Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Η αποκάλυψη της υιοθεσίας

Η αποκάλυψη της υιοθεσίας πρέπει να δίνεται νωρίς: περίπου μεταξύ της ηλικίας των δύο και των τεσσάρων ετών. Η αποκάλυψη πρέπει να γίνεται νωρίς, καθώς οι γονείς ζουν μέσα σε έναν συνεχή τρόμο μήπως το παιδί τους πληροφορηθεί από κάποια εξωτερική πηγή την υιοθεσία και ίσως να μην αναφέρει τίποτα στους γονείς του. Οι γονείς θα πρέπει να πληροφορούν το παιδί μόλις είναι σε θέση να καταλάβει. Σε μικρή ηλικία το παιδί ίσως να μην μπορεί ακόμη να επεξεργαστεί και να κατανοήσει πλήρως το θέμα, όμως ακούγοντάς το ξανά και ξανά θα μπορέσει να το καταλάβει. Στο παρελθόν υπήρχαν αρκετές αντικρουόμενες απόψεις: εκτός από αυτούς που υποστήριζαν ότι θα πρέπει να ενημερώνονται τα παιδιά από την ηλικία των δύο έως τεσσάρων ετών, υπήρχαν και αυτοί που υποστήριζαν ότι η ανάπτυξη και οι σχέσεις των παιδιών με τη θετή τους μητέρα δεν είχε διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά, μέχρι τη στιγμή που μάθαιναν για την υιοθεσία τους. Μετά από αυτή την αποκάλυψη, η συμπεριφορά, τα περιεχόμενα της σκέψης και οι σχέσεις των παιδιών άλλαζαν σε μεγάλο βαθμό. 

«Οι γονείς διαφέρουν μεταξύ τους ως άτομα και ως προς τις επιρροές που έχουν δεχτεί από την κοινωνική τους τάξη, τη θρησκεία και το πολιτισμικό τους περιβάλλον. Ενώ ορισμένοι τρέμουν στην ιδέα ότι το παιδί τους θα μάθει για την υιοθεσία του από κάποιον τρίτο και ακολουθούν πειθήνια τις συμβουλές να του το πουν έγκαιρα , άλλοι φοβούνται περισσότερο το ίδιο το γεγονός της αποκάλυψης και συνεχώς το αναβάλλουν. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι κυρίως σε αυτή την τελευταία κατηγορία γονέων: πολλοί θετοί γονείς θα επιθυμούσαν να μη χρειαστεί ποτέ να μάθει το παιδί τους και τρέμουν στην ιδέα αυτής της αποκάλυψης» (σελ. 361). Πολλοί γονείς φοβούνται ότι το παιδί τους θα αναστατωθεί, ότι ίσως έπειτα θα τους αγαπήσει λιγότερο, ότι ίσως θελήσει να αναζητήσει τους φυσικούς του γονείς, κ.α.

«Για πολλούς γονείς η αποκάλυψη της υιοθεσίας αποτελεί εμπειρία που υπονομεύει την επιθυμία τους να πιστεύουν ότι το παιδί είναι δικό τους. Εάν τόσο το νήπιο όσο και οι θετοί του γονείς έχουν ανάγκη να αισθάνονται ότι ανήκουν ο ένας στον άλλο, με ποιο τρόπο η χρησιμοποίηση του όρου ‘υιοθεσία’ ως τρυφερής έκφρασης ανταποκρίνεται σε αυτή τους την ανάγκη; Φαίνεται ότι η ιδέα πίσω από αυτό- ότι δηλαδή το παιδί πρέπει να μεγαλώνει νιώθοντας ότι το να είναι υιοθετημένο είναι κάτι το ωραίο –συνεπάγεται ένα είδος εξαρτημένης μάθησης. Είναι κατανοητό ότι το παιδί μπορεί να συνδέσει την ‘τρυφερή’ λέξη με την ιστορία της υιοθεσίας που του είπαν αργότερα. Όμως, το αν θα αισθανθεί, καθώς μεγαλώνει, ότι η υιοθεσία του είναι το ωραίο θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και ελάχιστα από τους πρώιμους συνειρμούς της παιδικής ηλικίας που αφορούν στη λέξη ‘υιοθετημένο’» (σελ. 261-262).

Το παιδί μεγαλώνοντας είτε είναι υιοθετημένο είτε όχι θα κληθεί να αντιμετωπίσει ορισμένα οδυνηρά γεγονότα, που του δημιουργούν πόνο. Οι καταστάσεις που περιλαμβάνουν πόνο θα πρέπει να εμφανίζονται στο παιδί ως καταστάσεις που το παιδί θα νιώσει ότι έχει επαρκείς δυνάμεις για να τα βγάλει πέρα. Είναι σημαντικό το παιδί να νιώθει ότι έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί σε μια δύσκολη κατάσταση, όπως είναι η υιοθεσία.

 

Πηγή:

Ρολίν Σουρ & Σίλα Μίλερ. 1998. Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία παιδιών με σωματικές μειονεξίες και ψυχοδιανοητικές διαταραχές. Εκδόσεις Καστανιώτη.

 

Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου