Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Ο μύθος του Σίσυφου


«Οι Θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να σπρώχνει ασταμάτητα ένα βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, από όπου η πέτρα κατρακυλούσε από το ίδιο της το βάρος. Είχαν σκεφτεί, και κάπως δικαιολογημένα, ότι δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία από την ανώφελη και ανέλπιδη εργασία.

Αν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο συνετός και ο πιο προνοητικός από τους θνητούς. Μια άλλη όμως παράδοση τον παρουσίαζε ως ληστή. Δεν βλέπω εδώ καμιά διαφορά. Οι γνώμες διχάζονται πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να καταντήσει ο ανώφελος δουλευτής του Άδη. Κατ’ αρχάς του προσάπτουν κάποια επιπολαιότητα απέναντι στους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Ο Δίας απήγαγε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού. Ο πατέρας της παραξενεύτηκε με τούτη την εξαφάνιση και παραπονέθηκε στον Σίσυφο ο οποίος, γνωρίζοντας για την αρπαγή, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, με τον όρο πως ο Ασωπός θα έδινε νερό στο κάστρο της Κορίνθου. Από τους ουράνιους κεραυνούς, προτίμησε την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε για αυτό στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος είχε αλυσοδέσει τον Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα του έρημου και σιωπηλού βασιλείου του. Έσπευσε να στείλει τον θεό του πολέμου που ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα χέρια του νικητή του.


Λένε ακόμα πως, όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος, θέλησε απερίσκεπτα να δοκιμάσει την αγάπη της γυναίκας του. Της παράγγειλε να μη θάψει το πτώμα του, αλλά να το πετάξει καταμεσής της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος βρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, εξοργισμένος εξαιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξαναείδε την όψη του επάνω κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε πια να επιστρέψει στον καταχθόνιο Άδη. Οι ανακλήσεις, η οργή και οι προειδοποιήσεις δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια ακόμα, απόλαυσε την καμπύλη του κόλπου, τη λαμπερή θάλασσα και τα χαμόγελα της γης. Χρειάστηκε η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε κι άρπαξε τον θρασύ από το σβέρκο και, απομακρύνοντάς τον από τις χαρές του, τον ξανάφερε διά της βίας στον Άδη όπου τον περίμενε ο βράχος του.

Έχουμε ήδη καταλάβει ότι ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας, τόσο για τα πάθη του όσο και για το βασανιστήριό του. Η περιφρόνησή του απέναντι στους θεούς, το μίσος του για τον θάνατο και το πάθος του για τη ζωή, του στοίχισαν τούτο το ανείπωτο μαρτύριο όπου όλο το είναι του επιδίδεται σε κάτι που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη του. Δεν μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχτηκαν για να τους ζωντανεύει η φαντασία. Σ’ αυτόν εδώ, βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού για να ανασηκώσει την τεράστια πέτρα, να την κυλήσει και να τη σπρώξει να ανέβει μια πλαγιά εκατοντάδες φορές ξανά και ξανά. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το μάγουλο κολλημένο πάνω στην πέτρα, τη βοήθεια ενός ώμου που δέχεται τον λασπωμένο όγκο, το ένα πόδι του που τη στηρίζει, την επαναληπτική προσπάθεια με τεντωμένα μπράτσα, την εντελώς ανθρώπινη σιγουριά των δύο χεριών γεμάτων χώμα. Στο τέλος αυτής της τρομερής προσπάθειας μετρημένης με ένα διάστημα δίχως ουρανό κι ένα χρόνο δίχως τελειωμό, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος βλέπει τότε τον βράχο να κατρακυλά σε λίγες στιγμές προς τους πρόποδες του βουνού από όπου θα πρέπει να τον ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα. 


Ο Σίσυφος μ’ ενδιαφέρει κατά τη διάρκεια αυτής της επιστροφής, αυτής της ανάπαυλας. Ένας άνθρωπος που μοχθεί τόσο κοντά στις πέτρες, πέτρα ήδη κι ο ίδιος! Τον βλέπω να ξανακατεβαίνει, με βαρύ αλλά σταθερό βήμα, προς το ατελείωτο μαρτύριό του. Τούτη η ώρα που είναι σαν μια ανάσα και που επαναλαμβάνεται το ίδιο σίγουρη με τη δυστυχία του, τούτη η ώρα είναι η ώρα της συνείδησης. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις στιγμές, από τότε που αφήνει την κορυφή και βουλιάζει σιγά- σιγά στις φωλιές των θεών, είναι ανώτερος της μοίρας του. Είναι πιο δυνατός από τον βράχο του.

Το τραγικό του μύθου βρίσκεται στη συνείδηση του ήρωα. Που θα ήταν, πράγματι, ο μόχθος του, αν σε κάθε βήμα τον στήριζε η ελπίδα της επιτυχίας; Σήμερα, ο εργάτης κάνει την ίδια δουλειά όλες τις μέρες της ζωής του κι αυτή η μοίρα είναι το ίδιο παράλογη. Είναι όμως τραγικός μόνο τις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, γνωρίζει όλη την έκταση της άθλιας κατάστασής του: αυτήν σκέφτεται καθώς κατεβαίνει. Η διαύγεια του πνεύματός του, που θα ‘πρεπε να ήταν το μαρτύριό του, ολοκληρώνει ταυτόχρονα τη νίκη του. Κανένα πεπρωμένο δεν αντέχει στην περιφρόνηση. 

Αν η κατάβαση μερικές φορές είναι θλιβερή, μπορεί να είναι και χαρούμενη. Τούτη  η λέξη δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι πάλι τον Σίσυφο να επιστρέφει προς τον βράχο του και την οδύνη ν’ αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης παραμένουν πολύ έντονες στη μνήμη, όταν το κάλεσμα της ευτυχίας γίνεται πολύ επιτακτικό, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, είναι ο ίδιος ο βράχος. Η απέραντη απόγνωση είναι αβάσταχτη. Είναι οι νύχτες μας τη Γεσθημανή. Μα οι συντριπτικές αλήθειες χάνονται όταν αναγνωρίζονται. Έτσι, ο Οιδίπους υπακούει αρχικά στη μοίρα χωρίς να το ξέρει. Από τη στιγμή που ξέρει, αρχίζει η τραγωδία του. Αλλά την ίδια στιγμή που, τυφλωμένος και απελπισμένος, κατανοεί ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ’ αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι μιας κοπέλας, αντηχεί ένας μεγάλος λόγος: «Παρά τις τόσες δοκιμασίες, η προχωρημένη ηλικία μου και το μεγαλείο της ψυχής μου μού παρέχουν ρο δικαίωμα να κρίνω ότι όλα είναι καλά». Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, όπως ο Κιρίλοφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον ορισμό της παράλογης νίκης. Η αρχαία σοφία σμίγει με τον σύγχρονο ηρωισμό. 

Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο δίχως να επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο για την ευτυχία. «Ε! Πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;» Ένας όμως κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δύο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Το λάθος θα ήταν αν λέγαμε ότι η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από τη γνωριμία με το παράλογο. Συμβαίνει, ωστόσο, το συναίσθημα του παραλόγου να γεννιέται από την ευτυχία. «Κρίνα ότι όλα είναι καλά», λέει ο Οιδίπους, και τούτα τα λόγια είναι ιερά. Αντηχούν στο άγριο και πεπερασμένο σύμπαν του ανθρώπου. Του μαθαίνουν ότι δεν εξαντλήθηκαν όλα, δεν έχουν εξαντληθεί. Διώχνουν από τούτο τον κόσμο ένα θεό που παρεισέφρυσε ανικανοποίητος και που αρέσκεται σε ανώφελους πόνους. Καθιστούν τη μοίρα μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει να ρυθμίζεται από τον άνθρωπο και μόνο. 


Όλη η βουβή χαρά του Σίσυφου βρίσκεται εδώ. Η μοίρα του του ανήκει. Ο βράχος του είναι δικός του. Το ίδιο συμβαίνει με τον παράλογο άνθρωπο: όταν στοχάζεται μπροστά στο μαρτύριό του, όλα τα είδωλα σωπαίνουν. Σ’ αυτό το σύμπαν, παραδομένο αίφνης στη σιωπή, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές, έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητα και μυστικά καλέσματα, προσκλήσεις όλων των προσώπων, αποτελούν την απαραίτητη ανάποδη όψη του νομίσματος και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος δίχως σκιά, και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. 

Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του δεν θα ‘χει τελειωμό. Αν υπάρχει μια προσωπική μοίρα, δεν υπάρχει κανένα ανώτερο πεπρωμένο, ή τουλάχιστον υπάρχει μόνο εκείνο που ο άνθρωπος κρίνει μοιραίο και αξιοκαταφρόνητο. Για όλα τα άλλα, ξέρει ότι είναι ο κύριος των ημερών του. Τούτη την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος κάνει τον απολογισμό της ζωής του, ο Σίσυφος, επιστρέφοντας προς τον βράχο του, παρατηρεί αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που φτιάχνει το πεπρωμένο του, δημιουργημένο από τον ίδιο, συσπειρωμένο κάτω από το βλέμμα της μνήμης του και σφραγισμένο σε λίγο με τον θάνατό του. Έτσι, πεπεισμένος για την απόλυτα ανθρώπινη έλευση κάθε ανθρώπινου πράγματος, σαν τυφλός που λαχταρά το φως του και που γνωρίζει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, πορεύεται συνέχεια. Ο βράχος κυλάει πάντα.

Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού! Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Αλλά ο Σίσυφος διδάσκει την ύψιστη πίστη που αρνείται τους θεούς και σηκώνει τους βράχους. Κι εκείνος επίσης κρίνει ότι όλα είναι καλά. Τούτο το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άγονο ούτε ασήμαντο. Κάθε κόκκος αυτής της πέτρας, κάθε ορυκτό θραύσμα αυτού του πλημμυρισμένου από νύχτα βουνού, σχηματίζει από μόνο του έναν κόσμο. Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο».     


Καμύ, Α. (2007). Ο μύθος του Σίσυφου. Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 163-168.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ο δυσαρμονικός άνθρωπος




Κοιτάξτε… τους δυσαρμονικούς, εκείνους που κουβαλούν μέσα τους τη διάσταση, την αντίφαση, την ασυναρτησία. Για αλλού ξεκίνησαν, και αλλού βρέθηκαν. Καλώς ή κακώς πίστεψαν ότι ήσαν καμωμένοι για κάτι άλλο, ότι είχαν τις ικανότητες που χρειάζονται για να κερδίσουν χρήματα, ν’ αποκτήσουν υπόληψη, να διακριθούν στην τέχνη, στην επιστήμη, στην πολιτική, αλλά ο δρόμος που πήραν (αιτία ή ολιγωρία, ή ανάγκη ή και σύμπτωση) τους απομάκρυνε από τις επιθυμίες και τα όνειρά τους. Και τώρα, υποχρεωμένοι να βγάλουν το ψωμί τους ή να κρατήσουν μια δαπανηρή θέση κοινωνική που δεν μπορούν να την εγκαταλείψουν, αναγκάζονται να ασκούν ένα επάγγελμα που τους ενοχλεί, ή να παίζουν ένα ρόλο που δεν τους πάει, ή να διακηρύττουν πράγματα που δεν τα πιστεύουν. Αυτή η δυσαρμονία έχει σαν αποτέλεσμα να χάνουν τα αντιστύλια τους, τον άξονα της υπόστασής τους, και να γίνονται μεμψίμοιροι, βαρύθυμοι, κακεντρεχείς. Αρρωσταίνουν… όχι μόνο ψυχικά, αλλά και σωματικά… Και γι’ αυτό βαδίζουν με κεφάλι σκυφτό, με καρδιά κλειστή, σκοτεινή, δίχως χαρά, δίχως καλοσύνη… Θέλγητρα δεν έχει γι’ αυτούς η ζωή, κουράζονται εύκολα, γερνάνε γρήγορα. Γιατί μέσα τους δεν υπάρχει δύναμη, φως, αρμονία. Αλλά διχασμός, τύψεις, ερημία...



Γίνονται μίζεροι, βάναυσοι, μισαλλόδοξοι, κακοί. Έχουν χάσει μαζί με τη χαρά της ζωής και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όλοι τους φταίνε, επειδή είναι βαθιά δυσαρεστημένοι με τον εαυτό τους. Πικραμένοι, απογοητευμένοι, κουρασμένοι, επειδή δεν μπορούν να υπερνικήσουν την αντίφαση που τους φθείρει, τα βάζουν με τους άλλους (προπάντων με όσους έχουν πραγματοποιήσει στη ζωή τους εκείνο που αυτοί δεν κατορθώσανε), με μια επιθετικότητα, με μια κακεντρέχεια, με ένα μίσος που μένουν ανεξήγητα για τον κοινό παρατηρητή. Κατά βάθος αντιπαθούνε τον εαυτό τους. Τους έχει γίνει ανυπόφορος (με τη δειλία, τις προδοσίες, την υποκρισία του), και για τούτο δεν υποφέρουν κανένα. Όταν μάλιστα μας βλέπουν ακμαίους, αισιόδοξους, ευτυχείς, η δυστυχία τους πολλαπλασιάζεται. Καθώς και η κακότητά τους….


Ε.Π. Παπανούτσος. (1984). Πρακτική Φιλοσοφία. Αθήνα: Δωδώνη, σελ. 291-294.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Υποτίμηση και περιφρόνηση


Η υποτίμηση του αγαπημένου προσώπου ή ενός θετικού στοιχείου, η απώλεια δηλαδή εμπιστοσύνης μας θυμίζει τον μύθο της αλεπούς και των άγουρων σταφυλιών. Ένας μηχανισμός που μας δίνει τη δυνατότητα να ανεχόμαστε τις απογοητεύσεις, χωρίς συναισθήματα οργής και θυμού. Στην καθημερινότητά μας μπορεί  να φανεί πολύ βολικός ο μηχανισμός αυτός για ένα ζευγάρι, που θα μπορεί έτσι να γλιτώνει από τη γοητεία, που νιώθει για ένα αντικείμενο σε ένα κατάστημα πολυτελείας. «Τα άγουρα σταφύλια και η μέθοδος να αποστρεφόμαστε με περιφρόνηση αυτό που θαυμάζουμε κι επιθυμούμε πραγματικά, δεν καλυτερεύουν γενικά την ευτυχία μέσα στον κόσμο» (σελ. 37).

«Η απομάκρυνση με περιφρόνηση από ένα επιθυμητό αντικείμενο ή η απόρριψή του μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη ψυχολογική αντίδραση, αν δε χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για τον έλεγχο της επιθυμίας κατοχής και κυρίως, όταν εμπνέεται από την εκδίκηση και το πνεύμα αντιποίνων. Η πιο εντυπωσιακή απόδειξη είναι η περίπτωση, όπου μια παρόμοια αντίδραση μπορεί να οδηγήσει ένα άνθρωπο στην αυτοκτονία, όταν η απογοήτευση και η μανιακή επιθυμία για εκδίκηση γεννούν ένα τέτοιο μίσος, μια τέτοια περιφρόνηση της ζωής και όλων όσων αυτή προσφέρει, ώστε το άτομο να απορρίπτει τελικά την ίδια τη ζωή και να την καταστρέφει. 

Αυτή η αντίδραση περιφρόνησης και απόρριψης είναι πιθανότητα η πιο μεγάλη αιτία, η πρωταρχική πηγή πάρα πολλών εκδηλώσεων παρανομίας, προδοσίας, εγκατάλειψης, απιστίας, δόλου, που συναντά κανείς τόσο συχνά στη ζωή, ιδιαίτερα σε ορισμένους τύπους ατόμων, όπου αυτός ο μηχανισμός είναι πολύ έντονος: στους τύπος Δον Ζουάν ή στις πόρνες (όσον αφορά το φύλο), στους ασταθείς, που δεν είναι ικανοί να διατηρήσουν μια κατάσταση ή να επιμείνουν προς μια κατεύθυνση (πράγμα που σχετίζεται με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης). 

Αυτοί οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους στο να ψάχνουν, να βρίσκουν και μετά να απογοητεύονται, διότι, είτε σε ποιότητα, είτε σε ένταση, οι επιθυμίες τους είναι έξω από το μέτρο και απραγματοποίητες. Και τελικά, αποχωρίζονται, περιφρονούν και απορρίπτουν, μόνο και μόνο για να ξαναρχίσουν αμέσως να αναζητούν» (σελ. 38-39).


Klein, M. & Riviere, J. (2008). Η αγάπη και το μίσος. Η ανάγκη της επανόρθωσης. Αθήνα: Κονιδάρη. 

Το αίσθημα της απόρριψης


«Ένας θεμελιακός μηχανισμός της ψυχολογικής μας εξέλιξης είναι να αποστρεφόμαστε σε ορισμένο βαθμό κάποιο πράγμα, που ποθούμε, με τον σκοπό να το βρούμε πιο εύκολα αλλού. Από ψυχική άποψη, κανένας μας δε θα είχε ποτέ μεγαλώσει, αν δεν είχαμε νιώσει μια κάποια δυσαρέσκεια για το γάλα της μητέρας μας, για τα στήθη της ή για τα μπιμπερό μας. Καθώς αποστρεφόμαστε αυτά τα πράγματα και καθώς μεταστρέφουμε τους σκοπούς μας σε άλλες κατευθύνσεις, οι ανάγκες που προέρχονται από την πείνα και τη γενετήσια ευχαρίστηση, αποκόβονται από τη μητέρα. Σιγά- σιγά βρίσκουμε αλλού την τροφή που αναζητούμε και για το σώμα και για την ευχαρίστηση να τρώμε και να πίνουμε, παράλληλα, η ερωτική ευχαρίστηση, που φεύγει από το στήθος ξαναβρίσκεται αλλού. 

Ασυνείδητα, σε όλη τη ζωή, αναζητούμε όλοι την ερωτική ευχαρίστηση: ικανοποίηση των γενετήσιων επιθυμιών του σώματος, οι πιο πολλοί από μας την πετυχαίνουμε συνειδητά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η γενετήσια ευχαρίστηση του ενήλικου είναι ο πιο εξελιγμένος τρόπος των ικανοποιήσεων παρόμοιας φύσης, που πετυχαίνουμε πιο νωρίς στη ζωή με διαφορετικά μέσα. Για παράδειγμα, ταυτόχρονα με τη λήψη της τροφής, που έχει ανάγκη, το μωρό στο στήθος νιώθει μια αισθησιακή ευχαρίστηση, καθώς ρουφάει τη ρόγα του στήθους. Για αυτό η ψυχανάλυση χαρακτηρίζει ‘σεξουαλικές’ όλες αυτές τις μορφές εξέλιξης της γενετήσιας ευχαρίστησης, πράγματι, όλα συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας τελικής σεξουαλικής στάσης και ορισμένες από αυτές τις μορφές (όπως ο θηλασμός ή ο θηλασμός, που μετατρέπεται σε φιλί) μπορούν και να συνεχίσουν να παίζουν άμεσο ρόλο στην ενήλικη γενετήσια δραστηριότητα.


Όλοι περνάμε από τον μηχανισμό αυτό, είτε σαν κοριτσάκια, που αναζητούμε (και τελικά το βρίσκουμε σαν γυναίκες) κάποιο πράγμα στο άλλο φύλο, που να μοιάζει με το στήθος και τη ρόγα αλλά που είναι καλύτερο, διότι δίνοντας και παίρνοντας  ευχαρίστηση δημιουργούμε ζωή κι ευχαρίστηση, που τη δίνουμε στον άλλο με το μέσο εκείνο, που αρχικά το αναζητούσαμε μόνο για την άμεση ευχαρίστηση, ή, σαν αγοράκια, η δυσαρέσκεια προς τη μητέρα μας μας απομακρύνει από αυτήν και μας οδηγεί αν τη χωρίσουμε, θα λέγαμε, στα δύο, να την ξεχωρίζουμε από το βυζί της, από τη λειτουργία της να δίνει το γάλα. Το αγοράκι βρίσκεται γρήγορα στο σώμα του το όργανο, που μοιάζει με το στήθος και που παράγει υγρά, το κρατάει για να το χρησιμοποιεί, για να δημιουργήσει ζωή και να δώσει ευχαρίστηση, το υπόλοιπο της μητέρας του, το σώμα της, το αγαπητό της πρόσωπο, τα χέρια που το αγκαλιάζουν, τα γυρεύει πάλι αλλού. Κι έτσι ακριβώς, καθώς ξεμακραίνουμε από τη μάνα μας, μέσα από διαφορετικά μονοπάτια, γινόμαστε τελικά ενήλικοι άντρες και γυναίκες. Στην ομαλή κατάσταση αυτή η πορεία της απόσπασης από τη μητέρα είναι αργή και βαθμιαία, αλλά η υποκατάσταση της μητέρας και του στήθους της μπορεί να γίνει, ακόμα και σε μωρά, με τρόπο απότομο και παθολογικό. Δηλαδή, μπορεί να συμβεί μια απόρριψη της μητέρας πολύ πιο άμεση και γεμάτη απελπισία, καθώς κι ένα αποτράβηγμα και μια υποτίμηση, που μπορούν να έχουν μακρόχρονες συνέπειες και να προκαλέσουν απόρριψη των πιο αγαπητών και των πιο επιθυμητών πραγμάτων. 


Σε ορισμένα άτομα, αυτή η υποτίμηση μπορεί να έχει τη ρίζα της στην έλλειψη πίστης και εμπιστοσύνης σε κάθε τι καλό και τα οδηγεί να δυσπιστούν σε ότι βρίσκουν καλό και να αποφεύγουν τα καλά πράγματα. Εξάλλου, η απογοήτευση και ένα πνεύμα εκδίκησης σπρώχνουν τα άτομα αυτά να πληγώσουν και να καταστρέψουν αυτά τα πράγματα, διότι μπορεί το μίσος και η επιθυμία εκδίκησης να συνοδεύουν το γεγονός της απομάκρυνσης από ένα πράγμα, που το ποθούσαν ζωηρά. Ασφαλώς, ορισμένα άτομα, όπως ορισμένες αξιαγάπητες γεροντοκόρες ή γεροντοπαλίκαρα, μέσα στην αποστροφή τους για τις πολύ στενές επαφές, εκφορτίζουν με αξιοθαύμαστο τρόπο αυτό το στοιχείο του μίσους. Αντίθετα,  στο άτομο που υποφέρει, στο άτομο που είναι απομονωμένο, παρατηρούμε ότι κάποια δυσαρέσκεια προς την πηγή της ζωής έχει δηλητηριάσει την ίδια του τη ζωή, τη στιγμή που είχε κάνει αυτή την απομάκρυνση, η μνησίκακη απογοήτευσή του εκτονώνεται συχνά στις κάποιες σχέσεις, που είναι αναγκασμένο να διατηρεί, αναπόφευκτα, με τον υπόλοιπο κόσμο» (σελ. 34-36). 

Klein, M. & Riviere, J. (2008). Η αγάπη και το μίσος. Η ανάγκη της επανόρθωσης. Αθήνα: Κονιδάρη.