Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Τα Μέσα Αντι – κοινωνικής Δικτύωσης

Ζούμε την εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης όπου σχεδόν ο καθένας από εμάς έχει άμεση πρόσβαση στο διαδίκτυο, εφόσον οι περισσότεροι έχουμε κινητό τηλέφωνο όπου μπορούμε να σερφάρουμε σχετικά οικονομικά και γρήγορα. Επίσης, η πλειοψηφία από εμάς έχει κάποιους λογαριασμούς σε κάποια από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα μέσα αυτά μάλλον είναι περισσότερο μέσα αντι-κοινωνικής δικτύωσης, καθώς σου δίνουν μία ψευδαίσθηση ότι έχεις φίλους, ότι μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί τους καλύτερα και πιο συχνά.  Όμως, αν όχι όλοι, πολλοί από εμάς που φτιάξαμε λογαριασμούς και προφίλ σε αυτά τα μέσα, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία με τους λεγόμενους «φίλους» μας, αλλά οδηγούμαστε περισσότερο σε μία απομόνωση ή καλύτερα σε μια συντροφική μοναξιά. 


 

Το ζητούμενο είναι η ποσότητα ή η ποιότητα; Πόσο ουσιαστική, λοιπόν, είναι αυτή η επικοινωνία που έχουμε; Πόσο ουσιαστικά πράγματα λέμε μεταξύ μας; Πολλούς από τους αποκαλούμενους «φίλους» μας ίσως και να μην τους έχουμε δει ποτέ, ούτε συναντήσει ποτέ στη ζωή μας, ίσως και κάποια προφίλ να τα χειρίζονται και άτομα διαφορετικής ηλικίας ή φύλου από αυτό που διατείνονται ότι είναι. Εκτός από το να σχολιάζουμε κάτω από αναρτήσεις αγνώστων, σε τι βαθμό αυξήθηκε η κοινωνικότητά μας;  Ίσως, τελικά όλα αυτά τα σχόλια σε αγνώστους να γίνονται προκειμένου να καλυφθεί ένα κενό κοινωνικότητας και μοναξιάς. Αρκετές φορές βλέπουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των σχολίων είναι αγενή ή επιθετικά ή πάρα πολύ προσβλητικά και αυτό είναι ένα σημείο των καιρών μας, το πώς δηλαδή έχει έρθει στην επιφάνεια και αναδεικνύεται η αγένεια, η οποία αν μη τι άλλο δεν ήταν ποτέ αισθητή σε τέτοιο βαθμό στις πρόσωπο με πρόσωπο επαφές και επικοινωνία. 


Θυμόμαστε όσοι ενηλικιωθήκαμε πριν εισβάλλουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή μας, ότι η ζωή ήταν πιο απλή και προωθούνταν οι συλλογικές μορφές δράσης. Υπήρχαν κάποια συλλογικά ιδεώδη και θα λέγαμε λιγότερος ατομισμός και περισσότερη συντροφικότητα, όχι μόνο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά γενικότερα σε όλες τις σχέσεις, και στις εργασιακές – συναδελφικές και στις φιλικές σχέσεις. Είχες την ανάγκη να δεις τον άλλον από κοντά. Πλέον, όμως, όλα γίνονται από μία απόσταση…. Πλέον η απομόνωση έχει γίνει νόρμα και παρουσιάζεται ως μια ανάγκη και ως μια λύση στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Παρόλο που στα μεγάλα αστικά κέντρα υπάρχει υπερπληθυσμός και όλοι σωματικά είναι πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, οι περισσότεροι είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Ακόμη και οι άνθρωποι που μένουν στην ίδια πολυκατοικία μοιάζει να είναι περισσότερο ξένοι μεταξύ τους και σπανίζει ακόμη και η ανταλλαγή ενός απλού χαιρετισμού… Θα λέγαμε ότι διακρινόμαστε πλέον περισσότερο σε άτομα, παρά σε πρόσωπα κι ότι έχουμε απωλέσει την ταυτότητα που μας χαρακτηρίζει ανθρώπους και δη συνανθρώπους, καθώς ανταλλάσσουμε περισσότερο πληροφορίες μεταξύ μας παρά κουβεντιάζουμε, και κάποιες φορές ακόμη κι αν βρεθούμε σε ανάγκη και χρειαστούμε τη βοήθεια του διπλανού μας, τότε πολύ δύσκολα θα μας την προσφέρει.

Κάποιοι άνθρωποι έμειναν μόνοι γιατί έχασαν είτε από χωρισμό είτε από διαζύγιο ή θάνατο την/τον σύντροφό τους. Κάποιοι άλλοι είναι κοινωνικά αδέξιοι, δηλαδή δεν έχουν τον τρόπο και δεν ξέρουν πώς να προσεγγίσουν, πώς να συνάψουν σχέσεις, πώς να κρατήσουν ανθρώπους στη ζωή τους. Δυστυχώς, η συντροφικότητα δεν έρχεται στη ζωή από μόνη της, θα πρέπει να την δημιουργήσουμε, να έχουμε μια συμπεριφορά η οποία θα είναι ενεργητική και θα δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει η σχέση και να δώσει καρπούς. 


 

Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι αυτής της παθητικής απραξίας. Μπορεί να οφείλεται σε κάποια καχυποψία, σε κάποια δυσπιστία ή απλώς τα αντικοινωνικά άτομα να έχουν προδοθεί ή να έχουν πληγωθεί από τους άλλους, κι αυτή η απογοήτευση να προκαλεί αυτή την αντικοινωνική στάση τους. Οπότε, η τεχνολογία δεν μπορεί να βοηθήσει πάντα. Κι έτσι αρκετά από αυτά τα άτομα, διατηρούν την αντικοινωνικότητά τους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνήθως, χρησιμοποιούν αυτά τα δίκτυα για να παρακολουθούν τους άλλους από απόσταση ασφαλείας, διστάζοντας να πλησιάσουν τους άλλους, να ανοιχτούν, να κάνουν αναρτήσεις, να συνάψουν οποιασδήποτε μορφής κοινωνική σχέση με τους άλλους. Η μοναχικότητα της προσωπικής τους ζωής τα ακολουθά με παραπλήσιο τρόπο και στην εικονική πραγματικότητα, στην εικονική ζωή των μέσων αντι – κοινωνικής δικτύωσης. Δηλαδή, παραμένουν αντικοινωνικά και απρόσιτα, απεχθάνονται την οικειότητα και κλείνονται στον εαυτό τους, δεν στέλνουν μηνύματα στους άλλους, δεν κάνουν like στους άλλους, δεν κάνουν δικές τους αναρτήσεις, όμως είναι εκεί και παρακολουθούν. Παρακολουθούν τη ζωή των άλλων, προσπαθώντας να καταλάβουν ποιο είναι εκείνο το μυστικό που κάνει τους άλλους κοινωνικούς. Αν θα τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι οι ίδιοι είναι πολύ ανεξάρτητα άτομα, δεν θα παραδεχτούν ότι είναι αντικοινωνικά, θα σου πουν ότι έχουν σκληραγωγηθεί, ότι η μοναξιά είναι για τους δυνατούς, ότι δεν έχουν την ανάγκη των άλλων, ότι η μοναξιά τους δεν είναι ακριβώς μοναξιά, αλλά μοναχικότητα, κάτι τελείως διαφορετικό δηλαδή από τη μοναξιά, καθώς είναι επιδιωκόμενη, είναι δημιουργική! Γι’ αυτό και ορισμένοι καλλιτέχνες ή θρησκευτικοί μύστες ή ασκητές ή συγγραφείς επιδιώκουν τη μοναχικότητα, προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι όμορφο, μοναδικό και για να κρατήσουν σε υψηλό επίπεδο αυτή τη δημιουργικότητά τους, επιδιώκουν τη μοναχικότητα για να μην αποσπώνται από τους άλλους. Ενίοτε, κάποιοι από αυτούς τους αντικοινωνικούς ανθρώπους εκφράζουν την άποψη ότι η μοναχικότητα ταυτίζεται με την αξιοπρέπειά τους, καθώς είναι καλύτερο το να μην έχουν παρέα, από το να έχουν κακή παρέα. 


 

Οπότε η μοναξιά είναι και ζήτημα πρόσληψης, το πώς δηλαδή την εκλαμβάνει το ίδιο το άτομο που την βιώνει. Η μοναξιά, λοιπόν, μπορεί να έχει περισσότερες από μία όψεις. Άλλοτε συγχέεται με την αυτοαπομόνωση, με την πεποίθηση ότι αυτή η στάση και αυτή η συμπεριφορά είναι προσωπική άποψη και επιλογή, ότι έχει να κάνει με την ελεύθερη βούληση του κάθε ανθρώπου, ότι αποτελεί έναν τρόπο ζωής, αλλά και αναγκαιότητα, τουλάχιστον αν όχι πάντα, για κάποιες περιόδους της ζωής αυτών των ανθρώπων. Συνεπώς, η μοναχικότητα μπορεί να συμπεριλαμβάνει τη δημιουργικότητα κι έτσι να δίνει μια θετική έκφανση και χρώμα στο νόημά της. Τα άτομα που εκλαμβάνουν τη μοναχικότητά τους με αυτό τον τρόπο δεν θα παραδεχτούν ότι ίσως κάποιες φορές και να στενοχωριούνται, και γι’ αυτό δεν παραπονιούνται, γιατί έτσι θα αναιρούσαν όλη τους την επιχειρηματολογία ότι δηλαδή η μοναχικότητά τους είναι προσωπική τους επιλογή. Αν παραπονούνταν, θα ήταν σαν να εκβίαζαν για τη συντροφιά των άλλων, σαν να πρόβαλλαν την αυτολύπησή τους για να εξαγοράσουν την συντροφικότητα. Όμως, ξέρουν καλά ότι η συντροφικότητα δεν εκβιάζεται, αλλά κερδίζεται. 

 

Εφόσον οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα από τη φύση τους, τότε η κοινωνικότητα και η συντροφικότητα είναι έμφυτα χαρακτηριστικά και η συμβίωση  και η συνεργασία γίνεται ανάγκη, γι’ αυτό και οι άνθρωποι κατασκευάζουν κοινωνίες. Από την άλλη, το αντικοινωνικό άτομο δεν γεννάται με παρθενογένεση, δεν εμφανίζεται χωρίς λόγο η αντικοινωνικότητά του, χωρίς αιτία. Η αντικοινωνικότητα είναι επιφορτισμένη με μία αρνητική χροιά καθώς πριμοδοτεί την ατομικότητα, την αίσθηση ότι το άτομο δεν έχει ανάγκη τους άλλους, ότι δεν χρειάζεται τους άλλους, άρα η συλλογικότητα ως έννοια και ως αξία παραγκωνίζεται και προωθείται η ατομικότητα και μέσα από την ατομικότητα ο εγωισμός. Δηλαδή, το άτομο χρησιμοποιεί τους άλλους για την επίτευξη των δικών του ατομικών προτεραιοτήτων και αναγκών. Για παράδειγμα μια προσφιλής πρακτική για τους νέους που διευκολύνεται από τα μέσα αντι – κοινωνικής δικτύωσης είναι το one night stand, δηλαδή, η καθαρά σεξουαλική «σχέση» χωρίς διάρκεια και χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Αυτό που προέχει είναι να χρησιμοποιήσουμε το άλλο άτομο για να ικανοποιήσουμε τη σεξουαλική μας ανάγκη και έπειτα προχωρούμε στο επόμενο άτομο και μετά στο μεθεπόμενο κ.ο.κ. Αντιμετωπίζουμε τους άλλους όχι ως πρόσωπα, όχι ως ανθρώπους, αλλά όπως τα αντικείμενα, όπως τα προϊόντα που ύστερα από τη χρήση τους τα πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων. Βέβαια, εκτός από τους άλλους, ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό τον εκλαμβάνουμε ως προϊόν. Μας πλασάρουμε ως κάποιον διαφορετικό από αυτόν που πραγματικά είμαστε, γι’ αυτό και στα μέσα αντι - κοινωνικής δικτύωσης παρουσιάζουμε την καλύτερη πλευρά του εαυτού μας. Λόγου χάρη, ανεβάζουμε ρετουσαρισμένες στο photoshop φωτογραφίες ή ανεβάζουμε παλιές φωτογραφίες μας παρουσιάζοντάς τις ως τωρινές. Παρουσιάζουμε όχι το ποιοι είμαστε, αλλά το ποιοι θα θέλαμε να είμαστε, και πολλές φορές λειτουργούμε κάτω από την πίεση μιας και μόνης αρχής, της αρχής της «ανταπόδοσης των ίσων», δηλαδή, θα δώσουμε ό,τι θα πάρουμε αν και αρκετές φορές ζητούμε απλά να πάρουμε και ξεχνάμε να δώσουμε. Στην πραγματικότητα, δεν μας ενδιαφέρει το αν θα δώσουμε. Λέμε ότι αν οι άλλοι μας αδίκησαν, αν οι άλλοι δεν αναγνώρισαν την αξία μας, γιατί να μην κάνουμε κι εμείς το ίδιο κι έτσι η αντικοινωνικότητα επιτείνεται και διαιωνίζεται. 


 

Κάποιες φορές η αντικοινωνικότητα χρωματίζεται και από την εκδικητικότητα, η οποία πλέον μοιάζει να αποτελεί κοινωνική νόρμα. Αν κάποιος έχει περισσότερα υλικά ή πνευματικά αγαθά από εμάς ή είναι πιο ευτυχισμένος από εμάς, τότε αποκτούμε μια εκδικητικότητα απέναντί του, καθώς αναγνωρίζουμε ότι είναι ο άλλος καλύτερος από εμάς σε κάποιον τομέα και αντί να πασχίσουμε να γίνουμε κι εμείς εξίσου καλοί, συγκεντρώνουμε τις δυνάμεις μας και τη σκέψη μας στο πώς θα τον βλάψουμε. Δεν θέλουμε να δουλέψουμε με τον εαυτό μας, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί προσπάθεια, χρόνο, κόπο, επιμονή, υπομονή, δεν είναι εύκολο κι εμείς είμαστε συνηθισμένοι στα εύκολα και στις έτοιμες λύσεις. Έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα καλλιεργούμε την αντικοινωνικότητα και την εκδικητικότητα και όχι μόνο δεν λέμε ένα «μπράβο» στον άλλον, «συγχαρητήρια τα κατάφερες», «θέλω κι εγώ να σου μοιάσω», «πώς τα κατάφερες εσύ»; «Πες μου το μυστικό σου», αλλά αντί αυτών, κοιτάμε να χύσουμε δηλητήριο, να πούμε μια κακιά κουβέντα πίσω από την πλάτη  του, να τον κατηγορήσουμε, αφού δεν μπορούμε να του μοιάσουμε. Κι έτσι αδικούμε τους άλλους και ουσιαστικά επαναλαμβάνουμε τις αδικίες που έγιναν σε βάρος μας και προσπαθούμε αντί να επουλώσουμε τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, να επιτεθούμε και να δημιουργήσουμε ανάλογα τραύματα στους άλλους, να τους κάνουμε να πονέσουν όπως πονέσαμε εμείς, να τους πληγώσουμε κι έτσι ζούμε για τον εαυτό μας και οι σχέσεις μας, αν έχουμε σχέσεις, γίνονται επιφανειακές, δεν έχουν ποιότητα. Μπορεί να έχουν ποσότητα, αλλά σίγουρα δεν έχουν ποιότητα.

 Η αντικοινωνικότητά μας αν φτάσει σε αυτό το σημείο, έχει πάρει ήδη παθολογική μορφή, εφόσον ενέχει εκδικητικότητα, αλλά εμείς δεν το έχουμε καταλάβει και γινόμαστε μισάνθρωποι.  Δεν θέλουμε και δεν αντέχουμε οι άλλοι να έχουν ή να ανέλθουν ή να είναι σε καλύτερη θέση από εμάς. Έτσι, γινόμαστε μισάνθρωποι δίχως να έχουμε επίγνωση της μισανθρωπίας μας. Περιφρονούμε τους άλλους, αλλά ουσιαστικά περιφρονούμε τον εαυτό μας. Επιδιώκουμε να κάνουμε πραγματικότητα σενάρια που βρίσκονται στη σφαίρα των νοσηρών αντικοινωνικών φαντασιώσεών μας και η πρόκληση κακού σε άλλους ανθρώπους γίνεται αυτοσκοπός. Όμως αυτό το κακό επιστρέφεται ίσως αργά αλλά σταθερά σε εμάς τους ίδιους. Περνάμε από τη ζωή κι έχουμε χάσει το νόημά της. Το μόνο έργο το οποίο τελικά προσφέραμε ήταν η κακότητά μας και το πώς να κάνουμε τους άλλους να δυστυχήσουν. Ίσως, και να πήραμε κάποια ικανοποίηση αν καταφέραμε να κάνουμε κακό σε κάποιους, αν εμποδίσαμε τους άλλους, αν τους δυσκολέψαμε, αλλά αυτή η ικανοποίηση ήταν προσωρινή. Το δυστύχημα της υπόθεσης είναι ότι εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίσαμε τι θα πει ευτυχία κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία μας.   Το να περάσουμε από τη ζωή δίχως να αγαπήσουμε, δίχως να αγαπηθούμε, δίχως να μάθουμε να μοιραζόμαστε και δίχως να νιώσουμε ευτυχισμένοι, έστω και για λίγο.

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Παλιές φωτογραφίες

Οι φωτογραφίες έχουν κάτι το μαγικό, απαθανατίζουν, δηλαδή μετατρέπουν τις στιγμές σε αθάνατες, τις παγώνουν, τις διατηρούν, τις κρατούν άσβεστες και ανεξίτηλες στη μνήμη μας. Ίσως, έχει συμβεί και σε εσάς κάποιες φορές να πάτε κάπου διακοπές, να τραβήξετε ένα σωρό φωτογραφίες τις οποίες όταν θα τις κοιτάξετε μετά από μέρες, λόγου χάρη όταν θα έχετε επιστρέψει, να φέρετε στον νου σας λεπτομέρειες απ’ το ταξίδι που ήδη τις είχατε ξεχάσει. Αν όμως τόσο σύντομα ξεχνούμε στιγμές, τότε τι και πόσα μπορούμε να συγκρατήσουμε από στιγμές που έλαβαν χώρα πολλά χρόνια πριν; 

Οι φωτογραφίες βοηθούν τη μνήμη μας να ανακαλέσει στιγμές, εμπειρίες, γεγονότα. Συνήθως, όταν βγάζουμε φωτογραφίες, είμαστε σε καλή διάθεση ή σε μια περίσταση που είναι σημαντική για τη ζωή μας, όπως τα ταξίδια που αναφέραμε παραπάνω, μια βάφτιση, ένας γάμος, μια αποφοίτηση κοκ. Οι φωτογραφίες μαρτυρούν πολλά πράγματα για τη ζωή μας και αποκαλύπτουν ακόμη και σε εμάς τους ίδιους πτυχές του εαυτού μας που μας είναι σχεδόν άγνωστες, ίσως επειδή δεν θέλουμε ή δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουμε κι έτσι τις αρνούμαστε ή τις απωθούμε, κρύβοντάς τις στο χρονοντούλαπο της λήθης και του ασυνείδητου. Τα άλμπουμ όσο καλά κι αν τα κρύψουμε και τα καταχωνιάσουμε σε συρτάρια που σπανίως θα ανοίξουμε, θα είναι εκεί για να μας θυμίσουν όσες στιγμές ήταν κάποτε σημαντικές για εμάς.

Οι όμορφες στιγμές δεν κρατούν για πάντα και σε κάποιες φωτογραφίες θα δούμε ότι κι εμείς πλέον έχουμε αλλάξει και είμαστε τόσο διαφορετικοί, ίσως και αγνώριστοι. Επίσης, κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους εικονιζόμαστε μαζί, πλέον λείπουν από τη ζωή μας. Η απουσία ανθρώπων από τη ζωή μας είναι αναπόφευκτη και οι περισσότεροι από εμάς έχουν έρθει αντιμέτωποι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με αυτήν. Το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ότι τίποτα δεν μένει το ίδιο, τίποτα δεν μένει σταθερό κι αναλλοίωτο, όλα είναι ρευστά και καταδικασμένα στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου, άρα σε καμία περίπτωση δεδομένα. 

  

Το να ανασύρουμε απ’ τα συρτάρια τα άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες θα μας προκαλέσει πληθώρα συναισθημάτων και σκέψεων και όχι απαραίτητα θετικών. Αν παραδείγματος χάριν κοιτάξουμε φωτογραφίες του γάμου μας και πλέον έχουμε χωρίσει, τότε ίσως νιώσουμε μια γλυκιά νοσταλγία, ενώ άλλοι απογοήτευση, θλίψη, θυμό ή ακόμη και μίσος. Κάποιοι αν κοιτάξουν φωτογραφίες από τα παιδικά τους χρόνια ίσως νιώσουν κι αυτοί νοσταλγία ή θλίψη που η ανεμελιά έχει χαθεί ανεπιστρεπτί και κάποιοι φίλοι κι αυτοί χαθήκαν μες της ζωής την ορμητική δύνη που σαν χείμαρρος μας παρασέρνει σχεδόν ανεξέλεγκτα. 


Η απώλεια είναι μια κατάσταση που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Όμως, γιατί θα πρέπει να γεμίσουμε το μυαλό μας με αρνητικές σκέψεις και την καρδιά μας με αρνητικά συναισθήματα; Γιατί να μην δούμε την ανεμελιά των παιδικών μας χρόνων, τον/την πρώην σύντροφο, τους παλιούς φίλους κ.ο.κ ως προνόμιο, καθώς όλες αυτές οι στιγμές που περάσαμε τότε μας έκαναν πλούσιους σε εμπειρίες και δεν ξοδέψαμε το χρόνο μας, αλλά τον γεμίσαμε εποικοδομητικά… Σίγουρα θα πήραμε και όμορφα πράγματα από τα πρόσωπα που δεν καταφέραμε να κρατήσουμε στη ζωή μας, κι αν προδοθήκαμε ή πληγωθήκαμε, τότε κι αυτό ας το δούμε με μια θετική ματιά, καθώς τα μαθήματα που πήραμε μπορούν να αποτελέσουν έναν πολύτιμο οδηγό για τις επόμενες σχέσεις μας. Ας μην λησμονούμε τα λόγια του λογοτέχνη και φιλοσόφου Sanatayana: «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει».

 


 Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 


 

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Διαβάζοντας… IRVIN D. YALOM, Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία

Πρόκειται για ένα βιβλίο 686 σελίδων καθαρού κειμένου στο οποίο ο Yalom μέσα από τη δική του ματιά παραθέτει τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία. Δεν είναι ένα βιβλίο το οποίο απλά το διαβάζεις… θα λέγαμε ότι το μελετάς και μάλιστα ευχάριστα, αφού παρατίθενται πολλές αναφορές και κριτική άλλων θεωρητικών, καθώς και πολλά παραδείγματα και συζήτηση αυτών. Μια πολύ έξυπνη τακτική είναι ότι κάποια από αυτά τα παραδείγματα – περιστατικά – μελέτες περίπτωσης, αναφέρονται και στα επόμενα κεφάλαια κι έτσι αναδεικνύονται πτυχές και σκέψεις πιο εμπεριστατωμένες και πιο πλήρεις, καθώς η ανάλυση είναι λεπτομερής ως προς την εναλλακτική επιχειρηματολογία, δίχως όμως να κουράζει. 



Παρόλο που ο τίτλος του ίσως ακούγεται πολύ εξειδικευμένος, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι απευθύνεται μονάχα σε ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές ή γενικά ειδικούς της ψυχικής υγείας που έχουν εκπαιδευτεί στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία. Αν όχι όλους, τους περισσότερους από εμάς σε κάποια στιγμή ή περίοδο της ζωής μας ίσως να μας έχουν απασχολήσει θέματα υπαρξιακά, όπως η ελευθερία, ο θάνατος, το νόημα της ζωής, η απομόνωση κοκ, οπότε όλοι είτε έχουν εμβαθύνει στην επιστήμη της ψυχολογίας, είτε όχι, μπορούν να διαβάσουν το εν λόγω βιβλίο ευχάριστα και να αποκομίσουν αρκετές γνώσεις από το εμπλουτισμένο ψυχοθεραπευτικό υλικό με προσωπικά παραδείγματα όπως προαναφέραμε.

Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να παρανοηθεί και να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του Yalom είναι ή μοιάζει με όλα εκείνα τα βιβλία αυτοβοήθειας που μας συμβουλεύουν για το τι και πώς θα πρέπει να ενεργούμε για να κατακτήσουμε την προσωπική μας ευτυχία. Ο Yalom, δεν δίνει συμβουλές, απλώς μας οδηγεί μέσα από την δική του θέαση και σκέψη σε συμπεράσματα για τη ζωή μας, που μας βοηθούν να χαράξουμε την πορεία μας βάσει των προσωπικών μας επιλογών.

Μια από τις βασικές θέσεις είναι ότι η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία αποτελεί «μια δυναμική θεραπευτική προσέγγιση που καταπιάνεται με ανησυχίες, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην ύπαρξη του ανθρώπου» (Yalom, σ. 23). Πολύ θετική εντύπωση στον αναγνώστη προκαλεί το κεφάλαιο για την «ιδέα του θανάτου στα παιδιά». Ομολογουμένως, αποτελεί ένα θέμα ταμπού που αρκετοί γονείς δυσκολεύονται να συζητήσουν και όταν κάποιες φορές τυγχάνει να απωλέσουν κάποιο μέλος της οικογένειας, όπως τον παππού ή τη γιαγιά, τότε συνήθως εσπευσμένα ή κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ψάχνουν για κάποιο παραμύθι που θα εξηγήσει στα παιδιά με όμορφο και κομψό τρόπο το τι σημαίνει θάνατος. Ένα ερώτημα είναι αν και κατά πόσο ένα παραμύθι ή μια ιστορία μπορεί να απαλύνει τις ανησυχίες των παιδιών για τον θάνατο ή το άγχος του θανάτου ή ακόμη και το πένθος από την απώλεια, ειδικά όταν δεν έχει γίνει απολύτως κατανοητό το γιατί το παιδί δεν θα ξανά δει τον παππού ή την γιαγιά. Δηλαδή, μια σκέψη που μας περνά από το μυαλό είναι ότι κάποιες φορές η απάντηση του τύπου: «δεν θα ξανά δεις τη γιαγιά, γιατί βρίσκεται στα αστέρια ή γιατί έγινε άγγελος ή γιατί πήγε στον ουρανό για να συναντήσει τον παππού», ίσως και να μην αρκούν για να απαλύνουν τον πόνο από την απώλεια που βιώνει το παιδί. Ο Yalom διατυπώνει την άποψη ότι «το πολύ μικρό παιδί σκέφτεται τον θάνατο, τον φοβάται, νιώθει περιέργεια γι’ αυτόν, καταγράφει στοιχεία που αντιλαμβάνεται ότι συνδέονται με τον θάνατο, τα οποία διατηρεί σε όλη του τη ζωή, και ορθώνει ενάντια στο θάνατο μαγικές άμυνες» (Yalom, σ. 132). Ως εκ τούτου, τα παιδιά επηρεάζονται από το ζήτημα του θανάτου, αγωνιούν, αγχώνονται, μένουν άυπνα, κατηγορούν τον εαυτό τους για τον θάνατο κάποιου μέλους της οικογένειας, στρεσάρονται, και για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους, είναι αναγκαία η εκπαίδευση των παιδιών για τον θάνατο, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τους φόβους και τις απορίες τους.

Πέραν αυτών, ένα άλλο σημείο στο βιβλίο που μας έκανε εντύπωση ήταν η εξήγηση που δίνεται για την αυτοκτονία, αλλά και η άποψη ότι ασυνείδητα ο πόνος και ο αυτοτραυματισμός ενισχύουν την κατάθλιψη και «λειτουργούν ως μια τελευταία απεγνωσμένη ικεσία για αγάπη» (Yalom, σ. 200). 


 

Εξίσου ενδιαφέροντα σημεία στα οποία αξίζει να σταθεί κανείς είναι η έννοια της συγχώνευσης, της αφομοίωσης, του υπέρτατου σωτήρα και του ρόλου της σεξουαλικής δραστηριότητας ως τρόπου για να καταπραϋνουμε το άγχος θανάτου» (Yalom, σ. 213). Αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι ο κλάδος της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας συνδέει το άγχος θανάτου με την ψυχοπαθολογία και αναφέρεται ότι: «η διαδρομή μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού είναι ποιοτική, όχι ποσοτική» (Yalom, σ. 33), κι ότι «η ψυχοπαθολογία εξαρτάται όχι απλώς από την παρουσία ή την απουσία στρεσογόνων παραγόντων, αλλά από τη διάδραση ανάμεσα στο αναπόφευκτο στρες που προέρχεται από τον έξω κόσμο του ατόμου» (Yalom, σ. 34). Δηλαδή, η ψυχοπαθολογία αποτελεί εξ ορισμού ένα δυσλειτουργικό τρόπο άμυνας του ατόμου.

Ο  Yalom, εκτός από ψυχιάτρους και ψυχολόγους, δεν παραλείπει να κάνει αναφορές συχνά πυκνά σε φιλοσόφους, αλλά και σε σπουδαίους λογοτέχνες, καθώς πιστεύει ότι «από τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας μαθαίνουμε πράγματα για τον εαυτό μας, επειδή τα διέπει μια συνταρακτική ειλικρίνεια, η ίδια ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει τα κλινικά δεδομένα» (Yalom, σ. 44). Διαπιστώνουμε δηλαδή, ότι ο Yalom συμφωνεί στο σημείο αυτό με τον Φρόυντ του οποίου είναι γνωστή η ρήση: «όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί». Έτσι, ο Yalom κάνει αναφορά ακόμη και στον Καζαντζάκη προκειμένου να εξηγήσει το γιατί «εκείνος που φοβάται περισσότερο το θάνατο είναι ο άνθρωπος που δεν τολμά να ‘ζήσει’» (Yalom, σ. 238), αναφέροντας ότι ο Καζαντζάκης ρωτούσε: «γιατί να μη φεύγεις από την πανδαισία της ζωής σαν ένας καλεσμένος που χόρτασε;» 


 

Ο Yalom, επιπροσθέτως, δεν παραλείπει να αναφερθεί στο ρόλο που διαδραματίζει η σχέση θεραπευτή – θεραπευομένου και το 4ο και τελευταίο μέρος διαπραγματεύεται την απουσία νοήματος και στο πώς αυτή επηρεάζει την αυτοπραγμάτωσή μας, μια έννοια που αποτελεί αναδιατύπωση της έννοιας στην οποία είχε αναφερθεί ο Αριστοτέλης ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα, στη θεωρία του για την τελεολογική αιτία (Yalom, σ. 616).

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τόσα και άλλα τόσα ακόμη, αλλά και πάλι δεν θα έφταναν για να παρουσιάσουμε επαρκώς την πληθώρα των πληροφοριών που περιλαμβάνει το αριστουργηματικό και εμπεριστατωμένο αυτό έργο για την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία. Το συστήνουμε, λοιπόν, ανεπιφύλακτα σε όλους όσοι έχουν ανησυχίες για τα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου και θέλουν να εμβαθύνουν σε μια δυναμική θεραπευτική προσέγγιση όπως είναι αυτή της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Καλή σας ανάγνωση!  

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας…

Υπάρχουν κάποια όρια που περιχαρακώνουν αυστηρά τον εαυτό σου και δεν επιτρέπεις σε κανέναν να τα περάσει. Τα όρια αυτά είναι τα όρια που εσύ καθορίζεις για το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, τι είναι ανεκτό και τι όχι, τι σημαίνει σεβασμός… τι σε προσβάλλει και τι όχι, τι σε ενοχλεί και τι όχι… 


Υπάρχουν κάποια όρια, που πρέπει να τα προσέχουμε, κάποια όρια που όταν αφήσεις τους άλλους να τα ξεπεράσουν, νιώθεις ότι έχει καταπατηθεί τελείως η αξιοπρέπειά σου. Κάποια στιγμή τα όρια καταπατούνται και πλέον δεν έχουν σημασία ούτε τα επαγγελματικά όρια, ούτε οι ηθικοί κανόνες… Και τότε σκέφτεσαι ότι θες να τα αφήσεις όλα αυτά που σε θίγουν ως άνθρωπο, ως προσωπικότητα, ως επιστήμονα ή με βάση όποια άλλη ταυτότητα φέρεις…

Οι αξίες του καθενός είναι μοναδικές και καλό είναι να μην τις ξεχνάμε… να μην τις καταπατάμε… Η αξιοπρέπεια του καθενός είναι σημαντική και είναι πάνω από όλες τις υπόλοιπες ηθικές αρχές που μας καθορίζουν, είναι ανυπέρβλητη, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Η αξιοπρέπεια είναι προσωπική μας υπόθεση, μας προσδιορίζει και μας καθορίζει ως ανθρώπινα όντα και δεν θα πρέπει να αφήνουμε κανέναν να την καταπατά, να τη μειώνει…

Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας να φύγεις από όπου δεν γίνονται σεβαστά τα δικά σου όρια… οι δικές σου αξίες… αυτό που είσαι… Πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι και θα πρέπει να μας συμπεριφέρονται με βάση αυτό… Η αξιοπρέπεια είναι κάτι παραπάνω από τον σεβασμό, γιατί η αξιοπρέπεια καθορίζεται με βάση τις αξίες του καθενός αλλά και την αίσθηση του πόσο αξίζουμε ως ανθρώπινα όντα. Γεννιόμαστε με αξιοπρέπεια και σε όλη μας τη ζωή θα πρέπει να φροντίζουμε να μην τη χάσουμε, να μην μας την αμφισβητήσουν, να μην μας την καταπατήσουν… Ποιος είναι ο άλλος απέναντί μας που έχει το δικαίωμα να καταπατήσει τη δική μας αξιοπρέπεια; Ποιος έχει το δικαίωμα να μη μας αντιμετωπίζει ως ανθρώπους;

Αυτό που συγκρατεί τις σχέσεις γύρω μας είναι η αμοιβαία αναγνώριση της επιθυμίας να μας βλέπουν, να μας ακούν και να μας συμπεριφέρονται δίκαια, να μπορούμε να αναγνωριστούμε, να γίνουμε κατανοητοί και να νιώσουμε ασφαλείς μέσα στον κόσμο που ζούμε και συναναστρεφόμαστε. Όταν η ταυτότητά μας γίνεται αποδεκτή από τους άλλους και εμείς νιώθουμε ότι ανήκουμε μέσα στην ομάδα, τότε μας δίνεται μια αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας, καθώς και μια ζωή γεμάτη ελπίδα και πιθανότητες για νέες ευκαιρίες. Πολλές φορές όμως η ζωή μας δείχνει το σκληρό της πρόσωπο…

Δεν χρειάζεται να γίνουμε ο σάκος του μποξ για κανέναν, δε χρειάζεται να δεχόμαστε προσβολές ή την επιθετικότητα του καθενός, τα όριά μας ο καθένας τα καθορίζει μόνος του, και πάνω από όλα είναι η αξιοπρέπεια, ότι σημαίνει για τον καθένα, όπως την καθορίζει ο καθένας…                 

 

Πηγή:

https://www.psychologytoday.com/us/blog/dignity/201304/what-is-the-real-meaning-dignity-0. What Is the Real Meaning of Dignity? Few people realize its extraordinary impact on our lives.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Η μύγα και η πεταλούδα: ένας διδακτικός παραλληλισμός

Η μεταμόρφωση της κάμπιας και η εξέλιξή της σε πεταλούδα είναι ένα θαύμα που αναμφισβήτητα αξίζει της προσοχής μας. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη το νόημα της λέξης μεταμόρφωση, δηλαδή την αλλαγή της μορφής. Χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘μόρφωση’ που έχει την ίδια ρίζα για εμάς τους ανθρώπους, καθώς μέσα από την αγωγή που συντελείται στην οικογένεια, αλλά και στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, το άτομο παίρνει σχήμα και μορφή, αλλάζει και εξελίσσεται εσωτερικά. Η εσωτερική αλλαγή βεβαίως έχει αντίκτυπο εξωτερικά, δηλαδή στη συμπεριφορά μας. Πριν μιλήσουμε για αυτό ας πάμε πίσω στις κάμπιες. Κάποιες κάμπιες εξελίσσονται σε πεταλούδες, ενώ κάποιες άλλες σε μύγες. Οι πεταλούδες ως το τέλος της ζωής τους θα επισκέπτονται λουλούδια που ευωδιάζουν και μοσχοβολούν, ενώ οι μύγες θα επισκέπτονται την κοπριά, τις ακαθαρσίες, το σάπιο κρέας, δηλαδή τη δυσωδία και την αποσύνθεση. 


 

Σε τι όμως οφείλεται αυτό; Τι δηλαδή κάνει τις πεταλούδες και τις μύγες να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να πάμε πίσω στο παρελθόν τους, διότι το παρελθόν μπορεί να ερμηνεύσει ως έναν βαθμό το παρόν. Οι μύγες από τότε που ήταν κάμπιες συνήθισαν στη δυσωδία και αυτό θα εξακολουθούν να κάνουν, να αναζητούν τη δυσωδία. Από την άλλη, οι πεταλούδες από τότε που ήταν κάμπιες συνήθισαν στην ευωδία, την οποία θα εξακολουθήσουν να αναζητούν. Κατ’ αναλογία, και εμείς οι άνθρωποι από μικρά παιδιά ερχόμαστε σε επαφή άλλοι με καλές και άλλοι με κακές προσλαμβάνουσες εμπειρίες, ιδέες, συμπεριφορές. Αυτό που συνηθίσαμε από παιδιά αυτό θα ψάχνουμε και ως ενήλικες. Αυτά τα μοτίβα επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς ο Φρόυντ τα ονόμασε ‘καταναγκασμό της επανάληψης’, περιγράφοντας την προσπάθεια του ψυχικού οργάνου να κυριαρχήσει πάνω στις εμπειρίες που βίωσε στο παρελθόν συνεχίζοντας να επιλέγει τέτοιου είδους καταστάσεις και να προσπαθεί να τις ερμηνεύσει και να τις νοηματοδοτήσει. 


 

Πέραν αυτών θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η εξωτερική εμφάνιση είναι εύληπτη και κατανοητή για τις αισθήσεις μας. Η εσωτερική εμφάνιση όμως δεν είναι τόσο εύληπτη και πολλές φορές μας ξεγελά. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να φορούν ένα προσωπείο για να καλύπτουν με το ψέμα τους την αλήθεια. Οι γονείς και το εκπαιδευτικό σύστημα ενδεχομένως να είχαν την καλή πρόθεση να προσφέρουν ό,τι καλύτερο, αλλά το άτομο να κατάφερε φορώντας το προσωπείο να τους ξεγελάσει όλους και αντί να παίρνει την τροφή που ευωδιάζει να παίρνει από αλλού την τροφή που αποσυνθέτει και διαφθείρει. Τότε οι γονείς και το εκπαιδευτικό σύστημα θα έχουν εξαπατηθεί νομίζοντας ότι αυτό που πρόσφεραν ήταν μόρφωση, δηλαδή πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, ισόρροπη, συγκροτημένη και αναπτυγμένη αρμονικά προσωπικότητα. 


Τα άτομα με το προσωπείο δε θα ενδιαφερθούν για απόκτηση πνευματικής και ψυχικής καλλιέργειας, κριτικού στοχασμού, ευρύτητας πνεύματος, ανιδιοτέλειας, αγάπης για τον άνθρωπο και τη ζωή, αισθήματος κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, ήθους και αρετών, αλλά αντ’ αυτών θα ενδιαφερθούν να πατήσουν επί πτωμάτων για να ανέλθουν. Θα χρησιμοποιήσουν τα πτυχία που έχουν αποκτήσει και τις όποιες περγαμηνές για να προωθήσουν και να εξασφαλίσουν το ατομικό τους συμφέρον. Δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις που αυτές οι περγαμηνές δε συνδέονται με ικανότητες ή αρετές του χαρακτήρα, αλλά με τη δυσωδία που τη γνωρίζουν καλά  και για αυτό από αυτήν έλκονται. Τότε από θέση  ισχύος αυτά τα άτομα θα κρίνουν το ήθος των άλλων και ακόμη κι αν φορούν γυαλιά διορθωτικής οράσεως θα είναι ανίκανα να δουν το δικό τους έλλειμμα ηθικής, θα είναι ανίκανα να αισθανθούν τη δυσωδία τους, γιατί το μόνο που γνώρισαν στη ζωή τους ήταν η αποσύνθεση. Ακόμη κι αν το επιθυμούν, ακόμη κι αν τους το επισημάνουν ότι αποσυντίθενται, ότι η ψυχή και η συμπεριφορά τους ασχημονεί δεν θα το δουν καθώς υπερβαίνει την αντίληψή τους, αλλά κι επειδή δεν έχουν μέτρο σύγκρισης, εφόσον πάντοτε ζούσαν μέσα στη βρωμιά.

Αν κάποτε συναντήσουν στον δρόμο τους λουλούδια που ευωδιάζουν θα τους κακοφανεί η μοσχοβολιά και θα κάνουν αυτό που ξέρουν, θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν αυτά τα λουλούδια. Θα νιώσουν προσβολή, γιατί βαθιά μέσα τους γνωρίζουν ότι δεν αξίζουν να βρίσκονται σε θώκους κύρους και ότι μπορεί να λάμπουν αλλά δεν είναι χρυσός. Αν δεν καταφέρουν να καταστρέψουν κάποιο λουλούδι, τότε σκοπός της ζωής τους θα γίνει το πώς θα το καταστρέψουν. Θα θελήσουν να εκδικηθούν, όχι γιατί το λουλούδι τους έκανε κάτι, απλά γιατί δεν το αντέχουν που μοσχοβολά… Όπως είχε πει και ο Λα Ροσφουκώ «Η εκδίκηση πηγάζει πάντοτε από την αδυναμία της ψυχής, που δεν είναι ικανή να υποφέρει τις προσβολές»…    

 


Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

 

 

Φιλία ή λυκοφιλία; Πώς καταλαβαίνεις τους πραγματικούς φίλους...


 

«Είναι εύκολο να αναγνωρίσεις τις υγιείς φιλίες»…

«Σε γενικές γραμμές βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής σας. Είναι γενικά θετικές, υποστηρικτικές, δημιουργικές, μερικές φορές πολύ οικείες σχέσεις, που σας επιτρέπουν να είστε τόσο κοντά και τόσο ειλικρινείς με τον εαυτό σας όσο σας είναι άνετο και δυνατόν. Δίνουν χώρο και στους δυο σας να αναπτυχθείτε και να εξελίξετε την αυτοεκτίμησή σας. Η αυτοεπιβεβαίωση θα πρέπει να είναι η βασικότερη πληρωμή μιας φιλίας. 


 

Αυτό δε σημαίνει πως οι υγιείς φιλίες είναι εντελώς ελεύθερες από εντάσεις ή ενοχλητικά αισθήματα. Όλοι μας αισθανόμαστε ενόχληση, ζήλεια και ανταγωνιστικότητα προς τους φίλους μας κατά καιρούς. Μερικές φορές οι συγκρούσεις μπορεί να εμφανιστούν σε όλες τις στενές φιλίες, και το να αισθάνεσαι άνετα όταν είσαι με έναν φίλο δε σημαίνει αναγκαστικά μια υγιή φιλία. Υπάρχει μια διαφορά, ωστόσο, ανάμεσα στις φιλίες που γενικά προσθέτουν στη ζωή σας, ανεξάρτητα από τα πάνω τους και τα κάτω τους, κι αυτές που επιδρούν αρνητικά πάνω σας. Μερικές φιλίες είναι δηλητηριώδεις ως προς την ευημερία σας. Μια δηλητηριώδης φιλία είναι συνήθως:

  • Μη υποστηρικτική

  • Μη ανταποδοτική

  • Μη ικανοποιητική

  • Αποστραγγιστική

  • Άκαμπτη

  • Και/ ή μη ισότιμη.

 


Η τοξικότητα βρίσκεται στην αλληλεπίδραση και όχι αναγκαστικά στα άτομα. Η αγάπη για τους φίλους μπορεί, χωρίς να γίνεται πάντα κατανοητό, να κουρδίζει τη σχέση με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην κάνει καλό σε κανέναν. Οι δηλητηριώδεις φίλοι, όμως, είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που εκδηλώνουν ένα μοτίβο καταστροφικής συμπεριφοράς και σπάνια είναι καλοπροαίρετοι. Αν κάποια φίλη συνεχώς σας απογοητεύει, σας υποτιμά ή σας αποδυναμώνει με την εγωκεντρικότητά της, τότε είναι μια δηλητηριώδης φίλη. Αν κάποια σας παρουσιάζει συνέχεια εμπόδια και δε δείχνει ότι μπορεί να γιορτάσει μαζί σας τις επιτυχίες σας, τότε είναι μια δηλητηριώδης φίλη. Μια φίλη που απειλεί τις δικές σας αξίες ή που συνέχεια λέει ψέματα είναι μια δηλητηριώδης φίλη. […] Ένας πραγματικά δηλητηριώδης άνθρωπος είναι κάποιος που σας προδίδει, που κοιμάται με τον εραστή σας, κάνει κακό στο παιδί σας, κλέβει τον πελάτη σας ή προσπαθεί να στρέψει τους άλλους εναντίον σας. […] Μια στενή, μακρόχρονη φιλία μπορεί να αντέξει τις αλλαγές και τις δυσκολίες. Είναι απαραίτητες όμως και οι δύο πλευρές για να επιλύσουν τα προβλήματα. Συχνά, η τοξικότητα ξεπηδάει από την απροθυμία του ενός ή και των δυο σας να συζητήσετε τι έχει συμβεί.


 

Όταν μια φιλία δεν σας εξυπηρετεί πια (κι αν μια αλλαγή δεν είναι πιθανή ή εφικτή), τότε η μόνη απάντηση είναι η υποβάθμιση της σχέσης και το αραίωμα των συναντήσεων ή και το τελείωμά της» (σελ. 34-37).  

 


Florence Isaacs. (2002). Φιλία ή λυκοφιλία; Ο έξυπνος οδηγός για να καταλάβετε τους πραγματικούς σας φίλους. Αθήνα: Κέδρος. 

 


 Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.