Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Κοινωνικές αναπαραστάσεις: τι είναι;

 «Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι οντότητες σχεδόν απτές. Κυκλοφορούν, διασταυρώνονται και αποκρυσταλλώνονται, ασταμάτητα, στον καθημερινό μας κόσμο, μέσα από κουβέντες, χειρονομίες και συναντήσεις. Διαποτίζουν τις περισσότερες από τις κοινωνικές σχέσεις που κάνουμε, τα αντικείμενα που παράγουμε ή καταναλώνουμε, τις επικοινωνίες που ανταλλάσσουμε». Με αυτό το χωρίο ξεκινά η περιγραφή του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου «Η ψυχανάλυση, η εικόνα και το κοινό της», του Serge Moscovici (1999).


 

Για να δημιουργηθεί μια αναπαράσταση θα πρέπει μια εικόνα ή μια κατάσταση του εξωτερικού κόσμου να γίνει οικεία, να αποτυπωθεί στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, να μετατραπεί σε κάτι συγκεκριμένο, το οποίο θα συνδεθεί με την ήδη υπάρχουσα γνώση. Η αναπαράσταση είναι, επομένως, ένας ειδικός τρόπος οργάνωσης της γνώσης, που περιλαμβάνει τη στάση, την πληροφορία και το αναπαραστασιακό πεδίο ή την εικόνα. Η κοινωνική αναπαράσταση αποτελείται από προτάσεις, αντιδράσεις και εκτιμήσεις, όπου κάθε απεικόνιση κρύβει ένα νόημα αλλά και κάθε νόημα μπορεί να εκφράσει μια απεικόνιση. Η αναπαράσταση προκύπτει μέσα από τον τρόπο που απεικονίζεται και από τη σημασία που αποδίδεται στην έννοια του πράγματος ή της κατάστασης. Ταυτόχρονα η αναπαράσταση συνδέεται τις φαντασιακές και συμβολικές συμπεριφορές στην καθημερινή ζωή των ατόμων (Moscovici, 1999). 

Γενικά, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, παρ’ όλο που φέρουν τον επιθετικό προσδιορισμό «κοινωνικές», δεν περιορίζονται μόνο στο κοινωνικό επίπεδο, αλλά ουσιαστικά αποτελούν τη σύνδεση μεταξύ κοινωνικού και ενδοατομικού (ψυχολογικού), είναι δηλαδή απόρροιά τους. Είναι η γέφυρα ανάμεσα στον κοινωνικό και ατομικό κόσμο. Σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί η χρήση του όρου «κοινωνικές» ο Abric (1987, αναφ. στους Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1996) υποστηρίζει πως οι αναπαραστάσεις είναι κοινωνικές, επειδή κατά την παραγωγή και την επεξεργασία τους, επηρεάζονται άμεσα από κοινωνικές συνθήκες (ιστορικές, ιδεολογικές και οικονομικές). Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, ο όρος αυτός είναι δικαιολογημένος γιατί οι κοινωνικές αναπαραστάσεις παράγονται και καταναλώνονται συλλογικά, μέσα στο κοινωνικό πεδίο.

Η Jodelet (1984, αναφ. στους Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1996) θεωρεί τις κοινωνικές αναπαραστάσεις «τρόπους πρακτικής σκέψης, που προσανατολίζονται προς την επικοινωνία, την κατανόηση και τον έλεγχο του κοινωνικού, υλικού και ιδεατού περιβάλλοντος». Επιπλέον ο Moscovici υποστηρίζει πως η κοινωνική αναπαράσταση είναι πάντα η αναπαράσταση ενός υποκειμένου για ένα αντικείμενο, είναι μια κοινωνιογνωστική διεργασία μέσα στην οποία το υποκείμενο πλησιάζει το αντικείμενο, το οποίο μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα, ένα γεγονός, μια ιδέα, μια θεωρία (Παπαστάμου, 2008. Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1996).

Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι απαραίτητες στην καθημερινή μας ζωή, στις σχέσεις που αναπτύσσουμε με τους άλλους ανθρώπους, στην επικοινωνία, στις ανθρώπινες γενικότερα δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις. Μέσα από τις αναπαραστάσεις αυτές τα άτομα έχουν την ικανότητα να «διαβάζουν», να αποκωδικοποιούν και να ελέγχουν κοινωνιογνωστικά την πραγματικότητα. Η ύπαρξη και η λειτουργία μιας κοινωνίας στηρίζεται πάνω στις κοινωνικές αναπαραστάσεις. Ο όρος αυτός αφορά ότι έχει να κάνει με την κοινή σκέψη και είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνικά επεξεργασμένης και κοινά αποδεκτής γνώσης. Αποτελεί ένα εργαλείο, το οποίο βοηθά ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα να αντιλαμβάνεται και να ιδιοποιείται τον περιβάλλοντα κόσμο (Hogg & Vaughan, 2010. Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1996). 


 

Σύμφωνα με τον Moscovici, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις έχουν δύο όψεις: μια παθητική όψη, που αφορά μια ομοιόμορφη αντιγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας και μια ενεργητική όψη, που σχετίζεται με μια «αναπαραγωγή» των ερεθισμάτων, τα οποία αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Abric (1987), η αναπαράσταση είναι «σύστημα προσδοκιών και προβλέψεων», είναι μια ενέργεια που πηγαίνει πέρα του άμεσου, προετοιμάζει το μέλλον. Τα άτομα βρίσκονται σε μια συνεχή δυναμική διαδικασία, η οποία διαμεσολαβείται από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, οι οποίες μιλάνε και δείχνουν, επικοινωνούν και εκφράζουν (αναφ. στους Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1996).

Όσον αφορά το περιεχόμενο των κοινωνικών αναπαραστάσεων, σύμφωνα με τον Moscovici, η κοινωνική αναπαράσταση αποτελείται από ένα «κόσμο απόψεων», ο οποίος αν και είναι διαφορετικός ανάλογα με την κοινωνιοψυχολογική ταυτότητα του ατόμου και το αξιολογικό σύστημα κάθε κοινωνίας, αναλύεται πάντοτε σε τρεις βασικούς παράγοντες, τρεις διαστάσεις: την πληροφορία, δηλαδή τις γνώσεις που έχει ποιοτικά και ποσοτικά ένα άτομο για ένα κοινωνικό αντικείμενο, την στάση, που συνίσταται στη γενική, θετική ή αρνητική τοποθέτηση του ατόμου ή της ομάδας απέναντι στο αντικείμενο της κοινωνικής αναπαράστασης και το πεδίο της αναπαράστασης, που εκφράζει την οργάνωση και την ποσότητα του περιεχομένου της κοινωνικής αναπαράστασης. Πιο συχνά παρουσιαζόμενη διάσταση είναι η στάση, η οποία καθορίζει και τις άλλες δύο διαστάσεις. Πιο αναλυτικά, μια θετική στάση απέναντι σε ένα αντικείμενο ωθεί το υποκείμενο να συλλέξει περισσότερες πληροφορίες για αυτό και να οργανώσει στην συνέχεια την κοινωνική αναπαράσταση, ενώ κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει όταν το υποκείμενο έχει μια αρνητική στάση απέναντι σε ένα αντικείμενο (Moscovici, 2017. Παπαστάμου, 2008. Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1996).

Η κοινωνική αναπαράσταση είναι μια συνεχή αλληλεπίδραση ανάμεσα στο άτομο (ψυχολογικό) και την κοινωνία (κοινωνικό), όπου το κοινωνικό μεταμορφώνει μια οποιαδήποτε γνώση σε αναπαράσταση, η οποία επηρεάζει το κοινωνικό. Προκειμένου να σχηματιστούν οι αναπαραστάσεις, ενεργοποιούνται δύο συγκεκριμένες διαδικασίες: η αντικειμενοποίηση, η οποία μετατρέπει το αφηρημένο σε συγκεκριμένο με την δημιουργία ενός εικονικού μοντέλου και την επένδυσή του με κατηγορίες της γλώσσας και της επικοινωνίας (φυσικοποίηση) και η επικέντρωση, η οποία συνίσταται στην ενσωμάτωση του νέου, αγνώστου αντικειμένου στο προϋπάρχον κοινωνιογνωστικό σύστημα, με στόχο την κατανόηση και την εξήγησή του. Η κοινωνική αναπαράσταση, δηλαδή, μετατρέπεται σε ένα αντικείμενο που διευκολύνει την πρόσληψή της (Hogg & Vaughan, 2010. Κοκκινάκη, 2006).

Ένα άτομο για να κατασκευάσει μια κοινωνική αναπαράσταση θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του προς ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο αυτό από το σύνολο των πληροφοριών που το συγκεκριμένο άτομο έχει στην διάθεσή του. Η εστία προσοχής και η διάχυση της πληροφορίας που μόλις περιγράφηκαν αποτελούν συνθήκες ανάδυσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Μια τρίτη συνθήκη είναι η πίεση που δέχεται το άτομο για εξαγωγή ενός συμπεράσματος και η οποία είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της αναγκαιότητας του ατόμου για δράση και επικοινωνία (Παπαστάμου, 2008).


 

Οι αναπαραστάσεις έχουν μια διπλή λειτουργία: κάνουν το παράξενο οικείο και το αόρατο αντιληπτό, καθώς κάτι που μας είναι άγνωστο ή παράξενο περιέχει μια απειλή, γιατί δεν έχουμε κατηγορία να το ταξινομήσουμε. Η κοινωνική αναπαράσταση ορίζεται από ένα περιεχόμενο, που αποτελείται από πληροφορίες, εικόνες, γνώμες, στάσεις και το οποίο αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο. Ακόμη, είναι η κοινωνική αναπαράσταση ενός υποκειμένου για ένα άλλο υποκείμενο. Επομένως, η αναπαράσταση εξαρτάται από τη θέση που κατέχουν τα υποκείμενα στην κοινωνία, την οικονομία, την κουλτούρα (Hogg & Vaughan, 2010).

Όσον αφορά την ετυμολογία της λέξης «αναπαριστώ», από την μια πλευρά σημαίνει αντικαθιστώ, παίρνω τη θέση κάποιου. Με αυτή την έννοια, αναπαράσταση είναι το νοητικό αναπαριστώμενο κάποιου πράγματος κι επομένως αυτή συγγενεύει με το σύμβολο, το σημείο. Από την άλλη μεριά, αναπαριστώ σημαίνει καταστώ παρών στο πνεύμα, στη συνείδηση. Με αυτή την έννοια, αναπαράσταση είναι η νοητική αναπαραγωγή κάποιου πράγματος. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αναπαράσταση αφορά ένα συγκεκριμένο νοητικό περιεχόμενο μιας πράξης της σκέψης, η οποία αποδίδει συμβολικά κάτι που απουσιάζει ή πλησιάζει κάτι μακρινό. Αυτό επιτρέπει στην αναπαράσταση να συγχωνεύει αντίληψη και έννοια και τον εικονικό χαρακτήρα κάποιου αντικειμένου. Σύμφωνα με τον Moscovici κοινωνική αναπαράσταση καλείται « το προϊόν και η διαδικασία μιας νοητικής δραστηριότητας μέσω της οποίας ένα άτομο ή μια ομάδα ανασυντάσσει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει και της αποδίδει μια ειδική σημασία». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα οργανωμένο σύνολο απόψεων, στάσεων, πεποιθήσεων και πληροφοριών που αφορούν ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση (Moscovici, 2017. Κοκκινάκη, 2006).

Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και οι βασικές τους λειτουργίες θα μπορούσαν να διακριθούν στη γνωστική λειτουργία (πρόσληψη και κωδικοποίηση του περιβάλλοντος), στη λειτουργία ταυτότητας (καθορισμός κοινωνιοψυχολογικής ταυτότητας του ατόμου) και στην αιτιολογική δικαιολόγηση συμπεριφοράς ατόμων και ομάδων. Η κοινωνική αναπαράσταση εκτός από της διευκόλυνσης της επικοινωνίας μεταξύ ατόμων ή ομάδων μέσω μιας μείωσης γνωστικού κόστους, αύξησης γνωστικής απόδοσης και ερμηνείας της πραγματικότητας έχει και τον ρόλο της διατήρησης ή ενίσχυσης της κοινωνικής θέσης μιας ομάδας ή ενός ατόμου. Προάγει δηλαδή και δικαιολογεί την κοινωνική διαφοροποίηση και την κοινωνική απόσταση μεταξύ ομάδων (Hogg & Vaughan, 2010).

 


Βιβλιογραφία

Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω.

Hogg, M.A. & Vaughan, G. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg.

Moscovici, S. (1999). Η ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της. (Επιμ. Α. Μαντόγλου). Αθήνα: Οδυσσέας.

Moscovici, S. (2017). Το σκάνδαλο της κοινωνικής σκέψης. Κείμενα για τις κοινωνικές αναπαραστάσεις. (Επιστ. Επιμ. Σ. Παπαστάμου). Αθήνα: Πεδίο.

Παπαστάμου, Σ. (2008). Κοινωνική Ψυχολογία και Ιδεολογία. Στο βιβλίο του Σ. Παπαστάμου (Επιμ.), Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία: Επιστημολογικοί προβληματισμοί και μεθοδολογικές κατευθύνσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.

Παπαστάμου, Σ., & Μαντόγλου, Α. (1996). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις: Σύγχρονες Έρευνες στην Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.

 

Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος, MSc.

Παπαδόπουλος Ευάγγελος, Κοινωνικός λειτουργός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου