Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Προσωπικότητας

Κλινική Εικόνα


Όσον αφορά στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας, δύο βασικά χαρακτηριστικά είναι οι ψυχαναγκασμοί και οι ιδεοληψίες. Οι ιδεοληψίες είναι επίμονες και ανεπιθύμητες σκέψεις που προκαλούν στο άτομο άγχος, ενώ οι ψυχαναγκασμοί είναι επίμονες και ανεπιθύμητες πράξεις, που επιλέγει το άτομο ώστε να κατευνάσει το άγχος που νιώθει. Όλα τα άτομα δεν εμφανίζουν και ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς, καθώς μπορεί να εμφανίζουν μόνο επαναλαμβανόμενες σκέψεις χωρίς να εμπλέκονται σε συμπεριφορές που δεν μπορούν να αποφύγουν ή να αντισταθούν, ή μόνο ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές χωρίς ιδεοληψίες. Η ιδεοψυχαναγκαστική δομή προσωπικότητας είναι μια νευρωτικού τύπου δομή, με κύρια χαρακτηριστικά την τάξη, το πείσμα, τη φιλαργυρία, την τελειοθηρία, τη σχολαστικότητα, τη διανοητικοποίηση, την ισχυρογνωμοσύνη, την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια, καθώς και την εξονυχιστική συζήτηση. Τα άτομα αυτά  δείχνουν έντονη προτίμηση στην πειθαρχία και τον προγραμματισμό, ενώ δεν έχουν ελαστικά όρια και δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Γενικά, εμφανίζουν υψηλά κριτήρια και ηθικές αξίες, ενώ εμπνέουν εμπιστοσύνη και αξιοπιστία (McWilliams, 2008). 

Το άτομο προσπαθεί έντονα να διατηρήσει τον έλεγχο του περιβάλλοντος μέσα από την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρακτικών και συμπεριφορών. Δίνει έμφαση στις λεπτομέρειες και θέλει όλα να γίνονται τέλεια. Πολλές φορές χάνει προθεσμίες στην προσπάθειά του να αποφύγει λάθη και να είναι σίγουρο γι αυτό που κάνει. Η αφοσίωσή του σε αυτό που κάνει έτσι ώστε να είναι τέλειο συνήθως του στερεί τη συμμετοχή από δραστηριότητες ψυχαγωγίας ή από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Συνήθως δίνει έμφαση στις επαγγελματικές ασχολίες και την παραγωγικότητα, ώστε να τα καταφέρει. Έντονη είναι η ενασχόλησή του και με τις δουλειές του σπιτιού, όπου καθαρίζει επανειλημμένα ή σε υπερβολικό βαθμό. Η τελειομανία συχνά το οδηγεί σε παρεμπόδιση πραγματοποίησης των δραστηριοτήτων, ενώ η υπερβολική οργάνωση, το κάνει πολλές φορές να χάνει την ουσία (Kring et al., 2010). 

Επιπλέον, δυσκολεύεται πολύ να διαχειριστεί το χρόνο του, με αποτέλεσμα να αναβάλλει δραστηριότητες για ψυχαγωγία ή διακοπές και εξόδους, ενώ δεν θέλει να αφήνει καθόλου χρόνο χωρίς να τον εκμεταλλεύεται. Δυσκολίες παρουσιάζει και ως προς τη λήψη αποφάσεων καθώς και ως προς την ικανότητά του να ιεραρχήσει τα πράγματα και να θέσει προτεραιότητες. Γενικά, ακολουθεί κανόνες και καθορισμένες διαδικασίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ευελιξία ως προς την εύρεση λύσεων, ενώ παρουσιάζει ισχυρογνωμοσύνη και ακαμψία ως προς τις σκέψεις του. Κάθε φορά που νιώθει ότι κάτι παρεκκλίνει από αυτό που αναμένει μπορεί να νιώσει αναστάτωση και έντονο θυμό, τον οποίο ορισμένες φορές δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει (Kring et al., 2010. Χριστοπούλου, 2008).

Ιδιαίτερα έντονες δυσκολίες παρουσιάζει το άτομο με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας και στις διαπροσωπικές του σχέσεις, όπου κυριαρχεί η ακαμψία και η επιμονή, η δυσκολία αποδοχής των απόψεων των άλλων και η δυσκολία συμβιβασμού. Ακόμη, εμφανίζει δυσκολία να αναθέσει δραστηριότητες σε άλλους, καθώς θεωρεί ότι ο ίδιος κάνει τα πράγματα με τον ορθό τρόπο και οι άλλοι θα πρέπει να συμμορφωθούν σε αυτό. Όταν επιλέγει να αναθέσει δραστηριότητες σε άλλους δίνει ιδιαίτερα αναλυτικές και λεπτομερείς οδηγίες ώστε να είναι σίγουρο ότι θα εκτελεστούν με ορθό τρόπο. Νιώθει εκνευρισμό ή άγχος όταν του ακυρώνουν ραντεβού και του αλλάζουν το πρόγραμμα, καθώς και από τις εναλλακτικές λύσεις που του δίνουν οι άλλοι.

Όσον αφορά τη διαχείριση των οικονομικών είναι οικονόμος αγγίζοντας και τα όρια του τσιγκούνη και φιλάργυρου. Η καθημερινότητά του χαρακτηρίζεται από αυστηρό προγραμματισμό, ενώ ζει συντηρητικά σε οικονομικό επίπεδο, με το φόβο ενδεχόμενων μελλοντικών καταστροφών, καθώς συχνά κάνει σενάρια για το μέλλον. Μία ακόμη συμπεριφορά που συνδέεται με αυτό το είδος διαταραχής της προσωπικότητας είναι η δυσκολία να πετάξει άχρηστα αντικείμενα, με αποτέλεσμα να μαζεύει οτιδήποτε θεωρεί ότι κάποια στιγμή θα το χρησιμοποιήσει.


Επιπλέον, πρόκειται για ένα άτομο ιδιαίτερα άκαμπτο στις απόψεις του και υπερβολικά ευσυνείδητο, καθώς αναγκάζει τον εαυτό του και τους άλλους να ακολουθήσουν τις ηθικές αρχές που θεωρεί ορθές. Είναι επικριτικός σε οποιοδήποτε παρεκκλίνει από τις αρχές του. Γενικά, η στάση και συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους χαρακτηρίζεται από τυπικότητα και σοβαρότητα, καθώς και ακαμψία, ακόμη και σε περιστάσεις που θα μπορούσε να είναι πιο διαχυτικός και ζεστός. Χρησιμοποιεί αρκετά τη λογική, αναζητώντας τις πιο ορθές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να καταπνίγει συναισθήματα, αλλά και να αποδοκιμάζει τα συναισθήματα των άλλων. Το άτομο για να κατευνάσει το άγχος και την αγωνία που βιώνει συνήθως υιοθετεί καταναγκαστικές συμπεριφορές, που είναι όμως πιο ήπιες και διάχυτες σε σύγκριση με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή της προσωπικότητας είναι πιο συχνή σε σύγκριση με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και εκτιμάται ότι αφορά το 1% του γενικού πληθυσμού. Το άτομο συνήθως απευθύνεται για βοήθεια για να αντιμετωπίσει σημαντικές αποτυχίες στη ζωή του ή για να διαχειριστεί το χρόνιο στρες που βιώνει (APA, 2000. Χριστοπούλου, 2008). Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας συχνά παρουσιάζει συννοσηρότητα με την αποφευκτική διαταραχή της προσωπικότητας (Kring et al., 2010).



Διαγνωστικά κριτήρια

Σύμφωνα με τον Bennett (2010: 575-576), τα βασικά χαρακτηριστικά του ατόμου με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας είναι:
v  «Έντονη ενασχόληση με λεπτομέρειες, κανόνες, καταλόγους, προγράμματα, καθώς και με την τάξη και την οργάνωση σε τέτοιο βαθμό ώστε να χάνεται το κύριο σημείο της δραστηριότητας.
v  Τελειοθηρία που παρεμποδίζει την ολοκλήρωση μιας εργασίας (π.χ. ανικανότητα ολοκλήρωσης μιας προγραμματισμένης εργασίας επειδή δεν πληρούνται οι προσωπικές υπερβολικά αυστηρές προδιαγραφές)
v  Υπερβολική αφοσίωση στην εργασία και την παραγωγικότητα με αποκλεισμό των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων και των φιλικών σχέσεων.
v  Υπερβολική ευσυνειδησία και ακαμψία σε θέματα ηθικής, ηθών και αξιών. 
v  Αδυναμία απόρριψης φθαρμένων και άχρηστων αντικειμένων, ακόμη και όταν δεν έχουν συναισθηματική αξία.
v  Απροθυμία ανάθεσης καθηκόντων ή εργασίας σε άλλους, εκτός αν αυτοί υποτάσσονται στον δικό του τρόπο αντίληψης και διεκπεραίωσης των πραγμάτων.
v  Υιοθέτηση φιλάργυρου τρόπου συμπεριφοράς στις δαπάνες τόσο για τον εαυτό όσο και για τους άλλους: τα χρήματα θεωρούνται κάτι που πρέπει να αποταμιεύεται για μελλοντικές καταστροφές.
v  Επίδειξη ακαμψίας και πείσματος».



Αιτιολογία της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής Προσωπικότητας

Οι πιο γνωστές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία των διαταραχών προσωπικότητας και στη συγκεκριμένη περίπτωση της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής προσωπικότητας είναι η ψυχοδυναμική προσέγγιση και η γνωσιακή-συμπεριφορική προσέγγιση. Επίσης, οι θεωρίες γνωρισμάτων, η προσέγγιση της εξελικτικής-κοινωνικής μάθησης και η διαπροσωπική προσέγγιση χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία των διαταραχών προσωπικότητας.

Η ψυχαναλυτική προσέγγιση θεωρεί την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας ως μια ώριμη οργάνωση και λειτουργία του ατόμου. Το άτομο έχει μετατρέψει σε ουδέτερη κατάσταση την έντονη επιθετικότητας κυρίως λόγω της ύπαρξης ενός απαρτιωμένου και σαδιστικού Υπερεγώ. Το άτομο οδηγείται στην τελειομανία, την αμφισβήτηση του εαυτού του και την ανάγκη για έλεγχο του περιβάλλοντος. Το άτομο με το συγκεκριμένο είδος διαταραχής προσωπικότητας συνήθως χρησιμοποιεί μηχανισμούς άμυνας, όπως την απομόνωση, τη διανοητικοποίηση και τον αντιδραστικό σχηματισμό, με στόχο την αποφυγή της απώλεια ελέγχου. Κατά την ψυχανάλυση τα άτομα αυτά εμφανίζουν ανταγωνισμό προς τον θεραπευτή, ενώ η προβολή του αυστηρού Υπερεγώ οδηγεί σε αναστολές ως προς την εκδήλωση της επιθετικότητας και της σεξουαλικότητας (Χριστοπούλου, 2008).

Ο αντιδραστικός σχηματισμός περιλαμβάνει συμπεριφορές, όπως η ευσυνειδησία, η σχολαστικότητα, η οικονομία και η επιμέλεια των ψυχαναγκαστικών ατόμων. Πρόκειται για συμπεριφορές που αποτελούν αντιδραστικούς σχηματισμούς ενάντια στην επιθυμία τους να είναι ανυπάκουα, ακατάστατα, σπάταλα και ανυπότακτα. Στα ιδεοψυχαναγκαστικά άτομα ένα χαρακτηριστικό είναι ο διαρκής ορθολογισμός, που λειτουργεί ως ένας αντιδραστικός σχηματισμός ενάντια σε ένα μαγικό τρόπο σκέψης, που δεν καλύπτεται ολοκληρωτικά από τις ιδεοληπτικές άμυνες. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός άμυνας μπορεί να χρησιμοποιεί και ενάντια στην ανοχή της αμφιθυμίας. Οι ιδεοψυχαναγκαστικοί ασθενείς χαρακτηρίζονται από ένα δίπολο ανάμεσα στη συνεργασία και την ανυπακοή, την ανάληψη πρωτοβουλίας και τη νωθρότητα, την τάξη και την αταξία, την οικονομία και τη σπατάλη, την καθαριότητα και την ακαταστασία. Τα ψυχαναγκαστικά άτομα συνήθως έχουν συνήθως κάποια πράγματα στα οποία βρίσκονται στο άλλο άκρο. Για παράδειγμα μπορεί να είναι πολύ της τάξης αλλά να έχουν ένα ακατάστατο συρτάρι ή ένα ακατάστατο δωμάτιο. Ακόμη, άτομα που αποτελούν υπόδειγμα ηθικής, μπορεί να έχουν κάποια στοιχεία διαφθοράς. Έτσι, πρόκειται για άτομα που προσπαθούν να έχουν σωστή και υπεύθυνη συμπεριφορά με αποτέλεσμα να αγωνίζονται ενάντια σε πιο ισχυρούς πειρασμούς σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τα άτομα αυτά μόνο εν μέρει μπορούν να αντιστέκονται στις παρορμήσεις που τόσο φοβούνται (McWilliams, 2008).

Σύμφωνα με τον Freud η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας προκαλείται από την καθήλωση του ατόμου στο πρωκτικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Οι πιο σύγχρονες ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στο φόβο του ατόμου για απώλεια του ελέγχου, ενώ το άτομο τείνει να αντιμετωπίσει αυτό τον φόβο μέσα από την υπεραναπλήρωση. Για παράδειγμα, ένας άνδρας με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας μπορεί να είναι εργασιομανής και να μην επιτρέπει στον εαυτό του να χαλαρώσει και να διασκεδάσει έχοντας το φόβο ότι η ζωή του θα καταρρεύσει (Kring et al., 2010). 

Στις δυτικές κοινωνίες παρατηρείται μια τάση ορισμένων ατόμων να οργανώνουν την προσωπικότητα γύρω από τη σκέψη και την πράξη. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της δομής προσωπικότητας είναι η εξιδανίκευση της λογικής και η πεποίθηση ότι το άτομο μπορεί να προχωρήσει μέσα από τη δράση. Αυτή η τάση ενισχύει την ανάπτυξη προσωπικότητας με έντονα ιδεοψυχαναγκαστικά στοιχεία, όπου το άτομο δίνει έμφαση στην αξία της λογικής και την ικανότητα επίλυσης πρακτικών προβλημάτων. Στην ιδεοψυχαναγκαστική δομή προσωπικότητας, το άτομο χρησιμοποιεί ως κινητήρια στοιχεία τη σκέψη και τη δράση σε βάρος των συναισθημάτων, των αισθήσεων, της διαίσθησης και άλλων χαρακτηριστικών που δεν αφορούν τον ορθολογισμό. Πρόκειται δηλαδή για άτομα που επιλέγουν δραστηριότητες που στηρίζονται στη λογική και τη δράση, αντλώντας ικανοποίηση ή και αυτοεκτίμηση μέσα από αυτές τις δραστηριότητες. Αρκετά στοιχεία του ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου προσωπικότητας έχουν τα εργασιομανή άτομα και τα άτομα με προσωπικότητα τύπου Α, τα οποία χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό εξίσου τη σκέψη και τη δράση, με ένα τρόπο που υποδηλώνει μια αμυντική στάση. Ωστόσο, υπάρχουν και άτομα με έντονα ψυχαναγκαστική δομή χαρακτήρα, όπου είναι έντονες οι ψυχαναγκαστικές τελετουργίες, και άλλα άτομα με έντονα ιδεοληπτική δομή χαρακτήρα, όπου υπερέχουν οι ενοχλητικές σκέψεις (McWilliams, 2008).

Ο Freud θεωρούσε ότι τα ιδεοψυχαναγκαστικά άτομα κατά τη βρεφική τους ηλικία εμφανίζουν σε μεγάλο βαθμό πρωκτική υπερευαισθησία, τόσο σωματικά όσο και ιδιοσυγκρασιακά, ενώ οι νεότεροι ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτή δεν αποτελεί μια αναγκαία αιτιολόγηση για τις ιδεοληψίες. Σύμφωνα με τον Freud στα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας παρατηρείται καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο κατά το χρονικό διάστημα των 18 μηνών έως τα 3 έτη, με αποτέλεσμα το άτομο να εμφανίζει έντονες επιθετικές ορμές. Το άτομο εμφανίζει συμπεριφορές, όπως τάσεις απόκρυψης, σχολαστικότητα, χρονική ακρίβεια και τάση για καθαριότητα, που είναι συμπεριφορές που παρατηρούνται και στα παιδιά κατά το πρωκτικό στάδιο όταν μαθαίνουν να πηγαίνουν στην τουαλέτα. Ακόμη, ο Freud υποστήριξε ότι τα άτομα με το συγκεκριμένο είδος προσωπικότητας εμφανίζουν «πρωκτικές εικόνες στην ομιλία, τα όνειρα, τις αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις των ιδοεψυχαναγκαστικών ασθενών» (McWilliams, 2008:583).

Επιπλέον, ο Freud έδωσε έμφαση στην επίδραση που έχει στην προσωπικότητα του ατόμου η εκμάθηση της τουαλέτας και κυρίως η συμπεριφορά των γονέων και η ύπαρξη μιας υπερβολικής εμπλοκής εκ μέρους των γονέων ή μια έντονα αυστηρή ή πολύ πρώιμη εκπαίδευση από τους γονείς μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε μια διαμάχη, στην οποία νιώθει ηττημένο. Το παιδί έχει την ανάγκη να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο και όχι ότι υφίσταται τον έλεγχο από τους άλλους, με αποτέλεσμα να βιώνει έντονα συναισθήματα θυμού και επιθετικότητας. Τα συναισθήματά αυτά γίνονται αντιληπτά ως ένα μέρος του κακού, βρώμικου και σαδιστικού εαυτού του. Το παιδί έχει την ανάγκη να νιώθει ότι δεν είναι βρώμικο, ούτε να αισθάνεται ντροπή και θυμό, αλλά να νιώθει ότι είναι καθαρό και λογικό και ότι έχει καταφέρει να αποκτήσει τον έλεγχο, με κύριο στόχο τη δόμηση της ταυτότητας και της αυτοεκτίμησης (McWilliams, 2008).

Ένα από τα κυρίαρχα συναισθήματα των ατόμων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας είναι η οργή, καθώς υπόκεινται σε έλεγχο απέναντι στο φόβο ότι ενδεχομένως τιμωρηθούν. Τα άτομα αυτά βιώνουν το συναίσθημα ως σιωπηλό, καταπιεσμένο, μη διαθέσιμο και εκλογικευμένο, ενώ χρησιμοποιούν το λόγο για να κρύψουν τα συναισθήματα που νιώθουν και όχι για να τα εκφράσουν. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας ένα άτομο με αυτό τον τύπο διαταραχής προσωπικότητας μπορεί να ερωτηθεί σχετικά με το τι νιώθει και να απαντήσει αναφορικά με το τι σκέφτεται. Το μόνο συναίσθημα που δεν δυσκολεύονται να εκφράσουν είναι η οργή, κυρίως όταν νιώθουν ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένη και λογική, αλλά και μια εχθρική ή παθητικο-επιθετική στάση προς τον θεραπευτή (McWilliams, 2008).


Ένα ακόμη συχνά που βιώνουν και εκφράζουν συχνά οι ψυχαναγκαστικοί είναι η ντροπή. Πρόκειται για άτομα που έχουν ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες για τον εαυτού τους, με αποτέλεσμα να αισθάνονται αμήχανα όταν συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα κριτήρια που οι ίδιοι βάζουν σχετικά με τις ορθολογικές σκέψεις και πράξεις. Η βίωση της ντροπής μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή της δυσαρέσκειας, ενώ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και επεξεργασίας στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής ψυχαναλυτικής προσέγγισης (McWilliams, 2008).

Όσον αφορά τις άμυνες που εμφανίζουν τα άτομα με ιδεοληπτική προσωπικότητα φαίνεται πως κυρίαρχη είναι η μόνωση, ενώ στα άτομα με ψυχαναγκαστική προσωπικότητα έντονη είναι η ακύρωση. Τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας χρησιμοποιούν τόσο τη μόνωση όσο και την ακύρωση. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη, το άτομο για να αντιμετωπίσει αγχογόνες και οδυνηρές καταστάσεις χρησιμοποιεί τη μόνωση του συναισθήματος από το γνωστικό περιεχόμενο της κατάστασης που βιώνει. Πρόκειται για το διαχωρισμό ανάμεσα στο γνωστικό στοιχείο και τον συναισθηματικό παράγοντα, που μοιάζει με ένα ψυχικό/ συναισθηματικό μούδιασμα. Η άμυνα αυτή μπορεί να υιοθετηθεί από ορισμένα άτομα και λόγω του τρόπου με τον οποίο έχουν μεγαλώσει και έχουν μάθει να αντιδρούν σε συναισθηματικό επίπεδο. Τα άτομα με μόνωση συναισθήματος συνήθως δεν αντιδρούν με το συνηθισμένο ή αναμενόμενο τρόπο απέναντι σε συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνουν, καθώς διαχωρίζουν το συναίσθημα από τη λογική και χρησιμοποιούν μόνο τη λογική, εκφράζοντας τις λογικές σκέψεις που τους προκαλεί το συγκεκριμένο γεγονός. Θεωρείται η πιο πρωτόγονη διανοητική άμυνα, ενώ συνδέεται με τη διανοητικοποίηση, την εκλογίκευση και την ηθικοποίηση, με κοινό χαρακτηριστικό τους την απομάκρυνση στο ασυνείδητο των συναισθηματικών επιδράσεων που έχει στο άτομο η εκάστοτε κατάσταση. Το άτομο με μόνωση συναισθήματος υπερεκτιμά τη σκέψη και υποτιμά το συναίσθημα, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί αρκετά τη λογική, τα πρέπει και τους κανόνες για την αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων στη ζωή του (McWilliams, 2008).

Από την άλλη μεριά, η ακύρωση είναι ο μηχανισμός άμυνας που στηρίζεται στη διχοτόμηση και την παντοδυναμία του ελέγχου. Είναι μια στρατηγική που ενέχει ένα μαγικό χαρακτήρα, καθώς το άτομο θεωρεί ότι μπορεί να αντισταθμίσει μια επίδραση μέσα από μια στάση ή συμπεριφορά που θα την εξαλείψει με μαγικό τρόπο. Το άτομο κινητοποιείται από ασυνείδητα κίνητρα, ενώ η άμυνα αυτή αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό ατόμων που νιώθουν σε μεγάλο βαθμό τύψεις για τα λάθη και τις αποτυχίες τους (McWilliams, 2008).


Σύμφωνα με το γνωσιακό μοντέλο, οι διαταραχές προσωπικότητας αποτελούν μη κατάλληλες εκφράσεις εκ των προτέρων προγραμματισμένων αντιδράσεων. Το κύριο πρόβλημα των ατόμων με διαταραχές προσωπικότητας εντοπίζεται όχι στη συμπεριφορά αυτή καθεαυτή αλλά στην αδυναμία και ανικανότητα προσαρμογής και ανταπόκρισης του ατόμου απέναντι στο περιβάλλον (Χριστοπούλου, 2008). Το γνωσιακό μοντέλο υποστηρίζει ότι οι βασικές νευρογνωστικές αντιδράσεις, οι οποίες παίζουν θεμελιώδη ρόλο στην αντίληψη, τη διάθεση και τη συμπεριφορά είναι γενετικά προγραμματισμένες. Το άτομο κατά την εξελικτική του πορεία επιλέγει αντιδράσεις που διευκολύνουν την προσαρμογή του, ενώ οι αντιδράσεις αυτές σε κάποια αναπτυξιακά στάδια δεν έχουν καμία σημασία. Ορισμένα άτομα επιλέγουν ορισμένες αντιδράσεις που δεν αποτελούν κατάλληλες εκφράσεις των προγραμματισμένων αντιδράσεων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται προβλήματα προσαρμογής.

Η διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και των συμπεριφορών που εκδηλώνει θεωρείται αποτέλεσμα τόσο των προγραμματισμένων γενετικών αντιδράσεων όσο και των εμπειριών που βιώνει το άτομο στο περιβάλλον του. Κατά την αναπτυξιακή του πορεία το άτομο μπορεί να αναπτύξει ορισμένα άκαμπτα γνωσιακά σχήματα και πεποιθήσεις που συμβάλλουν στην εκδήλωση συμπεριφορών, οι οποίες αποτελούν εμπόδιο στην ομαλή λειτουργικότητα του ατόμου. Τα σχήματα αυτά αποτελούν πυρηνικά σχήματα, τα οποία είναι δύσκολο να αλλάξουν και οδηγούν στην εμφάνιση δυσκολιών που συνιστούν τη διαταραχή προσωπικότητας. Πρόκειται για ενεργοποιημένα σχήματα, στα οποία εστιάζει το γνωσιακό- συμπεριφορικό μοντέλο ώστε να μπορέσει να τα αναγνωρίσει το άτομο και να τα τροποποιήσει. Το συγκεκριμένο μοντέλο εστιάζει στο περιεχόμενο αυτών των σχημάτων, ώστε να τα αναλύσει και να τα τροποποιήσει (Bennett, 2010).

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργικές γνωστικές διεργασίες, σύμφωνα με το γνωσιακό- συμπεριφορικό μοντέλο. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ατόμου είναι η διπολική σκέψη, που μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση τελειομανίας και ακαμψίας. Επίσης, το άτομο έχει την τάση να εστιάζει στις λεπτομέρειες και όχι στα κεντρικά ζητήματα και προβλήματα της ζωής του, ενώ πολλές φορές παρερμηνεύει ή υπερβάλλει ως προς τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα λάθη του. 

Σύμφωνα με τη θεωρία των σχημάτων, τα σχήματα που εμπλέκονται πιο συχνά και σε μεγαλύτερο βαθμό στις διαταραχές της προσωπικότητας αναφέρονται στην ανάγκη για ασφάλεια, την αυτονομία, τη θελκτικότητα, τον αυτοέλεγχο, την ικανοποίηση και την ικανότητα για αυτοέκφραση. Τα σχήματα διαμορφώνονται και διατηρούνται μέσα τρεις διαφορετικές διεργασίες που είναι οι εξής:
Η παράδοση στο σχήμα: πλήρη αποδοχή του σχήματος, που επιβεβαιώνεται μέσω γνωσιακών παραποιήσεων και αυτοεκπληρούμενων προτύπων συμπεριφοράς.
Η υπεραναπλήρωση του σχήματος: αντιστάθμιση του αρνητικού σχήματος μέσα από ενέργειες αντίθετες προς το περιεχόμενο του σχήματος.
Η αποφυγή του σχήματος: αποφυγή καταστάσεων που μπορεί να φέρουν το άτομο σε επαφή με το σχήμα (Young & Lindermann, 1992).

Οι αρνητικές εμπειρίες που έχει βιώσει το άτομο κατά την παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσουν στη διαμόρφωση δυσπροσαρμοστικών σχημάτων που αναφέρονται στην ταυτότητα του εαυτού και τις σχέσεις με τους άλλους (Young et al., 2009). Οι διαταραχές προσωπικότητας έχουν τις ρίζες τους στα βιώματα και τις εμπειρίες των ατόμων κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία, περιλαμβάνοντας κοινωνική απομόνωση, προβληματικές σχέσεις στην οικογένεια και το σχολείο (Χριστοπούλου, 2008). 


Τα ιδεοληπτικά άτομα δίνουν μεγάλη έμφαση και επενδύουν αρκετά στο γνωστικό παράγοντα και τη διάνοια. Πρόκειται για άτομα που έχουν την τάση να υποτιμούν τα συναισθήματά τους, καθώς θεωρούν ότι σχετίζονται με την παιδικότητα, την αδυναμία, την απώλεια ελέγχου, την αποδιοργάνωση και τη χυδαιότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν συναισθηματικά ελλείμματα και να δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, τις σωματικές αισθήσεις καθώς και τη φαντασία. Ένας από τους τομείς στους οποίους επενδύουν αρκετά τα ιδεοψυχαναγκαστικά άτομα είναι ο εργασιακός τομέας. Τα άτομα που κατέχουν υψηλές θέσεις εργασίας συνήθως είναι αρκετά αφοσιωμένα στη δουλειά τους, χωρίς να χαλαρώνουν. Τα άτομα με έντονα ιδεοληπτικά στοιχεία είναι αποτελεσματικά σε επίσημους και δημόσιους ρόλους, καθώς δεν απαιτείται συναισθηματική εμπλοκή, ενώ δυσκολεύονται περισσότερο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, όπου νιώθουν ότι πρέπει να εκφράσουν τρυφερότητα και να δείξουν τα συναισθήματά τους. Πρόκειται για άτομα που είναι ικανά να αγαπήσουν, ωστόσο, δυσκολεύονται να εκφράσουν την αγάπη τους, με αποτέλεσμα να βιώνουν έντονο άγχος και ντροπή. Αυτό έχει ως συνέπεια να δίνουν έμφαση στις γνωστικές αλληλεπιδράσεις και να παραβλέπουν τις συναισθηματικές (McWilliams, 2008).  

Επίσης, παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη καθώς ασκούν σημαντικές επιδράσεις στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου είναι το οικογενειακό περιβάλλον. Ένα αυστηρό, αυταρχικό ή έντονα επικριτικό οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει το άτομο μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός ιδεοψυχαναγκαστικού τρόπου σκέψης και στη δόμηση πεποιθήσεων που οδηγούν στην εκδήλωση ανάλογων συμπεριφορών και αντιδράσεων. Σύμφωνα με το συμπεριφοριστικό μοντέλο το περιβάλλον ασκεί σημαντικές επιδράσεις στη διαδικασία της μάθησης. Ωστόσο, μέσα από τη δυνατότητα της γνωστικής τροποποίηση το άτομο μπορεί να αλλάξει τη συμπεριφορά του, αφού πρώτα αναγνωρίσει και τροποποιήσει τις σκέψεις του (Beck, 2000).

Συγκεκριμένα, τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας συνήθως μεγαλώνουν με αρκετά αυστηρούς και απαιτητικούς γονείς, που θέτουν υψηλά κριτήρια για τη συμπεριφορά των παιδιών, καθώς και ιδιαίτερα υψηλούς στόχους. Ακόμη, οι γονείς απαιτούν ακρίβεια και συνέπεια από τα παιδιά τους, ενώ οι ίδιοι είναι αυστηροί στις τιμωρίες που επιλέγουν προς τα παιδιά. Όταν οι γονείς είναι πολύ αυστηροί ή έχουν υπερβολικές απαιτήσεις από το παιδί, συνήθως επικρίνουν τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις φαντασιώσεις των παιδιών τους. Το παιδί καταφεύγει στη χρήση ιδεοψυχαναγκαστικών συμπεριφορών ώστε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των γονιών. Σημαντικό ρόλο παίζει και η συναισθηματική επάρκεια των γονέων προς το παιδί. Έτσι, γονείς που είναι στοργικοί και τρυφεροί μπορεί να αντισταθμίσουν την αυστηρότητα και την αυταρχικότητα και να μη δημιουργήσουν σοβαρά ιδεοψυχαναγκαστικά προβλήματα στο παιδί (McWilliams, 2008).

Ένα από τα κύρια στοιχεία των οικογενειών στις οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά που μελλοντικά θα αναπτύξουν ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας είναι η υψηλή σημασία που έχουν τα ζητήματα ελέγχου. Συνήθως, πρόκειται για οικογένειες που μεγαλώνουν τα παιδιά με αυστηρό πρόγραμμα ως προς τη διατροφή, τον ύπνο, τις δραστηριότητες, ακόμη και ως προς τις απεκκριτικές λειτουργίες. Επιπλέον, οι οικογένειες αυτές ανατρέφουν τα παιδιά με ένα έντονο ηθοπλαστικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να απορρίπτουν την ικανοποίηση και τις στιγμές χαλάρωσης. Ωστόσο, υπάρχει μια μερίδα ατόμων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας που μεγάλωσαν με γονείς που είναι το ακριβώς αντίθετο από τα ίδια. Πρόκειται για ασθενείς που ντρέπονται για την ανικανότητα των γονιών τους και έτσι αποφασίζουν να κάνουν το αντίθετο στη ζωή τους κι έτσι γίνονται οργανωμένοι, ανταγωνιστικοί και με πλήρη έλεγχο των καταστάσεων. Το άτομο καταλήγει να αναπτύξει μια ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας. Οι δύο βασικοί τύποι ανατροφής που προκαλούν ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές στα παιδιά είναι αυτός που προκαλεί ενοχές και αυτός που προκαλεί ντροπή, με αποτέλεσμα την έντονη ανάπτυξη του Υπερεγώ (McWilliams, 2008).


Μέσα σε ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον το άτομο μαθαίνει ότι μπορεί να κερδίσει την αποδοχή και την αγάπη των γονέων μέσα από την εκπλήρωση των απαιτήσεων των γονεϊκών προτύπων, τα οποία σταδιακά εσωτερικεύει. Το άτομο υιοθετεί ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές γιατί μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο αυτοεκτίμησης. Το άτομο εσωτερικεύει τις υψηλές απαιτήσεις των γονέων, ενώ ανησυχεί υπερβολικά όταν το ίδιο θα πρέπει να πάρει μια πρωτοβουλία ή να λάβει μια απόφαση. Το ιδεοληπτικό άτομο αναβάλει τη λήψη μιας απόφασης μέχρι να επιλέξει την πιο τέλεια λύση, που δεν θα χαρακτηρίζεται από ενοχή και αβεβαιότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έντονα συναισθήματα αμφιθυμίας στο άτομο το οποίο συνήθως ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές. Βασικός φόβους του ατόμου είναι να μην πάρουν μια λανθασμένη απόφαση για την οποία θα μετανιώσουν. Από την άλλη μεριά, τα άτομα με ψυχαναγκαστική οργάνωση βιώνουν έντονη ενοχή και αυτονομία και περνούν γρήγορα στη δράση, πριν σκεφτούν τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν. Έτσι, το ιδεοληπτικό άτομο αναβάλλει και χρονοτριβεί, ενώ το ψυχαναγκαστικό άτομο περνά κατευθείαν στη δράση. Ένα γενικό στοιχείο των ιδεοληπτικών και ψυχαναγκαστικών ατόμων είναι ο φόβος που έχουν για τα εχθρικά τους συναισθήματα, ενώ χαρακτηρίζονται από έντονη αυτοκριτική για την πραγματική και τη νοερή επιθετικότητα. Η οικογένεια στην οποία μεγαλώνουν τα άτομα και τα μηνύματα που δέχονται από αυτή οδηγεί στην εμφάνιση άγχους για την πιθανότητα να χάσουν τον έλεγχο που απαιτείται (McWilliams, 2008).

Τα προβλήματα που βιώνει το άτομο και τα συμπτώματα που παρουσιάζει οφείλονται σε μη αποτελεσματικούς τρόπους εκμάθησης της συμπεριφοράς. Έτσι, θα πρέπει το άτομο να προχωρήσει σε αλλαγή των δυσπροσάρμοστων συμπεριφορών, σε εκμάθηση για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και την πρόληψη προβλημάτων (Μαλικιώση- Λοΐζου, 1999).






Beck, J.S. (2000). Εισαγωγή στη Γνωστική Θεραπεία. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. 
Bennett, P. (2010). Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία. (Επιμ. Α. Καλαντζή- Αζίζι & Γ. Ευσταθίου). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Kring, A.M., Davison, G.C., Neale, J.M., & Johnson, S.L. (2010). Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Μαλικιώση- Λοΐζου, Μ. (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
McWilliams, N. (2008). Ψυχαναλυτική διάγνωση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.
Young, J.E., & Lindemann, M.D. (1992). An integrative schema- focused model for personality disorders. Journal of Cognitive Psychotherapy, 6, 11-23.