Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Βρέφος- μητέρα: Η συνομιλία με τα μάτια…

Η επαφή με τα μάτια είναι καθοριστική για τον δεσμό με τη μητέρα. Το μωρό είναι αρκετά ικανό για να προσελκύσει κοινωνικές και διανοητικές επαφές με τους γονείς του και έλκεται από το βλέμμα της μητέρας του. Τότε εκείνη εφαρμόζει τέτοιες στρατηγικές με τα μάτια και τοποθετώντας το παιδί στο ύψος των ώμων της προσπαθεί να το κάνει να έρθει σε επαφή μαζί της. Έτσι, όσο πιο σταθερό είναι το βλέμμα της μητέρας τόσο εντονότερη είναι η συνομιλία, θα έλεγε κανείς. Έχει διαπιστωθεί ότι νεογέννητα δέκα εβδομάδων δείχνουν την ανησυχία τους όταν η μητέρα τους τα κοιτάζει με απαθές πρόσωπο ή όταν τους μιλάει γυρισμένη στο πλάι, διότι αμέσως ταράζονται και κουλουριάζονται. Επίσης, οι μητέρες μωρών που γεννήθηκαν τυφλά νιώθουν μια επώδυνη έλλειψη επαφής (Simonnet, 2008). 


 

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τόσο ο Daniel Stern (1985), όσο και ο Kenneth Wright (1991), οι οποίοι θεωρούν το αμοιβαίο βλέμμα μεταξύ μητέρας και βρέφους ως κύριο παράγοντα ανάπτυξης ενός εσωτερικού κόσμου, στον οποίο ο δεσμός μπορεί να αντιπροσωπεύεται και να ρυθμίζεται (Holmes, 2009). Το νεογέννητο πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ότι όταν χαμογελάει με ορθάνοιχτα τα μάτια του, τότε η μητέρα του θα το κοιτάξει οπωσδήποτε και θα αρχίσει να του μιλάει. Καταλαβαίνοντας ότι η συμπεριφορά του προκαλεί τέτοια επικοινωνία, το μωρό αρχίζει να χρησιμοποιεί το χαμόγελό του υφαίνοντας μια πρώτη συνομιλία με την μητέρα του ενισχύοντας έτσι τον πρώιμο δεσμό (Simonnet, 2008). Όσο περισσότερο χαμογελά η μητέρα στο βρέφος, τόσο περισσότερο εκείνο ανταποκρίνεται κ.ο.κ. Καθώς συνεχίζεται η ανάπτυξη, η μητρική ικανότητα ανταπόκρισης αποτελεί βασικό καθοριστικό παράγοντα της ποιότητας  του δεσμού (Holmes, 2009).

 


Η μίμηση και η ομιλία

Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν για παράδειγμα το βρέφος παράγει τυχαία τον ήχο «μα-μά», ο οποίος προκαλεί εντύπωση στη μητέρα και επαναλαμβάνεται με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Έτσι, το βρέφος μαθαίνει να προφέρει ορισμένους ήχους απλά επειδή τους έχει συνδέσει με ευχάριστες καταστάσεις όπως λ.χ. η παρουσία και φροντίδα της μητέρας. Με άλλα λόγια, το βρέφος «διδάσκεται» να αποδίδει ορισμένη σημασία στους ήχους που προφέρει εξαιτίας της αντίδρασης των ανθρώπων του περιβάλλοντός του οι οποίοι επαναλαμβάνουν τους ήχους που αυτό παράγει. Έπειτα το βρέφος μιμείται τις φωνές των ανθρώπων κι έτσι μαθαίνει να μιλά (Χαραλαμπόπουλος, 1987).

Πολλοί ερευνητές όπως οι Pawlby, Papousek & Papousek, Moren, Usgiris κ.α. δέχονται ότι το βρέφος μαθαίνει σταδιακά να μιμείται τη μητέρα του επειδή εκείνη με τις μιμήσεις της δημιουργεί το ενισχυτικό εκείνο πλαίσιο που οδηγεί το βρέφος στην αναπαραγωγή των ήχων. Ασφαλώς, λαμβάνοντας τα στοιχεία από νατουραλιστικές και πειραματικές μελέτες των τελευταίων 20 ετών, αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου στη φυσική επικοινωνία μητέρας – βρέφους προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: 1ον η φωνητική μίμηση είναι συνεχώς παρούσα από τη 15η ημέρα, 2ον οι μητέρες μιμούνται τα βρέφη συχνότερα απ’ ότι αυτά εκείνες και 3ον οι λεκτικές μιμήσεις είναι σημαντικά συχνότερες από τις μη λεκτικές (Κουγιουμτζάκης, 1992). Ο Spitz επισημαίνει επίσης έναν παράγοντα που παραγνωρίζουμε: πρόκειται για την μίμηση του μωρού απ’ τη μητέρα του, απ’ τους γονείς του, οι οποίοι αναπαράγουν τις φωνές, τις χειρονομίες, τον τρόπο της ομιλίας, τον ιδιαίτερο τονισμό των λέξεων κ.ο.κ. του παιδιού (Γκαρπάρ & Τεοντόρ, 1996).

 


Η συμβολή των γευμάτων στην εκδήλωση του συναισθήματος

Μαγνητοσκοπήσεις σε βίντεο έδειξαν επίσης ότι τα μωρά τρώνε με ιδιαίτερη όρεξη όταν η μητέρα τους προσέχει τις εκφράσεις τους. Έτσι, η γεύση γίνεται αντικείμενο εκμάθησης που δραστηριοποιεί το συναίσθημα και την εκδήλωσή του. Το νεογέννητο δημιουργεί εξαρτημένα αντανακλαστικά στη μητέρα του όταν π.χ. κλαίει με έναν ορισμένο τρόπο για να εκφράσει την πείνα του. Αρκεί το κλάμα του για να φέρει η μητέρα του στο μυαλό της το θηλασμό και να ξεκινήσει αυτόματα η έκκριση γάλακτος (Simonnet, 2008). Ένα από τα πλεονεκτήματα του θηλασμού είναι ότι παρέχει στο βρέφος αρκετό χρόνο ώστε να βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του και να έχει την απαραίτητη σωματική, αλλά και ψυχική επαφή και επικοινωνία μαζί της. Αντίθετα, το μπιμπερό συνήθως το μωρό μαθαίνει να το κρατάει μόνο του με συνέπεια να θυσιάζεται η στενή επαφή ανάμεσα σε αυτό και στη μητέρα (Μίλερ, 1995).

 


Από την συμβιωτική περίοδο, στην περίοδο του διαχωρισμού και της εξατομίκευσης

Παραπάνω αναφερθήκαμε κυρίως στην συναισθηματική εξέλιξη μεταξύ μητέρας – βρέφους κατά τους πρώτους έξι μήνες. Είναι αρκετά σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η περίοδος περιγράφεται ως συμβιωτική. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η ψευδαίσθηση του κοινού ορίου ανάμεσα στην μητέρα και το βρέφος, δηλώνοντας έτσι μεταφορικά την έλλειψη διαφοροποίησης και συνιστώντας μια κατάσταση εκτεταμένης ψυχολογικής, συναισθηματικής και νοητικής συγχώνευσης, σαν να πρόκειται για μια ενιαία δυάδα. Η περίοδος αυτή είναι αναγκαία για το βρέφος, διότι του εξασφαλίζει την αίσθηση της ασφάλειας μιας και το ίδιο αισθάνεται απολύτως αδύναμο και εξαρτημένο. Στους έξι όμως μήνες ο συνδυασμός της ταχείας νοητικής και σωματικής ανάπτυξης οδηγούν στην διαμόρφωση των πρώτων ορίων ανάμεσα στο «εγώ» και στο «μη εγώ» του παιδιού. Με την ψυχική διαφοροποίηση του παιδιού από την μητέρα του αυξάνεται η ερευνητική δραστηριότητα και η επιθυμία του παιδιού για αυτονομία και ανεξαρτησία χωρίς όμως να σημαίνει ότι γίνεται ανεξάρτητο. Πλέον η συμβιωτική περίοδος έχει παρέλθει και το βρέφος εισέρχεται στην περίοδο του διαχωρισμού και της εξατομίκευσης (Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, 2006). Επειδή όμως το παιδί ηλικίας έξι μηνών δεν μπορεί να ξεχωρίσει την προσωρινή απουσία της μητέρας του από τη μόνιμη απώλεια, αποκτά έντονο πόνο και άγχος (Emde, 1997), το οποίο ονομάζεται «άγχος αποχωρισμού» και κορυφώνεται στην περίοδο από 6 – 9 μηνών περίπου.

Συνοψίζοντας, αντιλαμβανόμαστε ότι οι πρώτες σχέσεις μεταξύ μητέρας – βρέφους ξεκινούν ήδη από την ενδομήτρια περίοδο και ότι οι πρώτοι έξι μήνες διαμορφώνουν έναν πρώιμο δεσμό όπου καθώς το βρέφος ωριμάζει και ωριμάζουν και οι αισθήσεις του, εκδηλώνεται το άγχος αποχωρισμού το οποίο κορυφώνεται στην περίοδο από 6 – 9 μηνών περίπου. Ο δεσμός, η προσκόλληση και το άγχος αποχωρισμού είναι αλληλένδετα και εκδηλώνονται τόσο από το βρέφος όσο και από τη μητέρα, άρα μιλούμε για μια σχέση αμφίδρομη.  

 


Βιβλιογραφία

Γκαρμπάρ, Κ. & Τεοντόρ, Φ. (1996). Το παιδί, η οικογένεια, το σχολείο. Η οικογένεια μωσαϊκό. Αθήνα: Πατάκης.

Holmes J. (2009). O John Bowlby και η θεωρία του δεσμού. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κουγιουμτζάκης Γ. (1992). Πρόοδος στην αναπτυξιακή ψυχολογία των πρώτων χρόνων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Μίλερ Λ. (1995). Ψυχαναλυτική βιβλιοθήκη για το παιδί και τον έφηβο, κατανοώντας το βρέφος σας. Αθήνα: Καστανιώτης.

Παπαδάκη – Μιχαηλίδη Ε. (2006). Ο δεσμός της αγάπης, στοιχεία της ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού μέσα από την νεοψυχαναλυτική σκέψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Simonnet, D. (2008). Αχ, αυτά τα μωρά! Πόσα ξέρουν… Πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης για τον πλούσιο συναισθηματικό και νοητικό κόσμο του εμβρύου, του νεογέννητου και του μωρού. Αθήνα: Θυμάρι.

Χαραλαμπόπουλος, Β. Ι. (1987). Η ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η εφαρμογή επιστημονικών αρχών και η οικογενειακή και σχολική αγωγή. Gutenberg, Αθήνα.

 

 


 Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου