Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Όλοι τρέμουμε τον θάνατο;

Ο φόβος του θανάτου είναι βιολογικά καθορισμένος μέσα μας. Ενισχύει την ικανότητά μας να επιβιώνουμε (Yalom, σελ. 90). 

 

Τι γίνεται όταν ο τρόμος αυτός μας στοιχειώνει; Όταν εισβάλλει διαρκώς στη ζωή μας και καταστρέφει κάθε ήρεμη και χαρούμενη στιγμή, ταράζει κάθε αίσθημα ικανοποίησης.

Όταν η σχέση με το άτομο που πέθανε είναι μη ολοκληρωμένη, με πολλές εκκρεμότητες και συγκρούσεις, τότε και η διαδικασία του πένθους είναι πιο δύσκολη, ίσως και για πάντα ανολοκλήρωτη, φτάνοντας σε ένα δισεπίλυτο πένθος.

Πεθαίνοντας το ένα άτομο η σχέση παγώνει και ο επιζών μένει παγωμένος σε ένα ανολοκλήρωτο στάδιο.

Μόνο εμείς έχουμε συμβάλλει σε αυτή τη σχέση; Μόνο εμείς φταίμε για αυτή τη σχέση; Πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεσαι μπροστά σε μια ανεπίλυτη κατάσταση, όπου το άλλο άτομο δεν είναι παρόν. Και πόσο μακρινό και απίθανο σου φαινόταν αυτό το σενάριο; Και τώρα;

Βρίσκεσαι τρομαγμένος μπροστά στον θάνατο, που κατάλαβες ότι μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή απρόσκλητος και ανεπιθύμητος, χωρίς να σε ρωτήσει, χωρίς να σεβαστεί τις ανοιχτές υποθέσεις που έχεις και όταν πλέον μένεις μόνος δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις, τι να σκεφτείς… πώς να συμπεριφερθείς.

Και μένεις απλά βυθισμένος στις σκέψεις για το παρελθόν και σε εικασίες για το παρόν. Το μέλλον αυτής της σχέσης δεν υπάρχει, απλά αναρωτιέσαι: η σχέση τελειώνει με τον θάνατο του ενός ή κουβαλάμε τη σχέση στο μυαλό μας μέχρι να πεθάνουμε κι εμείς…

Και όσο σκέφτεσαι σχετικά με τη σχέση, αναρωτιέσαι:

Πόσο είχαμε απλώσει το χέρι στο άλλο άτομο και τι συμπεριφορές δεχθήκαμε από την άλλη πλευρά;

Πόσο ήθελε και ο άλλος να είμαστε στη ζωή του;

Μια σχέση που ποτέ δεν προχώρησε… δεν εξελίχθηκε όπως είχαμε ονειρευτεί ή όπως πραγματικά θέλαμε.

Όσο πιο συγκρουσιακή είναι μια σχέση τόσο πιο πολλά είναι τα ανεπίλυτα θέματα που προκύπτουν…

 

Αναφορά:

Yalom I. Τα πλάσματα μιας μέρας, Άγρα, 2015.

 

Νίκος Κουραβάνας & Ελένη Παπαδοπούλου, Ψυχολόγοι, MSc, MA.

Έφηβοι σε απόγνωση

Είναι πιο σημαντική η εικόνα ή η ουσία; το φαίνεσθαι ή το είναι;

 

Υπάρχουν έφηβοι που όλα τα σχολικά χρόνια έχουν τον ρόλο του ‘’καλού παιδιού’’ δίνοντας έμφαση στην εικόνα που δείχνουν στους γονείς και το περιβάλλον παρά στην ουσία της γνώσης.

Η προσπάθεια επικεντρώνεται στο πως θα δείξουν ότι διαβάζουν, τα πάνε καλά στο σχολείο και στα μαθήματα, στις δραστηριότητες και στη συμπεριφορά.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν φθάνουν προς το τέλος της σχολικής πορείας καταλαβαίνουν ότι έχουν πολλά κενά και ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου και των εξετάσεων.

Πίστευαν ότι είναι επαρκείς στις απαιτήσεις του σχολείου και στέκονται με άγχος μπροστά στις εξετάσεις.

Σίγουρα οι πανελλήνιες εξετάσεις δεν είναι μονόδρομος, είναι όμως σημαντικό να μπορέσει ο κάθε έφηβος να ανακαλύψει τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του επιθυμίες, τα δικά του ταλέντα.

Ο έφηβος όμως βρίσκεται σε μια κατάσταση πίεσης ανάμεσα στις απαιτήσεις του σχολείου, τις προσδοκίες των γονέων και τις ικανότητες και πεποιθήσεις του ίδιου του εφήβου.

Ο έφηβος ταλαντεύεται ανάμεσα στα δικά του θέλω και στις ικανότητες, στα πρέπει των γονέων και στις απαιτήσεις της κοινωνίας.

 

Νίκος Κουραβάνας & Ελένη Παπαδοπούλου, Ψυχολόγοι, MSc, MA.

 

Ο γάμος και η σεξουαλικότητα της γυναίκας μετά τα σαράντα έτη…

Οι αλλαγές που συμβαίνουν καθώς μεγαλώνουν οι γυναίκες αφορά όλους τους τομείς της ζωής τους.

Οι μεγαλύτερες γυναίκες βιώνουν διαφορετικά τις σεξουαλικές σχέσεις, οι οποίες χρειάζονται επανεξέταση. 

 

«Οι γυναίκες που κάνουν ανασκόπηση της ζωής τους συνειδητοποιούν ότι η ανάγκη για σεξ και το ταίριασμα με έναν άνδρα είχε ως αποτέλεσμα να γίνονται εξαρτημένες. Αυτή η εξάρτηση επηρέαζε και καθοδηγούσε την ύπαρξή τους έως τη μέση ηλικία. Όταν πλησιάζουν στην εμμηνόπαυση και φτάνουν στο μετακλιμακτηριακό στάδιο, τότε μόνο νιώθουν απελευθερωμένες και επανεξετάζουν με καινούργιο, καθαρό και αυστηρό βλέμμα τον εαυτό τους και το νόημα της ύπαρξής τους. Αυτό συμβαίνει γιατί η γυναίκα που έχει ωριμάσει πια και στη μέση ηλικία έχει γίνει αυτόνομη δεν κατακλύζεται από τις υποχρεώσεις της προς τα παιδιά και την οικογένεια και επιθυμεί να ζήσει τον αισθησιασμό είτε με τον άνδρα της είτε με έναν καινούργιο σύντροφο, ώστε να απολαύσει τη σεξουαλική ποιότητα και όχι την ποσότητα» (σελ. 107-108).

Ο γάμος είναι μια δυναμική κατάσταση, στην οποία βρίσκονται υπό δοκιμασία και τα δύο μέλη και καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και στις αλλαγές. Σε πολλές περιπτώσεις, ο γάμος μετατρέπεται σε μια μεγάλη απογοήτευση. Πολλές φορές μέσα σε έναν γάμο, ο ένας επιθυμεί να αλλάξει τον άλλο, ή και οι δύο αισθάνονται προδομένοι και βλέπουν τη χαρά και τον ενθουσιασμό να έχουν εξαφανιστεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ένας κατηγορεί τον άλλο ή ο ένας ανακαλύπτει τα αρνητικά του άλλου και καταλήγουν να νιώθουν δυσαρέσκεια, εκνευρισμό ή παραίτηση.

«Οι γάμοι που έμειναν αμετάβλητοι τα χρόνια της μεταβατικής περιόδου αφορούν στις περιπτώσεις που και οι δύο σύντροφοι θέλησαν να ζήσουν έναν γάμο με λιγότερες φιλονικίες και περισσότερες ευχάριστες στιγμές, μια και η σχέση αυτή έχει βιωθεί και από τους δύο σαν απαραίτητη για την ύπαρξή τους και αξία των θυσιών που είχαν γίνει ως τότε. Είναι αυτοί που αποφασίζουν να κάνουν τον γάμο τους μέρος της εσωτερικής τους αναζήτησης.  

Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Scott Peck, αυτό είναι δυνατόν μόνο αν ο άνδρας και η γυναίκα απελευθερωθούν από τους περιορισμούς που οι ρόλοι των δύο φύλων επιβάλλουν και προχωρήσουν έως το σημείο όπου ο αρσενικός ρόλος και ο θηλυκός ρόλος συγχωνεύονται σε έναν. Αυτό είναι εφικτό κατά το δεύτερο μέρος της ενήλικης ζωής τους, όταν και οι δύο σύζυγοι ξεφεύγουν από τους προκαθορισμένους ρόλους και αρχίζουν να αναζητούν μια βαθύτερη και πιο αυθεντική εμπειρία αγάπης.

Για τα άτομα αυτά η ευτυχία στα προχωρημένα ενήλικα χρόνια είναι συχνά συνδεδεμένη με τον γάμο. Όσο πιο αρμονική είναι η συμβίωση του ζευγαριού, τόσο πιο υψηλό είναι το ηθικό τους και τόσο πιο καλή η υγεία τους και το κέφι για ζωή» (σελ. 127-129).

Πολλοί γάμοι χαρακτηρίζονται από απόσταση, απογοήτευση και απομόνωση. Τα προβλήματα στον γάμο έρχονται στην επιφάνεια ή γίνονται πιο έντονα σε συνδυασμό με το σύνδρομο της άδειας φωλιάς. Η μητέρα μπορεί να νιώθει έντονη λύπη λόγω του αποχωρισμού των παιδιών της από το σπίτι, αλλά θα πρέπει να σιωπήσει ώστε να αφήσει ελεύθερο το παιδί να βαδίσει ανεξάρτητο στη δική του πορεία ζωής. Η απουσία των παιδιών από το σπίτι μπορεί να δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, προκαλώντας αρνητικά συναισθήματα. Οι γυναίκες «έχουν την ευκαιρία να επανεξετάσουν τη συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά, να αναγνωρίσουν τα λάθη του και να επανορθώσουν. Αν δεν αδράξουν την ευκαιρία σε αυτή την ηλικία, θα είναι αργά όταν θα συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες τους και η μεταμέλεια και οι ενοχές θα οδηγήσουν σε κατάθλιψη» (σελ. 133).

 

Πηγή:

Καλλιέρου- Ξυλά Λιάνα. 2004. Η γυναίκα μετά τα 40. Εκδόσεις Καστανιώτη.

 

Νίκος Κουραβάνας & Ελένη Παπαδοπούλου, Ψυχολόγοι, MSc, MA.

Ο αυταρχικο-μαζοχιστικός χαρακτήρας

«Η ανάλυση της καταπίεσης των ορμών έδειξε ότι, υπό κοινωνικές προϋποθέσεις που εμποδίζουν την ενδυνάμωση του Εγώ πέρα από έναν ορισμένο βαθμό, το καθήκον της απώθησης ορμών μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με τη βοήθεια της ανορθολογικής συναισθηματικής σχέσης προς την αυθεντία και τον ενδοψυχικό εκπρόσωπό της, το Υπερεγώ.

 

Αυτή η αρνητική λειτουργία δεν εξηγεί όμως ακόμη την ιδιότυπη ικανοποίηση που αισθάνονται πολλοί υποτακτικοί της αυθεντίας, εκείνη την απόλαυση της υπακοής και της υποταγής που, καθώς είναι τόσο μεγάλη και διαδεδομένη, έκανε μερικούς να πιστέψουν ότι μπορούν να μιλούν για ένα φυσικό και έμφυτο ένστικτο υποταγής. Το γεγονός ότι η υποταγή στην αυθεντία μπορεί να είναι απολαυστική μας βοηθάει να κατανοήσουμε γιατί ήταν σχετικά εύκολο να αναγκάσει κανείς ανθρώπους να υποταχθούν, και μάλιστα πολύ πιο εύκολο από το αντίθετο, δηλαδή να προτρέψει κανείς ανθρώπους να εγκαταλείψουν την υποταγή και να γίνουν αυτοτελείς και ακηδεμόνευτοι. […]

Η κατάσταση ανωτερότητας-κατωτερότητας διαφέρει ριζικά ανάλογα με το υλικό περιεχόμενο της σχέσης. Ο δάσκαλος είναι ανώτερος από τον μαθητή του, ο δουλοκτήτης ανώτερος από τον δούλο του. Το ενδιαφέρον του δασκάλου και το ενδιαφέρον του μαθητή βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση, ενώ ο δουλοκτήτης ενδιαφέρεται για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκμετάλλευση των δούλων, αυτοί οι τελευταίοι προσπαθούν να περισώσουν μερικές σταγόνες ευτυχίας έναντι των αξιώσεων του κυρίου. Η ανωτερότητα στην πρώτη περίπτωση έχει μια λειτουργία αντίθετη από εκείνη της δεύτερης περίπτωσης. Στην πρώτη είναι μια προϋπόθεση προώθησης, στη δεύτερη μια προϋπόθεση εκμετάλλευσης. Η αντίθεση μεταξύ του ανασταλτικού και του προωθητικού χαρακτήρα της σχέσης αυθεντίας είναι βέβαια σχετική. Η απόλυτη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στους επάνω και στους κάτω δεν υπάρχει ίσως πουθενά. […]» (σελ. 162-163).

«Αν αποφύγει κανείς τον πειρασμό να υποστασιοποιήσει κάθε ορμική ανάγκη κατασκευάζοντας ένα ιδιαίτερο ένστικτο και αντ’ αυτού προσπαθήσει να αναλύσει τις ορμικές βάσεις της ανάγκης, θα κάνει σημαντικές διαπιστώσεις σχετικά με την ορμική δομή του αυταρχικού ή αυθεντιοκεντρικού χαρακτήρα.

Η προαναφερόμενη απόλαυση της υπακοής και υποταγής, της απάντησης της προσωπικότητας, η αίσθηση της σκέτης εξάρτησης, είναι γνωρίσματα που προσιδιάζουν στη δομή του μαζοχιστικού χαρακτήρα. Ο μαζοχισμός όμως ανήκει στα φαινόμενα που η ψυχανάλυση μόλις άρχισε να διερευνά.

Οι δυσκολίες διερεύνησης αυτού του προβλήματος οφείλονται στο εξής: ο μαζοχιστικός χαρακτήρας αντιστοιχεί στον χαρακτήρα των αστών ως κανονικό και είναι φυσικό να μη μπορεί να γίνει καν επιστημονικό πρόβλημα, επειδή δεν έχουν την απαραίτητη απόσταση.

Επιπλέον, η μαζοχιστική διαστροφή, ως μια ανωμαλία σαγηνευτική για τους ψυχολόγους, έχει συγκεντρώσει τόσο πολύ την προσοχή τους, ώστε να περάσει στο περιθώριο το πιο σημαντικό πρόβλημα του μαζοχιστικού χαρακτήρα. Μεταξύ των συγγραφέων που προώθησαν την έρευνα του μαζοχισμού με γόνιμο τρόπο συγκαταλέγονται προπάντων ο Reich και η Horney.

Ο Reich επισήμανε την αρχή της ηδονής, που διέπει και τον μαζοχισμό, έδειξε επίσης ότι και ο μαζοχισμός δεν βρίσκεται πέρα από την αρχή της ηδονής. Με τη χαρακτηριστική για τις εργασίες του φυσιολογιστική υπερτίμηση του σεξουαλικού παράγοντα όμως περιόρισε τη γονιμότητα της άποψής του. Την πρόσβαση στην κατανόηση του μαζοχισμού ως βασικής ψυχικής στάσης άνοιξε η Horney, στις εργασίες της οποίας χρωστούν πολλά οι ακόλουθες παρατηρήσεις μου. Η Horney βλέπει τη μαζοχιστική διαστροφή μόνον ως ειδική περίπτωση μιας πολύ γενικότερης ψυχικής στάσης, η οποία ανάγεται προπάντων σε μια εξασθένηση της κανονικής επιθετικότητας, δηλαδή της ικανότητας να επιβάλλει κανείς τις αξιώσεις του ενεργητικά και αυτόνομα, και δείχνει ότι πολλά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα που ως τώρα εξετάστηκαν μεμονωμένα έχουν την προέλευσή τους στη μαζοχιστική δομή» (σελ. 165-166).

«Οι μαζοχιστικές τάσεις στοχεύουν να παραδώσουν το άτομο στην εξουσία, αποκλείοντας έτσι την προσωπική ευτυχία και καταργώντας την προσωπικότητα του ατόμου, με αυτή την αφοσίωση του ατόμου στην εξουσία, που σε παθολογικές περιπτώσεις οδηγεί το άτομο στο σημείο να υφίσταται ακόμη και σωματικούς πόνους, επιζητείται η απόλαυση και ικανοποίηση. Οι σαδιστικές τάσεις έχουν τον αντίθετο στόχο: επιδιώκουν να μετατρέψουν έναν άλλον σε άβουλο και ανυπεράσπιστο όργανο της θέλησης του σαδιστή, να τον εξουσιάσουν απόλυτα και απεριόριστα και σε ακραίες περιπτώσεις να τον κάνουν να υποφέρει και να εκφράζει τα αντίστοιχα συναισθήματά του. Πάνω σε αυτή την ορμική βάση θεμελιώνεται η χαρακτηριστική για τον σαδο-μαζοχιστικό χαρακτήρα στάση απέναντι στους ανθρώπους, η οποία, είναι και η στάση του αυταρχικού χαρακτήρα για τον οποίο μιλούμε εδώ» (σελ. 167-168).

 

Πηγή:

Horkheimer, M., Fromm E., & Marcuse, H. (1996). Αυθεντία και οικογένεια. Εκδόσεις Νήσος.

 

Νίκος Κουραβάνας & Ελένη Παπαδοπούλου, Ψυχολόγοι, MSc, MA.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Η εγκατάλειψη παιδιών

«Η εγκατάλειψη ενός παιδιού αποτελεί συγχρόνως το τέρμα, τη δραματική απόληξη μιας μακράς προσωπικής πορείας και την επείγουσα συλλογική προσπάθεια λύσης του δράματος. Σίγουρα δεν προκύπτει από μια απλά ανεπάρκεια σε μητρικό ένστικτο, παρόλο που τη στιγμή του δράματος μπορεί να εκφράζεται ως μια ακραία μορφή γονεϊκής αδιαφορίας που δείχνει να αντιπαρατίθεται σε μια έντονη κινητοποίηση κοινωνικού ενδιαφέροντος για το παιδί. Κάθε εγκατάλειψη είναι το τελικό αποτέλεσμα πολλαπλών ανεπαρκειών και μιας σειράς συγκυριών και συναντήσεων. Με βάση τα παραπάνω, η εγκατάλειψη μπορεί να γίνει αντιληπτή ως το τελικό αποτέλεσμα, η διέξοδος, για πολλές προσωπικές πορείες γυναικών κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκυρίες. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση του θέματος μετατρέπει την εγκατάλειψη σε απλό ατομικό ψυχολογικό ή ψυχοπαθολογικό γεγονός και τελικά επιφέρει μια καλυμμένη ηθική κατακραυγή. 

 

Κάθε εγκατάλειψη φέρει μαζί της μια μεγάλη ιστορία, που περιλαμβάνει τις ιστορίες μιας γυναίκας, ενός άνδρα, των οικογενειών τους, των στάσεών τους και του κοινωνικού- πολιτισμικού τους στάτους. Η ιστορία αυτή περιέχει εντός της ένα υψηλό δυναμικό εγκατάλειψης και συναντά σε κάποια κρίσιμη στιγμή έναν κοινωνικό περίγυρο που μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ο κοινωνικός αυτός περίγυρος αποτελείται σε γενικές γραμμές από τα ήθη, τις προκαταλήψεις, τον δυναμισμό και τη γενικότερη πολιτική μιας κοινωνίας στη σχέση της με τις μόνες μητέρες, τα νόθα παιδιά, τη θέση των ανδρών και των γυναικών κ.ο.κ. […]

Σε κάθε ιστορία εγκατάλειψης οι συναντήσεις αυτές δείχνουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο, σε πολλές περιπτώσεις οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καίριο ρόλο ως προς την τελική διαμόρφωση μιας λύσης του δράματος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει ένας συντονισμό της δημιουργίας του δράματος και της λύσης τους, όπου συνυπάρχουν οι ατομικοί, οι ευρύτεροι οικογενειακοί και οι κοινωνικοί παράγοντες. Όσον αφορά τον κοινωνικό παράγοντα, θα μπορούσαμε να τον αντιληφθούμε στη διπλή του όψη: ως μια απουσία συμπαράστασης και ως παρουσία ρύθμισης. Ο κοινωνικός παράγοντας θα συμβάλει έτσι σημαντικά, με τη διπλή του αυτή μορφή, στην τελική κατεύθυνση ή διαμόρφωση μιας κατάστασης.

Σε μερικές περιπτώσεις μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην κοινωνική- εξωτερική παρέμβαση το κύριο βάρος της τελικής διαμόρφωσης μιας λύσης. Στις περιπτώσεις αυτές το κενό που αφήνει η αδυναμία της βιολογικής μητέρας υπερκαλύπτεται από τις επιθυμίες και τις αποφάσεις τρίτων, σε σημείο που να τολμήσουμε να υπαινιχθούμε σχεδόν την ύπαρξη μιας υφαρπαγής. Πίσω από το ‘’συμφέρον’’ του παιδιού δείχνουν να υφέρπουν κοινωνικές αντιλήψεις ιδιαίτερα συντηρητικές, που δικαιώνουν τελικά τα αυτόματα περάσματα των παιδιών από ‘’ανίκανους’’ γονείς σε κοινωνικά αποδεκτούς θετούς γονείς. Η κίνηση αυτή για να πετύχει, οφείλει αυτόματα να απαξιώσει τους βιολογικούς γονείς ως γονείς, ενώ συγχρόνως θα υπερ- αξιώνει κάποιους θετούς γονείς στη βάση κάποιων ασαφών κοινωνικών κριτηρίων» (σελ. 109-111).

 

Πηγή:

Γρηγόρη Αμπατζόγλου (Επιμ). 2021. Αλλάζοντας χέρια. Από τον αποχωρισμό των παιδιών στην υποδοχή τους. Εκδόσεις University Studio Press.

 

Νίκος Κουραβάνας & Ελένη Παπαδοπούλου, Ψυχολόγοι, MSc, MA.