Αγάπη και μίσος, χαρά και λύπη,
περηφάνια και ντροπή για το ίδιο αντικείμενο, για το ίδιο πρόσωπο, για
την ίδια κατάσταση. Πως είναι να νιώθουμε ταυτόχρονα τόσο αντιφατικά
μεταξύ τους συναισθήματα;
Η αμφιθυμία, που συνήθως το ίδιο το άτομο δεν την αναγνωρίζει,
δεν μιλά για αυτή και δεν την αποδέχεται, μπορεί
να εκφραστεί με πολύ δραματικό
τρόπο μέσα από τη συμπεριφορά
παρά μέσα από τα λόγια.
Ενδέχεται να μην βρίσκεται σε συνειδητό επίπεδο,
ωστόσο, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά
του ατόμου. Αγάπη και μίσος,
χαρά και λύπη, περηφάνια και ντροπή για το ίδιο αντικείμενο. Η αμφιθυμία τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται με αντιφατικές επιθυμίες,
ενώ οι συνθήκες
στη ζωή μας μπορεί να ενισχύουν αυτές τις αντιφάσεις
και να θεωρούνται
λογικές και φυσιολογικές
από το άτομο.
Για παράδειγμα, η μητέρα μπορεί
να αισθάνεται αμφίθυμα
συναισθήματα απέναντι στο παιδί της. Από τη μία αισθάνεται
αγάπη για το παιδί της και από την άλλη αισθάνεται μίσος γιατί
αναγκάστηκε να βάλει στην άκρη τα όνειρά της. Η μητέρα
προσπαθεί να αρνηθεί
ότι νιώθει αυτά τα αντιφατικά
συναισθήματα και πιέζει
όλο και περισσότερο
τον εαυτό της ώστε να παίξει το ρόλο της καλής μητέρας.
Η αμφιθυμία μας απέναντι σε μια προσωπική
μας σχέση εκδηλώνεται
με τα αντιφατικά
συναισθήματα, σύμφωνα με τα οποία από την μία μεριά νιώθουμε ανυπόφορη
την πίεση από τον άλλο και νιώθουμε
να πνιγόμαστε και από την άλλη μεριά νιώθουμε έντονα
την ανάγκη αυτό το πρόσωπο
να συνεχίσει να υπάρχει στη ζωή μας, για αυτό και δεν μπορούμε να τον αφήσουμε.
Αυτό που βιώνουμε
είναι ασφυξία, μας καταπιέζουν όλα, αλλά πρώτα από όλα εμείς οι ίδιοι καταπιέζουμε
τον εαυτό μας. Και τότε καταλήγουμε να επιλέξουμε ανάμεσα
στην εγκατάλειψη και τη συμβιωτική
σχέση. Όποιο άκρο και
να
επιλέξουμε συνεχίζουμε να νιώθουμε αυτά τα ανάμικτα
συναισθήματα, χωρίς να μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας τι πραγματικά νιώθουμε.
Τα αμφίθυμα συναισθήματα
συνήθως είναι αποτέλεσμα
μιας σύγκρουσης ανάμεσα
σε αυτά που πραγματικά επιθυμεί
το άτομο και σε αυτά που του επιβάλλει η κοινωνία. Αν κάνουμε κάτι χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς
το γιατί –είτε για να κάνουμε ότι και οι άλλοι, είτε για να ευχαριστήσουμε τους άλλους, γονείς
και υπόλοιπο οικογενειακό
και κοινωνικό περιβάλλον
ή γιατί είναι μια επιλογή
καθώς αύριο μπορεί
να είναι αργά- μπορεί να εμφανιστούν αμφίθυμα
συναισθήματα. Υπάρχει περίπτωση
να μην καταλάβουμε
καν ότι ακόμη και στον εαυτό μας παρουσιάζουμε μια επιθυμία που μας επιβάλλει
η κοινωνία ως προσωπική μας.
Ας το σκεφτούμε
αυτό μέσα από το παράδειγμα
μιας σχέσης. Μπορεί
να νιώθουμε θετικά
συναισθήματα απέναντι στον άνθρωπο με τον οποίο έχουμε σχέση (έρωτα, αγάπη,
ενδιαφέρον), όμως ταυτόχρονα
μπορεί να βιώνουμε
αρνητικά συναισθήματα από τη στάση του περιβάλλοντος
απέναντι στη σχέση μας. Αν το περιβάλλον
θεωρεί ότι ο άλλος είναι κατώτερός μας ή δεν μας αξίζει
μπορεί από τη μία να αγαπάμε αυτό τον άνθρωπο
και από την άλλη να ντρεπόμαστε να τον παρουσιάσουμε
στο περιβάλλον μας ή να προσπαθούμε να τον αλλάξουμε
ώστε να συμφωνεί
με τη δική μας την εικόνα, τα δικά μας όνειρα και προσδοκίες. Έτσι, καταλήγουμε από τη μία να τον αγαπάμε και από την άλλη να τον ακυρώνουμε
μέσα από την προσπάθειά μας να τον αλλάξουμε, να τον προσαρμόσουμε
στα δικά μας μέτρα.
Στη σχέση μητέρας-
παιδιού η αμφιθυμία
μπορεί να εμφανιστεί
πολύ πριν το παιδί έρθει στη ζωή. Μια επιθυμία μπορεί να υποκρύπτει
μια άλλη ή μπορεί να υποσκάπτει μια άλλη. Υπάρχουν
περιπτώσεις που θέλουμε
κάτι χωρίς στην πραγματικότητα να το θέλουμε.
Η επιλογή για την απόφαση
να κάνουμε παιδί είναι αρκετά
σοβαρή και γνωρίζουμε
ότι θα αλλάξει
τη ζωή μας, θα πρέπει
να παραιτηθούμε από πολλά πράγματα
και θα βάλουμε
τον εαυτό μας και τις ανάγκες του εαυτού μας σε δεύτερη
μοίρα. Τα αμφιθυμικά
συναισθήματα από τη μητέρα μπορεί
να εκφράζονται με ανησυχία, σε μια προσπάθεια
να καλυφθεί το μίσος και να τονιστεί
η αγάπη. Κάποιες
μητέρες μπορεί να κρύβουν τα αμφίθυμα συναισθήματα
και να εκφράζουν
όμως διαρκώς ανησυχία
ή μια υπερπροστατευτική στάση απέναντι στο παιδί.
Κάποιες γυναίκες επιθυμούν
να αποκτήσουν παιδί για να επιδιορθώσουν τα λάθη και να επουλώσουν
τα τραύματα της δικής τους παιδικής ηλικίας. Για να προσφέρουν
ίσως στον εαυτό τους την τρυφερότητα που τους στέρησε
η μητέρα τους, καθώς νιώθουν
ότι στη σχέση με το παιδί έχουν το πάνω χέρι και θα τα καταφέρουν. Σε πολλές περιπτώσεις,
η σχέση ανάμεσα
στη μητέρα και την κόρη μπορεί να είναι φορτισμένη
από αμφιθυμία, σε τέτοιο βαθμό που το μίσος μπορεί
να επισκιάζει την αγάπη. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις οι μητέρες διαπιστώνεται
πως είχαν υπάρξει
δυστυχισμένες όταν ήταν μικρά κορίτσια.
Η σχέση που δεν είχαν αλλά επιθυμούσαν
με τη μητέρα
τους δεν μπορεί
να αναπληρωθεί από κανέναν άνδρα,
με αποτέλεσμα να προσπαθούν μέσα από μια συμβιωτική σχέση με το μωρό να βρουν τη ζεστασιά και τη θαλπωρή
που οι ίδιες δεν ένιωσαν
με τη δική τους μητέρα.
Το βασικό συναίσθημα
που ένιωθαν για τη δική τους μητέρα
ήταν ότι ήταν απούσα –σωματικά
ή συναισθηματικά. Μπορεί
όμως μια γυναίκα
θα ‘θεραπευτεί’ από την δική της παιδική
ηλικία και από τα τραύματα
που κουβαλά μέσα από την απόκτηση ενός δικού της παιδιού;
«Τα παιδιά είναι σαν τις αποτυχημένες πράξεις.
Αν ξέραμε γιατί τις κάνουμε,
δεν θα τις κάναμε». (Μονίκ
Σνάιντερ)
Το βασικό ερώτημα
όμως είναι: τι γίνεται με τα παιδιά
που μεγαλώνουν με μια αμφίθυμη
μητέρα. Ποια είναι τα συναισθήματα
που δημιουργούνται στα παιδιά και ποια είναι τα μηνύματα
που λαμβάνουν από τη μητέρα;
Τα παιδιά δυσκολεύονται
να επεξεργαστούν τα αντιφατικά μηνύματα
που δέχονται, με αποτέλεσμα κάποιες
φορές να νιώθουν
την αποδοχή και την αγάπη της μητέρας
και κάποιες άλλες φορές να νιώθουν την απόρριψη και το μίσος.
Μια αμφίθυμη σχέση με τη μητέρα
μπορεί
μελλοντικά να οδηγήσει
το άτομο στην ανάπτυξη αμφίθυμων
σχέσεων με το άλλο φύλο, καθώς και στην έλλειψη
εμπιστοσύνης του ατόμου
προς τον εαυτό του αλλά και δυσκολίες
στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας.
Κατά τη διάρκεια
της εφηβείας τα αμφίθυμα συναισθήματα
καθώς και η κυκλοθυμική διάθεση
αποτελούν ένα βασικό
χαρακτηριστικό. Οι ορμονικές
αλλαγές που λαμβάνουν
χώρα στον οργανισμό
του εφήβου οδηγούν
σε έντονες συγκινησιακές
καταστάσεις, με αποτέλεσμα
το άτομο να παίρνει τα πράγματα πιο προσωπικά και έντονα από ότι θα έπρεπε. Η αστάθεια στη διάθεση περιλαμβάνει
πολλές εναλλαγές, όπως μελαγχολία, χαρά, οργή, θυμό, αδιαφορία και απάθεια. Ο έφηβος νιώθει
ακόμη πιο μπερδεμένος
όταν βιώνει αμφίθυμα
συναισθήματα. Νιώθει ταυτόχρονα
αγάπη και μίσος,
χαρά και λύπη για το ίδιο ζήτημα,
το ίδιο πρόσωπο
ή την ίδια κατάσταση.
Παπαδοπούλου Ελένη-
Ψυχολόγος, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου