχνά κατηγορούν τον εαυτό τους, ενώ οι αρνητικές ερμηνείες που κάνουν επηρεάζουν αρνητικά και την προσδοκία τους να έχουν έλεγχο πάνω σε μελλοντικά γεγονότα, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν συναισθήματα και συμπεριφορές (Mahasneh et al., 2013).  Γενικότερα, θεωρείται ότι η απαισιοδοξία συνοδεύεται από άλλα αρνητικά συναισθήματα, όπως νευρικότητα, ενοχή, ντροπή, απογοήτευση και κατάθλιψη. 



Η απαισιοδοξία έχει και τη θετική πλευρά, καθώς οι απαισιόδοξοι σκέφτονται πιο κριτικά, καθώς παραμένουν περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα παρατηρώντας τις εναλλακτικές πιθανές εκβάσεις μιας κατάστασης, ενώ οι αισιόδοξοι είναι περισσότερο ονειροπόλοι και ιδεαλιστές. Επίσης, οι απαισιόδοξοι θεωρείται ότι βλέπουν τα πράγματα με μεγαλύτερη ακρίβεια και έχουν αυξημένα επίπεδα αντίληψης επικείμενων κινδύνων και ευαισθητοποίησης για πιθανά προβλήματα αναζητώντας λύσεις.


Βιβλιογραφία
Mahasneh, A.M., Al- Zoubi, Z.H., & Batayeneh, O.T. (2013). The relationship between optimism- pessimism and personality traits among students in the Hashemite University. International Education Studies, 6 (8), 71-82.