Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Διαβάζοντας… «Που πάμε μπαμπά;»

«Αν ένα παιδί που γεννιέται είναι ένα θαύμα, ένα ανάπηρο παιδί είναι ένα θαύμα από την ανάποδη. Πολύ εύθραυστα οστά, στρεβλά πόδια, έγινε πολύ γρήγορα καμπούρης, τα μαλλιά του ήταν σκληρά και πάντα όρθια, δεν ήταν όμορφος και, το κυριότερο, ήταν θλιμμένος. Πολύ δύσκολα τον κάναμε να γελάει, επαναλάμβανε σαν λιτανεία: «Α, λα, λα, Μαριέ… Α, λα, λα, Ματιέ…» Πότε πότε ξεσπούσε σε σπαρακτικά κλάματα, σαν να υπέφερε φρικτά που δεν μπορούσε να μας πει τίποτα. Είχαμε πάντα την εντύπωση ότι συναισθανόταν την κατάστασή του, ότι ίσως να σκεφτόταν: «Αν το ήξερα, δεν θα είχα έρθει».

 


Πόσο θα θέλαμε να τον προστατεύσουμε από το σκληρό χτύπημα που του είχε δώσει η μοίρα! Τα χειρότερο από όλα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Δεν μπορούσαμε καν να τον παρηγορήσουμε, να του πούμε ότι τον αγαπούσαμε έτσι πώς ήταν- μας είχαν πει πως ήταν κουφός.

Όταν σκέφτομαι ότι είμαι ο δημιουργός των φοβερών ημερών που πέρασε στη Γη, ότι εγώ τον έφερα σ’ αυτή, θέλω να του ζητήσω συγγνώμη» (σελ. 19-20).

Ο Ζαν-Λουί Φουρνιέ είναι πατέρας δύο παιδιών με βαριά αναπηρία και επιστρατεύει όλο το απελπισμένο χιούμορ του σε μια αφήγηση όπου το τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό, η δυστυχία και η φρίκη με την τρυφερότητα και την αγάπη, κι όπου το παράλογο υψώνει το ανάστημά του απέναντι στην ανελέητη πραγματικότητα.

«Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα μιλήσει για τους δύο γιους μου. Γιατί; Μήπως επειδή ντρεπόμουν; Ή φοβόμουν τον οίκτο των άλλων; Λίγο από όλα. Σήμερα όμως, που ο χρόνος πιέζει, που το τέλος του κόσμου πλησιάζει και που εγώ είμαι όλο και πιο βιοδιασπώμενος, αποφάσισα να γράψω για αυτούς ένα βιβλίο. Για να τους θυμόμαστε, για να μη μείνουν μονάχα δυο φωτογραφίες στις αναπηρικές τους ταυτότητες» (οπισθόφυλλο βιβλίου).

 

«Ο Ματιέ και ο Τομά κοιμούνται, εγώ τους κοιτάζω.

Τι ονειρεύονται;

Βλέπουν όνειρα σαν αυτά που βλέπουν οι άλλοι;

Μπορεί τη νύχτα να ονειρεύονται πως είναι έξυπνοι.

Μπορεί τη νύχτα να παίρνουν την εκδίκησή τους, να βλέπουν πως είναι χαρισματικοί.

Μπορεί τη νύχτα να είναι φοιτητές του πολυτεχνείου, επιστήμονες ερευνητές, και να κάνουν εφευρέσεις.

Μπορεί τη νύχτα να ανακαλύπτουν νόμους, αρχές, αξιώματα, θεωρήματα.

Μπορεί τη νύχτα να κάνουν επιστημονικούς υπολογισμούς χωρίς αρχή και τέλος.

Μπορεί τη νύχτα να μιλάνε ελληνικά και λατινικά.

Αλλά μόλις χαράζει η μέρα, ξαναπαίρνουν τη μορφή των καθυστερημένων παιδιών, ώστε να μην τους καταλαβαίνει κανείς και να ‘χουν την ησυχία τους. Παριστάνουν πως δεν ξέρουν να μιλάνε, έτσι οι άλλοι δεν ασχολούνται μαζί τους. Κι αν τους απευθύνουν τον λόγο, αυτοί κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν για να μην αναγκαστούν να απαντήσουν. Δεν έχουν καμιά όρεξη να πάνε σχολείο, να μελετήσουν, να κάνουν μαθήματα» (σελ. 54-55).

 

Πηγή:

Φουρνιέ, Ζαν- Λουί, 2009. Πού πάμε μπαμπά; Εκδόσεις Μελάνι

 

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου