Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Η ευθύνη και η δύναμη των λέξεων



Λέξεις της στιγμής με συνέπειες που διαρκούν…

«Οι λέξεις έχουν ευθύνη… κι εσύ έχεις την ευθύνη των λέξεων που χρησιμοποιείς…»

Οι λέξεις έχουν ευθύνη, δεν μπορούν να λέγονται χωρίς να λαμβάνεις υπόψη τις συνέπειες που έχουν. Και αν αναρωτιέσαι ποιος έχει την ευθύνη, τα πράγματα είναι απλά: αυτός που εκστομίζει την κάθε λέξη. Είσαι, λοιπόν, υπεύθυνος για όσα λες, για όσα υπόσχεσαι, για όσα μοιράζεσαι. Είσαι υπεύθυνος για τις σκέψεις και τα συναισθήματα που παίρνουν μορφή μέσω των λέξεων που χρησιμοποιείς.

Οι λέξεις έχουν ευθύνη και στην πραγματικότητα εσύ έχεις την ευθύνη των λέξεων που χρησιμοποιείς. Πολλές φορές μπορεί να χρησιμοποιείς λέξεις, εκείνη την στιγμή για τον εντυπωσιασμό ή από ενθουσιασμό, χωρίς καμία δέσμευση και λες και δεν έχουν κανένα βάρος, θεωρώντας ότι θα ξεχαστούν την επόμενη στιγμή, μαζί με τη στιγμή που θα περάσει.  

Οι λέξεις έχουν δύναμη και από εμάς εξαρτάται ο τρόπος που θα τις χρησιμοποιήσουμε. Οι λέξεις μπορούν να είναι ενθαρρυντικές και βοηθητικές για τους άλλους, ή μπορούν να πληγώσουν και να βλάψουν, να πονέσουν και να προσβάλλουν. Από εμάς εξαρτάται πώς θα πειθαρχήσουμε τις λέξεις που θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε και το ύφος με το οποίο θα πάρουν μορφή οι λέξεις βγαίνοντας από το στόμα μας. 


Μόνο αν πάρουμε την ευθύνη για τα λόγια μας, μπορούμε να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με το τι λέμε, σε ποιον το λέμε και γιατί το λέμε. Αυτό δε σημαίνει πως χάνουμε τον αυθορμητισμό μας ή την ειλικρίνειά μας. Σημαίνει πως αναγνωρίζουμε τη σοβαρότητα και τη σημαντικότητα της κάθε λέξης που επιλέγουμε να πούμε, έτσι ώστε να μην καταλήξουμε να εκστομίζουμε κακίες και προσβολές, ή υποσχέσεις και ελπίδες, ή ανεκπλήρωτα λόγια και προσδοκίες. 

Οι λέξεις μπορεί να είναι στιγμιαίες, δες τες μόνο σε συνάρτηση με τις πράξεις και με τις σιωπές. Θα πρέπει όλα να σου δίνουν μια αρμονία που θα ηρεμεί την ψυχή, θα σε ανακουφίζουν από τα προβλήματα που σε ταλαιπωρούν και θα σου προσφέρουν μια χαλαρωτική ανάσα…


Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, MSc.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Παραμένοντας μέσα μου παιδί…



Θέλω να παραμείνω, μέσα μου, παιδί, γιατί φοβάμαι να μεγαλώσω σε έναν κόσμο που πληγώνει, αδιαφορεί, περιφρονεί, σε έναν χωρίς σεβασμό και ευγένεια, χωρίς συναισθήματα και ενδιαφέρον… Όμως, αν παραμείνω παιδί από τι θέλω να γλιτώσω; 

Σίγουρα, έχουμε ανάγκη μέσα μας να διατηρήσουμε κάποια στοιχεία της παιδικής μας ηλικία, λίγη ξεγνοιασιά, λίγη αφέλεια στον τρόπο αντιμετώπισης ανώδυνων προσώπων και καταστάσεων, λίγο ρομαντισμό και λίγη ονειροπόληση. Όλα αυτά ήταν πλούσια στην παιδική μας ηλικία και σταδιακά μεγαλώνοντας είδαμε πως μας εγκαταλείπουν και τότε… αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά. 

Αν σκεφτούμε: πόσο εύκολο ήταν να χαθούμε μέσα στη φαντασία μας, να φτιάξουμε όμορφα σενάρια ζωής, να χαρούμε από μικροπράγματα και να ονειρευτούμε…  όταν ήμασταν παιδιά… Πόσο εύκολο ήταν να είμαστε χαρούμενοι και μη προβληματισμένοι, με μια γλυκιά άγνοια κινδύνου και μια αισιοδοξία, που κάλυπτε κάθε πονεμένη κατάσταση… όταν ήμασταν παιδιά… Πόσο εύκολα και εφικτά μας φαίνονταν όλα και πόσα όνειρα είχαμε για το μέλλον, ενώ βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε…

Και όλα αυτά τα έχουμε ανάγκη και τώρα, όμως, όλοι γύρω μας αντιμετωπίζουν διαφορετικά, μας υπενθυμίζουν πως έχουμε μεγαλώσει, μας γεμίζουν με ενοχές και ευθύνες, με υποχρεώσεις και καθήκοντα… κι εμείς νιώθουμε πίεση και άγχος και προσπαθούμε να τα αγνοήσουμε και να συνεχίσουμε να παριστάνουμε τα παιδιά. Οι συγκρούσεις, όμως, εσωτερικά και εξωτερικά είναι πολλαπλές και αφορούν διαφορετικά επίπεδα. Έτσι, μέσα από τις διαρκείς πάλες, καταλήγουμε να μεγαλώσουμε ή να κρύβουμε ότι είμαστε ακόμη παιδιά.


Παραμένοντας παιδιά… από τι θέλουμε να γλιτώσουμε και πόσο εφικτό είναι να παραμείνουμε παιδιά;

Το να παραμείνουμε παιδιά σημαίνει ότι δεν θέλουμε να μεγαλώσουμε και να ωριμάσουμε (αν και αυτά τα δύο δεν συμβαδίζουν απαραίτητα), δεν θέλουμε να πάρουμε ευθύνες και να έχουμε υποχρεώσεις, δεν επιθυμούμε να είμαστε κύριοι του εαυτού μας… Ταυτόχρονα κερδίζουμε το να είμαστε αθώοι, ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, ενώ έχουμε ανθρώπους να νοιάζονται για εμάς, να μας φροντίζουν, να μας περιποιούνται, να παίρνουν αποφάσεις για εμάς, να μας προστατεύουν, καθώς εμείς δεν μπορούμε να είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας.

Μπορούμε να παραμείνουμε μέσα μας παιδιά, αρκεί να συμβαδίζουμε με την ηλικία μας, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που έχουμε, τους στόχους και τα όνειρά μας. Τα στοιχεία που εμείς έχουμε κρατήσει από την παιδική μας ηλικία και τα χαρακτηριστικά εκείνης της ηλικίας μπορούν να αποτελέσουν το καταφύγιο μας, όταν συναντάμε δυσκολίες, όταν απογοητευόμαστε και θέλουμε να τα παρατήσουμε όλα, όταν πληγωνόμαστε από ανθρώπους και νιώθουμε ότι ποτέ ξανά δεν πρόκειται να εμπιστευτούμε… Σε όλες τις δύσκολες στιγμές μπορούμε να σκεφτούμε τι θα έκανε το ξέγνοιαστο και αισιόδοξο παιδί που κρύβουμε μέσα μας και επιμελώς φροντίζουμε να μην χάσουμε όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μας.


Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, MSc.

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Ο ρόλος του παραμυθιού στη σχέση ηλικιωμένων- παιδιών



Παραμύθι, ηλικιωμένοι και παιδιά


* Από Παπαδόπουλο Βαγγέλη, Κοινωνικό Λειτουργό
 

Η επικοινωνία που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ηλικιωμένους και τα παιδιά μέσα από το παραμύθι συμβάλλει στην μείωση του χάσματος των γενεών. Το παραμύθι αποτελεί το μέσο προσέγγισης των παιδιών και βοηθά στην εδραίωση μιας καλής σχέσης και αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε παιδιά και ηλικιωμένους. Πρόκειται για έναν τρόπο επικοινωνίας που επιτρέπει την προσέγγιση των ατόμων αυτών που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές με αποτέλεσμα να έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις, ιδέες, αντιλήψεις, τρόπο σκέψης και στάση ζωής.  

Τα παραμύθια δίνουν την ευκαιρία στους ηλικιωμένους να αναπολήσουν στοιχεία από την δική τους παιδική ηλικία και από τον τρόπο που οι ίδιοι μεγάλωσαν, ενώ στα παιδιά δίνεται η ευκαιρία να μάθουν πράγματα μέσα από τις διδαχές των παραμυθιών. Τα παραμύθια είναι ευχάριστα και προσφέρουν χαρά στα παιδιά, ενώ χαρά και ικανοποίηση αντλούν και οι ηλικιωμένοι μέσα από την αφήγηση. Οι ηλικιωμένοι με την ηρεμία και την γαλήνη που τους προσφέρει η ηλικία και η σοφία τους έχουν έναν μοναδικό τρόπο για αφήγηση παραμυθιών και ιστοριών. 


Τα παραμύθια είναι διαχρονικά και συμβάλλουν στην σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Τα παιδιά μέσα από τα παραμύθια μαθαίνουν νέα πράγματα, διδάσκονται τις αξίες της ζωής, βλέπουν βιώματα και εμπειρίες που τα ίδια δεν έχουν ακόμη ζήσει, μαθαίνουν τις παραδόσεις και διαμορφώνουν την εθνική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Τα παραμύθια ενισχύουν και την δημιουργικότητα και την φαντασία των παιδιών, καθώς δημιουργούν στα παιδιά εικόνες και τα βοηθούν να μπουν σε μυθικούς κόσμους. Ταυτόχρονα καλλιεργούν το πνεύμα και περνούν βαθιά μηνύματα στο παιδί.

Από την άλλη μεριά, οι ηλικιωμένοι μέσα από τα παραμύθια μπορούν να αφηγηθούν για πτυχές και τομείς της ζωής τους, μπορούν να κρατήσουν ζωντανό το παρελθόν και να το μεταβιβάσουν στα παιδιά, ενώ με τα παραμύθια νιώθουν ότι είναι ακόμη ενεργητικοί και δημιουργικοί παίζοντας ένα σημαντικό ρόλο μέσα στην κοινότητα και μέσα στην ζωή. Το παραμύθι δίνει τη δυνατότητα στον ηλικιωμένο να συνδέσει το παρελθόν του με το παρόν, να νιώσει ζωντανός μέσα από τις αφηγήσεις του, να νιώσει ότι προσφέρει στα παιδιά αλλά και ότι επικοινωνεί μαζί τους. Τα παραμύθια μπορούν να κάνουν τον ηλικιωμένο να αισθανθεί ξανά χαρά και συγκίνηση αλλά και να νιώσει ότι δίνει αγάπη. Μέσα από την αφήγηση παραμυθιών ο ηλικιωμένος βιώνει την ικανοποίηση για όλα αυτά που προσφέρει στα παιδιά. 

Το παραμύθι μπορεί να αποτελέσει έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας για παιδιά και ηλικιωμένους. Στα παιδιά αρέσει να ακούν παραμύθια, ενώ οι ηλικιωμένοι έχουν μια τάση να επενδύουν τα παραμύθια με γλυκύτητα, νοσταλγία και τρυφερότητα, που προσελκύει το ενδιαφέρον των παιδιών, αλλά ενεργοποιεί και τα συναισθήματα των παιδιών. Μέσα από την δραματοποίηση ιστοριών, τις εναλλαγές στον τόνο της φωνής και τον τρόπο αφήγησης τα παιδιά μπορούν να βιώσουν και τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων του παραμυθιού. Τα παραμύθια εκπαιδεύουν τα παιδιά αλλά μέσα από την αφήγηση βοηθούν και τους ηλικιωμένους να ξεπεράσουν προβλήματα που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν.


Το παραμύθι συγκινεί και ψυχαγωγεί, ενώ μπορεί να θεωρηθεί ένα στοιχείο που συνδέει αυτές τις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους γενιές (ηλικιωμένοι και παιδιά). Η συμβολική μορφή και ο τρόπος γραφής των παραμυθιών τα κάνει κατανοητά σε όλους, με αποτέλεσμα να είναι μια σημαντική γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε ηλικιωμένους και παιδιά, συμβάλλοντας ταυτόχρονα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, όπως είναι το γνωστικό, το κοινωνικό και το ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο.  



Παπαδόπουλος Βαγγέλης, Κοινωνικός Λειτουργός
papevag90@yahoo.gr

«Δεν πιστεύω στους ψυχολόγους»



Κάθε φορά που το ακούω, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι «από πότε γίναμε μια ιδεολογία, που ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις σε αυτή;», «μήπως είμαστε καμιά αίρεση και δεν το έχω πάρει χαμπάρι;» και τώρα τι πρέπει να κάνω; «Να προσπαθήσω να βρω τρόπο να σας πείσω, ώστε να ενταχθείτε στην ιδεολογία μου;» και «Αξίζει τον κόπο να περάσει πολύτιμος χρόνος απλά για να πειστείτε ότι η ψυχολογία είναι επιστήμη;».
Και η σκέψη αυτή μπορεί να ακούγεται ειρωνική ή κυνική, αλλά το μόνο που κρύβει είναι απογοήτευση και λύπη, για τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε…  Πόσα χρόνια ακόμη χρειάζονται για να ξεπεραστούν ορισμένα ταμπού…; Γιατί είναι καλύτερα να παριστάνεις ότι όλα είναι μια χαρά, παρά να παραδεχτείς ότι δεν είναι και να αρχίσεις να βλέπεις τα προβλήματα που υπάρχουν, να τα αναγνωρίσεις και να ασχοληθείς με αυτά; Είναι προτιμότερο να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου ότι τα έχεις κάνει όλα σωστά, παρά να παραδεχτείς ότι έκανες και λάθη, για τα οποία είσαι τώρα εδώ ώστε να τα διορθώσεις, να τα αλλάξεις ή να τα ξεπεράσεις…;


Οπότε ας ξαναγνωριστούμε: Η ψυχολογία είναι μια επιστήμη, που έχει ως στόχο να μελετήσει τη συμπεριφορά, την προσωπικότητα, τις γνωστικές λειτουργίες και τα συναισθήματα του ατόμου. Ασχολείται τόσο με τον εαυτό, όσο και με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ασχολείται τόσο με την ψυχοπαθολογία, όσο και με τις κανονικότητες ή τα «φυσιολογικά» στοιχεία, που μπορεί να μας δυσκολεύουν ή να μας προκαλούν δυσφορία. Δεν είναι απαραίτητο να έχουμε μια σοβαρή ψυχοπαθολογία ώστε να επισκεφθούμε κάποιον ειδικό. Είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας ή να βελτιώσουμε ορισμένα στοιχεία στη συμπεριφορά μας ή στον χαρακτήρα μας. Είναι μια ευκαιρία να κάνουμε κάτι για εμάς, ξεκινώντας από το πιο απλό: να αρχίσουμε να βάζουμε ως προτεραιότητα τον εαυτό μας (πάνω σε αυτό πολύ σκέφτονται ή και σχολιάζουν: δεν θέλω να γίνω εγωιστής ή να λειτουργώ εγωκεντρικά, και τότε: καταλαβαίνουμε πόσο βαθιά επίδραση έχει μέσα στην κοινωνία μας η ανάγκη να νοιαζόμαστε και να σκεφτόμαστε τους άλλους, και με πόσο διαστρεβλωμένο τρόπο το εφαρμόζουμε).

Ο ψυχολόγος, επομένως, δεν είναι η απόδειξη ότι είμαστε τρελοί ή προβληματικοί, για αυτό καλύτερα να τον αποφύγουμε, ούτε είναι ο δικαστής, που θα μας καταδικάσει ή θα αποφασίσει τι κάναμε σωστά και τι όχι. Επίσης, ο ψυχολόγος δεν είναι μάντης, για να καταλάβει τι μας συμβαίνει χωρίς να του πούμε τίποτα, ούτε έχει ικανότητες μάγου, ώστε να μας βρει τις μαγικές λύσεις και να μας απαλλάξει από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Ο ψυχολόγος μπορεί να είναι απλά ο συνοδοιπόρος στο ταξίδι της γνωριμίας με τον εαυτό μας, όπου χρησιμοποιεί τις γνώσεις που έχει, δίνοντας κάποιες ερμηνείες σε αυτά που συζητάμε, ή παρουσιάζοντας κάποιες διαφορετικές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες μπορεί να ειδωθεί το κάθε θέμα που μας απασχολεί. Αυτά που μας λέει δεν είναι συμβουλές ούτε οδηγίες για να τα ακολουθήσουμε. 


Ο ψυχολόγος απλά προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη λογική ή να μας δείξει τρόπους συνεργασίας ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει ξαφνικά και ολοκληρωτικά, μέσα από μια-δυο συνεδρίες μαζί του. Αν σε όλη μας τη ζωή είχαμε μάθει να λειτουργούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεν μπορούμε τώρα ξαφνικά να αλλάξουμε τελείως… Μπορούμε σταδιακά να αλλάξουμε αυτά που μας ενοχλούν, αυτά που μας δυσκολεύουν, αυτά που εμείς έχουμε επιλέξει ότι θέλουμε να αλλάξουμε, εκπαιδεύοντας τον εαυτό μας να σκέφτεται, να λειτουργεί και να επεξεργάζεται τα συναισθήματα διαφορετικά. Μπορούμε να βιώσουμε σταδιακά αλλαγές μέσα από την καλύτερη γνωριμία του εαυτού μας, των συναισθημάτων και των σκέψεών μας. 

Ο ψυχολόγος μπορεί να αποτελέσει το πρόσωπο που θα μας βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία, σε αυτή την πορεία που έχουμε αποφασίσει να ακολουθήσουμε ώστε να φτάσουμε στην επίτευξη κάποιων σημαντικών για εμάς στόχων. Ο ψυχολόγος θα μπορούσε να είναι ο συνταξιδιώτης μας στο συναισθηματικό ταξίδι, έτσι ώστε παρέα να δούμε πως νιώθουμε, πως σκεφτόμαστε, τι προκαλούμε στον εαυτό μας, πώς έχουμε διαμορφώσει τις σχέσεις μας, γιατί νιώθουμε έτσι, τι μπορούμε να αλλάξουμε και τι θέλουμε να αλλάξουμε. Ο ψυχολόγος δεν παίρνει αποφάσεις για εμάς, ούτε γίνεται ο γονιός που θα μας χαϊδεύει τα αυτιά και θα μας λέει πόσο τέλεια τα κάνουμε όλα. Είναι το πρόσωπο, που σταδιακά μπορεί να μας φέρει αντιμέτωπους με αλήθειες του εαυτού μας, με δικές μας αλήθειες, που θεωρούσαμε ότι ποτέ δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε.

Η δουλειά, τα συμπεράσματα και οι αποφάσεις ανήκουν μόνο σε εμάς. Αν δεν θέλουμε να δούμε αλήθειες του εαυτού μας, αν δεν θέλουμε να πάμε πιο βαθιά, ο ψυχολόγος δεν έχει μαγικά ραβδιά για να το καταφέρει, παρά μόνο τη σταθερή παρουσία του, τη δόμηση εμπιστοσύνης και τη δημιουργία ενός κλίματος μέσα στο οποίο θα αισθανόμαστε άνετα.


Σε όλο αυτό το συναισθηματικό ταξίδι είναι σημαντικό να επιλέξουμε τον συνταξιδιώτη που μας ταιριάζει. Οπότε είναι σημαντικό να υπάρχει συμπάθεια, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, ειλικρίνεια. Σκεφτείτε να ταξιδεύετε με κάποιον που δεν συμπαθείτε, που δεν νιώθετε ασφαλείς, που δεν θα προκαλεί σταθερότητα, που δεν μπορείτε να εμπιστευθείτε, που σας δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, που δεν μπορείτε να εκφράσετε άνετα και με ειλικρίνεια αυτά που νιώθετε… Επομένως, είναι σημαντικό να επιλέξουμε το πρόσωπο που θα μας εμπνεύσει για αυτό το ταξίδι… (είναι σημαντικό να έχει γνώσεις και κατάρτιση, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να είναι ανθρώπινος και να νιώθουμε ότι μπορούμε να ανοιχτούμε). Μέσα από τις πρώτες συναντήσεις και δίνοντας λίγο χρόνο στον εαυτό μας ώστε να εξοικειωθεί μπορούμε να δούμε πόσο μας ταιριάζει το συγκεκριμένο πρόσωπο για να είναι ο ψυχολόγος που θα κάνουμε παρέα το συναισθηματικό ταξίδι του εαυτού μας…


Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, MSc.