κατά την ενδομήτρια περίοδο έως τους έξι πρώτους μήνες
Σύμφωνα με τους ηθολόγους, ο πρώιμος δεσμός θα μπορούσε να δημιουργηθεί πριν από τη γέννηση. Οι έντονες συγκινήσεις που νιώθει η μητέρα προκαλούν την έκκριση ιδιαίτερων ορμονών που μπορούν να μεταδοθούν διαμέσω του πλακούντα στο έμβρυο. Ο φόβος ή το άγχος της μητέρας γίνονται αισθητά στο έμβρυο με χημικά μηνύματα και αυτό είχε αποδειχθεί ύστερα από πειράματα όπου το έμβρυο αντιδρούσε με δυνατές κλωτσιές όταν προκαλούσαν μια ξαφνική αγωνία στη μητέρα. Οι μητέρες που είναι πολύ ευτυχισμένες επειδή θα γεννήσουν, γεννούν παιδιά με καλή σωματική και ψυχική υγεία. Άσχημες καταστάσεις, όπως μεγάλες συζυγικές αγωνίες, απώλεια ενός μέλους της οικογένειας και κυρίως η απώλεια του πατέρα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης προκαλούν στρες στα νεογέννητα. Ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες μπορούν να οδηγήσουν σε πρόωρη γέννα, στην εκδήλωση προβλημάτων υγείας στα παιδιά, ενώ η αδιαφορία για το μωρό που θα γεννηθεί μπορεί να προκαλέσει συναισθηματικές διαταραχές στο παιδί (Simonnet, 2008).
Η ακοή είναι η αίσθηση που δέχεται τα περισσότερα ερεθίσματα μέσα στη μήτρα. Παρόλο που τα αυτιά του εμβρύου είναι καλυμμένα με βλεννογόνο και το ακουστικό του περιβάλλον ιδιαίτερα επηρεασμένο από μέσα, είναι αναμφισβήτητο ότι από τους έξι κιόλας μήνες ακούει. Τα πρόωρα βρέφη των έξι μηνών δείχνουν πράγματι να ανταποκρίνονται στα ηχητικά ερεθίσματα. Μάλιστα σε ορισμένα μαιευτήρια εκπαιδεύουν τις μητέρες να τραγουδούν ένα συνηθισμένο νανούρισμα στα έμβρυά τους. Τα βρέφη ακόμη κι ένα χρόνο μετά τη γέννησή τους, έδειξαν ότι θυμόντουσαν πολύ καλά το νανούρισμα και αν έκλαιγαν σταματούσαν αμέσως το κλάμα, οπότε αποδείχθηκε ότι τα βρέφη διαθέτουν ηχητική μνήμη. Συνήθως, το μωρό καταλαβαίνει ποιος μιλάει κι αυτό υποδεικνύει ότι μπορεί να έχει επαφή με τις αισθήσεις του και ίσως με τα συναισθήματά του. Ύστερα από πειράματα, μωρά δύο εβδομάδων που έβλεπαν ένα άγνωστο πρόσωπο να μιλάει με τη φωνή της μητέρας τους έδειχναν να είναι πραγματικά έντρομα, αλλά τρόμαζαν το ίδιο αν η μητέρα τους μιλούσε με ξένη φωνή (Simonnet, 2008).
Εκτός όμως από τα μωρά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι μισές από τις μητέρες αναγνωρίζουν από την πρώτη μέρα το παιδί τους από τη φωνή. Ακόμη, οι μεγάλες κατηγορίες κλαμάτων ήταν ήδη γνωστές στους γονείς, όπως π.χ. το κλάμα της πείνας. Από την άλλη, όταν ένα μωρό φωνάζει ή κλαίει πολλές φορές δεν το κάνει για να το πάρουμε αγκαλιά και να το παρηγορήσουμε, αλλά το κάνει διότι έχει ανάγκη να επικοινωνήσει. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη, λοιπόν, ότι το νεογέννητο όχι μόνο έχει ανάγκη την επικοινωνία με τους γύρω του, αλλά την επιδιώκει κιόλας.
Κατά τη γέννηση το δέρμα του βρέφους αποτελεί ένα αισθητήριο όργανο, ένα μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε αυτό και στη μητέρα του. Το μωρό αναγνωρίζει τη μητέρα του και μάλιστα όσο θερμότερες είναι οι επαφές που έχει μαζί της, τόσο γρηγορότερα επιτυγχάνεται και διευκολύνεται η αναγνώριση. Η πρώτη επαφή είναι σωματική και αισθησιακή, η αφή είναι για τα νεογέννητα ένας προνομιούχος τρόπος επικοινωνίας και μερικές φορές περιγράφεται ως η πρώτη γλώσσα (Simonnet, 2008).
Πέραν όλων αυτών, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι για μερικούς ηθολόγους η επαφή με τα μάτια είναι καθοριστική για το δεσμό με την μητέρα. Το μωρό είναι αρκετά ικανό για να προσελκύσει κοινωνικές και διανοητικές επαφές με τους γονείς του και έλκεται από το βλέμμα της μητέρας του. Τότε εκείνη εφαρμόζει τέτοιες στρατηγικές με τα μάτια και τοποθετώντας το παιδί στο ύψος των ώμων της προσπαθεί να το κάνει να έρθει σε επαφή μαζί της. Έτσι, όσο πιο σταθερό είναι το βλέμμα της μητέρας τόσο εντονότερη είναι η «συνομιλία» θα έλεγε κανείς. Έχει διαπιστωθεί ότι νεογέννητα δέκα εβδομάδων δείχνουν την ανησυχία τους όταν η μητέρα τους τα κοιτάζει με απαθές πρόσωπο ή όταν τους μιλάει γυρισμένη στο πλάι, διότι αμέσως ταράζονται και κουλουριάζονται. Επίσης, οι μητέρες μωρών που γεννήθηκαν τυφλά νιώθουν μια επώδυνη έλλειψη επαφής (Simonnet, 2008).
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τόσο ο Daniel Stern (1985), όσο και ο Kenneth Wright (1991), οι οποίοι θεωρούν το αμοιβαίο βλέμμα μεταξύ μητέρας και βρέφους ως κύριο παράγοντα ανάπτυξης ενός εσωτερικού κόσμου, στον οποίο ο δεσμός μπορεί να αντιπροσωπεύεται και να ρυθμίζεται (Holmes, 2009). Το νεογέννητο πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ότι όταν χαμογελάει με ορθάνοιχτα τα μάτια του, τότε η μητέρα του θα το κοιτάξει οπωσδήποτε και θα αρχίσει να του μιλάει. Καταλαβαίνοντας ότι η συμπεριφορά του προκαλεί τέτοια επικοινωνία, το μωρό αρχίζει να χρησιμοποιεί το χαμόγελό του υφαίνοντας μια πρώτη συνομιλία με την μητέρα του ενισχύοντας έτσι τον πρώιμο δεσμό. Όσο περισσότερο χαμογελά η μητέρα στο βρέφος, τόσο περισσότερο εκείνο ανταποκρίνεται κοκ. Καθώς συνεχίζεται η ανάπτυξη, η μητρική ικανότητα ανταπόκρισης αποτελεί βασικό καθοριστικό παράγοντα της ποιότητας του δεσμού (Holmes, 2009. Simonnet, 2008).
Πηγές:
Holmes, J. (2009). Ο John Bowlby και η θεωρία του δεσμού. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Simonnet, D. (2008). Αχ, αυτά τα μωρά! Πόσα ξέρουν… Πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης για τον πλούσιο συναισθηματικό και νοητικό κόσμο του εμβρύου, του νεογέννητου και του μωρού. Αθήνα: Θυμάρι.
Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου