Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Η αναζήτηση της ευτυχίας

Τελικά είμαστε ευτυχισμένοι;

Όλοι  οι  άνθρωποι  σε  αυτό  τον  κόσμο  θέλουν  να  είναι  ευτυχισμένοι  ή  τουλάχιστον  αυτό  δηλώνουν  δικαιολογώντας  την  κάθε  πράξη  τους.  Αυτό  θέλουν  και  επιδιώκουν  αλλά  τελικά  είναι  ευτυχισμένοι;  Ένα  βασικό  βήμα  είναι  ο  καθένας  να  καθορίσει  τι  είναι  ευτυχία  για  τον  ίδιο  και  να  νιώσει  πλήρης  και  ολοκληρωμένος.  Για  τον  καθένα  η  ευτυχία  είναι  κάτι  διαφορετικό,  όπως  και  ο  ορισμός  της  είναι  διαφορετικός.  Επιλέγοντας  να  είναι  κάποιο  ευτυχισμένος,  μπορεί  να  βρει  την  ευτυχία  πίσω  από  καθετί.  Η  ευτυχία  θα  πρέπει  να  αποτελεί  τρόπο  ζωής,  δεν  προέρχεται  από  ξαφνικά  γεγονότα.  Πρόκειται  για  μια  συνειδητή  προσωπική  απόφαση,  που  βιώνεται  από  το  άτομο  χωρίς  συγκεκριμένο  λόγο  και  χωρίς  το  φόβο  ότι  μπορεί  να  χαθεί.  Αν  το  άτομο  δεχτεί  ότι  η  ευτυχία  είναι  μια  καθημερινή  εμπειρία  και  αξίζει  να  ζήσει  μαζί  της,  τότε  θα  μπορέσει  να  ανακαλύψει  διάφορες  χαρές  στη  ζωή  του.  

 Η  ευτυχία  μας  δεν  εξαρτάται  από  τους  άλλους,  αλλά  από  τη  δική  μας  αντίδραση  στις  πράξεις  των  άλλων  και  στα  γεγονότα  που  εκείνοι  προκαλούν.  Όσο  πιο  πολύ  κάνουμε  καθημερινά  μικρές  ενέργειες  ή  έχουμε  συνήθειες  που  μας  προκαλούν  ευτυχία  τόσο  περισσότερο  ανακαλύπτουμε  μέσα  μας  μια  ατέλειωτη  δύναμη  που  μας  απελευθερώνει  από  τους  φόβους  και  μας  φέρνει  σε  επαφή  με  την  αφθονία  της  ζωής.  Το  άτομο  δεν  θα  πρέπει  να  περιορίζει  τις  πηγές  που  μπορούν  να  το  δώσουν  ευτυχία.  

Η  απόφαση  για  ευτυχία  σημαίνει  ότι  η  ζωή  του  ατόμου  αλλάζει.  Το  άτομο  παίρνει  την  απόφαση  για  αλλαγή,  και  αυτό  που  έχει  σημασία  είναι  το  ταξίδι,  καθώς  η  ευτυχία  είναι  το  ταξίδι  και  όχι  ο  προορισμός.  

 Για  να  μπορέσει  το  άτομο  να  κατακτήσει  την  ευτυχία  θα  πρέπει  να  σταματήσει  να  αναβάλλει  όσα  μπορεί  να  κάνει  άμεσα  καθώς  η  ζωή  κυλάει  πολύ  γρήγορα,  να  βάζει  όρους,  κάνοντας  διαπραγματεύσεις  με  τη  ζωή,  να  υποτιμά  διάφορα  γεγονότα  χαράς  και  ευτυχίας,  να  έχει  υψηλές  προσδοκίες.  Η  ευτυχία  για  το  κάθε  άτομο  είναι  ατομική  υπόθεση  και  το  κάθε  άτομο  μπορεί  να  αποφασίσει  για  τον  εαυτό  του  και  να  δεσμευτεί  στην  πεποίθηση  ότι  η  ευτυχία  είναι  η  δική  του  απόφαση.  Το  ότι  επιλέγεις  να  ζεις  ευτυχισμένα  δεν  σημαίνει  ότι  δε  θα  θυμώσεις,  δε  θα  λυπηθείς,  δε  θα  πληγωθείς,  δεν  θα  έχεις  μερίδιο  στις  δυσκολίες,  δεν  θα  περάσεις  κρίσεις.  Ότι  κι  αν  νιώθεις,  ότι  κι  αν  συμβαίνει  γύρω  σου,  έχεις  βαθιά  μέσα  σου  σιγουριά  ότι  είσαι  καλά,  ότι  ακολουθείς  τη  ροή  της  ζωής  χωρίς  να  αντιστέκεσαι  σε  όσα  σου  συμβαίνουν.

Παπαδοπούλου Ελένη- Ψυχολόγος

Υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης διαταραχής και πως μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε;

Η  ενεργητικότητα  και  η  κινητική  δραστηριότητα  είναι  άμεσα  συνδεδεμένα  με  τη  συμπεριφορά  των  παιδιών.  Τι  γίνεται  όμως  όταν  τα  παιδιά  παρουσιάζουν  υπερβολική  ενεργητικότητα  και  κινητική  δραστηριότητα  σε  σύγκριση  με  άλλα  παιδιά  της  ηλικίας  τους;  Θα  πρέπει  να  ανησυχήσουμε  ή  πρόκειται  απλά  για  ένα  ζωηρό  παιδί;  

Τα  παιδιά  που  παρουσιάζουν  ΔΕΠ-Υ  (διάσπαση  ελλειμματικής  προσοχής-  Υπερκινητικότητα)  συγκεντρώνουν  ένα  σύνολο  χαρακτηριστικών  που  τα  διαφοροποιεί  από  τα  υπόλοιπα  παιδιά.  Συγκεκριμένα,  τα  παιδιά  με  ΔΕΠ-Υ  δυσκολεύονται  να  διατηρήσουν  την  προσοχή  και  το  ενδιαφέρον  τους  σε  μια  δραστηριότητα  μέχρι  να  την  ολοκληρώσουν,  εμφανίζουν  έντονη  και  συχνή  παρορμητική  συμπεριφορά,  ενώ  κάποιες  φορές  εκδηλώνουν  αντιδραστικές  συμπεριφορές  και  απουσιάζει  κάθε  διάθεση  για  συνεργασία.  Τα  παιδιά  αυτά  συνήθως  έχουν  φυσιολογική  ή  και  υψηλή  νοημοσύνη.  Ωστόσο,  δυσκολεύονται  να  ανταποκριθούν  στις  απαιτήσεις  του  περιβάλλοντος  και  κυρίως  του  σχολείου,  ενώ  η  συμπεριφορά  τους  δεν  αντιστοιχεί  στο  αναπτυξιακό  επίπεδο  στο  οποίο  βρίσκονται.  Δεν  σέβονται  τη  σειρά  και  τους  κανόνες  και  έχουν  την  τάση  να  διακόπτουν  τους  άλλους  όταν  μιλούν,  ενώ  τα  ίδια  μιλούν  πολύ.  Δεν  έχουν  υπομονή  να  περιμένουν  τη  σειρά  τους  και  δεν  μπορούν  να  παίξουν  ήσυχα.
Οι  δυσκολίες  των  παιδιών  με  ΔΕΠΥ  είναι  εμφανείς  κυρίως  στο  σχολείο.  Ωστόσο,  οι  δυσκολίες  τους  δεν  αφορούν  μόνο  τη  σχολική  τους  προσαρμογή,  αλλά  και  την  κοινωνική  και  συναισθηματική  τους  προσαρμογή.  Τα  παιδιά  με  ΔΕΠΥ  αδυνατούν  να  ανταποκριθούν  στις  υποχρεώσεις  που  έχουν  τόσο  στο  σχολείο  όσο  και  στο  σπίτι,  καθώς  και  στο  ευρύτερο  περιβάλλον  τους.  

Τα  παιδιά  με  ΔΕΠΥ  συχνά  χαρακτηρίζονται  ως  ζωηρά,  αντιδραστικά,  ή  τεμπέλικα,  κακομαθημένα  ή  ανυπάκουα.  Πριν  φτάσουμε  στους  χαρακτηρισμούς  αυτούς  ας  προσπαθήσουμε  να  καταλάβουμε  το  παιδί  και  τη  συμπεριφορά  του.  Η  ανωριμότητα  που  εκδηλώνει  και  η  απόκλιση  που  υπάρχει  ανάμεσα  στις  πραγματικές  δυνατότητες  του  παιδιού  και  στην  εικόνα  που  παρουσιάζει  μπορεί  να  σημαίνουν  την  ύπαρξη  διαταραχής.  Υπάρχει  διαφορά  ανάμεσα  σε  ένα  απλά  ζωηρό  παιδί  και  σε  ένα  παιδί  με  ΔΕΠΥ,  όσον  αφορά  την  ικανότητα  και  το  βαθμό  ελέγχου  της  κινητικής  δραστηριότητας  ανάλογα  με  τις  περιστάσεις.  Το  παιδί  με  ΔΕΠΥ  δεν  μπορεί  να  ελέγξει  την  κινητικότητά  του  και  να  παραμείνει  ήσυχο  ακόμη  και  σε  περιστάσεις  που  αυτό  επιβάλλεται.  

Άλλα  χαρακτηριστικά  των  παιδιών  με  ΔΕΠΥ  είναι  η  αδεξιότητα  που  εμφανίζουν  στις  κινήσεις  τους,  δηλαδή  συχνά  πέφτουν,  κάνουν  ζημιές,  δυσκολεύονται  σε  δραστηριότητες  λεπτής  κινητικότητας,  έχουν  ανήσυχο  ύπνο  και  δεν  μπορούν  να  συγκεντρωθούν  σε  μια  δραστηριότητα.  Συχνά,  τα  παιδιά  αυτά  είναι  ευερέθιστα  και  ευέξαπτα  και  δέχονται  πολλές  παρατηρήσεις  από  το  περιβάλλον  τους.  Είναι  απρόσεκτα,  δίνουν  την  εντύπωση  ότι  δεν  μας  ακούν  και  δυσκολεύονται  να  ακολουθήσουν  οδηγίες,  παρουσιάζουν  ελλείψεις  και  δυσκολίες  οργάνωσης,  χάνουν  συχνά  πράγματα  και  δίνουν  την  εντύπωση  ότι  ξεχνούν  εύκολα.  Σε  πολλές  περιπτώσεις,  δεν  έχουν  την  αίσθηση  του  κινδύνου  και  οι  αυξημένες  ανάγκες  που  έχουν  για  κινητική  δραστηριότητα  τα  οδηγεί  σε  παράτολμες  συμπεριφορές.

Είναι  καλό  να  μπορέσει  ο  γονιός  να  διακρίνει  τα  βασικά  χαρακτηριστικά  της  ΔΕΠ-Υ  και  να  βοηθήσει  το  παιδί  του  με  τη  συμβολή  του  ειδικού.  Ο  γονιός  θα  πρέπει  να  καταλάβει  ότι  και  το  ίδιο  το  παιδί  ταλαιπωρείται  από  όλη  αυτή  την  κατάσταση  και  χρειάζεται  τη  βοήθειά  του  αλλά  και  τη  βοήθεια  των  ειδικών.

Οι  γονείς  στο  σπίτι  για  να  βοηθήσουν  το  παιδί  θα  πρέπει  να  φτιάξουν  ένα  πρόγραμμα,  για  να  μάθει  το  παιδί  να  λειτουργεί  με  πρόγραμμα  και  να  οργανώνει  το  χρόνο  του.  Το  πρόγραμμα  μπορεί  να  περιλαμβάνει  τις  δραστηριότητες  του  παιδιού  στο  σπίτι  και  εκτός  σπιτιού  κατά  τη  διάρκεια  της  ημέρας.  Ακόμη,  μπορούν  να  φτιάξουν  κάποιους  βασικούς  κανόνες  σχετικά  με  τις  υποχρεώσεις  του  παιδιού  στο  σπίτι  και  να  εξηγήσουν  στο  παιδί  τι  θα  συμβαίνει  όταν  οι  κανόνες  ακολουθούνται  ή  όχι.  Το  παιδί  θα  πρέπει  να  καταλάβει  ότι  όλοι  οι  άνθρωποι  πρέπει  μέσα  σε  μια  ομάδα  να  ακολουθούμε  κάποιους  κανόνες  και  να  υπάρχουν  κάποια  όρια.  

Οι  οδηγίες  προς  το  παιδί  πρέπει  να  είναι  απλές  και  κατανοητές,  ενώ  η  καλή  συμπεριφορά  του  παιδιού  θα  πρέπει  να  επιβραβεύεται.  Όσον  αφορά  τη  μελέτη  του  παιδιού  στο  σπίτι  για  τα  μαθήματα  του  σχολείου  θα  πρέπει  να  γίνεται  σε  χώρο  που  βρίσκεται  μακριά  από  οπτικά  και  ακουστικά  ερεθίσματα  για  να  μην  αποσπάται  η  προσοχή  του  παιδιού  εύκολα.  Ένας  ήσυχος,  καλά  φωτισμένος  χώρος,  χωρίς  πολλά  αντικείμενα  στα  οποία  μπορεί  το  παιδί  να  στρέψει  την  προσοχή  του  είναι  το  ιδανικό  μέρος  για  μελέτη.  Επίσης,  χρειάζεται  υπομονή  και  ηρεμία  από  την  πλευρά  του  ατόμου  που  ασχολείται  με  τη  μελέτη  του  παιδιού,  καθώς  ο  εκνευρισμός  και  οι  φωνές  δεν  βοηθούν  καθόλου  στη  συγκέντρωση  του  παιδιού.  Ο  εκνευρισμός  προκαλεί  στο  παιδί  αναστάτωση  και  ακόμη  μεγαλύτερη  διάσπαση  προσοχής  και  υπερκινητικότητα,  για  να  μπορέσει  να  διοχετεύσει  κάπου  την  ενέργεια  που  νιώθει.  

Οι  γονείς  θα  πρέπει  να  βρουν  διάφορες  δραστηριότητες  ή  αθλήματα  που  αρέσουν  στο  παιδί  ώστε  να  διοχετεύει  εκεί  την  έντονη  ενεργητικότητα  και  κινητικότητα  που  νιώθει.  Όσο  περισσότερο  το  παιδί  νιώθει  ότι  βρίσκεται  υπό  έλεγχο  τόσο  πιο  πολύ  μπορεί  να  εμπιστευτεί  τον  άλλο.  Προτιμούμε  να  χρησιμοποιούμε  εκφράσεις  που  θα  λέμε  στο  παιδί  τι  θα  πρέπει  να  κάνει  και  όχι  τι  δεν  πρέπει  να  κάνει.  Δεν  του  λέμε  ‘μην  πηδάς  πάνω  στον  καναπέ’,  του  λέμε  ‘κάτσε  ήσυχα  στον  καναπέ’.  Το  παιδί  θα  πρέπει  να  κατανοήσει  ότι  κάθε  συμπεριφορά  έχει  μια  συνέπεια,  έτσι  για  κάθε  συμπεριφορά  του  αναφέρουμε  ποια  είναι  η  συνέπεια.

Παπαδοπούλου  Ελένη-  Ψυχολόγος, MSc

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Τα αμφίθυμα συναισθήματα

Αγάπη και μίσος, χαρά και λύπη, περηφάνια και ντροπή για το ίδιο αντικείμενο, για το ίδιο πρόσωπο, για την ίδια κατάσταση. Πως είναι να νιώθουμε ταυτόχρονα τόσο αντιφατικά μεταξύ τους συναισθήματα;

Η  αμφιθυμία,  που  συνήθως  το  ίδιο  το  άτομο  δεν  την  αναγνωρίζει,  δεν  μιλά  για  αυτή  και  δεν  την  αποδέχεται,  μπορεί  να  εκφραστεί  με  πολύ  δραματικό  τρόπο  μέσα  από  τη  συμπεριφορά  παρά  μέσα  από  τα  λόγια.  Ενδέχεται  να  μην  βρίσκεται  σε  συνειδητό  επίπεδο,  ωστόσο,  επηρεάζει  σε  μεγάλο  βαθμό  τη  συμπεριφορά  του  ατόμου.  Αγάπη  και  μίσος,  χαρά  και  λύπη,  περηφάνια  και  ντροπή  για  το  ίδιο  αντικείμενο.  Η  αμφιθυμία  τις  περισσότερες  φορές  εκδηλώνεται  με  αντιφατικές  επιθυμίες,  ενώ  οι  συνθήκες  στη  ζωή  μας  μπορεί  να  ενισχύουν  αυτές  τις  αντιφάσεις  και  να  θεωρούνται  λογικές  και  φυσιολογικές  από  το  άτομο.  Για  παράδειγμα,  η  μητέρα  μπορεί  να  αισθάνεται  αμφίθυμα  συναισθήματα  απέναντι  στο  παιδί  της.  Από  τη  μία  αισθάνεται  αγάπη  για  το  παιδί  της  και  από  την  άλλη  αισθάνεται  μίσος  γιατί  αναγκάστηκε  να  βάλει  στην  άκρη  τα  όνειρά  της.  Η  μητέρα  προσπαθεί  να  αρνηθεί  ότι  νιώθει  αυτά  τα  αντιφατικά  συναισθήματα  και  πιέζει  όλο  και  περισσότερο  τον  εαυτό  της  ώστε  να  παίξει  το  ρόλο  της  καλής  μητέρας.

 Η  αμφιθυμία  μας  απέναντι  σε  μια  προσωπική  μας  σχέση  εκδηλώνεται  με  τα  αντιφατικά  συναισθήματα,  σύμφωνα  με  τα  οποία  από  την  μία  μεριά  νιώθουμε  ανυπόφορη  την  πίεση  από  τον  άλλο  και  νιώθουμε  να  πνιγόμαστε  και  από  την  άλλη  μεριά  νιώθουμε  έντονα  την  ανάγκη  αυτό  το  πρόσωπο  να  συνεχίσει  να  υπάρχει  στη  ζωή  μας,  για  αυτό  και  δεν  μπορούμε  να  τον  αφήσουμε.  Αυτό  που  βιώνουμε  είναι  ασφυξία,  μας  καταπιέζουν  όλα,  αλλά  πρώτα  από  όλα  εμείς  οι  ίδιοι  καταπιέζουμε  τον  εαυτό  μας.  Και  τότε  καταλήγουμε  να  επιλέξουμε  ανάμεσα  στην  εγκατάλειψη  και  τη  συμβιωτική  σχέση.  Όποιο  άκρο  και  να  επιλέξουμε  συνεχίζουμε  να  νιώθουμε  αυτά  τα  ανάμικτα  συναισθήματα,  χωρίς  να  μπορούμε  να  ξεκαθαρίσουμε  μέσα  μας  τι  πραγματικά  νιώθουμε.

 Τα  αμφίθυμα  συναισθήματα  συνήθως  είναι  αποτέλεσμα  μιας  σύγκρουσης  ανάμεσα  σε  αυτά  που  πραγματικά  επιθυμεί  το  άτομο  και  σε  αυτά  που  του  επιβάλλει  η  κοινωνία.  Αν  κάνουμε  κάτι  χωρίς  να  γνωρίζουμε  ακριβώς  το  γιατί  –είτε  για  να  κάνουμε  ότι  και  οι  άλλοι,  είτε  για  να  ευχαριστήσουμε  τους  άλλους,  γονείς  και  υπόλοιπο  οικογενειακό  και  κοινωνικό  περιβάλλον  ή  γιατί  είναι  μια  επιλογή  καθώς  αύριο  μπορεί  να  είναι  αργά-  μπορεί  να  εμφανιστούν  αμφίθυμα  συναισθήματα.  Υπάρχει  περίπτωση  να  μην  καταλάβουμε  καν  ότι  ακόμη  και  στον  εαυτό  μας  παρουσιάζουμε  μια  επιθυμία  που  μας  επιβάλλει  η  κοινωνία  ως  προσωπική  μας.  

 Ας  το  σκεφτούμε  αυτό  μέσα  από  το  παράδειγμα  μιας  σχέσης.  Μπορεί  να  νιώθουμε  θετικά  συναισθήματα  απέναντι  στον  άνθρωπο  με  τον  οποίο  έχουμε  σχέση  (έρωτα,  αγάπη,  ενδιαφέρον),  όμως  ταυτόχρονα  μπορεί  να  βιώνουμε  αρνητικά  συναισθήματα  από  τη  στάση  του  περιβάλλοντος  απέναντι  στη  σχέση  μας.  Αν  το  περιβάλλον  θεωρεί  ότι  ο  άλλος  είναι  κατώτερός  μας  ή  δεν  μας  αξίζει  μπορεί  από  τη  μία  να  αγαπάμε  αυτό  τον  άνθρωπο  και  από  την  άλλη  να  ντρεπόμαστε  να  τον  παρουσιάσουμε  στο  περιβάλλον  μας  ή  να  προσπαθούμε  να  τον  αλλάξουμε  ώστε  να  συμφωνεί  με  τη  δική  μας  την  εικόνα,  τα  δικά  μας  όνειρα  και  προσδοκίες.  Έτσι,  καταλήγουμε  από  τη  μία  να  τον  αγαπάμε  και  από  την  άλλη  να  τον  ακυρώνουμε  μέσα  από  την  προσπάθειά  μας  να  τον  αλλάξουμε,  να  τον  προσαρμόσουμε  στα  δικά  μας  μέτρα.

  Στη  σχέση  μητέρας-  παιδιού  η  αμφιθυμία  μπορεί  να  εμφανιστεί  πολύ  πριν  το  παιδί  έρθει  στη  ζωή.  Μια  επιθυμία  μπορεί  να  υποκρύπτει  μια  άλλη  ή  μπορεί  να  υποσκάπτει  μια  άλλη.  Υπάρχουν  περιπτώσεις  που  θέλουμε  κάτι  χωρίς  στην  πραγματικότητα  να  το  θέλουμε.  Η  επιλογή  για  την  απόφαση  να  κάνουμε  παιδί  είναι  αρκετά  σοβαρή  και  γνωρίζουμε  ότι  θα  αλλάξει  τη  ζωή  μας,  θα  πρέπει  να  παραιτηθούμε  από  πολλά  πράγματα  και  θα  βάλουμε  τον  εαυτό  μας  και  τις  ανάγκες  του  εαυτού  μας  σε  δεύτερη  μοίρα.  Τα  αμφιθυμικά  συναισθήματα  από  τη  μητέρα  μπορεί  να  εκφράζονται  με  ανησυχία,  σε  μια  προσπάθεια  να  καλυφθεί  το  μίσος  και  να  τονιστεί  η  αγάπη.  Κάποιες  μητέρες  μπορεί  να  κρύβουν  τα  αμφίθυμα  συναισθήματα  και  να  εκφράζουν  όμως  διαρκώς  ανησυχία  ή  μια  υπερπροστατευτική  στάση  απέναντι  στο  παιδί.  

 Κάποιες  γυναίκες  επιθυμούν  να  αποκτήσουν  παιδί  για  να  επιδιορθώσουν  τα  λάθη  και  να  επουλώσουν  τα  τραύματα  της  δικής  τους  παιδικής  ηλικίας.  Για  να  προσφέρουν  ίσως  στον  εαυτό  τους  την  τρυφερότητα  που  τους  στέρησε  η  μητέρα  τους,  καθώς  νιώθουν  ότι  στη  σχέση  με  το  παιδί  έχουν  το  πάνω  χέρι  και  θα  τα  καταφέρουν.  Σε  πολλές  περιπτώσεις,  η  σχέση  ανάμεσα  στη  μητέρα  και  την  κόρη  μπορεί  να  είναι  φορτισμένη  από  αμφιθυμία,  σε  τέτοιο  βαθμό  που  το  μίσος  μπορεί  να  επισκιάζει  την  αγάπη.  Σε  κάποιες  από  αυτές  τις  περιπτώσεις  οι  μητέρες  διαπιστώνεται  πως  είχαν  υπάρξει  δυστυχισμένες  όταν  ήταν  μικρά  κορίτσια.  Η  σχέση  που  δεν  είχαν  αλλά  επιθυμούσαν  με  τη  μητέρα  τους  δεν  μπορεί  να  αναπληρωθεί  από  κανέναν  άνδρα,  με  αποτέλεσμα  να  προσπαθούν  μέσα  από  μια  συμβιωτική  σχέση  με  το  μωρό  να  βρουν  τη  ζεστασιά  και  τη  θαλπωρή  που  οι  ίδιες  δεν  ένιωσαν  με  τη  δική  τους  μητέρα.  Το  βασικό  συναίσθημα  που  ένιωθαν  για  τη  δική  τους  μητέρα  ήταν  ότι  ήταν  απούσα  –σωματικά  ή  συναισθηματικά.  Μπορεί  όμως  μια  γυναίκα  θα  ‘θεραπευτεί’  από  την  δική  της  παιδική  ηλικία  και  από  τα  τραύματα  που  κουβαλά  μέσα  από  την  απόκτηση  ενός  δικού  της  παιδιού;

«Τα  παιδιά  είναι  σαν  τις  αποτυχημένες  πράξεις.  Αν  ξέραμε  γιατί  τις  κάνουμε,  δεν  θα  τις  κάναμε».  (Μονίκ  Σνάιντερ)

 Το  βασικό  ερώτημα  όμως  είναι:  τι  γίνεται  με  τα  παιδιά  που  μεγαλώνουν  με  μια  αμφίθυμη  μητέρα.  Ποια  είναι  τα  συναισθήματα  που  δημιουργούνται  στα  παιδιά  και  ποια  είναι  τα  μηνύματα  που  λαμβάνουν  από  τη  μητέρα;  Τα  παιδιά  δυσκολεύονται  να  επεξεργαστούν  τα  αντιφατικά  μηνύματα  που  δέχονται,  με  αποτέλεσμα  κάποιες  φορές  να  νιώθουν  την  αποδοχή  και  την  αγάπη  της  μητέρας  και  κάποιες  άλλες  φορές  να  νιώθουν  την  απόρριψη  και  το  μίσος.  Μια  αμφίθυμη  σχέση  με  τη  μητέρα  μπορεί  μελλοντικά  να  οδηγήσει  το  άτομο  στην  ανάπτυξη  αμφίθυμων  σχέσεων  με  το  άλλο  φύλο,  καθώς  και  στην  έλλειψη  εμπιστοσύνης  του  ατόμου  προς  τον  εαυτό  του  αλλά  και  δυσκολίες  στην  κατάκτηση  της  ανεξαρτησίας.  

 Κατά  τη  διάρκεια  της  εφηβείας  τα  αμφίθυμα  συναισθήματα  καθώς  και  η  κυκλοθυμική  διάθεση  αποτελούν  ένα  βασικό  χαρακτηριστικό.  Οι  ορμονικές  αλλαγές  που  λαμβάνουν  χώρα  στον  οργανισμό  του  εφήβου  οδηγούν  σε  έντονες  συγκινησιακές  καταστάσεις,  με  αποτέλεσμα  το  άτομο  να  παίρνει  τα  πράγματα  πιο  προσωπικά  και  έντονα  από  ότι  θα  έπρεπε.  Η  αστάθεια  στη  διάθεση  περιλαμβάνει  πολλές  εναλλαγές,  όπως  μελαγχολία,  χαρά,  οργή,  θυμό,  αδιαφορία  και  απάθεια.  Ο  έφηβος  νιώθει  ακόμη  πιο  μπερδεμένος  όταν  βιώνει  αμφίθυμα  συναισθήματα.  Νιώθει  ταυτόχρονα  αγάπη  και  μίσος,  χαρά  και  λύπη  για  το  ίδιο  ζήτημα,  το  ίδιο  πρόσωπο  ή  την  ίδια  κατάσταση.
 Παπαδοπούλου  Ελένη-  Ψυχολόγος, MSc.