Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Γονεϊκοί ρόλοι… Ποια η ευθύνη μας απέναντι στα παιδιά;

Στη ρευστή πραγματικότητα που το άτομο βιώνει στον σύγχρονο κόσμο, είναι πιο δύσκολο να διαχειριστεί και να αφομοιώσει τις ραγδαίες εξελίξεις των καιρών μας που «επιβάλλονται» μεταξύ άλλων θεσμών και σε αυτόν της  οικογένειας. Τα ερωτήματα που μας απασχολούν είναι πολλά, όπως λόγου χάρη: οι σχέσεις των δύο συζύγων είναι πιο ειλικρινείς και πιο αυθόρμητες σήμερα; Κι αν ναι, γιατί τα διαζύγια ολοένα κι αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς; Είναι άραγε οι ευθύνες του ζεύγους ισότιμα κατανεμημένες; Ακόμη, σε τι βαθμό έχει απελευθερωθεί η γυναίκα από τα στερεότυπα του φύλου που την ήθελαν απόλυτα ενταγμένη εντός της οικίας, να υπηρετεί τα παιδιά και να είναι εξαρτημένη από τον άντρα της; Από την άλλη, σε τι βαθμό ο άνδρας έχει αποδεσμευτεί από όλα εκείνα τα στερεότυπα που τον παρουσίαζαν ως το ισχυρό φύλο, τον κουβαλητή, που θα έπρεπε να κρύβει τον συναισθηματισμό και τις ευαισθησίες του, προβάλλοντας το πρότυπο του δήθεν σκληρού αλλά ταυτοχρόνως γνήσιου στις αντιδράσεις του; 

 

Ενδεχομένως, να χρειαζόντουσαν αν όχι αμέτρητες μελέτες κι έρευνες, τουλάχιστον πολλές για να μας δώσουν έγκυρες απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Το σίγουρο είναι ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν παντού και πάντα στον ίδιο βαθμό. Οι παθογένειες στα κοινωνικά συστήματα δεν ξεριζώνονται εύκολα, ούτε έτσι απλά, αλλά μάλλον παράλληλα «συμβιώνουν», σαν σε λανθάνουσα και ληθαργική κατάσταση δίπλα και παράλληλα με τις νέες αλλαγές κι εξελίξεις μέχρις ότου τελικά ξεχαστούν.

Ο έγγαμος βίος όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κι ο πιο απλός νους, συνεπάγεται υποχρεώσεις κι ευθύνες, ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά, και για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά όλο αυτό το σύστημα, θα πρέπει οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας να διέπονται από ειλικρίνεια κι όχι από διάθεση κυριαρχίας των γονέων, μέσα από έναν στείρο απαγορευτισμό, επιβολή, καταπίεση και καταναγκασμό απέναντι στα παιδιά τους. Όσο κι αν πηγαίνει κόντρα στα παραδοσιακά πρότυπα για τους γονεϊκούς ρόλους, το βάρος της ανατροφής των παιδιών δεν θα πρέπει να πέφτει στον έναν από τους δυο, αλλά και στους δυο.

Ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Αλντό Ναούρι, επί του θέματος που εξετάζουμε, είχε αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: «Όταν η μητέρα δεχτεί να παίξει το ρόλο της αξιόπιστης και πάντα διαθέσιμης μεταφράστριας, εισάγοντας έτσι μια μορφή αυτοματισμού στη διαδικασία επικοινωνίας του παιδιού με τον πατέρα, τότε προσδιορίζει τον πατέρα ως τέτοιον εισάγοντας ταυτόχρονα το παιδί στον κόσμο του συμβολικού. Δηλαδή, του δηλώνει έμμεσα ότι δεν πρέπει να τη θεωρεί μοναδικό σημείο αναφοράς, όπως δεν πρέπει να θεωρεί και τον εαυτό του μοναδικό σημείο αναφοράς για εκείνη· ότι δεν είναι μόνοι στον κόσμο αλλά συνοδεύονται από τον πατέρα, η θέση του οποίου είναι άκρως σημαντική, καθώς αυτός είναι που επέτρεψε αφενός σε εκείνη να συλλάβει και να τεκνοποιήσει και αφετέρου σε κείνο να έρθει στον κόσμο».

Επομένως, ο ρόλος του πατέρα είναι εξίσου σημαντικός, εφόσον χωρίς την συμμετοχή του δεν θα ερχόταν το παιδί στον κόσμο, αλλά πολύ περισσότερο από αυτό, εκείνο που αξίζει είναι η επικοινωνία. Η επικοινωνία, όχι μόνο ανάμεσα στον πατέρα και το παιδί, αλλά η επικοινωνία όλων μαζί, δηλαδή μεταξύ τους, προκειμένου να γίνουν οι σχέσεις τους ποιοτικότερες και ουσιαστικότερες.

Κι επικοινωνία δεν σημαίνει απλώς να ακούω τον άλλον, αλλά να τον αφουγκράζομαι, να είμαι ενεργητικός ακροατής, να είμαι παρόν, να δείχνω ενδιαφέρον κι ανταπόκριση στις σκέψεις, στις ανησυχίες, στις ανάγκες του. Η επικοινωνία δεν αντικαθίσταται με το να παρέχουν οι γονείς αφθονία υλικών αγαθών στο παιδί. Καμιά πληθώρα υλικών ανέσεων δεν θα μπορέσει να καλύψει την πνευματική και συναισθηματική στέρηση που νιώθουν τα παιδιά, αλλά το μόνο που θα προκαλέσει θα είναι να εντείνει το επικοινωνιακό αδιέξοδο μετατρέποντας τη σχέση γονέων παιδιών σε σχέση συμφέροντος. Το παιδί θα γαλουχηθεί σε μια ναρκισσιστική λογική και νοοτροπία, δηλαδή αυτή ενός «αυτονόητου δικαιώματος» να του παρέχουν υλικά αγαθά, χωρίς να κοπιάζει γι’ αυτά και το χειρότερο είναι ότι ακόμη κι όταν ενηλικιωθεί το παιδί θα μεταφέρει αυτή του τη νοοτροπία στις στενές διαπροσωπικές του σχέσεις. Θα προσδοκά από τους φίλους ή ακόμη χειρότερα κι από τις ερωτικές του σχέσεις να τον/την υπηρετούν, να προσφέρουν αφειδώς υλικά αγαθά λες και του/της τα χρωστούν.

Και τελικά καταλήγουμε σε αυτό που αναφέραμε παραπάνω περί υποχρεώσεων. Στην πλάστιγγα των υποχρεώσεων εντός του γάμου, τι είναι αυτό που βαραίνει πιο πολύ; Η σωστή επικοινωνία που οδηγεί στη συναισθηματική στήριξη και το νοιάξιμο, ή η αφειδώς παροχή υλικών αγαθών που οδηγεί στον ωφελιμισμό και στην ατομικότητα; 

 

Πηγή:

Aldo Naouri. 2015. Όρια στην παιδική παντοδυναμία, εκπαιδεύοντας σωστά παιδιά. Καθημερινή.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο: Η μεταμόρφωση της οικειότητας

"Η σεξουαλική επανάσταση: Ένας υποβλητικός όρος, αλλά ποιο νόημα μπορεί να λάβει σήμερα; Πώς διαμορφώνεται η σεξουαλικότητα και ποιες είναι οι συνδέσεις της με τις αλλαγές που έχουν επηρεάσει την προσωπική ζωή σε ένα γενικότερο επίπεδο; Ο Anthony Giddens προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, αμφισβητεί πολλές από τις κυρίαρχες ερμηνείες για τον ρόλο της σεξουαλικότητας στη μοντέρνα κουλτούρα. Η ανάδυση αυτού που ο συγγραφέας αποκαλεί πλαστική σεξουαλικότητα- σεξουαλικότητα απελευθερωμένη από την εγγενή σχέση της με την αναπαραγωγή- αναλύεται υπό τους όρους της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της μοντέρνας κοινωνικής οργάνωσης και των κοινωνικών επιδράσεων των τελευταίων δεκαετιών. Ο Giddens υποστηρίζει πως η μεταμόρφωση της οικειότητας, στην οποία οι γυναίκες έχουν παίξει τον βασικό ρόλο, προσφέρει τη δυνατότητα για έναν ριζικό εκδημοκρατισμό της προσωπικής σφαίρας" (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

 

 

Ο ρομαντικός και συνάλληλος έρωτας

"Στη σημερινή εποχή, τα ιδανικά του ρομαντικού έρωτα τείνουν να θρυμματιστούν κάτω από την πίεση της γυναικείας σεξουαλικής χειραφέτησης και αυτονομίας. Η σύγκρουση ανάμεσα στη σύνθετη δομή του έρωτα και την αμιγή σχέση παίρνει διάφορες μορφές, κάθε μία από τις οποίες τείνει να γίνεται όλο και πιο εμφανής στη δημόσια θέα, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης θεσμικής αναστοχαστικότητας.

Ο ρομαντικός έρωτας εξαρτάται από την προβλητική ταύτιση, την προβλητική ταύτιση του amour passion, ως το μέσο με το οποίο οι επίδοξοι σύντροφοι ελκύονται και στη συνέχεια ενώνονται μεταξύ τους. Εδώ η προβολή δημιουργεί ένα αίσθημα ολότητας με τον άλλον, η οποία χωρίς αμφιβολία ενισχύεται από εδραιωμένες διαφορές ανάμεσα στην αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα, κάθε μία από τις οποίες χαρακτηρίζονται με όρους αντίθεσης. Οι συνήθειες του άλλου είναι γνωστές κατά ένα διαισθητικό τρόπο. Όμως υπό άλλες συνθήκες, η προβλητική ταύτιση διακόπτει την ανάπτυξη μιας σχέσης, η συνέχιση της οποίας εξαρτάται από την οικειότητα. Το να ανοίγεις τον εαυτό σου στον άλλο, κάτι που αποτελεί τη συνθήκη αυτού που θα ονομάσω συνάλληλο έρωτα, είναι κατά κάποιον τρόπο το αντίθετο της προβλητικής ταύτισης, έστω και αν μια τέτοια ταύτιση μερικές φορές ανοίγει τον δρόμο σε αυτόν.

Ο συνάλληλος έρωτας επαγρυπνεί και έχει απρόοπτα και κατά συνέπεια συγκρούεται με ιδιότητες της σύνθετης δομής του ρομαντικού έρωτα, που είναι παντοτινός και ένας και μοναδικός. Η σημερινή κοινωνία των χωρισμών και των διαζυγίων εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα και όχι ως η αιτία της εμφάνισης του συνάλληλου έρωτα. Όσο πιο πολύ παγιώνεται ο συνάλληλος έρωτας ως πραγματική πιθανότητα, τόσο πιο πολύ υποχωρεί η αναζήτηση για το ξεχωριστό άτομο και τόσο περισσότερο μετράει ξεχωριστή σχέση.

Σε αντίθεση με το συνάλληλο έρωτα, ο ρομαντικός έρωτας δεν υπήρξε ποτέ ισορροπημένος αναφορικά με τα κοινωνικά φύλα, ως αποτέλεσμα επιδράσεων που έχουμε ήδη πραγματευθεί. Ο έρωτας είχε από πολύ καιρό μια ροπή προς την ισότητα, εγγενή με την ιδέα πως μια σχέση μπορεί να προέλθει από τη συναισθηματική σύνδεση δύο ανθρώπων, παρά από εξωγενή κοινωνικά κριτήρια. Ωστόσο, ο έρωτας υπό όρους εξουσίας είναι de facto ολοκληρωτικά άνισος. Πολύ συχνά τα όνειρα του έρωτα καθήλωσαν τις γυναίκες σε ένα σκληρό οικιακό περιβάλλον.

Ο συνάλληλος έρωτας προϋποθέτει την ισότητα στο συναισθηματικό πάρε δώσε και όσο πιο πολύ συμβαίνει αυτό, τόσο πιο στενά προσεγγίζει κάθε τύπος δεσμού στο αρχέτυπο της αμιγούς σχέσης. Εδώ ο έρωτας αναπτύσσεται μόνο στο είναι έτοιμος να αποκαλύψει έγνοιες, ανάγκες και ευαισθησίες. Η συγκαλυμμένη συναισθηματική εξάρτηση των ανδρών τους έχει παρεμποδίσει από το να είναι πρόθυμοι και ικανοί να φανούν ευαίσθητοι.

Το ήθος του έρωτα έχει διατηρήσει σε κάποια έκταση αυτή την κατεύθυνση, με την έννοια ότι ο επιθυμητός άνδρας συχνά παρουσιάζεται ψυχρός και απρόσιτος. Όμως, καθώς ο έρωτας διαλύει αυτά τα χαρακτηριστικά, που αποδεικνύονται προκάλυμμα, η αναγνώριση της ανδρικής συναισθηματικής ευαισθησίας είναι προφανώς παρούσα.

Ο ρομαντικός έρωτας έχει σεξουαλικό χαρακτήρα, όμως αποκλείει την ars erotica. Η ερωτική ικανοποίηση και η ευτυχία, ιδιαίτερα στη φαντασιακή μορφή του ρομάντσου, υποτίθεται ότι είναι εξασφαλισμένες από την ίδια την ερωτική ορμή που προκαλεί ο έρωτας. Ο συνάλληλος έρωτας εισάγει για πρώτη φορά την ars erotica στον πυρήνα των συζυγικών σχέσεων και καθιστά την αμοιβαία σεξουαλική ευχαρίστηση βασικό στοιχείο για τη διατήρηση ή τη διάλυση μιας σχέσης. Η καλλιέργεια ερωτικών δεξιοτήτων και η ικανότητα να δίνεις και να παίρνεις σεξουαλική ηδονή εκ μέρους και των δύο φύλων οργανώνονται αναστοχαστικά μέσα από πολλαπλές πηγές ερωτικής πληροφόρησης, συμβουλευτικής και εκπαίδευσης.

Ο συνάλληλος έρωτας αναπτύσσεται ως ένα ιδανικό σε μια κοινωνία όπου σχεδόν όλοι έχουν την ευκαιρία να ολοκληρωθούν σεξουαλικά και προϋποθέτει την εξάλειψη του διχασμού ανάμεσα στις ευυπόληπτες γυναίκες και αυτές που για κάποιο λόγο βρίσκονται εκτός των ορίων της ορθόδοξης κοινωνικής ζωής.

Σε αντίθεση με τον ρομαντικό έρωτα, ο συνάλληλος έρωτας δεν είναι μονογαμικός με την έννοια της σεξουαλικής αποκλειστικότητας. Αυτό που συντηρεί την αμιγή σχέση είναι η παραδοχή εκ μέρους κάθε συντρόφου πως κερδίζει οφέλη από τη σχέση σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να αξίζει η συνέχιση της μέχρι νεοτέρας διαταγής. Εδώ η σεξουαλική αποκλειστικότητα παίζει κάποιο ρόλο στη σχέση, στον βαθμό που οι σύντροφοι την κρίνουν αμοιβαία επιθυμητή ή απαραίτητη" (σελ. 93-95).

 

Πηγή:

Anthony Giddens. 2005. Η μεταμόρφωση της οικειότητας. Εκδόσεις Πολύτροπον.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Η συμβολική γλώσσα των παραμυθιών: Η Κοκκινοσκουφίτσα

 Με βάση τον Έριχ Φρομ

 

«Η Κοκκινοσκουφίτσα αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα των απόψεων του Φρόιντ, ενώ παράλληλα είναι μια παραλλαγή του θέματος της σύγκρουσης αρσενικού- θηλυκού που βρίσκουμε στην τριλογία του Οιδίποδα και στον μύθο της δημιουργίας» (σελ. 235).

 

Το γνωστό σε όλους παραμύθι: Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο κακός ο λύκος, αναλύεται στη συνέχεια:

«Τα περισσότερα σημεία του συμβολισμού αυτού του παραμυθιού μπορούν να γίνουν εύκολα κατανοητά. Το μικρό σκουφάκι από κόκκινο βελούδο είναι ένα σύμβολο εμμηνόρυσης. Το μικρό κοριτσάκι που ακούμε τις περιπέτειές του έχει γίνει ώριμη γυναίκα και τώρα αντιμετωπίζει το σεξουαλικό πρόβλημα.

Η προειδοποίηση να μη βγει από το μονοπάτι για να μην πέσει και σπάσει το μπουκάλι είναι καθαρά μια προειδοποίηση ενάντια στον σεξουαλικό κίνδυνο και για να μην χάσει την παρθενιά της.

Βλέποντας το κορίτσι ο λύκος ανοίγει η όρεξή του και προσπαθεί να την πλανέψει κάνοντας να δει τριγύρω και να ακούσει πόσο γλυκά κελαηδούν τα πουλάκια. Η Κοκκινοσκουφίτσα σηκώνει τα μάτια της και ακολουθώντας την προτροπή του λύκου μπαίνει ολοένα και βαθύτερα στο δάσος. Αυτό το κάνει με κάποια χαρακτηριστική δικαιολογία: για να πείσει τον εαυτό της πως δεν κάνει τίποτα κακό, συλλογίζεται ότι η γιαγιά της θα χαρεί με τα λουλούδια που μπορεί να της πάει.

Αλλά αυτή η παρέκκλιση από τον ίσιο δρόμο της αρετής θα τιμωρηθεί αυστηρά. Ο λύκος, μασκαρεμένος σε γιαγιά, καταπίνει την αθώα Κοκκινοσκουφίτσα. Χόρτασε την πείνα του και πέφτει να κοιμηθεί.

Ως εδώ το παραμύθι φαίνεται να έχει ένα απλό ηθικοπλαστικό θέμα, τον κίνδυνο του σεξ. Δεν είναι όμως τόσο απλό. Ποιος είναι ο ρόλος του άνδρα και πώς παρουσιάζεται το σεξ;

Ο αρσενικός παρουσιάζεται σαν ένα ανελέητο πανούργο ζώο και η σεξουαλική πράξη σαν μια κανιβαλιστική πράξη, στην οποία το αρσενικό καταβροχθίζει το θηλυκό. Η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από τις γυναίκες που τους αρέσουν οι άντρες και χαίρονται το σεξ. Είναι μια έκφραση ενός έντονου ανταγωνισμού ενάντια στους άντρες και το σεξ. Αλλά το μίσος και η προκατάληψη ενάντια στους άνδρες εκφράζονται πιο καθαρά στο τέλος της ιστορίας. Και εδώ πάλι, πρέπει να θυμηθούμε ότι η ανωτερότητα της γυναίκας βρίσκεται στην ικανότητά της να γεννάει παιδιά.

Πως τότε γελοιοποιείται ο λύκος; Δείχνοντας ότι αποπειράθηκε να παίξει τον ρόλο της γυναίκας που κυοφορεί, έχοντας ζωντανά όντα στην κοιλιά του. Η Κοκκινοσκουφίτσα βάζει πέτρες στην κοιλιά του, ένα σύμβολο στειρότητας, και ο λύκος γκρεμοτσακίζεται και πεθαίνει.

Η πράξη του, σύμφωνα με τον πρωτόγονο νόμο των αντίποινων, τιμωρείται ανάλογα με το έγκλημα του: Σκοτώνεται με πέτρες, το σύμβολο της στειρότητας, που λοιδορούν τον από μέρους του σφετερισμό του ρόλου της έγκυας γυναίκας.

Το παραμύθι αυτό, στο οποίο κύρια πρόσωπα είναι οι γυναίκες τριών γενεών (ο κυνηγός στο τέλος του το συμβατικό πρόσωπο του πατέρα χωρίς πραγματική βαρύτητα) μιλάει για τη σύγκρουση αρσενικού- θηλυκού. Πρόκειται για μία ιστορία θριάμβου των μίσανδρων γυναικών, που τελειώνουν με τη νίκη τους, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο με ότι συμβαίνει με τον μύθο του Οιδίποδα που επιτρέπει στον αρσενικό να βγει νικηφόρος από αυτή τη μάχη» (σελ. 235-240).

 

Πηγή:

Έριχ Φρομ. 1975. Η ξεχασμένη γλώσσα. Εκδόσεις Μπουκουμάνη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Φρομ: «Η ξεχασμένη γλώσσα»

«Μία εκπληκτική μελέτη που εξετάζει με διεισδυτικότητα ένα θέμα που απασχολεί την ανθρωπότητα από την προϊστορική εποχή, την παγκόσμια γλώσσα των ονείρων. Για τους ανθρώπους του παρελθόντος που ζήσανε στους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής και της Δύσης, οι μύθοι και τα όνειρα ήταν οι πιο σημαντικοί τρόποι έκφρασης, για τούτο και η αδυναμία κατανόησής τους θα ισοδυναμούσε με αγραμματοσύνη.

 

Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός -που τόνισε υπερβολικά την επιστήμη και τον ρεαλισμό- δεν έδωσε σημασία στις ονειρικές εμπειρίες. Έτσι μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα με το έργο του Φρόιντ, οι άνθρωποι άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία των ονείρων.

Σε τούτο το καινούργιο βιβλίο ο Έριχ Φρομ παρουσιάζει μια ιστορία της ερμηνευτικής των ονείρων, εξετάζοντας πολλές περιπτώσεις της σύγχρονης ψυχαναλυτικής εργασίας που γίνεται με βάση τα όνειρα. Μελετώντας παράλληλα τον μύθο του Οιδίποδα και άλλους μύθους και παραμύθια σε αυτή την ανάλυση, ο Φρομ διαφέρει και από τον Φρόυντ και από τον Γιούνγκ συνδέοντας την ερμηνεία του με τη σύγχρονη ζωή, με τρόπο συναρπαστικό αλλά και πολύτιμο στη χρησιμότητά του.

Φρόυντ και Γιουνγκ

Ο ορισμός μου για το όνειρο σαν κάποιο είδος πνευματικής δραστηριότητας κάτω από την κατάσταση του ύπνου, μολονότι βασίζεται στη θεωρία του Φρόυντ για τα όνειρα, έρχεται με τη θεωρία αυτή σε οξύτατη αντίθεση από πολλές απόψεις. Η υπόθεσή μου είναι ότι τα όνειρα μπορεί να είναι η έκφραση των πιο ταπεινών και πιο παράλογων, αλλά και των υψηλότερων και πιο πολύτιμων λειτουργιών του πνεύματός μας. Ο Φρόυντ πιστεύει ότι τα όνειρα είναι πάντοτε και οπωσδήποτε η έκφραση του παράλογου μέρους της προσωπικότητάς μας. Παρακάτω θα προσπαθήσω να δείξω ότι στις τρεις αυτές θεωρίες (το όνειρο σαν αποκλειστικά παράλογη παραγωγή, σαν αποκλειστικά λογική παραγωγή ή σαν ούτε το ένα ούτε το άλλο) τις συναντάμε στην ιστορία της ερμηνευτικής των ονείρων από το μακρινό παρελθόν.

Έχοντας υπόψη ότι η ερμηνευτική των ονείρων του Φρόυντ είναι η αρχική, η πιο γνωστή και η πιο σημαντική συμβολή στη σύγχρονη επιστήμη της ερμηνευτικής των ονείρων, θα αρχίσω με την περιγραφή και την εξέταση της ερμηνευτικής του Φρόυντ πριν προχωρήσω στην τωρινή ιστορία των τριών αυτών θεωριών πριν από τον Φρόυντ.

Η ερμηνευτική των ονείρων του Φρόυντ βασίζεται στην ίδια αρχή που υπογραμμίζει ολόκληρη την ψυχολογική του θεωρία: την έννοια ότι μπορούμε να έχουμε τάσεις και αισθήματα και επιθυμίες που αποτελούν κίνητρα για τις πράξεις μας και που ωστόσο δεν έχουμε την επίγνωσή τους. Αποκαλούμε αυτές τις τάσεις σας ασυνείδητες και με αυτό είναι ότι όχι μόνο δεν έχουμε επίγνωση για αυτές, αλλά και ότι ένας πανίσχυρος ‘’έλεγχος’’ μας προστατεύει από το να αποκτήσουμε την επίγνωσή τους. Για έναν οποιοδήποτε αριθμό αιτιών, που ο σπουδαιότερος από αυτούς είναι ο φόβος μήπως χάσουμε την επιδοκιμασία γονιών και φίλων, απωθούμε τις επιθυμίες αυτές, που η επίγνωσή τους θα μας έκανε να νιώθουμε ένοχοι ή να φοβόμαστε την τιμωρία.

Ωστόσο, το να απωθούμε τις επιθυμίες αυτές από τη συνείδησή μας, δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν. Στην πραγματικότητα, συνεχίζουν να υπάρχουν τόσο έντονα, που βρίσκουν έκφραση σε πολυάριθμες μορφές, αλλά με τέτοιο τρόπο, που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν τρυπώσει από την πίσω πόρτα. Το συνειδησιακό μας σύστημα πιστεύει ότι έχει ξεφορτωθεί τα τέτοια ανεπιθύμητα αισθήματα και επιθυμίες και τρομοκρατείται με την ιδέα ότι μπορεί να βρίσκονται μέσα μας. Έτσι, όταν πραγματικά επανεμφανίζονται και δείχνουν την παρουσία τους, είναι παραμορφωμένα και μασκαρεμένα σε τέτοια έκταση που η συνειδητή μας νόηση δεν είναι σε θέση να τα αναγνωρίσει» (σελ. 56-57).

 

Πηγή:

Έριχ Φρομ. 1975. Η ξεχασμένη γλώσσα. Εκδόσεις Μπουκουμάνη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

 

Η καλοσύνη κατά τον Μέγγιο

Φαντάσου για μια στιγμή ότι περπατάς σε ένα χωράφι όπου παίζουν κάποια παιδιά. Ξαφνικά ακούς ένα ουρλιαχτό. Ένα αγόρι εξαφανίστηκε, καθώς γλίστρησε σε ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι. Τώρα κρέμεται από την άκρη προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθεί για να μην πέσει μέσα.

Δίχως να διστάσεις τρέχεις για να σώσεις το παιδί, το φτάνεις και το σέρνεις έξω.

«Ο Μέγγιος χρησιμοποίησε την παραβολή του παιδιού στο πηγάδι για να τονίσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια δυνατότητα να γίνουν καλοί. Γνωρίζουμε ότι αυτό ισχύει, έλεγε, επειδή δεν υπάρχει πουθενά ούτε ένας άνθρωπος που δεν θα έτρεχε αμέσως να βοηθήσει αυτό το παιδί. Και ο λόγος για τον οποίο θα το έκανε δεν θα ήταν για την αναγνώριση, για τις αμοιβές ή για τον έπαινο και την ευγνωμοσύνη των γονιών του παιδιού. Θα ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση που θα είχε ο καθένας οπουδήποτε και θα πήγαζε από μια αγνή επιθυμία απλά να σώσει το παιδί.

Ο Μέγγιος θεωρούσε ότι «η τάση της ανθρώπινης φύσης είναι προς την καλοσύνη, όπως η τάση του νερού είναι να κυλάει προς τα κάτω. Όπως δεν υπάρχει νερό που κυλάει προς τα κάτω, δεν υπάρχουν και άνθρωποι που δεν διαθέτουν καλοσύνη».

Αλλά η καλοσύνη αυτή υπάρχει δυνάμει. Η ανθρώπινη φύση είναι δυνητικά καλή αλλά μπορεί να χαθεί, να στρεβλωθεί, να αλλοιωθεί από αυτά που συναντά» (σελ. 104-105).

Ο Μέγγιος ήθελε οι άνθρωποι να κατανοούν βαθιά μέσα τους το αίσθημα της καλοσύνης, ώστε να κατανοούν το πώς να γίνουν καλοί. Πώς είναι να νιώθει κανείς σωματικά το να είναι καλός; Τι κάνει κανείς σε καθημερινή βάση για να αποκτήσει αυτό το αίσθημα;

Για να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις, ο Μέγγιος δίδασκε ότι η αρχική καλοσύνη μας είναι όπως οι μικροί βλαστοί. Όλοι οι βλαστοί έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σε κάτι μεγαλύτερο. Η προϋπόθεση όμως είναι να καλλιεργηθούν καταλλήλως σε έναν θρεπτικό περιβάλλον.

Παρομοίως, ο καθένας μας έχει μέσα του καλοσύνη στα αρχικά της στάδια και έτσι, ο καθένας ξεκινά τη ζωή του εξίσου προικισμένος με τη δυνατότητα να γίνει ένας σοφός που είναι ικανός να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου όλοι θα ευδοκιμήσουν.

Αλλά έχουμε την τάση είτε να παραμελούμε τους βλαστούς μας, ξεχνώντας να τους ποτίσουμε ή να τους θρέψουμε, είτε να λειτουργούμε με υπερβολικό ζήλο: τους αρπάζουμε και τους τραβάμε για να τους κάνουμε να μεγαλώσουν. Όχι μόνο διαταράσσουμε τη φυσική καλοσύνη μας, αλλά γινόμαστε επίσης δυστυχισμένοι και υποτασσόμαστε εύκολα στα χειρότερα ένστικτά μας, όπως η ζήλια, ο θυμός και η μνησικακία.

Έτσι όμως βλάπτουμε τόσο τη δική μας ανθρώπινη φύση όσο και τους γύρω μας. Με το να εκδηλώνουμε το χειρότερο που έχουμε μέσα μας, βγάζουμε από τους άλλους τη χειρότερη πλευρά του εαυτού τους και τους κάνουμε να σκοτώνουν και εκείνοι τους δικούς τους βλαστούς. Οι περισσότεροι αποτυγχάνουμε να πραγματώσουμε τη δυνατότητά μας, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει» (σελ. 105-106).

 

Πώς σχετίζεται η καλοσύνη με την λήψη λογικών αποφάσεων;

«Εξωτερικεύουμε τις μεγάλες δυνατότητες που διαθέτει η ανθρώπινη φύση, όταν τελειοποιούμε τις συναισθηματικές αποκρίσεις μας. Καλλιεργώντας συνεχώς τον εαυτό μας μέσα από τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους και δουλεύοντας συνεχώς για να θρέψουμε τους βλαστούς της καλοσύνης οδηγούμαστε τελικά στο να κατανοούμε πως να παίρνουμε τη σωστή ηθική απόφαση σε κάθε δεδομένη κατάσταση» (σελ. 107).

Μια μεγγιανή προσέγγιση ως προς την ενοποίηση της γνωστικής και συναισθηματικής πλευράς σου θα ήταν να προσέξεις τις συναισθηματικές αποκρίσεις σου και μετά να προσπαθήσεις να τις αλλάξει προς το καλύτερο, να χρησιμοποιήσεις τον νου σου για να καλλιεργήσεις τα συναισθήματά σου και να αποκτήσεις συνείδηση του τι πυροδοτεί τα συναισθήματά σου και τις αντιδράσεις σου σε καθημερινή βάση.

Ποιες είναι οι συνήθειες που έχουν σχηματιστεί, οι εδραιωμένες αφηγήσεις μέσα από τις οποίες αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο;» (σελ. 109).

Η καλλιέργεια της καρδιάς-νου είναι μια πράξη που κατευθύνεται προς τα έξω και έχει ως σκοπό όχι να μας αποκόψει από τον κόσμο, αλλά να μας εμπλέξει βαθύτερα σε αυτόν, έτσι ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας μέσα από κάθε αλληλεπίδραση. Έχει να κάνει και με το να εστιάζουμε την προσοχή μας, όχι όπως το κάνουμε με βάση την έννοια της ενσυνείδησης, αλλά με μια κομφουκιανή έννοια.

[…] Η ζωή γίνεται μια σειρά από ανεπεξέργαστες αποκρίσεις που έχουν μετατραπεί σε μοτίβα, τα οποία συχνά καταλήγουν να γίνουν αρνητικά. Πολλά από όσα εκλαμβάνουμε συχνά ως συνειδητές αποφάσεις είναι απλώς αναπαραγωγή παλιών μοτίβων συμπεριφοράς.

Εάν καλλιεργήσουμε τα συναισθήματά μας, με την πάροδο του χρόνου και με την εμπειρία που αποκτούμε μπορούμε να μάθουμε να αισθανόμαστε τις προδιαθέσεις των άλλων με μεγαλύτερη ακρίβεια, να εκτιμούμε τι συμβαίνει πραγματικά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και να δουλεύουμε για να αλλάξουμε το αποτέλεσμα. […] Μπορούμε να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας για να έχουμε πάντα συνείδηση αυτών των περιπλοκών και να γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε για να τις αλλάξουμε.

«Η εκπαίδευση της καρδιάς-νου σημαίνει τελειοποίηση της κρίσης μας. Το να βλέπουμε τη μεγαλύτερη εικόνα, να κατανοούμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου και να θυμόμαστε ότι διαφορετικά συναισθήματα, όπως η αγωνία, ο φόβος, ή η χαρά θα φέρουν προς τα έξω διαφορετικές πλευρές των ανθρώπων που έχουμε την τάση να τους θεωρούμε άκαμπτους. Η αίσθηση του ορθού πράττειν γίνεται μια πιο πολύπλοκη και αναπτυγμένη μορφή του ενστίκτου εκείνου που θα σε ωθούσε να σώσεις ένα παιδί που κινδυνεύει να πέσει σε ένα πηγάδι. Όπως δεν θα χρειαζόταν να αναρωτηθείς συνειδητά τι πρέπει να κάνεις για ένα παιδί που βρίσκεται σε κίνδυνο, έτσι δεν θα χρειαζόταν να αναρωτηθείς πώς να κινηθείς στις καθημερινές συναναστροφές σου, εάν είχες καλλιεργήσει την καρδιά νου» (σελ. 113).

 

«Θυμήσου ότι αυτός που νομίζεις ότι είσαι και ειδικά αυτό που νομίζεις ότι είσαι εσύ όταν παίρνεις αποφάσεις είναι απλά ένα σύνολο μοτίβων συμπεριφοράς στα οποία έχεις προσκολληθεί. Όπως μπορείς να γίνεις ένας απαισιόδοξος άνθρωπος απλά επειδή θεωρείς τον εαυτό σου απαισιόδοξο, έτσι μπορείς να παίρνεις αποφάσεις που διαμορφώνουν το ποιος γίνεσαι ακριβώς επειδή νομίζεις ότι αντικατοπτρίζουν το ποιος είσαι. Μόλις όμως το κάνεις αυτό, περιορίζεσαι προτού ακόμα ξεκινήσεις» (σελ. 114).

 

Πηγή:

Μάικλ Πιούετ & Κριστίν Γκρος-Λο. 2024. Το Μονοπάτι. Διδάγματα της κινεζικής φιλοσοφίας για μια καλύτερη ζωή. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Περί αποφάσεων

Μέγγιος

 

«Το πώς ζούμε και λαμβάνουμε αποφάσεις εξαρτάται κατά βάση από το εάν πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο συνεκτικό και σταθερό ή σε έναν κόσμο απρόβλεπτο και ασταθή.

Πώς μπορούμε όμως να ζούμε μια καλή ζωή αν παραιτηθούμε από την ιδέα ότι ο κόσμος έχει μια τάξη και είναι δίκαιος και ότι πετυχαίνουμε στη ζωή μας όταν την χαρτογραφούμε; Πώς μπορούμε να κάνουμε σχέδια για οτιδήποτε, να αποφασίζουμε για οτιδήποτε, εάν ζούμε σε έναν απρόβλεπτο κόσμο;» (σελ. 96).

 

Συνεκτικοί και απρόβλεπτοι κόσμοι

«Όταν κάνουμε σχέδια για το μέλλον, έχουμε την τάση να υποθέτουμε ότι το μέλλον είναι προβλέψιμο. Φυσικά, στα λόγια δεχόμαστε ότι η ζωή μπορεί να αλλάξει, ανά πάσα στιγμή και ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο. Παρόλα αυτά, εκπλησσόμαστε όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως περιμέναμε. Και αυτό γιατί όσον αφορά το πώς ζούμε τη ζωή μας, συμπεριφερόμαστε συνήθως ωσάν να υπήρχαν ορισμένοι σταθεροί παράγοντες στους οποίους μπορούμε να βασιστούμε, σε έναν κόσμο που είναι συνεκτικός και αυτή η παραδοχή επηρεάζει τις αποφάσεις μας» (σελ. 97).

Ο Μέγγιος θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι απρόβλεπτος. Πίστευε ότι η σκληρή δουλειά δεν οδηγεί απαραίτητα στην ευημερία και οι κακές πράξεις δεν τιμωρούνται σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αναγκαίο. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τίποτα, ο κόσμος δεν διαθέτει καμία σταθερή πρωταρχική συνοχή στην οποία θα μπορούσε κανείς να βασιστεί. Ο Μέγγιος πίστευε ότι ο κόσμος είναι θρυμματισμένος και βρίσκεται σε μια αιώνια αταξία που απαιτεί συνεχή εργασία. Και μόνο όταν κατανοήσουμε ότι τίποτα δεν είναι σταθερό θα μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις και να ζήσουμε τη ζωή μας με τη μεγαλύτερη ευρύτητα (σελ. 99).

Ο ίδιος «πίστευε ότι μόνο τότε μπορεί κανείς να γίνει ηθικός, όταν δεν σκέφτεται ότι υπάρχει κάποιο συνεκτικό σύστημα ανταμοιβών και τιμωριών. Εντέλει, εάν πιστεύεις ότι υπάρχει ένα τέτοιο σύστημα, δεν θα προσπαθείς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, αλλά θα πράττεις με τέτοιο τρόπο που θα σου προσφέρει οφέλη για τον εαυτό σου. Το μεγάλο κοινωνικό όραμα του Μο Τζι για τη δημιουργία ενός τέλειου κόσμου καθολικής μέριμνας θα οδηγούσε, παραδόξως, σε έναν κόσμο γεμάτο από εγωιστές που σκέφτονται μόνο το συμφέρον τους» (σελ. 100).

«Ο Μέγγιος φοβόταν ότι οι προσπάθειες να διαμορφωθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά με έναν τέτοιο υπολογιστικό τρόπο θα είχαν ως συνέπεια να αποκοπεί το γνωστικό από το συναισθηματικό μέρος μας.

Από μια ρεαλιστική σκοπιά, πώς θα μπορούσαμε πότε να αγαπάμε το παιδί ενός άγνωστου όσο αγαπάμε το δικό μας; Φυσικά, το να αφαιρέσουμε τα συναισθήματα από την εξίσωση ήταν ακριβώς η θέση του Μο Τζι: Η νόηση θα πρέπει να μας επιτρέψει να αποφασίσουμε ορθολογικά τι είναι καλό και τι όχι, μακριά από καπρίτσια και επιθυμίες. Αλλά ο Μέγγιος πίστευε ότι αυτό που ξεχωρίζει τους καλούς ανθρώπους από τους άλλους είναι ότι δεν έχουν χάσει την επαφή με τη συναισθηματική τους πλευρά. Αντιθέτως, διατηρούν τις συναισθηματικές αποκρίσεις τους και τις καλλιεργούν εντατικά και με προσοχή. Και με τον τρόπο αυτό γνωρίζουν τι είναι σωστό να πράξει κανείς σε κάθε περίσταση- ποια είναι η σωστή απόφαση που πρέπει να ληφθεί.

[…] Οι περισσότεροι, όπως ο Μο Τζι θεωρούμε τον κόσμο συνεκτικό. Ξέρουμε ότι τα πράγματα δεν πάνε πάντα με βάση το σχέδιο, αλλά έχουμε την τάση να υποθέτουμε πως υπάρχει ένας γενικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Αν δουλέψεις σκληρά θα τα πας καλά στο σχολείο. Εάν λάβεις καλή εκπαίδευση, θα βρεις μια δουλειά που θα σε ευχαριστεί. Αν παντρευτείς τον έρωτα της ζωής σου, θα ζήσεις μια παραμυθένια ζωή» (σελ. 100-101).

«Μπορούμε συνεχώς να βελτιώνουμε τη συναισθηματική αντίληψή μας με τέτοιο τρόπο που να συντονίζεται με τη νόησή μας, ώστε να παίρνουμε αποφάσεις που διανοίγουν το μέλλον, αντί να το περιορίζουν. Δεν ζούμε σε ένα αμετάβλητο κόσμο και για τον λόγο αυτό το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να αγνοούμε τα συναισθήματα. Αυτά μας επιτρέπουν να συλλαμβάνουμε όλες τις αποχρώσεις μιας κατάστασης και να βρίσκουμε τον δρόμο μας, όποιο και αν ήταν το σημείο εκκίνησης. […]

Ο μόνος τρόπος για να έχουμε πλήρη επίγνωση της πολυπλοκότητας των καταστάσεων είναι να καλλιεργήσουμε την ικανότητά μας να κατανοούμε το πώς οι πράξεις μας είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε θετικές τροχιές και πίστευε πως όλοι έχουμε γεννηθεί με τη δυνατότητα να το κάνουμε- με τη δυνατότητα για καλοσύνη» (σελ. 102-104).

 

Πηγή:

Μάικλ Πιούετ & Κριστίν Γκρος-Λο. 2024. Το Μονοπάτι. Διδάγματα της κινεζικής φιλοσοφίας για μια καλύτερη ζωή. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.