* Από Παπαδόπουλο Βαγγέλη, Κοινωνικό Λειτουργό
«Η διαίρεση σε τάξεις που διενεργεί η επιστήμη οδηγεί στην κοινή ρίζα των ταξινομήσιμων πρακτικών τις οποίες παράγουν οι δρώντες και των ταξινομικών κρίσεων, τις οποίες εκφέρουν για τις πρακτικές των άλλων ή για τις δικές τους πρακτικές: και τούτο γιατί η έξη είναι ταυτόχρονα και γενεσιουργός αρχή αντικειμενικά ταξινομήσιμων πρακτικών και σύστημα ταξινόμησης των πρακτικών αυτών. Ακριβώς στους κόλπους της σχέσης ανάμεσα στις δύο ικανότητες που προσδιορίζουν την έξη, ικανότητα παραγωγής ταξινομήσιμων πρακτικών και έργων, ικανότητα διαφοροποίησης και αποτίμησης των πρακτικών αυτών και των προϊόντων (γούστο) συγκροτείται ο παριστώμενος κοινωνικός κόσμος, δηλαδή ο χώρος του βιοτικού ύφους» (Bourdieu, 2018: 215).
Ο Μπουρντιέ καθορίζει επίσης την έξη με τον παρακάτω τρόπο: «η έξη είναι επίσης δομημένη δομή: η αρχή διαίρεσης σε λογικές τάξεις η οποία οργανώνει την αντίληψη του κοινωνικού κόσμου είναι και η ίδια προϊόν της ενσωμάτωσης της διαίρεσης σε κοινωνικές τάξεις» (Bourdieu, 2018: 217).
Από την έξη προχωράει ο Μπουρντιέ στο γούστο, το οποίο εκφράζει τη ροπή προς την υλική και/ ή συμβολική ιδιοποίηση ταξινομημένων και ταξινομητικών αντικειμένων ή πρακτικών και αποτελεί το γενεσιουργό τύπο που βρίσκεται στην αρχή του βιοτικού ύφους. Παραδείγματα συμβολικών υποχώρων είναι η ένδυση, η επίπλωση, η γλώσσα και η σωματική έξιν.
Διακρίνει το γούστο σε δύο είδη: σε γούστο ανάγκης και γούστο πολυτελείας.
Εξηγεί, βέβαια, ότι είναι δυσνόητο να αντιληφθεί κανείς την έννοια του γούστου «ανάγκης», επειδή η ιδέα του γούστου είναι τυπικά αστική και διακατέχεται από την βασική προϋπόθεση της απόλυτης ελευθερίας. Και συμπληρώνει ο Μπουρντιέ ότι το γούστο ανάγκης έχει μονάχα αρνητική έννοια και εκφράζεται μέσω της έλλειψης και της στερητικής σχέσης που διατηρεί με τις άλλες εκδοχές του βιοτικού ύφους.
Τα δύο είδη γούστου αποτυπώνονται σε πολλές εκφάνσεις της συμπεριφοράς, όπως λόγου χάρη στο χιούμορ, αλλά και στην κατανάλωση τροφών - ποτών, αλλά και πολιτιστικών αγαθών, ακόμη και στην εικόνα του σώματος. Για παράδειγμα, οι βιομήχανοι και οι έμποροι διαφοροποιούνται από τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους καθηγητές, καταναλώνοντας περισσότερο δημητριακά, κονσέρβες κρέατος, κυνήγι, λίγα φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Οι καθηγητές συμπορεύονται με τους υπαλλήλους γραφείου και ξοδεύουν περισσότερο σε ψωμί, γαλακτοκομικά, ζάχαρη, λίγο στα κρασιά και όλα αυτά λιγότερα σε σχέση με τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι τελευταίοι καταναλώνουν ακριβά προϊόντα, από τα κρέατα κυρίως τα ακριβότερα, φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ψάρια και οστρακοειδή, τυριά, απεριτίφ. Φυσικά, δεν είναι μόνο η προτίμηση σε ακριβά προϊόντα, αλλά και η επιδίωξη αυτά να είναι εύγευστα, ωφέλιμα για την υγεία, ελαφρά και μη παχυντικά.
Εκτός από την κατανάλωση των φαγητών και ποτών, διαφαίνεται μια διαφοροποίηση που σχετίζεται με τη παράσταση της οικιακής οικονομίας και του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στα φύλα, δηλαδή με το πώς επενδύεται ο χρόνος προετοιμασίας του φαγητού και σχετίζεται με την αντίληψη του γυναικείου ρόλου. Εδώ φαίνεται και η αντίθεση ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στην κυρίαρχη τάξη, όπου από τη μία οι πρώτες διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους στην αναζήτηση προϊόντων και την προετοιμασία του φαγητού, ενώ η τελευταία κατανέμει τον χρόνο της στην κουλτούρα, στην εξωτερική εικόνα (ρούχα, προϊόντα φροντίδας και ομορφιάς). Όσο για τη συλλογή τροφίμων και την προετοιμασία του φαγητού έχουν το υπηρετικό προσωπικό.
Σχετικά με την εικόνα του σώματος, αυτό αποτελεί την «αδιάσειστη αντικειμενοποίηση του ταξικού γούστου», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μπουρντιέ. Η λεπτή σιλουέτα (ηθική της λεπτότητας), τυγχάνει μεγαλύτερης αναγνώρισης, όσο ψηλότερα πηγαίνουμε στην κοινωνική ιεραρχία, ενώ στον αντίποδα βρίσκεται η ηθική της καλοζωίας των χωρικών και των αγροτών. Έτσι, από τη μια πλευρά έχουμε το γούστο των ελεύθερων επαγγελματιών ή των ανώτερων στελεχών, που χαρακτηρίζεται ως ελαφρό, φίνο και εκλεπτυσμένο και από την άλλη, το λαϊκό γούστο, που χαρακτηρίζεται ως το γούστο του βαρέως, του λιπαρού, του χονδροειδούς.
Συνεπώς, το γούστο στα θέματα της διατροφής αλληλεπιδρά με την ιδέα που διαμορφώνει η κάθε τάξη για το σώμα και τις επιδράσεις που έχει η τροφή πάνω στο σώμα. Οι λαϊκές τάξεις εστιάζουν περισσότερο στη δύναμη του ανδρικού σώματος και όχι στη μορφή του (body building), ενώ η αστική τάξη σε ένα υγιές σώμα. Οι ανώτερες τάξεις προτιμούν την αριστοκρατική εικόνα αθλημάτων, όπως το τένις, η ιππασία, το γκολφ, το σκι, η ξιφασκία και το γιότινγκ, τα οποία δείχνουν πώς αποτιμά το κυρίαρχο γούστο όλα τα γνωρίσματα που είναι συγκεντρωμένα σε αυτά τα αθλήματα.
Οι κοινωνικές διακρίσεις φαίνονται εκτός από τη σωματική διάπλαση και στη στάση του σώματος, αλλά και από τις ενδυματολογικές επιλογές, ή την κόμμωση, τη γενειάδα, κ.τ.λ., συμβολικές όψεις που εξαρτώνται από οικονομικά και πολιτιστικά μέσα και εκπέμπουν κοινωνικά σήματα, που συγκροτούν την ανάλογη κοινωνική θέση. Ο Μπουρντιέ επισημαίνει την ύπαρξη ενός χώρου ταξικών σωμάτων, ο οποίος αναπαράγει τον κοινωνικό χώρο, όπου οι ιδιότητες των σωμάτων προσλαμβάνονται μέσω των κοινωνικών συστημάτων ταξινόμησης.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η τροφή τόσο από τα λαϊκά όσο και από τα αστικά στρώματα, δηλαδή το πώς σερβίρεται, το πώς παρουσιάζεται και το πώς προσφέρεται, είναι αρκετά αποκαλυπτικός. Για παράδειγμα, στους άνδρες γεμίζουν δύο φορές το πιάτο τους (προνόμιο που καταδεικνύει τη θέση που θα πάρει ο άνδρας), ενώ από την άλλη οι γυναίκες από μόνες τους υποβάλλονται σε περιορισμούς, δίχως να παίρνουν δυο μερίδες και πολλές φορές τρώγοντας ότι απέμεινε από την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή τα κορίτσια προετοιμάζονται για τη θέση της γυναίκας, θέση στην οποία μαθαίνουν να στερούνται.
Η διαφοροποίηση εκτείνεται ακόμα και στους οικείους, όπου στις εργατικές τάξεις οι προσκλήσεις είναι κυρίως για τσάι, γεύμα ή δείπνο στο σπίτι ή σε εστιατόριο. Πέρα από την τροφή υπάρχει μια διαφοροποίηση των λαϊκών από τις ανώτερες τάξεις στο θέμα της ένδυσης και της υπόδησης. Η μεγαλύτερη αντίθεση παρουσιάζεται στο κοστούμι, το οποίο αποτελεί προνόμιο του ανώτερου στελέχους, σε αντιδιαστολή με τη μπλε φόρμα του γεωργού, του εργάτη ή και του τεχνίτη. Όσον αφορά στις γυναίκες, αυτές που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική ιεραρχία προτιμούν τα ταγιέρ και τα ακριβά συνολάκια και από την άλλη, αυτές που ανήκουν στις λαϊκές τάξεις επιλέγουν τα παλτό, το αδιάβροχο, τη μπλούζα ή την ποδιά. Μια ακόμη διαφοροποίηση σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση έχει να κάνει με την ομορφιά του σώματος, όπου τόσο οι μικροαστές όσο και οι γυναίκες της κυρίαρχης τάξης πιστεύουν στην αξία της ομορφιάς, αλλά και στην αξία της προσπάθειας για να γίνουν ωραιότερες επενδύοντας τόσο σε χρόνο όσο και σε στερήσεις, αλλά και προσφεύγοντας ακόμα και στην πλαστική χειρουργική. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι το ίδιο εξοπλισμένες ώστε να πραγματώσουν αυτού του είδους, μιας και οι γυναίκες της κυρίαρχης τάξης έχουν περισσότερα χρήματα.
Bourdieu, P. (2018). Η διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης. Αθήνα: Πατάκης.
Παπαδόπουλος Βαγγέλης, Κοινωνικός Λειτουργός
papevag90@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου