«Πόσο όμως προετοιμασμένο είναι ένα παιδί για τις απώλειες της ζωής; Ελάχιστα έως καθόλου, γιατί το οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει δεν είναι εκπαιδευμένο για να το προετοιμάσει, αλλά ούτε και για να το στηρίξει όταν βρεθεί αντιμέτωπο με αυτές.
Θα δοκιμάσουμε να προσεγγίσουμε μέσα από μια διεπιστημονική ματιά τον ψυχικό κόσμο του παιδιού για να διδαχθούμε από το ίδιο τι σημαίνει να ζει με μια από τις τρεις ακόλουθες οδυνηρές απώλειες: το διαζύγιο των γονιών του, την αρρώστια που απειλεί την ίδια τη ζωή του και τον θάνατο αγαπημένου του προσώπου» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
«Για το παιδί η αρρώστια, ο θάνατος και το διαζύγιο βιώνονται τις περισσότερες φορές, όχι όμως και πάντα, ως τραυματικά γεγονότα. Τραυματικό θεωρείται και κατακλύζει τα ψυχικά αποθέματα του παιδιού, εγείροντας μια αίσθηση αδυναμίας, ανημποριάς και παντελούς έλλειψης ελέγχου. Ειδικά στην πρώιμη ηλικία ένα παιδί είναι εξαιρετικά ευάλωτο, καθώς παραμένει ανίκανο να αντιμετωπίσει από μόνο του τις ανατροπές που συμβαίνουν στη ζωή του. Η εξωτερική πραγματικότητα εισβάλλει βίαια στον ψυχισμό του και τον κατακλύζει. Έτσι, ο κόσμος του δεν είναι πλέον ασφαλής και προβλέψιμος, παύει να έχει μια τάξη, μια συνέχεια και μοιάζει ιδιαίτερα απειλητικός και τρομακτικός.
Σε παρόμοιες στιγμές το παιδί στρέφεται προς τους γονείς του προσδοκώντας ότι θα το προστατεύσουν από κάθε κίνδυνο ή απειλή. Με τρόμο όμως διαπιστώνει ότι οι γονείς –τους οποίους αντιλαμβανόταν παντοδύναμους και ικανούς- εμφανίζονται τραγικά αδύναμοι, ευάλωτοι και ανήμποροι να το προστατεύσουν από την οδύνη και τις δυσκολίες της ζωής. Για πολλά παιδιά αυτή η διαπίστωση αποτελεί και την πιο τραυματική πτυχή της πραγματικότητας, καθώς ο κόσμος τους καταρρέει στο σύνολό του» (σελ. 15).
«Αν και διαφέρουν οι απώλειες μεταξύ τους, όλες εγείρουν μια φυσιολογική διεργασία θρήνου. Ο θρήνος δεν είναι ούτε αρρώστια ούτε ένα πρόβλημα που απαιτεί επίλυση. Δεν είναι μια ψυχολογική κατάσταση που περιλαμβάνει συγκεκριμένα προκαθορισμένα στάδια ή φάσεις αλλά αφορά μια δυναμική διεργασία που μεταλλάσσεται μέσα στον χρόνο. Κάθε παιδί βιώνει και εκδηλώνει τον θρήνο του με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Σε αντίθεση με εμάς τους ενήλικες, δεν είναι σε θέση να αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα τον πόνο που προκαλεί η απώλεια, για αυτό και θρηνεί με δόσεις ή κατά διαστήματα. Έτσι, ενώ τη μια στιγμή κλαίει, στενοχωριέται, θυμώνει, κλείνεται στον εαυτό του, την αμέσως επόμενη παίζει και γελά σαν να μην τρέχει τίποτα. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί ή ότι ξεπέρασε το γεγονός κι άφησε πίσω του το παρελθόν.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο θρήνος διαρκεί. Δεν έχει προσδιορισμένα χρονικά όρια, ούτε ημερομηνία λήξης. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, τόσο στον θάνατο όσο και στο διαζύγιο ο θρήνος των παιδιών διαρκεί πολλά χρόνια. Μερικά παιδιά μάλιστα βιώνουν τον θρήνο με σημαντική καθυστέρηση, εμφανίζοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση και προβλήματα προσαρμογής ένα και δύο χρόνια μετά τον θάνατο ή το διαζύγιο των γονιών τους. Αντίστοιχα, ορισμένα παιδιά που διαγιγνώσκονται με ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας δεν είναι σε θέση να θρηνήσουν παρά μονάχα μετά από μήνες ή ακόμα και χρόνια, όταν έχουν πλέον ξεπεράσει τις κρίσεις της αρρώστιας και έχουν εξασφαλίσει κάποια ισορροπία στη ζωή τους.
Εκείνο που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι ο θρήνος αναβιώνει σε κάθε κρίσιμο σκαλοπάτι της εξέλιξης ενός παιδιού, δίνοντάς του την ευκαιρία –με τις νέες γνωστικές και ψυχοκοινωνικές ικανότητες που αναπτύσσει στην παιδική, εφηβική, νεανική και ενήλικη φάση της ζωής του- να επεξεργαστεί, τι είναι αυτό που έχει χάσει και τι είναι αυτό που μπορεί να έχει κερδίσει μέσα από την οδυνηρή εμπειρία που έχει βιώσει» (σελ. 16-18).
Μυρτώ Νίλσεν (Επιμ.). 2005. Απώλειες στη ζωή του παιδιού. Εκδόσεις Μέριμνα.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου