Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η αντίληψη του θανάτου στην παιδική και εφηβική ηλικία

Πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά σχολικής ηλικίας (6-12 ετών) τον θάνατο;

Κατανοούν ότι ο θάνατος είναι οριστικός και δεν θα ξαναδούν το πρόσωπο που πέθανε.

Μπορεί να σκέφτονται τον θάνατο ως ένα πρόσωπο ή πνεύμα, ένα φάντασμα ή έναν σκελετό.

Από την ηλικία των 10 ετών, καταλαβαίνουν ότι ο θάνατος μπορεί να συμβεί στον καθένα και δεν μπορεί να αποφευχθεί.

Δείχνουν ενδιαφέρον για λεπτομέρειες σχετικά με τον θάνατο και απορούν τι συμβαίνει στο σώμα μετά τον θάνατο.

Βιώνουν ένα σύνολο από συναισθήματα, όπως ενοχή, άγχος, ντροπή, φόβο, λύπη, θυμό και ανησυχία σχετικά με τον θάνατο των δικών τους.

Προσπαθούν να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους. Τα συναισθήματά τους μπορεί να εκφραστούν μέσα από τις συμπεριφορές τους, όπως σχολική αποφυγή, κακές επιδόσεις στο σχολείο, επιθετικότητα, σωματικά συμπτώματα, απόσυρση από τους φίλους και παλινδρόμηση.

Ανησυχούν για το ποιος θα τα φροντίσει και μπορεί να βιώσουν αισθήματα ανασφάλειας, προσκόλλησης και εγκατάλειψης.

Μπορεί να ανησυχήσουν και να νιώσουν ενοχές ότι οι ίδιοι φταίνε για τον θάνατο.  

 

 

Πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι (12-18 ετών) τον θάνατο;

Έχουν μια ενήλικη κατανόηση για την έννοια του θανάτου, αλλά δεν διαθέτουν τις εμπειρίες, τις ικανότητες αντιμετώπισης ή τις συμπεριφορές ενός ενήλικα.

Μπορεί να εκδηλώσουν θυμό προς μέλη της οικογένειας, εκδηλώνοντας παρορμητικές ή ριψοκίνδυνες ή απερίσκεπτες συμπεριφορές, όπως χρήση ουσιών, καβγάδες στο σχολείο και σεξουαλικά επικίνδυνες συμπεριφορές.

Μπορεί να εμφανίσουν ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων, χωρίς να ξέρουν πώς να τα χειριστούν ή να μην νιώθουν άνετα να μιλήσουν για αυτά.  

Μπορεί να αμφισβητήσουν την πίστη τους ή την κατανόησή τους για τον κόσμο.

Μπορεί να μην είναι δεκτικοί στην υποστήριξη από την οικογένειά τους, εξαιτίας της ανάγκης τους να είναι ανεξάρτητα και να φαίνονται δυνατοί απέναντι στους άλλους.

Μπορεί να αντιμετωπίσουν το πένθος περνώντας χρόνο με φίλους ή απόμακροι από την οικογένεια για να μείνουν μόνοι.

 

 

Συναισθήματα που συνδέονται με τον θάνατο ενός αγαπημένου ανθρώπου:

Λύπη, άρνηση, απογοήτευση, στεναχώρια, θλίψη, ανησυχία, θυμός, ενοχές, αίσθημα αβοηθησίας, νοσταλγία, ανακούφιση,

Πολλές φορές το άτομο που πενθεί κλαίει χωρίς να γνωρίζει τι το έκανε να ξεκινήσει να κλαίει.

Σκέψεις που εμφανίζονται την περίοδο του πένθους:

Δυσπιστία, σύγχυση, δυσκολία συγκέντρωσης. Σκέψεις μόνο σχετικά με την απώλεια ή το άτομο που πέθανε. Παραισθήσεις (αίσθημα ότι βλέπετε ή ακούτε πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν)

Σωματικά συμπτώματα:

Βάρος στο στήθος, πόνο στο στομάχι, ζαλάδες, πονοκεφάλους, μούδιασμα, μυϊκή αδυναμία, ένταση, πόνους και υπερβολική κόπωση. Αίσθημα αδιαθεσίας ή ότι είστε άρρωστοι.

Συμπεριφορές που συνδέονται με τον θάνατο ενός αγαπημένου ανθρώπου:

Δυσκολίες στον ύπνο, δυσκολίες στην όρεξη και στην απόλαυση του φαγητού, ευερεθιστότητα. Απώλεια ενέργειας ή υπερδιέγερση. Αλλαγές στον τρόπο που βλέπετε τον κόσμο.

Ο καθένας βιώνει την απώλεια με τον δικό του τρόπο, πενθεί με τον δικό του τρόπο και ξεπερνά την απώλεια με τον δικό του τρόπο. Είναι σημαντικό να σεβόμαστε τον τρόπο που ο καθένας εκφράζει το πένθος, αρκεί να επεξεργαστεί και να βιώσει την απώλεια, να εκφράσει όσα νιώθει και να βρει τρόπους να αντλήσει νόημα για τη ζωή του και για το πώς βλέπει τον κόσμο γύρω του.

 

 

Πηγές:

https://www.cancer.net/coping-with-cancer/managing-emotions/grief-and-loss/helping-grieving-children-and-teenagers

https://www.cancer.net/coping-with-cancer/managing-emotions/grief-and-loss/understanding-grief-and-loss

 

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά τον θάνατο;

... και πώς μπορούμε να τα βοηθήσουμε να εξοικειωθούν με τον θάνατο;

 

Το παιδί αντιλαμβάνεται τον θάνατο με τελείως διαφορετικό τρόπο από ότι οι ενήλικες. Οι ενήλικες βιώνουν το θάνατο με ανάμικτα συναισθήματα, που περιλαμβάνουν και το αίσθημα της απώλειας και της αποστέρησης, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν λύπη και για τον εαυτό τους. Για τα παιδιά ο θάνατος είναι κάτι πιο μακρινό. Οι ερωτήσεις των παιδιών σχετικά με τον θάνατο προέρχονται κυρίως από τη φυσιολογική τους περιέργεια για τα γεγονότα της ζωής και του θανάτου.

 

Βασικό συναίσθημα των παιδιών είναι η αγωνία και σπάνια νιώθουν φόβο που θα συνδέεται με τον φόβο για τον δικό τους θάνατο. Ο κύριος φόβος που εμφανίζεται στα παιδιά είναι ο φόβος μήπως χάσουν έναν από τους γονείς τους και μείνουν μόνα τους. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να μάθουν την πραγματικότητα, για αυτό οι ενήλικες θα πρέπει να είναι ειλικρινείς μαζί τους, αρκεί να προσεγγίζουν το θέμα με τρόπο που μπορεί να γίνει κατανοητός από τα παιδιά. Ότι αναφέρει ο γονιός στο παιδί σχετικά με τον θάνατο θα πρέπει να συμβαδίζει με αυτά που ο ίδιος αισθάνεται και συμπεριφέρεται. Οι γονείς θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι τα παιδιά θα πρέπει να εκτίθενται σταδιακά στα αρνητικά συναισθήματα έτσι ώστε να μπορούν να τα επεξεργαστούν, να τα εκφράσουν και να τα αποδεχτούν.

Η οικογένεια θα πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να απαντήσει στις ερωτήσεις που έχει το παιδί και να λύσει τις απορίες που του έχει προκαλέσει η εμπειρία της απώλειας. Είναι σημαντικό για τα παιδιά και για να κατανοήσουν την έννοια του θανάτου και της απώλειας να πάρουν ειλικρινείς και πραγματικές απαντήσεις από τους ενήλικες. Στις εξηγήσεις που θα δοθούν για τον θάνατο, οι ενήλικες θα πρέπει να αναφερθούν στη διακοπή των σωματικών λειτουργιών, η οποία αποτελεί και την αιτία του θανάτου, στην οριστική απομάκρυνση από τη ζωή, που χαρακτηρίζει τον θάνατο, στην καθολικότητα του θανάτου, έτσι ώστε το παιδί να συνειδητοποιήσει ότι όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή πεθαίνουν.

 

Τα παιδιά θα πρέπει να έχουν βοήθεια και στήριξη στην προσπάθειά τους να αντιληφθούν και να κατανοήσουν την έννοια της απώλειας και του θανάτου. Είναι σημαντικό να υπάρχουν κοντά τους άτομα και κυρίως ο γονιός ή οι γονείς τους καθώς χρειάζονται προστασία από έντονα συναισθήματα που είναι πάνω από τις δυνατότητές τους να τα διαχειριστούν. Για αρχή θα μπορούσε να δοθεί στο παιδί ένας ορισμός του θανάτου, όπως «Θάνατος σημαίνει να μην είναι πια κάποιος ζωντανός. Είναι σαν τα λουλούδια που μαράθηκαν. Η ζωή τους τελείωσε».

Είναι σημαντικό για το παιδί να νιώσει ότι ο ενήλικας μπορεί να μιλήσει μαζί του για τον θάνατο ανοιχτά, χωρίς φόβο και αμηχανία. Ο ενήλικας μπορεί να εστιάσει στο σταμάτημα της λειτουργίας του σώματος κυρίως όταν το παιδί αναρωτιέται πως μοιάζει ή πως αισθάνεται ο πεθαμένος ή κάνει ερωτήσεις όπως τι τρώει ή πως αναπνέει. Ο ενήλικας θα μπορούσε να απαντήσει: «Το σώμα όταν πεθάνει δεν εργάζεται πια. Δεν κινείται, δεν ακούει, δεν αναπνέει, ούτε κοιμάται. Απλώς έχουν όλα σταματήσει. Δεν πονά καθόλου. Ούτε αισθάνεται». Αν το παιδί καταλάβει ότι οι ερωτήσεις του δεν ενοχλούν τον ενήλικα μπορεί να συνεχίσει, ενώ αυτό είναι σημαντικό για να καταλάβει ότι δεν είναι κακό να σκέφτεται και να μιλά για αυτό το θέμα.

Η εκπαίδευση σχετικά με τον θάνατο και τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζεται από τα παιδιά και από τους ενήλικες συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στον τρόπο που βιώνεται από τα ίδια τα άτομα. Το παιδί περνάει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του στο σχολείο. Επομένως, το σχολείο είναι ένας χώρος που επίσης θα πρέπει να είναι υποστηρικτικός απέναντι στο παιδί που πενθεί και να το βοηθήσει να αντιμετωπίσει το πένθος και να ξεπεράσει την απώλεια.

Το σχολείο θα πρέπει να είναι ενήμερο για τα παιδιά που βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, να ενδιαφέρεται για τις αντιδράσεις και τα συμπτώματα που εκδηλώνει το παιδί σε σχέση με το πένθος και κυρίως για τις συμπεριφορές εκείνες που φαίνονται και μέσα στο σχολικό περιβάλλον, καθώς τα παιδιά που πενθούν έχουν προβλήματα προσοχής μέσα στην τάξη, είναι ανήσυχα και συχνά απουσιάζουν από το σχολείο. Στα πλαίσια της σχολικής τάξης, ο δάσκαλος δίνοντας λίγο μεγαλύτερη προσοχή στο παιδί που πενθεί, μπορεί να το βοηθήσει απασχολώντας το με δραστηριότητες έτσι ώστε να αποσπάται η προσοχή του από το γεγονός της απώλειας. Βοηθητικό ρόλο στο σχολείο παίζει και η σταθερότητα και ασφάλεια που παρέχει η ρουτίνα της σχολικής ζωής.

 

Η υποστήριξη του παιδιού που πενθεί στα πλαίσια του σχολείου θα πρέπει να γίνει όχι μόνο μέσα στην τάξη αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Οι δάσκαλοι και οι σχολικοί σύμβουλοι μπορούν να δώσουν στο παιδί που πενθεί τη δυνατότητα να τους μιλήσει σχετικά με το πένθος που βιώνει, όταν αυτό είναι έτοιμο για κάτι τέτοιο, τη σταθερότητα μιας σχέσης και την αίσθηση ότι το καταλαβαίνουν και το υποστηρίζουν, την αίσθηση ότι είναι φυσιολογικό και πρακτικά υποστήριξη στις μαθησιακές δυσκολίες που ενδεχομένως εμφανίσει.

Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα παιδιά το θάνατο, τα βοηθάει να είναι πιο ψύχραιμα απέναντι σε επώδυνες καταστάσεις. Η επίσκεψη στο νεκροταφείο δεν έχει για τα παιδιά την ίδια συναισθηματική φόρτιση που έχει για τους ενήλικες. Οι ενήλικες μπορούν να συνοδεύσουν τα παιδιά σε ένα νεκροταφείο, έτσι ώστε να εξοικειωθούν με το χώρο. Μια περιήγηση στους τάφους και στις χρονολογίες που αναφέρουν επάνω, μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να κατανοήσουν την τελεσίδικη φύση του θανάτου. Μια επίσκεψη του παιδιού στο νεκροταφείο του επιτρέπει να κινηθεί στο χώρο, έτσι ώστε να τον γνωρίσει, να σταματήσει να τον φοβίζει, ως κάτι ξένο και απόμακρο και να αναπτύξει το δικό του τρόπο αντιμετώπισης του νεκροταφείου, ενώ ταυτόχρονα το βοηθά να διαμορφώσει τις κατάλληλες αναπαραστάσεις σχετικά με το θάνατο και την απώλεια.

Ακόμη πηγαίνοντας τα παιδιά σε ένα χώρο που είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον θάνατο και την απώλεια εξοικειώνονται με τις έννοιες αυτές και τους δίνονται και ερεθίσματα ώστε να εκφράσουν απορίες και ερωτήματα που έχουν σχετικά με αυτά τα θέματα και να μιλήσουν για τα συναισθήματα που τους προκαλεί ο θάνατος και πιθανόν η απώλεια ενός συγκεκριμένου προσώπου.

 

Οι ειλικρινείς συζητήσεις με το παιδί για το θέμα του θανάτου το προετοιμάζουν να βιώσει μια απώλεια και να κατανοήσει ότι σε όλη του τη ζωή, εκτός από χαρούμενες στιγμές, θα υπάρχουν και οι στιγμές που θα πρέπει να έρχεται αντιμέτωπο με τη λύπη και με τις απώλειες. Για να αποδεχτεί το παιδί πιο εύκολα την ιδέα του θανάτου θα πρέπει να εξοικειωθεί με τα συναισθήματα του θρήνου και της λύπης, να έχει την ευκαιρία να θέσει τα ερωτήματα που το απασχολούν και να αποκτήσει τις δικές του εμπειρίες, μέσα από τη βίωση καταστάσεων αποχωρισμού.

Έχοντας μια ειλικρινή σχέση με το παιδί και στηρίζοντάς το κατάλληλα, το παιδί μπορεί να νιώσει ασφαλές και ικανό να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα που του προκαλεί η απώλεια. Το παιδί δεν θα πρέπει να το αποκλείουν οι ενήλικες από τις συζητήσεις που κάνουν σχετικά με το νεκρό άτομο και τα συναισθήματα που τους προκαλεί το πένθος για αυτό, από την κηδεία καθώς και από τις τελετές πένθους. Είναι περισσότερο βοηθητικό για το παιδί να γνωρίζει τα συναισθήματα των ενηλίκων, τη λύπη ή την απελπισία που νιώθουν οι γονείς του καθώς και τους τρόπους που αντιμετωπίζουν το πένθος τους. Η απόκρυψη ή υπεκφυγή συναισθημάτων και συζητήσεων δημιουργεί σύγχυση στο παιδί και του δίνει την εντύπωση ότι δεν επιτρέπεται η εκδήλωση ορισμένων συναισθημάτων, ούτε η συζήτηση σχετικά με κάποια θέματα.

Τα σημάδια που εμφανίζουν τα παιδιά που δυσκολεύονται να διαχειριστούν μία απώλεια είναι τα εξής: εκτεταμένη περίοδο κατάθλιψης και απώλεια ενδιαφέροντος για τις καθημερινές δραστηριότητες, δυσκολίες στον ύπνο, απώλεια όρεξης, φόβο να παραμείνει μόνο, συμπεριφορά σαν να βρίσκεται σε μικρότερη ηλικία, μίμηση συμπεριφορών του νεκρού ατόμου, απόσυρση από φίλους, άρνηση για το σχολείο και μείωση των σχολικών επιδόσεων. 

 

Τα παιδιά μπορεί να εκδηλώνουν το πένθος και μέσα από συναισθήματα και συμπεριφορές που δε συνδέονται άμεσα με την απώλεια που έχουν βιώσει. Μπορεί να δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στα μαθήματα ή να αρνούνται να διαβάσουν, να έχουν μια διάχυτη ανησυχία ή άγχος για οτιδήποτε μέσα στην καθημερινότητά τους. Μπορεί να αναζητούν διαρκώς επιβεβαίωση ότι είναι ασφαλή και δεν βρίσκονται σε κίνδυνο. Επίσης, μπορεί να εμφανίσουν ένα φόβο εγκατάλειψης, απόρριψης ή προδοσίας, όπως βίωσαν και από το άτομο που πέθανε. Πολλές φορές τα παιδιά νιώθουν και ένα αίσθημα ενοχής, θεωρώντας τον εαυτό τους ως υπεύθυνο για ότι συνέβη. Ακόμη, τα παιδιά μπορεί να εκφράσουν θυμό, απογοήτευση ή κούραση γενικά από τη ζωή τους.

Σε κάθε περίπτωση για να στηρίξουμε το παιδί που πενθεί το ενθαρρύνουμε να εκφράσει τα συναισθήματά του, να μιλήσει για τις αναμνήσεις που έχει από το άτομο που πέθανε. Τα παιδιά πολλές φορές δυσκολεύονται να αποτυπώσουν με λέξεις όλα όσα νιώθουν, για αυτό τα ενθαρρύνουμε να ζωγραφίσουν, να αφηγηθούν ιστορίες ή να κοιτάξουμε μαζί ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Είναι καλό να επιστρέψουμε σύντομα στην καθημερινότητα και στη ρουτίνα, μέσα στην οποία τα παιδιά νιώθουν ασφάλεια. Τα παιδιά θα πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είναι κακό να συζητάμε για τα αρνητικά μας συναισθήματα, ή το να νιώθουμε θλίψη για τον άνθρωπο που πέθανε, ή το να μιλάμε για αυτόν. Η πρώτη σκέψη στο μυαλό των παιδιών είναι αν θα πεθάνουν οι γονείς τους. Κάποια παιδιά τολμούν να το εκφράσουν, άλλα το σκέφτονται ή το εκφράζουν μέσα από τα όνειρά τους.

 

 

Πηγές:

https://childmind.org/article/helping-children-deal-grief/

https://www.childbereavementuk.org/information-how-children-grieve

 

 Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Η δεσποτική μητέρα

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μητέρας που θέλει να έχει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του παιδιού της, έχοντας αυταρχική προσωπικότητα;

 

Πολλές μητέρες στην προσπάθειά τους να προστατέψουν τον εαυτό τους από το άγχος που νιώθουν εκδηλώνουν έντονα στοιχεία δύναμης. Οι μητέρες αυτές θεωρούν ότι αν επιδείξουν δύναμη δεν χρειάζεται να φοβούνται κανέναν. Και πιστεύουν βαθιά μέσα τους ότι με αυτόν τον τρόπο θα κρατήσουν κοντά και το παιδί τους. Αυτό που αναζητούν οι μητέρες αυτές, όπως και κάθε μητέρα, είναι η αγάπη, όμως οι συγκεκριμένες βασανίζονται διαρκώς μέσα τους αν τα παιδιά τις αγαπούν πραγματικά. Δεν ενδιαφέρονται τόσο να βρουν καταφύγιο στις σχέσεις τους με τους άλλους, όσο το να ενισχύσουν τη θέση τους.

Τα δεσποτικά άτομα, στην παιδική τους ηλικία, μεγάλωσαν χωρίς ιδιαίτερη ζεστασιά και θαλπωρή, μεγάλωσαν χωρίς να νιώθουν αγάπη και αποδοχή. «Αν δεν υπάρχει μια ζεστή ατμόσφαιρα θα βλαστήσει μέσα του η ανασφάλεια, ο φόβος, η εχθρότητα, η νεύρωση. Και όταν πια μεγαλώσει, αυτή η νεύρωση θα το εμποδίσει να χαρίσει, με τη σειρά του, την αγάπη στα δικά του παιδιά. Ένας ατελείωτος φαύλος κύκλος!» (σελ. 159).

Οι δεσποτικές μητέρες έχουν ανάγκη για εξουσία, που συνδέεται με την ανεκπλήρωτη ανάγκη τους για αγάπη. Όταν τα παιδιά δεν την υπακούουν θεωρεί ότι αυτό είναι ένδειξη απουσίας αγάπης. 

 

Ποια είναι τα γνωρίσματα των δεσποτικών μητέρων;

«Είναι απόλυτες στην κρίση τους. Θέτουν πάντα στο παιδί διλήμματα και το εξαναγκάζουν να αποφασίσει.

Τιμωρούν πολύ εύκολα. Αν το παιδί δεν εκτελέσει πιστά τις εντολές του, δε δέχονται καμία δικαιολογία. Δε δέχονται ποτέ σαν λόγο απειθαρχίας κάποια αδυναμία ή αφηρημάδα, αλλά την θεωρούν σαν συνειδητή επίθεση εναντίον τους.

Η τιμωρία που επιβάλλει είναι ότι συμπεριφέρεται ακόμα πιο ψυχρά απέναντι στο παιδί, δείχνοντάς του ότι: ‘Χωρίς εμένα δεν αξίζεις τίποτα!’.

Εξαναγκάζει το παιδί να καταπνίξει την επιθετικότητά του, δίνοντας έτσι το έναυσμα για τη δημιουργία νευρώσεων.

Πολλές φορές, στα μύχια της ψυχής της, η μητέρα απορρίπτει το παιδί της. Αν είναι αγόρι, μπορεί η απόρριψη αυτή να ξεκινάει από μια γενικότερη εχθρότητα απέναντι στους άνδρες που της έχει μεταδώσει, ίσως, η μητέρα της» (σελ. 159-160).

Η δεσποτική- αυταρχική μητέρα προκαλεί στο παιδί ανωριμότητα, έλλειψη αυτοπεποίθησης και μεγάλη εξάρτηση. Η απάθεια και η ψυχρότητα που κυριαρχούν στη συμπεριφορά της δεσποτικής μητέρας πληγώνουν βαθιά την προσωπικότητα του παιδιού.

 

Πηγή:

Ζεμπάλντ/ Κράουτ. «Μα θέλω μόνο το καλό σου». Το Σύνδρομο της Μαμάς. Εκδόσεις Δωρικός.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο: Υπογονιμότητα: Όταν η ψυχή λέει όχι!

Μια ζωή ανάμεσα στην ελπίδα και την παραίτηση

 

«Εσείς που έχετε παιδιά δεν μπορείτε να μας νιώσετε εμάς που δεν έχουμε. Είστε πάντα ξένοιαστες κι ολόδροσες, σαν κάποιον που κολυμπάει στο ποτάμι και δεν ξέρει τι θα πει δίψα. Μέρα με τη μέρα μεγαλώνει η λαχτάρα μου και μικραίνει η ελπίδα μου».

Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Γέρμα

 


«Ο πόνος για την ατεκνία συνήθως βιώνεται σαν πόνος για το στείρο σώμα. Το παιδί, η πολυπόθητη απόδειξη ότι υπάρχει μια πηγή ζωής μέσα μας, πρέπει να έρθει για να ζωντανέψει το σώμα. Όταν δεν λέει να φανεί, το μισούν μόνο και μόνο για αυτό τον λόγο. Το να μην έρχεται το παιδί, η γυναίκα το αντιλαμβάνεται σαν άρνηση, σαν επιβεβαίωση της ανικανότητάς ή σαν διαπίστωση ότι δεν έχει μέσα της καλό, υγιές υλικό. Όταν μια γυναίκα υποφέρει από τέτοιες ανησυχίες, το άκαρπο σώμα της την επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται στο περιθώριο. Αποκλεισμένη από την αλυσίδα των γενεών, που σταματά στο άτομό της. Αποκλεισμένη και από την κοινωνία, στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν παιδιά. Αποκλεισμένη κι από το δικό της όνειρο να φτιάξει μια δική της οικογένεια, κι έτσι να εξασφαλίσει μια σταθερή, μοναδική θέση στη ζωή. Με συνέπεια να δημιουργείται και στην ίδια αλλά και το περιβάλλον της μια κατάσταση απελπισμένης, καταθλιπτικής απόσυρσης που δύσκολα υποφέρεται. Οι ανήμποροι σύντροφοι, πληγωμένοι ή πληγώνοντας ο ένας τον άλλο, μπλέκονται σε έναν φαύλο κύκλο περιφρόνησης και μίσους, από όπου τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να βρουν» (σελ. 38-39).

Η υπογονιμότητα βιώνεται από τις γυναίκες ως μια κατάσταση που προκαλεί οδυνηρά συναισθήματα και εκφράζεται ως μια προσωρινή ανικανότητα στις σχέσεις, ως μια επιβαρυντική κατάσταση απομόνωσης. Οι γυναίκες νιώθουν μια προσωπική δυστυχία και η δυσκολία αυτή συνδέεται με μια διαταραχή για όλη τους την ύπαρξη, την οποία θεωρούν κατεστραμμένη και σκέφτονται ότι οι ίδιες ευθύνονται για την αποτυχία. Πρόκειται για μια διαταραχή που επηρεάζει το συμβολικό σώμα, την εσωτερική εικόνα του ατόμου για τον εαυτό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται εξάντληση και όλο και πιο πολλά αρνητικά συναισθήματα, όπως οργή, μίσος, φθόνος, αμφισβήτηση του εαυτού… ένα αίσθημα φυλακής… 

 

«Μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των σχέσεών της αισθάνεται να μην έχει αληθινές ρίζες στο κοινωνικό της περιβάλλον. Υποφέρει και βασανίζεται, είναι μια γυναίκα που δρα χωρίς δική της πρωτοβουλία, έρμαιο των επιθυμιών των άλλων και των θεραπειών που της προσφέρουν οι γιατροί. Νιώθει χτυπημένη από μια ακατανόητη μοίρα… Δεν καταλαβαίνει πια τον εαυτό της και τον κόσμο. Τα σχέδια της ζωής της φαίνεται να έχουν ανατραπεί τελείως. Η συνοχή της προσωπικής της ιστορίας έχει αποσυντεθεί, και ο πιο σημαντικός της στόχος φαίνεται ακατόρθωτος. Το σώμα της δεν υπακούει πια στις επιθυμίες της και σ’ αυτά που φανταζόταν. Αποξενώθηκε από τον άνδρα της. Σεξουαλικά, κυριολεκτικά τον αποδιώχνει και δεν αφήνει πια να δημιουργηθεί μια χαλαρή, τρυφερή ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Οι προσπάθειές του να της συμπαρασταθεί και να την παρηγορήσει, δείχνοντας ‘μητρική’ στοργή, την πληγώνουν. Έτσι, αισθάνεται και πάλι, ότι είναι αντιμέτωπη με την έλλειψη αυτής της μητρικής στοργής, γιατί ουσιαστικά θέλει να είναι εκείνη η μητέρα!» (σελ. 46-47).

Σε κάποιες γυναίκες εμφανίζονται ενοχές, ένα αίσθημα αβοηθητότητας, ενώ νιώθουν όλος ο κόσμος γύρω τους να καταρρέει. Ουσιαστικά πρόκειται για τη μη εκπλήρωση μιας επιθυμίας. Αυτή όμως η ανεκπλήρωτη επιθυμία τι σκέψεις και συναισθήματα κρύβει από κάτω; Ίσως υπάρχουν κάποιοι βαθιά ριζωμένοι φόβοι από την πρώιμη παιδική τους ηλικία. Μέχρι τώρα μπορεί να αντιμετώπιζαν αυτούς τους φόβους μέσα από μια τακτοποιημένη ζωή, αναζητώντας ασφάλεια και αποφεύγοντας τα ρίσκα.

«Οι γυναίκες συχνά είναι θλιμμένες μέχρι θανάτου, επειδή δεν υπάρχει χώρος μέσα τους για μια νέα ζωή. Η διάθεσή τους για ζωή δεν βρίσκει χώρο, εφόσον μέσα τους κυριαρχούν η θλίψη και οι ενοχές. Βιώνουν τη ζωή τους όλο και περισσότερο σαν έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο. Οι άνθρωποι που νιώθουν τόσο εγκλωβισμένοι στα συναισθήματά τους, μπορεί να πέσουν σε μια κατάσταση απάθειας ή να θεωρούν τον εαυτό τους ‘τρελό’. Μερικές γυναίκες μιλούν και για τον φόβο τους μήπως τρελαθούν μέσα στην απελπισία τους. Η φυλακή της ψυχής δεν εμποδίζει μόνο τη σύλληψη του παιδιού- εμποδίζει και τις κοινωνικές τους επαφές» (σελ. 56-57).\

 

Στεναχώρια, οργή, ένα ερείπιο σωματικά και ψυχικά, ανημπόρια, φοβίες, ανία και κατάθλιψη.

«Ο φαύλος κύκλος της σεξουαλικότητας μπορεί να ερμηνεύεται έτσι: Το ζευγάρι αισθάνεται ένταση, επειδή θέλει να αποκτήσει παιδιά, όταν όμως το παιδί δεν έρχεται, νιώθει ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Όσο πιο έντονη είναι η επιθυμία για παιδιά, τόσο πιο καταστροφική γίνεται η διαπροσωπική σχέση, με αποτέλεσμα να μένουν ανικανοποίητες οι ανάγκες για αγάπη. Αλλά κι όταν τελικά η μητέρα γεννήσει, είναι πια εξαντλημένη, με περιορισμένο ψυχικό χώρο κι ελάχιστα αποθέματα δυνάμεων για το νεογέννητο» (σελ. 78).

Η γυναίκα μπορεί να βιώνει κάποιες άλυτες εξαρτήσεις, καθώς μπορεί να νιώθει μια έντονη προσκόλληση με τον πατέρα της ή τη μητέρα της ή να νιώθει μια έντονη πίεση από το περιβάλλον, τις απαιτήσεις που έχει το περιβάλλον ή την προσπάθεια της ίδιας της γυναίκας να ανταποκριθεί στην εικόνα της ιδανικής συζύγου. Υπάρχει μια εσωτερική σύγκρουση, μια ταλάντευση ανάμεσα στις απαιτήσεις των γονέων και στην ανάγκη για απελευθέρωση.  Η αμφιθυμία ήταν κοινό χαρακτηριστικό σε πολλές γυναίκες και εκδηλώνονταν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση.

«Κάθε φορά που αποφασίζω κάτι, αρχίζω αμέσως να αμφιβάλλω αν είναι σωστό, αν το θέλω πραγματικά. Το αποτέλεσμα είναι να μην κάνω απολύτως τίποτα».

«Άρχισα ξαφνικά να αμφιβάλλω αν επιτρέπεται να έχω αυτή την επιθυμία. Εμείς ήμασταν και είμαστε ακόμη καλά. Κι από πάνω θέλουμε κι ένα παιδί, όσο είναι δυνατόν πιο υγιές, όμορφο και έξυπνο» (αμφιβολίες για το αν είναι σωστό να έχει μια τόσο μεγάλη επιθυμία).

«Έχουμε τόση αγάπη μέσα μας και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε».


 

Οι οδυνηρές εμπειρίες, οι απώλειες, η εναλλαγή προσώπων αναφοράς στην πρώιμη παιδική ηλικία, τα βαριά πλήγματα και γενικά τα τραύματα στην παιδική ηλικία μπορεί να προκαλέσουν μόνιμα τραύματα, που κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να οδηγήσουν στην υπογονιμότητα. Αισθήματα κατωτερότητας, οργή για την προδοσία της μητέρας, απελπισία, έλλειψη εμπιστοσύνης στις σχέσεις, πληγές του εαυτού… κάποιες από τις οδυνηρές εμπειρίες.

«Ιδιαίτερα οδυνηρή ήταν η εμπειρία του αποκλεισμού της από τον καινούργιο οικογενειακό κύκλο. Ουσιαστικά δεν αισθανόταν πουθενά ‘σπίτι της’» (σελ. 111).

«Όταν ένας άνθρωπος δεν έχει ξεπεράσει τις οδυνηρές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, συχνά δεν μπορεί να απελευθερωθεί απ’ αυτές χωρίς βοήθεια ως ενήλικος» (σελ. 112).

 


Το σύνδρομο της επιθυμίας παιδιού: «όταν η επιθυμία για ένα παιδί τείνει να κυριαρχήσει στη ζωή μιας γυναίκας, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια μόνιμη παθολογική κατάσταση… πρόκειται για ένα σύνολο διαφορετικών συμπτωμάτων… εκεί αποκαλύπτεται ένας κόσμος θρήνου, κατάθλιψης, απομόνωσης, ένας κόσμος στάσιμος όπου η ζωή έχει πάψει να κυλά. Αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται πως παγιώνονται σιγά- σιγά, απλώνουν ρίζες στον χαρακτήρα και θωρακίζουν σαν πανοπλία το ζωντανό πυρήνα. Η ελευθερία και η προσαρμοστικότητα της προσωπικότητας περιορίζονται και καταναλώνεται πολλή ενέργεια για να διατηρηθεί αυτή η αφύσικη κατάσταση» (σελ. 133).

Η έντονη επιθυμία για παιδί συχνά συνοδεύεται από καταστολή της σεξουαλικής επιθυμίας, που εκδηλώνεται με εντάσεις, κούραση και γενικά δυσκολία που προκαλείται από αυτό το εσωτερικό ξόδεμα δυνάμεων. Έτσι η γυναίκα καταλήγει να νιώθει έντονες ενοχές και η επιθυμία για παιδί καταλήγει σε καθήκον- το θέλω μετατρέπεται σε πρέπει…

   

 Πηγή:

Ute Auhagen Stephanos. 2006. Υπογονιμότητα. Όταν η ψυχή λέει όχι! Εκδόσεις Θυμάρι.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.