Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Μαρξισμός και ψυχανάλυση

 «Ο μαρξισμός είναι διαλεκτικός υλισμός από φιλοσοφική σκοπιά, ενώ η ψυχανάλυση είναι μηχανιστική ψυχολογία, που τα κοσμοθεωρητικά, ‘’φιλοσοφικά’’, και θεωρητικά της πρότυπα βρίσκονται στη Φυσική και τη Βιολογία στα μέσα του 19ου αιώνα.

 

Για τον μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό η ψυχική ζωή και η ψυχοπάθεια διατηρούν στενές και αδιάσπαστες σχέσεις (σχέσεις εξάρτησης) με την εγκεφαλική βάση, ενώ η ψυχανάλυση, όντας η ψυχολογία και η ψυχοπαθολογία του υποσυνειδήτου, φαίνεται να κινείται σε ένα χώρο όπου αυτή η σχέση χάνεται σαν μια ψυχοπαθολογία ανεγκέφαλη.

Για παράδειγμα αναφέρουμε το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα που για την ψυχανάλυση αποτελεί τον πυρήνα τον ιδεοσυγκινησιακό γύρω από τον οποίο παίζεται η τύχη του ατόμου, δηλαδή του αν το άτομο θα ολοκληρώσει την προσωπικότητά του, αν θα καθηλωθεί από συναισθηματική άποψη στο παιδικό παρελθόν, αν θα προωθηθεί κοινωνικά, αν θα έχει σωστή προσαρμογή, αν θα έχει σωστή σεξουαλική ζωή ή θα κυλήσει στη νεύρωση.

Για την ψυχανάλυση τον αποφασιστικό ρόλο για τη διαμόρφωση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος διαδραματίζει η ίδια η συγκρότηση της λίμπιντο, οι περιπέτειες και οι καθηλώσεις της σε πρώιμα στάδια. Αλλά και αυτή την καθήλωση, ενώ ο ίδιος ο Φρόυντ την καθόρισε σαν οργανικής αρχής, όμως, στις ψυχαναλυτικές αναλύσεις φαίνεται να καθορίζεται από συναισθηματικούς και συγκινησιακούς παράγοντες. Το ότι άλλωστε η ψυχανάλυση πιστεύει ότι θεραπεύει με την ψυχοθεραπευτική της προσπάθεια μια νεύρωση οργανικής αρχής, αποδείχνει ή ότι δεν πιστεύει στην ψυχογένεση της νεύρωσης ή ότι έχει υπερβολική αισιοδοξία για να καταφέρνει να ξεπερνά με το ψυχαναλυτικό transfert κάτι το οργανικά προσδιορισμένο. […]

Ο μαρξισμός είναι πολυδιαστατική διαλεκτική θεώρηση του ανθρώπου στις σχέσεις του με το περιβάλλον, ενώ η ψυχανάλυση διακηρύχνει την προτεραιότητα του ψυχολογικού πάνω στο οργανικό και ας λέγει ότι το ενστικτικό είναι πρωταρχικό και αξεπέραστο. 

Όμως για τη μαρξιστική άποψη η ψυχοπάθεια δεν είναι κάτι το αυθύπαρκτο και το αυτοπροσδιοριζόμενο, αλλά είναι η ίδια η ψυχική ζωή που έχει υποστεί μια παθολογική εκτροπή. Και η ίδια η ψυχική ζωή εγγράφεται πάνω στο εγκεφαλικό της υπόστρωμα, και αναπτύσσεται και διαμορφώνεται με την ωρίμαση του νευρικού συστήματος, και την ταυτόχρονη διαλεκτική αλληλοπλοκή πάνω στο νευρικό σύστημα του κοινωνικού περιβάλλοντος που πραγματοποιείται με την ανθρώπινη δράση με βάση τις ανάγκες και τις επιθυμίες που είναι το βασικό κίνητρο» (σελ. 104-105).

«Ο μαρξισμός είναι μονιστική φιλοσοφική θεωρία, ενώ η ψυχανάλυση είναι χωρίς φιλοσοφικά θεμέλια, άλλοτε ξεκινώντας σαν μηχανιστική βιολογία με ψυχολογική κατάληξη αναπόφευκτα μηχανιστική και για αυτό αντιδιαλεκτική αν και με αφετηρία βιολογική. Άλλοτε πάλι ξεκινά σαν μια κλινική, ψυχολογική, εμπειρική μέθοδος με ιστορική ανάπτυξη και συγκρουσιακή γενετική της κάθε περιπτώσεως που εξετάζει, για να χαθεί τελικά στο τέλος- τέλος σε μια αξεδιάλυτη βερμπαλιστική διαπλοκή μηχανιστικών απόψεων, ψυχολογικής τοπικιστικής και ποσοτικής μηχανικής» (σελ. 105-106). 

«Ο μαρξισμός είναι μια ολοκληρωμένη κοινωνιολογική θεωρία και δεν έχει ανάγκη από την ψυχανάλυση για να γεμίσει το δήθεν ψυχολογικό κενό.

Η μαρξιστική αξιωματική αρχή σύμφωνα με την οποία η συνείδηση του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα των συνθηκών της ζωής και της εργασίας του, και πως η ιδεολογία είναι συνέπεια και εποικοδόμημα της οικονομικής δομής της κοινωνίας αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της ατομικής και της κοινωνικής ψυχολογίας. Η άποψη του Φρομ πως χωρίς την ψυχανάλυση οι μαρξιστές δεν μπορούν να εξηγήσουν πως η υλική βάση αντανακλάται στο μυαλό και την καρδιά του ανθρώπου είναι αυθαίρετη» (σελ. 110).

 

Πηγή:

Γιάννης Γαλανός. 1977. Το τέλος της Κοινωνιολογίας του σεξ. Εκδόσεις Μπουκουμάνη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο: «Αναλυτική Κοινωνική Ψυχολογία και Κοινωνική Θεωρία»

Του Έριχ Φρομ

 

«Η ψυχανάλυση είναι μια φυσικοεπιστημονική υλιστική ψυχολογία. Έχει αποδείξει σαν κινητήρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς τη διέγερση ορμών και αναγκών, που τροφοδοτείται από τα ένστικτα, τα οποία, φυσιολογικά εγκαταστημένα στον άνθρωπο, δεν μπαίνουν κάτω από την άμεση παρατήρηση. Έχει ακόμη αποδείξει πως η συνειδητή ψυχική δραστηριότητα αποτελεί ένα σχετικά μικρό κομμάτι της ψυχικής ζωής και πως πολλά, με αποφασιστική σημασία, κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι εντελώς γνωστά στον άνθρωπο. Ιδιαίτερα έχει ξεσκεπάσει τις ατομικές και συλλογικές ιδεολογίες σαν έκφραση ορισμένων επιθυμιών και αναγκών που ‘ναι θεμελιωμένες από ένστικτα και ακόμη, έχει ανακαλύψει στα ηθικά και πνευματικά κίνητρα σκεπασμένες και ορθολογικοποιημένες εκδηλώσεις των ενστίκτων» (σελ. 9).

«Ο Φρόυντ δέχεται σαν κύριο αξίωμα της ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου το αξίωμα της απόλαυσης, δηλαδή την τάση για μεγαλύτερη εκτόνωση του φορτισμένου ενστίκτου, μια εκτόνωση που προκαλεί την ηδονή. Αυτό το αξίωμα της απόλαυσης τροποποιείται από το αξίωμα της πραγματικότητας, που, κάτω από την επίδραση, που ασκεί η παρατήρηση της πραγματικότητας, απαιτεί παραίτηση από την απόλαυση ή αναβολή της με σκοπό να αποφευχθεί μια μεγαλύτερη αποστροφή ή να κερδηθεί μεγαλύτερη απόλαυση στο μέλλον. […]

Η αναλυτική μέθοδο λοιπόν είναι εκλεκτικά ιστορική. Απαιτεί τη γνώση και κατανόηση της διάρθρωσης των ενστίκτων από τις συνθήκες της ζωής. Η μέθοδος αυτή ισχύει τόσο για την ψυχική ζωή του υγιούς ανθρώπου, όσο και της άρρωστης, της νευρωτικής προσωπικότητας. Αυτό που ξεχωρίζει έναν νευρωτικό άνθρωπο από ένα φυσιολογικό είναι το γεγονός, ότι στον ένα η διάρθρωση των ενστίκτων του έχει προσαρμοστεί στον ανώτατο βαθμό στις πραγματικές ανάγκες της ζωής, ενώ στον άλλο η εξέλιξη του ενστίκτου σκόνταψε σε ορισμένα εμπόδια που έβαλαν φραγμό σε μια επαρκή προσαρμογή των ενστίκτων στην πραγματικότητα» (σελ. 10).

«Η άποψη ότι η ψυχολογία έχει να κάνει μόνο με το άτομο και με την κοινωνία μόνο η κοινωνιολογία δεν είναι σωστή, γιατί ενώ η ψυχολογία ασχολείται με το κοινωνικοποιημένο άτομο, η κοινωνιολογία έχει να κάνει με ένα πλήθος από άτομα και οφείλει να παίρνει υπ όψη της στην ψυχική τους κατάσταση όσο και τους αντίστοιχους στην κατάσταση αυτή μηχανισμούς. […]

Η κοινωνιολογία που μαζί της η ψυχανάλυση έχει τα πιο πολλά κοινά σημεία, αλλά επίσης και τις περισσότερες αντιθέσεις είναι ο ιστορικός υλισμός. Έχουν πολλά κοινά σημεία, γιατί και οι δύο είναι υλιστικές επιστήμες. Δεν ξεκινούν από ιδέες, αλλά από ανάγκες, από τη ζωή πάνω στη γη. Το πιο πολύ συναντιούνται στην εκτίμηση που κάνουν για τη συνείδηση, που και οι δύο τη θεωρούν λιγότερο κινητήρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και περισσότερο αντανάκλαση άλλων, κρυφών δυνάμεων.

Μα στο σημείο αυτό, στο ερώτημα δηλαδή για τη φύση αυτών των πραγματικών συντελεστών που καθορίζουν τη συνείδηση, φαίνεται να υπάρχει μια αδιάλλακτη αντίθεση ανάμεσα τους. Ο ιστορικός υλισμός βλέπει στη συνείδηση μια έκφραση του κοινωνικού είναι, ενώ η ψυχανάλυση τη θεωρεί έκφραση του υποσυνείδητου, των ενστίκτων. Έτσι, αναπόφευκτα γεννιούνται τα ερωτήματα, αν αυτές οι δύο θέσεις βρίσκονται σε αντίφαση ή όχι, πως συμπεριφέρονται η μία απέναντι στην άλλη και τέλος, αν και γιατί η χρησιμοποίηση των μεθόδων της ψυχανάλυσης αποτελεί εμπλουτισμό του ιστορικού υλισμού.

Ο Φρόυντ δεν δέχτηκε ποτέ σαν αντικείμενο της ψυχολογίας τον απομονωμένο, τον αποσπασμένο από τις κοινωνικές σχέσεις άνθρωπο. Είναι βέβαια αλήθεια πως η ατομική ψυχολογία έχει προσαρμοστεί στον άνθρωπο- άτομο και παρακολουθεί από ποιους δρόμους προσπαθεί αυτός να φτάσει στην ικανοποίηση των ορμών των ενστίκτων, πως πολύ σπάνια από μόνη της και μόνο κάτω από εξαιρετικούς όρους φτάνει στο σημείο να δει τις σχέσεις του ατόμου προς τα άλλα άτομα.

Οπωσδήποτε όμως στην ψυχική ζωή του ανθρώπου κανονικά παίρνεται υπόψη σαν πρότυπο, σαν αντικείμενο, σαν βοηθός και σαν αντίπαλος ο άλλος άνθρωπος και έτσι η ψυχολογία, μ’ αυτήν τη διευρυμένη, αλλά πέρα για πέρα δικαιολογημένη έννοια, από την αρχή ακόμα γίνεται σύγχρονα και κοινωνική ψυχολογία.

Ακόμα, ο Φρόιντ έχει ξεκαθαρίσει τη θέση απέναντι στη φαντασίωση μιας κοινωνικής ψυχολογίας που αντικείμενό της είναι μία ομάδα ή ένας οποιοσδήποτε κοινωνικός σχηματισμός με μια ανάλογη μαζική κοινωνική ψυχή. Αφετηρία των σκέψεών του είχε πάντα το γεγονός, ότι κάθε ομάδα αποτελείται από άτομα και πίστευε πως μόνο τα άτομα, σαν τέτοια, παρουσιάζουν ψυχικές ιδιότητες.

Έπειτα ο Φρόυντ δεν είχε αποδεχτεί την ιδέα για την ύπαρξη ενός κοινωνικού ενστίκτου. Αυτό που χαρακτηρίζεται σαν τέτοιο, δεν ήταν για εκείνον παρά ένα πρωταρχικό και αδιαίρετο ένστικτο, που οι αρχές του σχηματισμού του βρίσκονται σε ένα στενότερο κύκλο και συγκεκριμένα στην οικογένεια. Το φυσικό παρακολούθημα των συλλογισμών του έβγαζε το συμπέρασμα πως οι κοινωνικές ιδιότητες του ατόμου οφείλουν τη γέννηση,  την ενίσχυση καθώς και την εξασθένισή τους στην επίδραση που ασκούν ορισμένες συνθήκες του περιβάλλοντος, ορισμένοι όροι ζωής, πάνω στη διάρθρωση των ενστίκτων» (σελ. 14-16). 

 

Πηγή:

Έριχ Φρόμ. 1970. Αναλυτική Κοινωνική Ψυχολογία και Κοινωνική Θεωρία. Εκδόσεις Αρίων.

 

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 


Διαβάζοντας το βιβλίο: Μονογαμία

Του Άνταμ Φίλλιπς

 

«Η μοναδική μονογαμική μας σχέση είναι η σχέση με τον εαυτό μας.

Μονογαμία και απιστία: Η διαφορά μεταξύ του να δίνεις μια υπόσχεση και του να είσαι πολλά υποσχόμενος.

Είμαστε εκ φύσεως μονογαμικοί; Μήπως οι μονογαμικές σχέσεις είναι διαστροφή; Γιατί οι άνθρωποι ζουν σε ζευγάρια, αν όχι για να περνάνε καλά; Κι αν το να περνάνε καλά δεν παίζει ρόλο, τότε τι παίζει;

 

Ευφυείς και προκλητικοί στοχασμοί για την κοινή ζωή του ζευγαριού και τη δυσφορία που προκαλεί. Ο πνευματώδης και εμβριθής ψυχαναλυτής Adam Phillips καταφέρνει να κλονίσει ένα ισχυρό ιδεώδες, το ιδεώδες του μονογαμικού ζευγαριού, μιλώντας για ότι περισσότερο το απειλεί: την πλήξη, τον πόθο, αλλά και τη σκέψη πειρασμό πως η ερωτική πληρότητα μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού. Εξετάζει τα επείγοντα ερωτήματα και τα περίπλοκα παράδοξα πίσω από την επιθυμία μας να ζούμε σε ζευγάρια. Και αποκαλύπτει πως η μονογαμία βρίσκεται στο επίκεντρο των αντιλήψεών μας για τον γάμο, την οικογένεια, τον ίδιο μας τον εαυτό- στην πραγματικότητα, για όλα όσα έχουν σημασία.

Ένα βιβλίο που διερευνά τη λέξη ‘’εμείς’’, η οποία υπάρχει επειδή υπάρχει η λέξη ‘’αυτοί’’, οι άλλοι» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

 

«Η ζήλια και το πάθος ίσως είναι αλληλένδετα -το ένα μαρτυρεί την ύπαρξη του άλλου- και παρ όλα αυτά η ζήλια επιζεί του πάθους. Οι επιθυμίες μας μεταβάλλονται, αλλά η κτητικότητα, το αίσθημα ότι έχουμε δικαίωμα πάνω στον άλλο εμμένει. Αυτή είναι η κληρονομιά της παιδικής ηλικίας: θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Αλλά πρώτη έρχεται η πίτα. Χωρίς τη βεβαιότητα της κατοχής, υπάρχει μόνο πειρασμός και βασανιστική πρόκληση μαζί με τις λιγότερο ή περισσότερο απέλπιδες λύσεις: αυτάρκεια, κατάργηση της επιθυμίας, φόβος του πάθους, απέχθεια για το σεξ, πικρία, μια ζωή γεμάτη κατηγορίες και δηλητηριώδεις υπαινιγμούς. Και όμως δεν υπήρξε ποτέ συγκεκριμένη κτήση καμία εγγύηση δεν συνοδεύει την επιθυμία.

Ανέκαθεν η ευημερία μας εξαρτιόταν από τους άλλους, αλλά δεν είναι ποτέ, εκ των πραγμάτων, η δική τους απόλυτη προτεραιότητα. Η επιθυμία να έχουμε κάποιον κατάδικο μας είναι μια παραδοχή αυτής της απιθανότητας: όλα τα σεξουαλικά εγκλήματα είναι άρνηση αυτής της θεμελιώδους παραδοχής, μια εικόνα του πόσο αβάσταχτη μπορεί να γίνει.

Αλλά αν η ζήλια είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε ότι ο άλλος δεν μας ανήκει, ότι δεν είναι αντικείμενο, μας χρειάζεται η προδοσία για να βγούμε βεβαίως από το μαγικό κύκλο του εαυτού μας. Ενώ η προδοσία μας κάνει υπερβολικά πραγματικούς έναντι του άλλου, η απιθανότητα, το ανέφικτό της, μας κάνει αόρατους.

Η κατά συρροή μονογαμία δεν είναι τόσο ζήτημα ποσότητας όσο είναι ζήτημα ποιότητας. Μείζονα ρόλο δεν παίζει ο αριθμός των εραστών, αλλά η σειρά, το πώς υφαίνεται η πλοκή, το είδος του ανθρώπου που αφηγείται την ιστορία» (σελ. 65-67).

 

Πηγή:

Άνταμ Φίλλιπς. 2019. Μονογαμία. Εκδόσεις Πατάκη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Ο έρωτας και ο γάμος

Κατά τον Άλφρεντ Άντλερ

 

«Εάν με ρωτούσαν να πω τι σημαίνουν ο έρωτας και ο γάμος, θα έδινα τον ακόλουθο ορισμό, όσο κι αν είναι ατελής:

Ο έρωτας με την ολοκλήρωση του, τον γάμο, είναι η πιο στενή στοργική σχέση με έναν σύντροφο του άλλου φύλου, που εκφράζεται με τη φυσική έλξη, τη συντροφικότητα και με την απόφαση να κάνουν παιδιά. Είναι ευκολονόητο ότι ο έρωτας και ο γάμος είναι μία πλευρά της συνεργασίας- όχι της συνεργασίας για το καλό δύο μόνο ανθρώπων, αλλά της συνεργασίας για το καλό όλης της ανθρωπότητας.

Αυτή η άποψη, ότι ο έρωτας και ο γάμος είναι μια συνεργασία για το καλό της ανθρωπότητας, φωτίζει κάθε πλευρά του προβλήματος. Ακόμα και η φυσική έλξη, η πιο σημαντική από όλες τις ανθρώπινες επιδιώξεις, υπήρξε μια πολύ αναγκαία εξέλιξη για την ανθρωπότητα. Όπως εξήγησα πολλές φορές, η ανθρώπινη φυλή, που υποφέρει από ατελή όργανα, σε σχέση με άλλα είδη ζώων, δεν ήταν πολύ καλά εξοπλισμένη για τη ζωή στο φλοιό αυτού του φτωχού πλανήτη, της γης.

Ο κύριος τρόπος για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής ήταν ο πολλαπλασιασμός της, από εδώ προέρχεται η γονιμότητά μας και η αδιάκοπη επιδίωξη της φυσικής έλξης.

Στην εποχή μας βρίσκουμε πολλές δυσκολίες και διαμάχες σχετικά με όλα τα προβλήματα του έρωτα. Τα παντρεμένα ζευγάρια αντιμετωπίζουν αυτές τις δυσκολίες, οι γονείς ενδιαφέρονται για αυτές και ολόκληρη η κοινωνία σχετίζεται με αυτές. Επομένως, αν θέλουμε να φτάσουμε σε κάποιο σωστό συμπέρασμα, η προσέγγισή μας πρέπει να είναι εντελώς απροκατάληπτη. Πρέπει να ξεχάσουμε όσα μάθαμε και να προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε, στον βαθμό που μπορούμε, χωρίς να αφήσουμε άλλες σκέψεις και απόψεις να παρεμποδίζουν την πλήρη και ελεύθερη έρευνά μας. […]

Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι αν ένα άτομο ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους του και για το καλό της ανθρωπότητας, καθετί που θα κάνει θα καθοδηγείται από τα συμφέροντα των συνανθρώπων του και θα προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημα του έρωτα και του γάμου με τη σκέψη ότι και αυτό συνδέεται με το γενικό καλό. Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει ότι προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό. Αν το ρωτήσατε, δεν θα είναι σε θέση να δώσει μια επιστημονική περιγραφή του σκοπού του, αλλά θα επιδιώκει αυθόρμητα το καλό και τη βελτίωση της ανθρωπότητας και το ενδιαφέρον αυτό θα είναι φανερό σε όλες τις δραστηριότητές του.

Υπάρχουν άλλα ανθρώπινα όντα που δεν ενδιαφέρονται πολύ για το καλό της ανθρωπότητας. Αντί να παίρνουν σαν βασική γραμμή της ζωής τους τη σκέψη: ‘’Τι μπορώ να συνεισφέρω στους συνανθρώπους μου;’’, ‘’Πώς μπορώ να πάρω μέρος σαν ένα μέλος του συνόλου;’’, προτιμούν να ερωτούν: ‘’Ποια είναι η αξία της ζωής;’’, ‘’Τι μπορώ να κερδίσω από αυτήν;’’, ‘’Τι μπορεί να μου δώσει;’’, ‘’Με προσέχουν αρκετά οι άνθρωποι; με λογαριάζουν όσο πρέπει;’’. […]

Ο έρωτας δεν είναι μια καθαρή φυσική υπόθεση, όπως πιστεύουν ορισμένοι ψυχολόγοι. Το σεξ είναι μια ορμή ή ένστικτο, αλλά το πρόβλημα του έρωτα και του γάμου δεν είναι απλά και μόνο πώς θα ικανοποιήσουμε αυτή την ορμή, όπου και αν κοιτάξουμε θα διαπιστώσουμε ότι οι ορμές και τα ένστικτα μας αναπτύσσονται, εξελίσσονται, καλλιεργούνται, εκλεπτύνονται. Έχουμε απωθήσει ορισμένες επιθυμίες και τάσεις μας. Για το καλό των συνανθρώπων μας μάθαμε πώς να μην ενοχλούμε ο ένας τον άλλο... […] Όλες οι ορμές μας προσαρμόσθηκαν στον κοινό πολιτισμό μας, όλες καθρεφτίζουν τις προσπάθειες που μάθαμε να κάνουμε για το καλό της ανθρωπότητας και για τη συνεταιρική ζωή μας» (σελ. 231-233).  

 

Πηγή:

Άλφρεντ Άντλερ. 1978. Τι θα ‘πρεπε να σημαίνει για σένα η ζωή. Εκδόσεις Κέδρος.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.