Τι
γίνεται όταν ζητάμε από κάποιον να μας αγαπήσεις, ενώ ταυτόχρονα πιστεύουμε ότι
η αγάπη συνοδεύεται πάντα από εγκατάλειψη; Ζητάμε να αγαπηθούμε, ενώ την ίδια
στιγμή φοβόμαστε να αγαπηθούμε. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε σε μη λεκτικό
επίπεδο μπορεί να ζητάμε να μην αγαπηθούμε. Και καταλήγουμε να μας φαίνεται
ανεπαρκής η οποιαδήποτε προσπάθεια κι αν γίνεται από την άλλη πλευρά.
«Για να
μπορεί μια τέτοια συμπεριφορά να διατηρείται και να ενισχύεται, θα χρειαστεί να
έχει μια λειτουργία όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν του ενός από τους
πρωταγωνιστές, αλλά και με το σύστημα του ζευγαριού στο σύνολό του. τα
παρελθόντα στοιχεία δεν επιφέρουν αυτόματα την επανάληψη ή την ενίσχυση μιας
συμπεριφοράς, αυτές δεν εμφανίζονται παρά μόνο εάν, πέρα από τη λειτουργία τους
σε μια προσωπική οικονομία, τα ιστορικά στοιχεία κάνουν το σύντροφο να
επαναπαύεται στις κοσμοκατασκευές του και παίζουν κάποιο ρόλο σε έναν ευρύτερο
συστημικό περίγυρο. Στα ζευγάρια, η κίνηση αυτή είναι αμφίδρομη και οι διπλές
δεσμεύσεις είναι αμοιβαίες» (Μονί Ελκάιμ, 1991: 21).
Μια
κατάσταση διπλής δέσμευσης περιλαμβάνει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Το
άτομο συμμετέχει σε μια έντονη σχέση, στα πλαίσια της οποίας είναι για αυτό
ζωτικής σημασίας να προσδιορίσει με ακρίβεια τον τύπο του μηνύματος που του
έχει ανακοινωθεί, έτσι ώστε να μπορέσει να απαντήσει με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο. Έχει εμπλακεί σε μια κατάσταση όπου ο άλλος εκπέμπει δύο αντιφατικά είδη
μηνυμάτων. Είναι ανίκανος να σχολιάσει τα μηνύματα που του έχουν μεταδοθεί, και
δεν μπορεί να αναγνωρίσει ποιου τύπου είναι αυτό στο οποίο πρέπει να απαντήσει,
με άλλα λόγια δεν μπορεί να εκφέρει μια μετεπικοινωνιακή πρόταση» (Μονί Ελκάιμ,
1991: 26).
Η διπλή δέσμευση αφορά δηλαδή τα αντιφατικά μηνύματα που δίνει ένα
άτομο, όπου άλλα λέει με τα λόγια του και άλλα δείχνει με τη γλώσσα του
σώματος. Τα λόγια μπορεί να λένε: «Έλα κοντά μου», αλλά η γλώσσα του σώματος να
φωνάζει: «Απομακρύνσου». Σε μια τέτοια περίπτωση, το άτομο μπορεί να πλησιάσει
το άτομο που το καλεί μόνο βρίσκοντας μια αφορμή, εκφράζοντας μια άρνηση
ταυτόχρονα του γεγονότος ότι έχει πλησιάσει.
«Φοβάμαι
την εγκατάλειψη. Φοβάμαι να προσκολληθώ».
Ένα
άτομο που από τη μια νιώθει τον φόβο ότι θα τον εγκαταλείψουν, αλλά ταυτόχρονα
δεν θέλει και να αναπτύξει έναν συναισθηματικό δεσμό δίνει διαρκώς αντιφατικά
μηνύματα στον σύντροφό του. Όταν ο άλλος προσπαθεί να τον πλησιάσει μπορεί να
υποβαθμίζει την κίνηση του άλλου, υπενθυμίζοντας στον άλλο μια σειρά από
γεγονότα που του επέτρεπαν να μην έχει εμπιστοσύνη στη γνησιότητα της χειρονομίας
του. Ουσιαστικά, το άτομο βρίσκεται παγιδευμένο μέσα σε μια διπλή κατάσταση:
θέλει το άλλο άτομο μέσα στη σχέση να είναι πιο τρυφερό, δεν μπορεί όμως να
υποφέρει κινήσεις που ενέχουν τρυφερότητα. Ζητά δηλαδή κάτι που ταυτόχρονα του
δημιουργεί ένα αίσθημα αποστροφής και απομάκρυνσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα,
αυτά τα δύο άτομα να προσπαθούν να συνυπάρξουν ενώ ο καθένας είναι κλεισμένος
στον εαυτό του γιατί νιώθει ότι δεν γίνονται αντιληπτές και δεν ικανοποιούνται
οι ανάγκες του από την άλλη πλευρά (Μονί Ελκάιμ, 1991).
Μονί
Ελκάιμ. (1991). Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς. Αθήνα: Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου