«Μερικοί γονείς θέλουν να είναι φιλαράκια με τα παιδιά τους.
Αρνούμενοι τη διαφορά της ηλικίας, τους κάνουν εκμυστηρεύσεις για να
υποκινήσουν τις δικές τους, υιοθετούν τον τρόπο ντυσίματός τους και είναι
έτοιμοι να ανεχτούν οτιδήποτε. Αυτή η στάση είναι πολύ καταπιεστική για τους
εφήβους. Στην καλύτερη περίπτωση, οι νέοι τους ξαποστέλνουν στον «κόσμο των
γέρων», με το πρόσχημα ότι δεν έχουν τις ίδιες προτιμήσεις. Στη χειρότερη
επωφελούνται όσο γίνεται περισσότερο ώσπου να διαπράξουν το παράπτωμα που θα
κάνει τους γονείς τους να αντιδράσουν και να τιμωρηθούν, τελικά, από άλλους
ενήλικες. Και στις δύο περιπτώσεις, οι έφηβοι είναι ανίσχυροι, ανίκανοι να
αντιταχθούν, θλιμμένοι και παθητικοί» (Delaroche, 2005: 238).
Οι γονείς επιλέγουν να είναι περισσότερο φίλοι με τα παιδιά
προσπαθώντας να έρθουν κοντά τους ή καλύπτοντας δικές τους ανάγκες και φοβίες, όπως
την αγωνία να μην μεγαλώσουν και να μην γεράσουν; Τα παιδιά χρειάζονται γονείς-
φίλους ή γονείς που δεν χάνουν το ρόλο του γονέα ώστε να νιώθουν ασφάλεια,
εμπιστοσύνη και σταθερότητα. Ίσως, η σύγχυση δημιουργείται στην προσπάθεια των
γονέων να προσεγγίσουν τα παιδιά τους. Ο γονιός που δεν χάνει το ρόλο του
γονιού δεν σημαίνει πως δεν είναι κοντά στο παιδί, δεν το κατανοεί και δεν το
νοιάζεται. Ορισμένες φορές οι γονείς στην προσπάθεια να έρθουν κοντά στο παιδί
το «παίζουν» φίλοι του κι αυτό συνήθως περισσότερο εξοργίζει τον έφηβο, παρά
τον κάνει να νιώθει άνετα. Αλλά ακόμα κι όταν δεν εξοργίζεται έρχεται σε
σύγχυση, καθώς μπερδεύονται οι ρόλοι και σε κάποιες περιπτώσεις το παιδί
παίρνει το ρόλο του γονέα και ο γονιός του ρόλου του παιδιού.
Ο γονιός χωρίς να χάνει το ρόλο του γονιού απέναντι στο παιδί
μπορεί να έρθει κοντά του και να αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης, στην οποία όμως
θα υπάρχουν όρια αλλά και περιορισμοί. Το παιδί δεν είναι ο φίλος του γονιού
για να μοιράζεται μαζί του ο γονιός σκέψεις, όνειρα, ιδέες και συναισθήματα,
προβληματισμούς και ανησυχίες. Το παιδί κάποια πράγματα τα βλέπει διαφορετικά
και κάποιες καταστάσεις δεν είναι ακόμη εύκολο να τις διαχειριστεί, επομένως, ο
γονιός που αντιμετωπίζει το έφηβο παιδί ως ένα ώριμο παιδί που θα τον στηρίξει
και θα τον ακούσει δεν σκέφτεται ότι χάνονται λίγο οι ρόλοι και των δύο και ο
γονιός ξεχνά σε ποιον απευθύνεται και κατά πόσο μπορεί να του εκμυστηρευτεί τις
δικές του σκέψεις.
Γονιός- παιδί: δεν είναι φιλία, είναι μια σχέση που μαθαίνει
και στις δύο πλευρές στοιχεία που έχουν να κάνουν και με τη φιλία, όμως, δεν
είναι το ζητούμενο γονιός και παιδί να γίνουν φίλοι. Ο έφηβος έχει φίλους, αλλά
έχει ανάγκη και από γονείς… Και οι γονείς… οφείλουν να είναι δίπλα του χωρίς να
χάνουν το ρόλο τους, δείχνοντας στον έφηβο εμπιστοσύνη, σεβασμό και ενδιαφέρον
και αναπτύσσοντας μια σχέση όπου ο έφηβος θα νιώθει άνετα να μιλήσει, θα νιώθει
εμπιστοσύνη και σιγουριά, αλλά δεν θα ξεχνά ότι μιλά με τον γονιό του και όχι
με τον κολλητό του. Ο έφηβος έχει ανάγκη από γονείς και από φίλους. Πρόκειται
για διακριτούς ρόλους που μπορούν να καλυφθούν από διαφορετικά πρόσωπα.
Οι γονείς που νιώθουν την ανάγκη να είναι φίλοι των παιδιών τους
θα πρέπει να αναρωτηθούν τι δικές τους ανάγκες καλύπτει αυτή η επιλογή τους. Οι
γονείς μπορεί να νιώθουν άνετα να συζητούν με το παιδί τους τα δικά τους προβλήματα,
μπορεί να νιώθουν εμπιστοσύνη και ότι δεν θα προδοθούν, ενώ μπορεί να νιώθουν
άνετα. Όταν όμως ο έφηβος επιλέξει να αποστασιοποιηθεί λίγο από αυτή τη σχέση,
ο γονιός μπορεί να νιώσει εγκαταλελειμμένος και μόνος…
Delaroche, P. (2005). Εφηβεία:
Τα προβλήματά της και πώς θα τα αντιμετωπίσετε. Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου