Πρόκειται για μια διαταραχή ύπνου
που χαρακτηρίζεται από επανειλημμένα επεισόδια αιφνίδιας αφύπνισης από τον
ύπνο, που αρχίζουν με μια κραυγή πανικού και συνοδεύονται από έντονο φόβο και
διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Τα επεισόδια αυτά ξεκινούν συνήθως
μία έως τρεις ώρες από τη στιγμή που το παιδί θα κοιμηθεί. Ένα βασικό
χαρακτηριστικό είναι η μη δυνατότητα ανταπόκρισης των προσπαθειών των άλλων να
ηρεμήσουν το παιδί κατά τη διάρκεια του επεισοδίου. Είναι δύσκολο να
προσδιοριστεί η αιτία του τρόμου, ενώ την επόμενη μέρα το παιδί δεν θυμάται το
επεισόδιο ούτε και το όνειρο που είδε και το τρόμαξε. Εάν το παιδί ξυπνήσει
κατά τη διάρκεια του επεισοδίου εμφανίζεται αποδιοργανωμένο και έχει δυσκολίες
προσανατολισμού στο χώρο και στο χρόνο (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006).
Ο νυχτερινός τρόμος, όπως και οι
άλλες δυσκολίες ύπνου στα μικρά παιδιά αποτελεί ένα μεταβατικό αναπτυξιακό
φαινόμενο που το παιδί το ξεπερνά μεγαλώνοντας. Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί
στο παιδί ένα ήρεμο περιβάλλον, στο οποίο θα μειωθούν οι αγχογόνοι παράγοντες
στο περιβάλλον, θα ενισχυθούν τα συναισθήματα ασφάλειας του παιδιού, θα
τηρείται ένα σταθερό πρόγραμμα ύπνου και θα χρησιμοποιείται η ενθάρρυνση από
τους γονείς προς το παιδί. Απώτερος σκοπός είναι να περιοριστούν οι παιδικοί
φόβοι των παιδιών που σχετίζονται με τον ύπνο και της εξασφάλιση επαρκούς και ήσυχου ύπνου (Κάκουρος &
Μανιαδάκη, 2006).
Ο νυχτερινός τρόμος διαφοροποιείται
από τους εφιάλτες, καθώς εμφανίζεται σε διαφορετική φάση ύπνου σε σύγκριση με
τους εφιάλτες και το παιδί δεν ξυπνά από το όνειρο, κι έτσι δεν έχει τη
δυνατότητα επαφής με το περιβάλλον. Το παιδί ξυπνά με τους εφιάλτες και μπορεί
να ανακαλέσει το περιεχόμενό τους την επόμενη ημέρα, ενώ τα συμβάντα νυχτερινού
τρόμου δεν μπορούν να ανακληθούν από το παιδί, καθώς δεν θυμάται τι συνέβη.
Ο νυχτερινός τρόμος μπορεί να
διαρκέσει από λίγα λεπτά έως και μισή ώρα, ενώ κατά τη διάρκεια του επεισοδίου
το παιδί φαίνεται πως έχει ξυπνήσει, μιλά χωρίς ειρμός, φωνάζει ή ουρλιάζει,
χωρίς όμως να μπορεί να επικοινωνήσει με τους γονείς του, γιατί ουσιαστικά
συνεχίζει να κοιμάται. Επίσης, μπορεί να αναπνέει με γρήγορο ρυθμό, να
εμφανίσει γρήγορο σφυγμό και να ιδρώσει. Χαρακτηριστική είναι η ξαφνική κραυγή
του παιδιού, που φαίνεται πως διακατέχεται από έντονο φόβο, ταχυκαρδία,
ταχύπνοια, εφίδρωση και γενικευμένη σύγχυση.
Η αντίδραση των γονιών παίζει
σημαντικό ρόλο καθώς θα πρέπει να είναι ψύχραιμοι και να μην τρομάξουν αλλά και
να κατανοήσουν ότι το παιδί δεν μπορεί να τους απαντήσει και να επικοινωνήσει
μαζί τους εκείνη τη στιγμή. Οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το άγχος, η
κούραση, η στενοχώρια και η έλλειψη ύπνου μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση ή
ενίσχυση των περιστατικών νυχτερινού τρόμου. Είναι σημαντικό το παιδί να
κοιμάται 10-11 ώρες καθημερινώς ώστε να αποφορτίζεται από τα αρνητικά
συναισθήματα και τις καταστάσεις που το πιέζουν. Για την ασφάλεια του παιδιού
οι γονείς φροντίζουν ώστε να μην υπάρχουν επικίνδυνα αντικείμενα στο δωμάτιο
του.
Επομένως, οι γονείς γενικά θα
πρέπει να εξασφαλίσουν ένα ήρεμο και ασφαλές περιβάλλον στο παιδί, καθώς η
ποιότητα του ύπνου εξαρτάται από τα βιώματα του παιδιού κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οι περισσότερες περιπτώσεις νυχτερινού τρόμου ξεπερνιούνται καθώς το παιδί
μεγαλώνει. Έτσι, δεν απαιτείται περαιτέρω έλεγχος, παρά μόνο αν τα επεισόδια
είναι αρκετά σοβαρά ή παρατεταμένης διάρκειας.
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Εκδόσεις Τυπωθήτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου